Editorial 601 - Συντακτική ομάδα… Πρεσβευτών!

Από το

motomag

1/12/2019

Είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να μάθουν περισσότερα πράγματα για τη δουλειά μας, που –πολλές φορές- έχουν μια διαφορετική διάσταση για το τι σημαίνει να είσαι συντάκτης σε περιοδικό μοτοσυκλέτας, ή που θέλουν να δουν τι κρύβεται από κάθε λέξη και κάθε σελίδα του ΜΟΤΟ. Για να πάρετε μια ιδέα λοιπόν, μάθετε ότι αυτό που φτάνει στα χέρια σας είναι η "κορυφή" του παγόβουνου. Πίσω από κάθε φωτογραφία και κάθε τεστ κρύβεται απύθμενη προσπάθεια, δυσκολίες και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, μαζί με ρίσκο και κίνδυνο. Ο μόνος τρόπος για να συντονιστούν όλα αυτά και να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα που το ποιοτικό του επίπεδο δεν θα είναι τίποτε λιγότερο από αυτό που θέλουμε, είναι η εμπειρία, ο δεσμός και ο συντονισμός της ομάδας μας.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι ο τρόπος που δουλέψαμε στην φετινή EICMA για να έχουμε άμεσα σε πραγματικό χρόνο όλες τις εξελίξεις, τα νέα μοντέλα, τις παρουσιάσεις, με τόνους πληροφορίας και την εγκυρότητα που είναι εκ των ουκ άνευ για εμάς. Μία ομάδα τεσσάρων ατόμων (μαζί με τον φωτογράφο) όργωναν την Έκθεση στέλνοντας συντονισμένα και χρησιμοποιώντας στο έπακρο την τεχνολογία άμεσης μεταφοράς δεδομένων, τις φωτογραφίες με τις πληροφορίες που μάθαιναν επί τόπου. Αυτά "προσγειωνόντουσαν" στους υπολογιστές των υπόλοιπων τεσσάρων μελών της Συντακτικής ομάδας του ΜΟΤΟ και του ατελιέ, όπου επίσης με συντονισμένη μεθοδολογία γραφόντουσαν τα άρθρα και γινόταν η επεξεργασία και το στήσιμο των εικόνων, έχοντας ο καθένας από εμάς συγκεκριμένες αρμοδιότητες, όπως τα εξαρτήματα ενός ρολογιού ακριβείας. Η συσσωρευμένη εμπειρία ήταν ο παράγοντας κλειδί για τον όλο συντονισμό, από τον τρόπο που κινούμασταν στα περίπτερα, από το πώς γινόταν η φωτογράφιση, από το πώς ταξίδευαν τα δεδομένα ψηφιακά μέχρι την συγγραφή των κομματιών. Σημαντικό μερίδιο στο επιτυχημένο αποτέλεσμα είχε φυσικά και η προεργασία που είχε γίνει από πριν, με κλεισμένα ραντεβού με στελέχη των εταιρειών, προκειμένου οι αναγνώστες μας να έχουν πρόσβαση σε πληροφορία που δεν θα είχε κανένα άλλο μέσο.

Κι έτσι ερχόμαστε στο σημαντικότερο ίσως κομμάτι της δουλειάς μας, ειδικά όταν το ΜΟΤΟ ταξιδεύει στο εξωτερικό, είτε για να καλύψει γεγονότα όπως η EICMA, είτε για να παρευρεθεί στις παγκόσμιες και πανευρωπαϊκές οδηγικές παρουσιάσεις των νέων μοντέλων. Εκεί λοιπόν, οι συντάκτες του ΜΟΤΟ λειτουργούμε και ως πρεσβευτές της ελληνικής πραγματικότητας στα κέντρα των αποφάσεων των εργοστασίων. Όταν συναντηθήκαμε, για παράδειγμα, με τον Πρόεδρο της Yamaha Motor Europe ή τον CEO της Ducati Claudio Domenicali, δεν αποσπάσαμε μόνο πληροφορίες, αλλά μεταφέραμε την εικόνα και τα δεδομένα της χώρας μας στους ανθρώπους που χαράζουν την στρατηγική των εταιρειών. Γινόμαστε κοινωνοί των προβληματισμών του ελληνικού κοινού, έχοντας ως πλεονέκτημα την διεθνή αναγνώριση της εγκυρότητας της άποψης του ΜΟΤΟ. Κι αυτό συμβαίνει παντού. Μπορεί ως προσωπικότητες ο καθένας μας να είναι –και πρέπει να είναι- διαφορετικός, αλλά όλοι στο ΜΟΤΟ μοιραζόμαστε μια κοινή φιλοσοφία και μια κοινή επαγγελματική ηθική, ώστε όποιος από εμάς και αν βρεθεί σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να ανταποκριθεί στο έπακρο σ' αυτό το ρόλο του πρεσβευτή, ο οποίος είναι γραμμένος ανεξίτηλα στο… job description της Συντακτικής ομάδας του ΜΟΤΟ!

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!