Editorial 612 - Εμείς και οι άλλοι…

Από το

motomag

1/11/2020

Σε ηλικία 20 ετών ήμουν καθηγητής σε δημόσιο ΙΕΚ, διδάσκοντας «Χρήση Η/Υ» - σε μία εποχή που οι υπολογιστές ήταν τεράστια κουτιά σε λίγα σπίτια και σε 25άριδες και βάλε που είχαν γραφτεί στα απογευματινά μαθήματα για να γλιτώσουν τον στρατό και να συνεχίσουν να δουλεύουν τα πρωινά, ξεπληρώνοντας την μοτοσυκλέτα που με κόπο είχαν αποκτήσει... Για τον ίδιο λόγο ήμουν και εγώ εκεί άλλωστε, συμπληρώνοντας εισόδημα. Αν και βοηθός καθηγητή σε αυτή την ηλικία, βρέθηκα να διδάσκω από συγκυρία διότι τα καλόπαιδα αυτά είχαν καταφέρει να κάνουν κάθε καθηγητή να παραιτηθεί. Ο μόνος λόγος που ο κύκλος των εξώσεων αυτών σταμάτησε σε εμένα, αποκαλύφθηκε πως ήταν η μοτοσυκλέτα με την οποία πήγαινα εκεί τα απογεύματα και το γεγονός πως τον πρώτο καιρό βρήκαμε κοινό παρονομαστή διανθίζοντας το μάθημα με τους λόγους που εγώ μετακινούμουν φορώντας πλήρη εξοπλισμό αναβάτη πέρα από κράνος, κι εκείνοι ερχόντουσαν μόνο με το σακίδιο. Έβρισκαν διασκεδαστικό πως προσπαθούσα να τους πείσω, κι εγώ από την άλλη το είχα βάλει στόχο να αλλάξω τουλάχιστον έναν. Τελικά η επιτυχία ήταν μεγαλύτερη, αλλά το θέμα είναι άλλο: Πως τόσα χρόνια πριν κανείς δεν μιλούσε για κάτι τόσο σημαντικό, κι ακόμη και σήμερα περνά στα ψηλά γράμματα για τα νεότερα παιδιά. Μαρτυρώντας μία συνεχιζόμενη παθογένεια:

Στην παρουσίαση της ΚΤΜ για το νέο 890 Adventure, μόλις συναντηθήκαμε με τους υπόλοιπους συναδέλφους που ήρθαν από το εξωτερικό, το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν ήταν γιατί έβλεπαν στους δρόμους να γυρνούν ξεκράνωτοι νεαροί προσπερνώντας μάλιστα περιπολικά, με αστυνομικούς που δεν αντιδρούν καθόλου στην εικόνα αυτή. Και είχαν ξεκινήσει νωρίτερα οδηγώντας από την Αθήνα, βλέποντας συνέχεια αναβάτες χωρίς κράνος. Αν είχαν δει μόνο έναν, ίσως να μην το είχαν κάνει ζήτημα όμως ξέρουμε όλοι μας τι εικόνα επικρατεί εκεί έξω. Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτήν την ερώτηση, διότι κανένας ξένος, από οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν πρόκειται να καταλάβει για ποιον λόγο απαιτείται επιβολή ενός μέτρου αυτοπροστασίας.

Εμείς εδώ μέσα, προφανώς και γνωρίζουμε πολύ καλά πως η χρήση της μοτοσυκλέτας είναι τρόπος ζωής που επηρεάζει πολλές πτυχές της και είμαστε μοτοσυκλετιστές με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επίσης είναι ένα μικρό ευτύχημα πως διαρκώς αυξανόμαστε, αλλά δεν παύουμε να παραμένουμε μειοψηφία. Κι ένας από τους λόγους είναι η συνεχής διαίρεση. Δυσκολευόμαστε να βρούμε κοινά στοιχεία μεταξύ μας, χωριζόμαστε εύκολα σε μικρές ομάδες, ανάλογα με μοντέλα και κατηγορίες μοτοσυκλέτας και βρίσκουμε να χωριστούμε ακόμη και για τις μάρκες, κυρίως το τελευταίο είναι μία συχνή αντιπαράθεση. Φτιάχνουμε στρατόπεδα και αναλωνόμαστε στα χαρακώματα για τις «ιαπωνικές», τις «ιταλικές» κτλ, πράγματα που δεν έχουν ουσία, ιδιαίτερα στην εποχή μας που τα στερεότυπα σπάνε το ένα μετά το άλλο και τα πράγματα αλλάζουν με φοβερή ταχύτητα. Υπάρχουν καλές, λιγότερο καλές ή ακόμη και κακές μοτοσυκλέτες, διαβάζοντας άλλωστε το ΜΟΤΟ έχετε πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και ένα σωρό διαφορετικοί αναβάτες και ο καθένας θα βρει εκείνο που ταιριάζει περισσότερο στον ίδιο. Η διαίρεση μας κάνει να φαινόμαστε λιγότεροι από αυτό που πραγματικά είμαστε: Ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έχει μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη που νομίζει.

Ο νεαρός γείτονας που γυρνά χωρίς κράνος, ο ανιψιός, συνάδελφος, συγχωριανός κτλ, πρέπει να αρχίσει να ακούει πως ήρθε η ώρα να αλλάξει αυτό που κάνει λάθος. Το ξέρει πως είναι λάθος, όμως αν ακούει συχνά – πυκνά πως πρέπει να αλλάξει θα είναι καλύτερα - και σίγουρα όχι επιδεικτικά, ή με ύφος που μαρτυρά μια οποιαδήποτε διαφορετικότητα. Μαζί μας τον θέλουμε και όχι απέναντι… Κι εκείνον που θα ανέβει για πρώτη φορά, στην σέλα αφήνοντας το αυτοκίνητο για να ανέβει σε ένα σκούτερ, για παράδειγμα: Μαζί μας τον θέλουμε κι αυτόν, το δυνατόν συντομότερα μάλιστα. Επειδή η αλλαγή νοοτροπίας μιας ολόκληρης χώρας δεν γίνεται πατώντας ένα αόρατο κουμπί, ας αρχίσει καθένας μας με τον περίγυρό του, η δουλειά πρέπει να γίνει συλλογικά…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!