Editorial 599 - Ζήτημα παιδείας

Από το

motomag

1/10/2019

Κατηφόρα μίας ήσυχης γειτονιάς χωρίς ιδιαίτερη κίνηση που καταλήγει σε κάθετο δρόμο δίχως να συνεχίζει απέναντι, ένα απλό "ταυ" μέσα στην Αθήνα, μία συνηθισμένη ημέρα. Μια ημέρα που θα μπορούσε να σταματήσει η ζωή για τρεις οικογένειες. Διότι όταν χάνεις παιδί η ζωή σου σταματά σε εκείνο το σημείο. Όπως κι αν χάσεις χέρι ή πόδι, που είναι αυτό που θα επέλεγες, αν μία ανώτατη δύναμη σου χάριζε την ευκαιρία της επιλογής πριν τον αμετάκλητο θάνατο του δικού σου ανθρώπου. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν υπάρχει γιατρειά από τέτοια απώλεια, είναι πάντα το πριν και το μετά. Όσο "ΟΚ" κι αν καταφέρεις να κάνεις το μετά, θα υπάρχει πάντα η διαχωριστική γραμμή και για τους περισσότερους μία τάφρος κανονική που υψώνεται ολόγυρά τους, δεν έχει ούτε μετά, ούτε κάτι άλλο.

Στο "ταυ" αυτό δεν έχει ποτέ ιδιαίτερη κίνηση, περνά απλώς κάποιο αυτοκίνητο αραιά και που, πράγμα που ανοίγει την όρεξη στα πιτσιρίκια της περιοχής να χρησιμοποιούν τον δρόμο για να παίξουν, το μοναδικό ελεύθερο σημείο της τσιμεντένιας κυψέλης που πήγαμε και φτιάξαμε εμείς για πόλη, όλοι εμείς, συνυπεύθυνα. Τα παιδιά της γειτονιάς είναι πάντοτε προσεκτικά, ξέρουν τα όρια του δρόμου, ξέρουν πως δεν θα πεταχτούν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα να αρπάξουν την μπάλα, είναι πιο έξυπνα από το παράδειγμα που δείχνουν τα φθηνά βιντεάκια της ελληνικής αστυνομίας, που εξαντλεί με τέτοιους τρόπους την επικοινωνία της κοινωνικής της ευθύνης. Τα έχω δει κι άλλες φορές να παίζουν σε αυτό το σημείο, κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού τους. Είναι και σε μία ηλικία που ξέρουν καλά τί σημαίνει δρόμος, αυτοκίνητα, και πόσο ακαριαίο μπορεί να είναι ένα φρενάρισμα.

Όμως εκείνη την ημέρα μάλλον ξεκίνησαν πιο ευδιάθετα, με περισσότερη όρεξη το παιχνίδι τους, με ανεβασμένη ενέργεια. Στο αποκορύφωμα, το αγοράκι θα ξεκινούσε να κυνηγά τα κοριτσάκια που με μάγουλα κόκκινα από την ένταση είχαν πάρει φόρα με το ποδήλατο κι με την αδρεναλίνη της στιγμής το κυρίαρχο μέλημα εκείνη την ώρα ήταν να μην χάσουν στο κυνηγητό. Πάνω στην ένταση της στιγμής το παιχνίδι θα υπερτερούσε σε σημασία απέναντι σε κάθε κανόνα από τους γονείς, το σχολείο, τον οποιοδήποτε. Εκείνη την στιγμή το μέλημα ήταν ένα, να κερδίσουν στο κυνηγητό.

Κι έτσι τα πέτυχα, να κατεβαίνουν βολίδα την κατηφόρα κοιτώντας πίσω και αφήνοντας μία μίξη ουρλιαχτού και γέλιου. Ως περαστικός μπορεί να μην δώσεις σημασία, αλλά ενστικτωδώς βλέποντας ένα ποδήλατο να τρέχει στην μέση του δρόμου προς μία διασταύρωση κοντοστάθηκα, κι αντί να ανέβω στην μηχανή γύρισα να δω τον δρόμο. Και είδα το χειρότερο, ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Ακόμη και τότε σκέφτεσαι να μην είσαι υπερβολικός, να συνεχίσεις την δουλειά σου, όμως την διασταύρωση την ξέρω, παρόλο που δεν έχεις STOP δεν έχεις και ορατότητα εξαιτίας ενός κακοκουρεμένου δέντρου. Από απέναντι έχω πλήρη εικόνα ως θεατής, ο οδηγός όχι. Σηκώνω τα χέρια ουρλιάζοντας και πετάγομαι στο δρόμο, το ένα από τα κοριτσάκια βάζει τα πόδια κάτω και προσπαθώντας να φρενάρει φτάνει μέχρι την μέση της διασταύρωσης, ενώ το αυτοκίνητο έχει φρενάρει και έχει κόψει το τιμόνι αριστερά, πίσω από έναν κάδο. Έχει παιδική χαρά απέναντι και δεν παρκάρει κανείς πίσω από τον κάδο. Να το πρώτο ευτύχημα. Παγωμένοι όλοι, κρατάμε τις θέσεις μας για λίγο πριν χωρίσουμε ανακουφισμένοι τους δρόμους μας, μιας και τίποτα δεν έγινε. Εντάξει κιόλας υπερβολές, "τα είχα δει τα παιδιά θα σταματούσα" η εύκολη απάντηση για να νιώσουμε ανακούφιση, την στιγμή που το αυτοκίνητο είναι πλάγια σταματημένο στον δρόμο, μία σπιθαμή και από τον κάδο και, δυστυχώς, από το ποδήλατο. Είναι τόσα πολλά λάθος στην εικόνα που δεν ξέρει κανείς που να αρχίσει να απαριθμεί. Ξεκινώντας από τα εύκολα, ποιος δήμος αφήνει τα δέντρα στα πεζοδρόμια να ενοχλούν τους πεζούς στο περπάτημα; Να αναγκάζεσαι να περπατάς σκυφτός; Ο δήμος που λέει "πάλι καλά που έχουμε δέντρα, άλλοι δεν έχουν τίποτα", η δικαιολογία μας ως λαός είναι πάντα αυτή, να κοιτάμε το χειρότερο.

Το σημαντικό φυσικά είναι αλλού. Δεν αρκεί ως γονιός να μεταφέρεις τον κανόνα, δεν φτάνει από μόνο του αυτό. Θέλουμε, εμείς ως μοτοσυκλετιστές, να βλέπουμε άλλους γονείς να μην αποθαρρύνουν να παιδιά τους να καβαλήσουν, θέλουμε νέο αίμα στην μοτοσυκλέτα, όχι όμως αυτό το αίμα να κυλίσει στην άσφαλτο. Και για να γίνει αυτό, δεν φτάνει να πούμε το "μην τρέχεις", "πρόσεχε κτλ", αυτό είναι για να νιώσουμε καλά εμείς οι ίδιοι εκείνη την στιγμή. Δεν είναι ικανό το "πρόσεχε", σε όσες παραλλαγές κι επαναλήψεις αν το φανταστείς, να αποτρέψει την απερισκεψία. Αν ρωτήσεις τα παιδιά τί έφταιξε και πήραν τρέχοντας τον κατήφορο χωρίς να κοιτάξουν δεν θα σου εξηγήσουν γιατί δεν έχουν καταλάβει. Θα έφταναν στο απέναντι πεζοδρόμιο και θα γκρεμοτσακίζονταν πάνω στον κάδο αν δεν πεταγόταν ένας περαστικός με το κράνος στο χέρι στην μέση του δρόμου… αν δεν ερχόταν το αυτοκίνητο. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης μιλάει πιο σιγά σε αυτές τις ηλικίες και υπερτερούν τα αντανακλαστικά. Με την πάροδο του χρόνου θα αλλάξουν θέση, όμως στην αρχή η αυτοσυντήρηση μπορεί να είναι και με κουκούλα στα μάτια, δεμένη δίπλα στο υποσυνείδητο. Και πάνω στην έξαψη τα αντανακλαστικά να κοιτούν αλλού αντί για εκεί που πρέπει! Η παιδεία που λείπει, δεν έχει να κάνει με την απαρίθμηση των κανόνων. Ο νέος που θα ανέβει στην μοτοσυκλέτα πρέπει να ξέρει πως δεν θα την πατήσει όσο έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, αλλά το πιθανότερο την στιγμή που πιστεύει πως η ζωή είναι υπέροχη, πως ο ίδιος ξέρει να οδηγεί, όταν τον κοιτούν οι φίλοι ή η γκόμενα και αισθάνεται πως το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο είναι να εντυπωσιάσει. Όταν με λίγα λόγια επικρατεί η ευθυμία. Τότε την έχει πατήσει η συντριπτική πλειοψηφία. Κι αυτό διδάσκεται από το ποδήλατο, από όταν είσαι πεζός ακόμη, πριν οδηγήσεις…

 

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!