Editorial 602 - Τα ηλεκτρικά που καίνε βενζίνη…

x
Από το

motomag

1/1/2020

Το Ινστιτούτο «ifo» στην Γερμανία, με ιστορία εβδομήντα ετών (ιδρύθηκε το 1949) και ένα μακρύ διερευνητικό έργο, κατέληξε πρόσφατα σε ένα πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα: Τα ηλεκτρικά οχήματα στην Γερμανία ρυπαίνουν περισσότερο από τα Diesel αυτή την στιγμή!

Κι όχι απλά μία – δύο ποσοστιαίες μονάδες, αλλά έως και 28% περισσότερο! Ακόμη κι έτσι, το ζήτημα θα μπορούσε να είναι έως και αδιάφορο για τον οποιονδήποτε, όμως υπάρχει μία σημαντική λεπτομέρεια. Μιλάμε για την Γερμανία.

Πρόκειται για μία χώρα με βαριά βιομηχανία, εξελιγμένη τεχνολογία στα ηλεκτρικά που όχι απλά την παράγει, αλλά την εξάγει κιόλας, πράγμα που σημαίνει πως έχεις τους πόρους να την εξελίσσει. Αν κάπου έχουν μαζεμένους τους καλύτερους που εργάζονται προς μία κατεύθυνση, τότε η Γερμανία είναι αυτό το κάπου. Δεν σταματάμε εκεί όμως, στην πράξη είμαστε ακόμη στο λιγότερο κι έχουμε κι άλλο. Πρόκειται για μία χώρα που έχει ξεκάθαρο θεσμοθετημένο πλαίσιο για τα ηλεκτρικά οχήματα και κατάλληλη υποδομή. Παρόλο που το μποτιλιάρισμα στο Μόναχο -εκεί που εδρεύει και το Ινστιτούτο “ifo”- είναι εξαιρετικά ασφυκτικό για πολλές ώρες της ημέρας, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και σε άλλες γερμανικές πόλεις, οι δρόμοι εξακολουθούν να προσφέρουν ελευθερία κινήσεων και τα οχήματα δεν παγιδεύονται για ώρες συνολικά, κάθε εβδομάδα. Κι όμως σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον, τα ηλεκτρικά οχήματα συνεχίζουν να είναι πιο ρυπογόνα από τα Diesel.

Και υπάρχει και το άλλο. Η Γερμανία έχει ξοδέψει πολλές χιλιάδες Ευρώ ανά όχημα, ώστε να χρηματοδοτήσει την αγορά του και να συμπληρώσει τον στόχο της, που ήταν ένα εκατομμύριο ηλεκτρικά στους δρόμους. Δηλαδή έχει δώσει πολλά εκατομμύρια Ευρώ στους πολίτες, για να αφήσουν το αυτοκίνητό τους και να αποκτήσουν ένα ηλεκτρικό, ευελπιστώντας πως ένας από τους τρόπους που θα τα πάρουν την επένδυση πίσω, θα είναι από την μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος της χώρας. Την ίδια στιγμή που η διπλανή τους Ολλανδία, αναγκάζεται να θεσπίσει το χαμηλότερο όριο ταχύτητας στην Ευρωζώνη ώστε να μειώσει τους ρύπους που εκπέμπουν τα οχήματα. Οι Ολλανδοί, με το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, που υποδέχεται τα μεγαλύτερα εμπορικά καράβια του κόσμου, έχουν φτάσει στο σημείο να πρέπει να πληρώσουν πρόστιμο για να ολοκληρώσουν τα τεράστια έργα που κάνουν, κρατώντας την θάλασσα μακριά από την χώρα τους. Κι αυτό γιατί τα έργα αυτά έχουν μεγάλο ενεργειακό αποτύπωμα. Και πάλι όμως δεν την έχουν πατήσει τόσο πολύ, όσο οι Γερμανοί. Το γερμανικό φιάσκο είναι τεράστιο, από την στιγμή που έχουν επενδύσει ένα εξωφρενικό ποσό ζεστού χρήματος, έχοντας επιδεινώσει την κατάσταση αντί να την βελτιώσουν!

Αν αυτό το ποσό πήγαινε αυτούσιο στην έρευνα και την εξέλιξη των ηλεκτρικών οχημάτων και των συσσωρευτών ενέργειας, όπως οι κοινές μας μπαταρίες, τότε θα είχαμε ένα ολότελα διαφορετικό αποτέλεσμα. Ποιος όμως θα δεχόταν να επενδύει χρήμα για ένα αποτέλεσμα που δεν μπορεί να φανεί μέσα σε μία εκλογική περίοδο;

Το ινστιτούτο “ifo” προφανώς και έχει συμπεριλάβει την διαδικασία εξόρυξης λιθίου και κοβαλτίου για το παραπάνω συμπέρασμα. Αν ήταν μονάχα οικονομικό το ζήτημα, επίσης δεν θα αξίωνε μεγάλης ανάλυσης, προσέξτε όμως πόσο σοβαρό γίνεται:

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2019, η εταιρεία International Rights Advocates, που λειτουργεί με καθεστώς οργάνωσης για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατέθεσε μήνυση στην Ουάσιγκτον κατά των Tesla, Google, Dell, Microsoft και Apple, για το έγκλημα με ανήλικα παιδιά που συντελείται στο Κονγκό. Χιλιάδες παιδιά εργάζονται παράνομα σε συνθήκες που δεν διαφέρουν καθόλου από τον κοινό ορισμό της σκλαβιάς, σε ορυχεία κοβαλτίου, την οποία εξόρυξη την επιβλέπει η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Πρόκειται για μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, που παράγει περισσότερο από το 50% των παγκόσμιων αναγκών κοβαλτίου και αναμένεται να τριπλασιάσει την παραγωγή του. Οι γονείς που θρηνούν παιδιά που έχασαν ή τα βλέπουν να ακρωτηριάζονται στα ορυχεία και οι εξεγέρσεις τους καταπνίγονται βίαια, αποφάσισαν να κάνουν κάτι άλλο, από την στιγμή που αδυνατούν να πολεμήσουν εκείνον που το εξορύσσει. Στρέφονται λοιπόν απέναντι σε εκείνους που το αγοράζουν, με το σκεπτικό πως η αέναη πίεση για περισσότερο και φθηνότερο κοβάλτιο οδηγεί στην εκμετάλλευση των παιδιών τους σε καθεστώς δουλείας. Δουλεία από την οποία επωφελούνται οι τεχνολογικοί κολοσσοί. Οι ενάγοντες γονείς υποστηρίζουν μάλιστα πως μπορούν να αποδείξουν πως οι κολοσσοί της τεχνολογίας γνωρίζουν τι συμβαίνει στα ορυχεία, αλλά συνέχιζαν και συνεχίζουν ακόμη και τώρα, μετά την αγωγή, να προμηθεύονται το κοβάλτιο από παιδικά χέρια…

Δεν είναι λοιπόν μονάχα το γεγονός πως τα ηλεκτρικά οχήματα ρυπαίνουν, αλλά το κάνουν πατώντας, κυριολεκτικά, σε ψυχές μικρών παιδιών.

Σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές, ο στόχος που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση για όριο 59 γραμμαρίων διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρα έως το 2030, είναι τεχνικά και τεχνολογικά, μη εφικτός!

Σε μία λίγο πιο παλιά έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν, που ΔΕΝ λάμβανε υπόψη της το κόστος σε ρύπους για την δημιουργία της μπαταρίας, απέδειξε πως στις Ην. Πολιτείες που βασίζονται κατά 64% σε ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, τα ηλεκτρικά οχήματα πρακτικά έκαιγαν 4,5 λίτρα βενζίνης ανά 100 χιλιόμετρα! Με λίγα λόγια ο κόσμος μας αυτή την στιγμή μασάει το χέρι του. Κατουρά εκεί που πίνει νερό, βάζει το κεφάλι του σε νάιλον σακούλα και παραπονιέται πως δεν μπορεί να αναπνεύσει. Κάνουμε μία τρύπα στο νερό. Όλοι αυτοί οι πόροι, όλο αυτό το χρήμα και οι φαιά ουσία που καταναλώνεται σε μάρκετινγκ για τα ηλεκτρικά οχήματα και σε συγγραφή νομοθεσιών, θα έπρεπε να πηγαίνει αλλού. Αυτή την στιγμή θα έπρεπε να μελετάμε καλύτερους τρόπους παραγωγής, ή πιο σωστά συγκομιδής της ηλεκτρικής ενέργειας και αποδοτικότερους τρόπους αποθήκευσής της.

Τρόπους που δεν θα βασίζονται στην δουλεία μικρών παιδιών, το μόνο βέβαιο!

Και όλα αυτά μόνο και μόνο για να μεταβούμε στο επόμενο στάδιο, καθώς όπως έγραφα χρόνια πριν, θεωρώ την ηλεκτρική ενέργεια, ιδιαίτερα ως τρόπο μετακίνησης ένα μεταβατικό στάδιο. Το ιδανικό θα ήταν να φτάσουμε πολύ γρήγορα στην οικονομία του υδρογόνου και να έχουμε κινητήρες εσωτερικής καύσης που καταναλώνουν υδρογόνο και παράγουν νερό. Το υδρογόνο διασπάται σπαταλώντας ενέργεια, χρησιμοποιείται ακριβώς όπως και το πετρέλαιο στους υπάρχοντες κινητήρες εσωτερικής καύσης, η BMW έχει εδώ και δεκαετία αντίστοιχο αυτοκίνητο, και μένει ένα και μόνο, ανυπέρβλητο αυτή την στιγμή πρόβλημα. Δεν μπορούμε να το αποθηκεύσουμε! Δεν έχουμε την τεχνολογία! Αντί να κοροϊδευόμαστε όμως, και να προσπαθούμε με το ζόρι να επιβάλουμε τα ηλεκτρικά οχήματα, θα μπορούσαμε κάλλιστα ως ανθρωπότητα να επικεντρωθούμε στο μοναδικό πρόβλημα που δεν μας επιτρέπει αυτή την στιγμή να τελειώσουμε με τα ορυκτά καύσιμα, χωρίς να αλλάξουμε την ζωή μας και κυρίως, τα οχήματα που ξέρουμε και μας αρέσουν…

 

 

 

 

 

 

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.