Editorial 605 - Η πρώτη φορά που το “JIT” κατέρρευσε

Από το

motomag

1/4/2020

Το 1948 η Toyota ξεκίνησε, και το 1970 τελειοποίησε, την μέθοδο παραγωγής Just in Time, (JIT) όπως είναι τώρα γνωστή. Πρόκειται για την μέθοδο παραγωγής που χρησιμοποιείται τώρα σε ολόκληρη την αυτοκινητοβιομηχανία και φυσικά και στις μοτοσυκλέτες. Πολύ απλοϊκά για να πάμε παρακάτω, JIT σημαίνει πως οτιδήποτε δεν παράγει το εργοστάσιο, φτάνει στην γραμμή παραγωγής ακριβώς στην ώρα που πρέπει για να την τροφοδοτήσει απευθείας. Τα εξαρτήματα αυτά που μπορεί να είναι οτιδήποτε, από δαγκάνες φρένων και πλαστικά, μέχρι και ολόκληρα πλαίσια, δεν αποθηκεύονται και δεν ελέγχονται κιόλας. Ο έλεγχος γίνεται κατευθείαν στον προμηθευτή, ο οποίος έχει και την ευθύνη της παράδοσης ακριβώς στην σωστή ώρα. Ας μείνουμε μονάχα σε κάτι σημαντικό για το JIT, που στην σύγχρονη εποχή είναι μία ολόκληρη χωρογραφία προμηθευτών, φορτηγών και κατασκευαστών, εύκολη να την φανταστείς ως εικόνα με τις υπάρχουσες υποδομές. Όταν οι Ιάπωνες το ξεκινούσαν σε μία χώρα κατεστραμμένη και υπό αμερικάνικη κατοχή, έπρεπε να κάνουν πραγματικούς άθλους για να το καταφέρουν και στηρίχτηκαν σε τρεις αρχές που συνοψίζονται στις λέξεις, "μούρη", "μούρα", "μούντα": Υπέρβαση του ακατόρθωτου – διαρκή συνέπεια και οικονομία υλικών και δυνάμεων. Όπως όλα στα Ιαπωνικά, οι λέξεις είναι φράσεις ολόκληρες. Μιλάμε για μία φιλοσοφία με πολλές πτυχές που έπρεπε να περάσει τότε η Toyota στους προμηθευτές, τις μικρές βιοτεχνίες, για να καταφέρει να εφαρμόσει το JIT, που με την σειρά του είναι μονάχα μία από τις αρχές που απαρτίζουν την νοοτροπία κατασκευής που μπορεί κανείς να βρει με τον επεξηγηματικό τίτλο "Τhe Toyota Way".

Σήμερα δεν χρειάζεται να ξοδέψεις δεκαετίες για να εμφυτέψεις φιλοσοφίες σε προμηθευτές, υπάρχουν συμβόλαια και αυστηρές ποινικές ρήτρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το JIT έφτασε στην πιο ραγδαία εξελισσόμενη βιομηχανία του κόσμου, την αμερικάνικη, και όπως όλα τα γιαπωνέζικα τότε, το κορόιδεψαν με άρθρα και βιβλία. Μέχρι που οι μεγαλύτεροι πολέμιοι του, όπως ο μηχανολόγος και συγγραφέας Τζορτζ Πλόσλ (102 ετών σήμερα) παραδέχτηκαν πως ήταν ηλίθιοι. Τουλάχιστον οι Αμερικανοί το μετονόμασαν σε ZIPS (zero inventory production system) για να το νιώθουν λίγο πιο δικό τους και αν και έχουν γίνει τεράστια βήματα από τότε, οι βασικές αρχές έχουν μείνει ίδιες.

Από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, την οικονομική καταστροφή της προηγούμενης δεκαετίας, τις τρομοκρατικές επιθέσεις ή την έναρξη πολέμων, πρωτοφανή τσουνάμι και πυρηνικές καταστροφές, εμείς οι ίδιοι στις ζωές μας που είναι μικρότερες από την ύπαρξη του JIT, έχουμε ζήσει πολλά γεγονότα που απασχόλησαν το σύνολο της ανθρωπότητας. Ποτέ, κανένα από αυτά, δεν σταμάτησε ολοκληρωτικά το “JIT”, ποτέ δεν το αμφισβήτησε στο βαθμό που γίνεται τις ημέρες που διανύουμε. Μην βιαστεί κανείς να πει πως δεν τρέχει κάτι σπουδαίο, γιατί ολόκληρος ο πλανήτης έχει σταματήσει. Πράγματι ζούμε ένα γεγονός που έχει αλλάξει την εικόνα της Γης από το διάστημα. Ολόκληρη την εικόνα γιατί ποτέ ξανά τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν κλείστηκαν στα σπίτια τους, δεν σταμάτησε η συντριπτική πλειοψηφία των πτήσεων, και δεν έσβησαν τα φώτα ανά την υφήλιο. Η ανθρωπότητα περνά αυτές τις ημέρες ένα γεγονός που παρόμοιό του δεν έχει ξαναδεί ποτέ. Γιατί συμβαίνει ταυτόχρονα παντού. Όλα τα παραπάνω επηρέαζαν ένα κομμάτι της ανθρωπότητας, όσο η υπόλοιπη συνέχιζε την ζωή της, παρατηρώντας βέβαια, αλλά δίχως να διακόπτει την πορεία της.

Ωστόσο το “JIT” είχε καταρρεύσει πριν από αυτό, ήταν η πρώτη φορά που αυτό το σύστημα έδειξε αδυναμία στα 70 χρόνια παρουσίας του. Μονάδες παραγωγής έχουν ξανασταματήσει στο παρελθόν, όχι όμως από συνολική αδυναμία να αντικατασταθεί ένας προμηθευτής. Η Β. Ιταλία έχει ένα σωρό βιοτεχνίες που τροφοδοτούν τα μεγάλα εργοστάσια σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και στην Θεσσαλονίκη θα βρεις προμηθευτή της VW. Σε κάθε μικρή και μεγάλη χώρα της Ευρώπης υπάρχουν και είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, στην Β. Ιταλία είναι εκατοντάδες. Αν πας στο εργοστάσιο της Ducati, θα δεις κόκκινα χωροδικτυώματα να περιμένουν σαν ντοματιές πίσω από μία πόρτα. Τα έχει φέρει ντουζίνα – ντουζίνα ο εξωτερικός προμηθευτής, έτοιμα βαμμένα, και τα έβαλε απευθείας δίπλα στην γραμμή παραγωγής. Ποιοτικώς ελεγμένα και έτοιμα για την συναρμολόγηση. Τέτοιοι προμηθευτές ήταν οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από την κρίση αυτή και τα μέτρα απαγορεύσεων που σταδιακά επιβλήθηκαν στην Ιταλία. Μία μεγάλη εταιρεία έχει τον τρόπο να αντιμετωπίσει το πολιτικό σύστημα στην κοινωνία που ζούμε, αν θέλει να δράσει υπεράνω των νόμων μπορεί να το κάνει. Δυστυχώς μπορεί. Δεν είναι όμως εύκολο να αρχίσει να πιέζει και για λογαριασμό τρίτου. Αρχές Φεβρουαρίου τα εργοστάσια για πρώτη φορά άρχισαν να εξετάζουν την διακοπή παραγωγής. Τα αποθέματα επαρκούσαν το πολύ για ένα μήνα ακόμη, κι αυτό γιατί ήδη οι στόχοι πωλήσεων είχαν αλλάξει. Ένα μήνα αργότερα, και πράγματι οι ελλείψεις αυτές φάνηκαν στην πράξη.

Στις 26 Μαρτίου έκλεισε και το τελευταίο εργοστάσιο μοτοσυκλέτας που έμενε ανοικτό στην Ευρώπη. Στην αρχή ήταν οι Κινέζοι προμηθευτές. Κάθε μοτοσυκλέτα στην Ευρώπη έχει και ένα κινέζικο ανταλλακτικό επάνω της. Βασικά έχει πολλά, πάρα πολλά, όμως ένα να λείπει και είναι αρκετό για να σταματήσει η παραγωγή του μοντέλου. Για ένα ή δύο ή και τρία, πάντα θα βρεις αντικαταστάτη, στα περισσότερα όμως αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα. Και το πρόβλημα είχε πλέον φανεί. Το JIT δεν δούλεψε. Στην Ταϊλάνδη η Triumph έχει τρία εργοστάσια που καλύπτουν πλέον το σύνολο της παραγωγής της. Μέχρι και στην Σλοβενία όμως υπάρχει προμηθευτής για τα εργοστάσια της Ταϊλάνδης. Τους φτιάχνει τις, πρωτοποριακές για μοτοσυκλέτα, οθόνες που είναι ενσωματωμένες στο προστατευτικό γυαλί.

Πριν ακόμη κι από τον παγκόσμιο εγκλεισμό, οι κατασκευαστές για πρώτη φορά στην ιστορία, σκέφτηκαν πως αν δεν είχαν γίνει συναρμολογητές σε ένα μεγάλο ποσοστό, τότε δεν θα είχαν πρόβλημα τροφοδοσίας.

Η επόμενη ημέρα είναι ακόμη άγνωστο με ποιο τρόπο θα έχει επηρεάσει τους κατασκευαστές μοτοσυκλέτας, αλλά ένα είναι βέβαιο, με βάση την επικοινωνία των τελευταίων ημερών με ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη: Ορισμένες συνεργασίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Θεωρούν επίσης βέβαιο πως κάποια στιγμή θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο με πρόστιμα ρύπων για την τροφοδοσία των γραμμών παραγωγής, που σημαίνει πως η επανεξέταση των μετακινήσεων θα έχει ακόμη μεγαλύτερο νόημα.

Η επόμενη ημέρα μετά την πανδημία θα φέρει ένα ποσοστό εσωστρέφειας που στην αρχή του έτους ήταν αδιανόητο. Οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να γίνονται φυσικά σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατασκευή όμως θα αρχίσει να γίνεται πιο συγκεντρωμένη. Η εσωστρέφεια θα ξεκινήσει πρώτα από τους πολίτες, όπως γίνεται κάθε φορά μετά από μία πανδημία, κι ενώ οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν κομμάτι παγκόσμιας σκακιέρας, η παραγωγή θα αναζητήσει τρόπους να γίνει πιο συγκεκριμένη. Το “JIT” δεν θα το εγκαταλείψει κανείς, είναι αδύνατο να γίνει άμεσα μία τέτοια αλλαγή, ήδη όμως υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να το αναπροσαρμόσουν…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!