Editorial 605 - Η πρώτη φορά που το “JIT” κατέρρευσε

Από το

motomag

1/4/2020

Το 1948 η Toyota ξεκίνησε, και το 1970 τελειοποίησε, την μέθοδο παραγωγής Just in Time, (JIT) όπως είναι τώρα γνωστή. Πρόκειται για την μέθοδο παραγωγής που χρησιμοποιείται τώρα σε ολόκληρη την αυτοκινητοβιομηχανία και φυσικά και στις μοτοσυκλέτες. Πολύ απλοϊκά για να πάμε παρακάτω, JIT σημαίνει πως οτιδήποτε δεν παράγει το εργοστάσιο, φτάνει στην γραμμή παραγωγής ακριβώς στην ώρα που πρέπει για να την τροφοδοτήσει απευθείας. Τα εξαρτήματα αυτά που μπορεί να είναι οτιδήποτε, από δαγκάνες φρένων και πλαστικά, μέχρι και ολόκληρα πλαίσια, δεν αποθηκεύονται και δεν ελέγχονται κιόλας. Ο έλεγχος γίνεται κατευθείαν στον προμηθευτή, ο οποίος έχει και την ευθύνη της παράδοσης ακριβώς στην σωστή ώρα. Ας μείνουμε μονάχα σε κάτι σημαντικό για το JIT, που στην σύγχρονη εποχή είναι μία ολόκληρη χωρογραφία προμηθευτών, φορτηγών και κατασκευαστών, εύκολη να την φανταστείς ως εικόνα με τις υπάρχουσες υποδομές. Όταν οι Ιάπωνες το ξεκινούσαν σε μία χώρα κατεστραμμένη και υπό αμερικάνικη κατοχή, έπρεπε να κάνουν πραγματικούς άθλους για να το καταφέρουν και στηρίχτηκαν σε τρεις αρχές που συνοψίζονται στις λέξεις, "μούρη", "μούρα", "μούντα": Υπέρβαση του ακατόρθωτου – διαρκή συνέπεια και οικονομία υλικών και δυνάμεων. Όπως όλα στα Ιαπωνικά, οι λέξεις είναι φράσεις ολόκληρες. Μιλάμε για μία φιλοσοφία με πολλές πτυχές που έπρεπε να περάσει τότε η Toyota στους προμηθευτές, τις μικρές βιοτεχνίες, για να καταφέρει να εφαρμόσει το JIT, που με την σειρά του είναι μονάχα μία από τις αρχές που απαρτίζουν την νοοτροπία κατασκευής που μπορεί κανείς να βρει με τον επεξηγηματικό τίτλο "Τhe Toyota Way".

Σήμερα δεν χρειάζεται να ξοδέψεις δεκαετίες για να εμφυτέψεις φιλοσοφίες σε προμηθευτές, υπάρχουν συμβόλαια και αυστηρές ποινικές ρήτρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το JIT έφτασε στην πιο ραγδαία εξελισσόμενη βιομηχανία του κόσμου, την αμερικάνικη, και όπως όλα τα γιαπωνέζικα τότε, το κορόιδεψαν με άρθρα και βιβλία. Μέχρι που οι μεγαλύτεροι πολέμιοι του, όπως ο μηχανολόγος και συγγραφέας Τζορτζ Πλόσλ (102 ετών σήμερα) παραδέχτηκαν πως ήταν ηλίθιοι. Τουλάχιστον οι Αμερικανοί το μετονόμασαν σε ZIPS (zero inventory production system) για να το νιώθουν λίγο πιο δικό τους και αν και έχουν γίνει τεράστια βήματα από τότε, οι βασικές αρχές έχουν μείνει ίδιες.

Από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, την οικονομική καταστροφή της προηγούμενης δεκαετίας, τις τρομοκρατικές επιθέσεις ή την έναρξη πολέμων, πρωτοφανή τσουνάμι και πυρηνικές καταστροφές, εμείς οι ίδιοι στις ζωές μας που είναι μικρότερες από την ύπαρξη του JIT, έχουμε ζήσει πολλά γεγονότα που απασχόλησαν το σύνολο της ανθρωπότητας. Ποτέ, κανένα από αυτά, δεν σταμάτησε ολοκληρωτικά το “JIT”, ποτέ δεν το αμφισβήτησε στο βαθμό που γίνεται τις ημέρες που διανύουμε. Μην βιαστεί κανείς να πει πως δεν τρέχει κάτι σπουδαίο, γιατί ολόκληρος ο πλανήτης έχει σταματήσει. Πράγματι ζούμε ένα γεγονός που έχει αλλάξει την εικόνα της Γης από το διάστημα. Ολόκληρη την εικόνα γιατί ποτέ ξανά τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν κλείστηκαν στα σπίτια τους, δεν σταμάτησε η συντριπτική πλειοψηφία των πτήσεων, και δεν έσβησαν τα φώτα ανά την υφήλιο. Η ανθρωπότητα περνά αυτές τις ημέρες ένα γεγονός που παρόμοιό του δεν έχει ξαναδεί ποτέ. Γιατί συμβαίνει ταυτόχρονα παντού. Όλα τα παραπάνω επηρέαζαν ένα κομμάτι της ανθρωπότητας, όσο η υπόλοιπη συνέχιζε την ζωή της, παρατηρώντας βέβαια, αλλά δίχως να διακόπτει την πορεία της.

Ωστόσο το “JIT” είχε καταρρεύσει πριν από αυτό, ήταν η πρώτη φορά που αυτό το σύστημα έδειξε αδυναμία στα 70 χρόνια παρουσίας του. Μονάδες παραγωγής έχουν ξανασταματήσει στο παρελθόν, όχι όμως από συνολική αδυναμία να αντικατασταθεί ένας προμηθευτής. Η Β. Ιταλία έχει ένα σωρό βιοτεχνίες που τροφοδοτούν τα μεγάλα εργοστάσια σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και στην Θεσσαλονίκη θα βρεις προμηθευτή της VW. Σε κάθε μικρή και μεγάλη χώρα της Ευρώπης υπάρχουν και είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, στην Β. Ιταλία είναι εκατοντάδες. Αν πας στο εργοστάσιο της Ducati, θα δεις κόκκινα χωροδικτυώματα να περιμένουν σαν ντοματιές πίσω από μία πόρτα. Τα έχει φέρει ντουζίνα – ντουζίνα ο εξωτερικός προμηθευτής, έτοιμα βαμμένα, και τα έβαλε απευθείας δίπλα στην γραμμή παραγωγής. Ποιοτικώς ελεγμένα και έτοιμα για την συναρμολόγηση. Τέτοιοι προμηθευτές ήταν οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από την κρίση αυτή και τα μέτρα απαγορεύσεων που σταδιακά επιβλήθηκαν στην Ιταλία. Μία μεγάλη εταιρεία έχει τον τρόπο να αντιμετωπίσει το πολιτικό σύστημα στην κοινωνία που ζούμε, αν θέλει να δράσει υπεράνω των νόμων μπορεί να το κάνει. Δυστυχώς μπορεί. Δεν είναι όμως εύκολο να αρχίσει να πιέζει και για λογαριασμό τρίτου. Αρχές Φεβρουαρίου τα εργοστάσια για πρώτη φορά άρχισαν να εξετάζουν την διακοπή παραγωγής. Τα αποθέματα επαρκούσαν το πολύ για ένα μήνα ακόμη, κι αυτό γιατί ήδη οι στόχοι πωλήσεων είχαν αλλάξει. Ένα μήνα αργότερα, και πράγματι οι ελλείψεις αυτές φάνηκαν στην πράξη.

Στις 26 Μαρτίου έκλεισε και το τελευταίο εργοστάσιο μοτοσυκλέτας που έμενε ανοικτό στην Ευρώπη. Στην αρχή ήταν οι Κινέζοι προμηθευτές. Κάθε μοτοσυκλέτα στην Ευρώπη έχει και ένα κινέζικο ανταλλακτικό επάνω της. Βασικά έχει πολλά, πάρα πολλά, όμως ένα να λείπει και είναι αρκετό για να σταματήσει η παραγωγή του μοντέλου. Για ένα ή δύο ή και τρία, πάντα θα βρεις αντικαταστάτη, στα περισσότερα όμως αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα. Και το πρόβλημα είχε πλέον φανεί. Το JIT δεν δούλεψε. Στην Ταϊλάνδη η Triumph έχει τρία εργοστάσια που καλύπτουν πλέον το σύνολο της παραγωγής της. Μέχρι και στην Σλοβενία όμως υπάρχει προμηθευτής για τα εργοστάσια της Ταϊλάνδης. Τους φτιάχνει τις, πρωτοποριακές για μοτοσυκλέτα, οθόνες που είναι ενσωματωμένες στο προστατευτικό γυαλί.

Πριν ακόμη κι από τον παγκόσμιο εγκλεισμό, οι κατασκευαστές για πρώτη φορά στην ιστορία, σκέφτηκαν πως αν δεν είχαν γίνει συναρμολογητές σε ένα μεγάλο ποσοστό, τότε δεν θα είχαν πρόβλημα τροφοδοσίας.

Η επόμενη ημέρα είναι ακόμη άγνωστο με ποιο τρόπο θα έχει επηρεάσει τους κατασκευαστές μοτοσυκλέτας, αλλά ένα είναι βέβαιο, με βάση την επικοινωνία των τελευταίων ημερών με ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη: Ορισμένες συνεργασίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Θεωρούν επίσης βέβαιο πως κάποια στιγμή θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο με πρόστιμα ρύπων για την τροφοδοσία των γραμμών παραγωγής, που σημαίνει πως η επανεξέταση των μετακινήσεων θα έχει ακόμη μεγαλύτερο νόημα.

Η επόμενη ημέρα μετά την πανδημία θα φέρει ένα ποσοστό εσωστρέφειας που στην αρχή του έτους ήταν αδιανόητο. Οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να γίνονται φυσικά σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατασκευή όμως θα αρχίσει να γίνεται πιο συγκεντρωμένη. Η εσωστρέφεια θα ξεκινήσει πρώτα από τους πολίτες, όπως γίνεται κάθε φορά μετά από μία πανδημία, κι ενώ οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν κομμάτι παγκόσμιας σκακιέρας, η παραγωγή θα αναζητήσει τρόπους να γίνει πιο συγκεκριμένη. Το “JIT” δεν θα το εγκαταλείψει κανείς, είναι αδύνατο να γίνει άμεσα μία τέτοια αλλαγή, ήδη όμως υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να το αναπροσαρμόσουν…

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.