Editorial 607 - Στροφή στην μοτοσυκλέτα!

Από το

motomag

1/6/2020

Το πρόβλημα σε αυτή την χώρα ήταν πάντα οι πολλές φωνές. Ποτέ δεν είχαμε λίγες ή απουσία άποψης που να δείχνει πως στερεύουμε, αδυνατίζουμε και γινόμαστε εύκολα θύματα της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν μιλάω γενικά, αν και ισχύει με άνεση ως γενικός κανόνας σε αυτή την χώρα. Αναφέρομαι ωστόσο συγκεκριμένα στην μοτοσυκλέτα. Λέμε χρόνια στο ΜΟΤΟ πως τα διπλώματα πρέπει να εξισωθούν με την υπόλοιπη Ευρώπη και δεχόμαστε δύο ειδών αντιδράσεις. Θετικές κατά πλειοψηφία -ευτυχώς- και κάποιες αρνητικές που τις έχουμε χωρίσει σε δύο υποκατηγορίες. Η πρώτη είναι από συμφέρον, η δεύτερη από την βαθιά ανάγκη για αντιπαράθεση, που ως βαλκάνιοι είναι πάντα ο αφρός σε οποιαδήποτε μπύρα κι αν πίνουμε. Έτσι λοιπόν αντίθεση στην εξίσωση των διπλωμάτων φέρνει μερίδα εκπαιδευτών που πιστεύουν πως έτσι θα χάσουν έσοδα και αντίδραση για την αντίδραση έρχεται από μερίδα υπερευαίσθητων που νομίζουν πως έτσι θα αυξηθούν τα ατυχήματα. Είναι και οι δύο λάθος κι ευτυχώς αποτελούν μειοψηφία. Τα έσοδα για τους εκπαιδευτές οδήγησης θα αυξηθούν, γιατί θα μεγαλώσει αυτομάτως το ποσοστό μοτοσυκλετιστών στη χώρα, που θα πηγαίνουν για το επόμενο σκαλοπάτι στην άδεια. Αυτό έχει δείξει το παράδειγμα των υπόλοιπων χωρών, αλλά δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να το καταλάβετε από την εικόνα που είχαν πριν την καραντίνα τα σημεία που διενεργούνται εξετάσεις: Ένα σωρό έμπειροι αναβάτες με τις προσωπικές τους μοτοσυκλέτες που ενώ οδηγούν για χρόνια, δεν είχαν βγάλει ποτέ δίπλωμα. Νομίζει κανείς πως αυτή είναι μία εικόνα του παρελθόντος αλλά συμβαίνει τώρα, το 2020 στην Ελλάδα, στην Ευρώπη δηλαδή που δεν νοείται να υπάρχει ανασφάλιστο όχημα. Τονίζω το πριν την καραντίνα γιατί υπάρχει δικαιολογία για το μετά, και την απουσία εξετάσεων αυτό το διάστημα. Κάποιος όμως που οδηγεί για χρόνια χωρίς δίπλωμα το δικύλινδρο 650 ή 900 δεν του φταίει η καραντίνα που δεν έβγαλε δίπλωμα. Η εικόνα μπροστά στο Υπουργείο Μεταφορών που γίνονται οι εξετάσεις είναι αποκαρδιωτική για το ποσοστό έμπειρων αναβατών που βγάζουν δίπλωμα πρακτικά με το ζόρι, ενώ οδηγούν για χρόνια στους δημόσιους δρόμους. Και η κουβέντα μας με τους εκπαιδευτές οδήγησης το επιβεβαιώνει. Η βασική δικαιολογία για όσους οδηγούν χωρίς δίπλωμα, είναι η ίδια που υπάρχει και για το κράνος και τον υπόλοιπο εξοπλισμό αναβάτη. «Είχα λεφτά μόνο για μοτοσυκλέτα». Που μεταφράζεται καλύτερα σε «πήρα εκείνη που ήθελα, όχι εκείνη που θα έπρεπε αν έβλεπα το κόστος συνολικά: Δίπλωμα / Κράνος / Μπουφάν / Γάντια / Μποτάκια». Θα βάλει και εξάτμιση όμως, πριν πάρει τα παραπάνω, εκεί θα πάει η επόμενη επένδυση!

Η άλλη μορφή αντίδρασης είναι αυτή που αγνοεί πως όλοι οι παραπάνω είναι ήδη κομμάτι των ελληνικών δρόμων, από τα πλέον επικίνδυνα αν εμπλακείς σε ατύχημα μαζί τους. Ζητώντας ακόμη περισσότερα μαθήματα. Δηλαδή η μερίδα αυτή θέλει να γιγαντωθεί το πρόβλημα περισσότερο, καθώς περισσότερα μαθήματα σημαίνει μεγαλύτερο κόστος που είναι και ο βασικός λόγος που βλέπουμε νεαρούς χωρίς δίπλωμα. Με τα μαθήματα δεν έγινε κανείς οδηγός. Με τον σωστό έλεγχο όμως αποφεύχθηκαν πολλά. Και έλεγχο σε αυτή την χώρα δεν έχουμε.

Δίχως να ζητά κανείς να ζήσουμε με περισσότερη αστυνόμευση, η αντίληψη του ωχαδερφισμού που επικρατεί εδώ, είναι που πρέπει να νικηθεί. Και στην Αυστρία και στην Γερμανία και στην Ισπανία και την Ιταλία, χώρες που δεν μας μοιάζουν και χώρες με τις οποίες μοιραζόμαστε κοινά στοιχεία, θα «την βγάλεις καθαρή» αν κάνεις μία σούζα ή αν οδηγήσεις γρήγορα σε έναν επαρχιακό δρόμο. Ναι είναι περισσότερο πιθανό συγκριτικά με εδώ, να κερδίσεις μία κλήση για επικίνδυνη οδήγηση στην Ισπανία. Αλλά θα το έχεις κάνει σε ένα δρόμο με απίθανη άσφαλτο όπου οδηγείς συχνότερα γιατί έχεις ζήσει και περισσότερο. Τα τροχαία δυστυχήματα για τους Ισπανούς μοτοσυκλετιστές είναι λιγότερα ανά κάτοικο από ότι στην Ελλάδα. Μην τολμήσεις όμως να βγεις από το σπίτι δίχως κράνος. Δεν θα το κάνεις κανείς, δεν θα το κάνει ούτε και ο πιτσιρικάς που δουλεύει τα καλοκαίρια σε ξενοδοχεία και μπαρ, για να κερδίσει το δικαίωμα στην ιγμορίτιδα το χειμώνα. Δουλεύει τα καλοκαίρια για να αγοράσει μοτοσυκλέτα το χειμώνα και να γυρνά ξεκράνωτος ρουφώντας την μύτη του μέχρι να έρθει η Άνοιξη και η ώρα που θα βγάζει τα μυγάκια από το μάτι του. Κι όλα αυτά, συχνά χωρίς δίπλωμα… Το πρώτο πράγμα που θα πάρει μαζί του αν φύγει από το χωρίο και πάει απέναντι στην Ιταλία για το πρώτο του ταξίδι, είναι το κράνος. Εκεί δεν θα διανοηθεί να καβαλήσει χωρίς. Θα το ξανά βγάλει στην επιστροφή…

Το πρόβλημά μας λοιπόν, δεν είναι αν θα γίνονται πιο αυστηρές εξετάσεις διπλώματος, που έτσι και αλλιώς δεν πιστοποιούν πως ξέρεις να οδηγείς μοτοσυκλέτα. Μεταξύ μας όλοι μας αναγνωρίζουμε πως μαθαίνεις οδηγώντας, όχι κάνοντας σαλιγκάρια σε κορύνες, εκτός κι αν μιλάμε για Gymkhana. Αν έχουμε μία φωνή προς τα έξω, κοινή, τότε μόνο θα μπορέσουμε να αλλάξουμε κάτι προς το καλύτερο. Και το καλύτερο μας το δείχνει το παράδειγμα και η πραγματικότητα, όχι η θεωρεία.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτή την στιγμή, κάνουν λόγο για την ανάγκη στροφής στην μοτοσυκλέτα ώστε ο κόσμος να μην μπαίνει στα μέσα μαζικής μεταφοράς και να μην μποτιλιαρίζεται στους δρόμους. Έφτασαν να συζητούν την διήθηση στην Γερμανία κι εμείς εδώ ακόμη μαλώνουμε μεταξύ μας για το αν κάποιος που οδηγεί αυτοκίνητο δέκα χρόνια, μπορεί με μερικά μαθήματα -και μόνο- να ανέβει σε ένα σκούτερ με έξι - οκτώ άλογα! Και ταυτόχρονα αδιαφορούμε για τον ακράνωτο δεκαεπτάχρονο που δεν πήρε ποτέ του δίπλωμα! Η υπόλοιπη Ευρώπη αναγνωρίζει πως η ιδιωτική μετακίνηση είναι καταρχήν δικαίωμα που πρέπει να διαφυλάξει και έπειτα πως με την μοτοσυκλέτα θα υπάρξει τρόπος να εξασφαλιστεί σε ένα μέλλον με περισσότερα οχήματα στους ήδη πηγμένους δρόμους. Εδώ ας το συζητήσουμε λίγο ακόμη, δεν βαριέσαι, υπάρχει χρόνος μέχρι την επόμενη πανδημία…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!