Κατηφόρα μίας ήσυχης γειτονιάς χωρίς ιδιαίτερη κίνηση που καταλήγει σε κάθετο δρόμο δίχως να συνεχίζει απέναντι, ένα απλό "ταυ" μέσα στην Αθήνα, μία συνηθισμένη ημέρα. Μια ημέρα που θα μπορούσε να σταματήσει η ζωή για τρεις οικογένειες. Διότι όταν χάνεις παιδί η ζωή σου σταματά σε εκείνο το σημείο. Όπως κι αν χάσεις χέρι ή πόδι, που είναι αυτό που θα επέλεγες, αν μία ανώτατη δύναμη σου χάριζε την ευκαιρία της επιλογής πριν τον αμετάκλητο θάνατο του δικού σου ανθρώπου. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν υπάρχει γιατρειά από τέτοια απώλεια, είναι πάντα το πριν και το μετά. Όσο "ΟΚ" κι αν καταφέρεις να κάνεις το μετά, θα υπάρχει πάντα η διαχωριστική γραμμή και για τους περισσότερους μία τάφρος κανονική που υψώνεται ολόγυρά τους, δεν έχει ούτε μετά, ούτε κάτι άλλο.
Στο "ταυ" αυτό δεν έχει ποτέ ιδιαίτερη κίνηση, περνά απλώς κάποιο αυτοκίνητο αραιά και που, πράγμα που ανοίγει την όρεξη στα πιτσιρίκια της περιοχής να χρησιμοποιούν τον δρόμο για να παίξουν, το μοναδικό ελεύθερο σημείο της τσιμεντένιας κυψέλης που πήγαμε και φτιάξαμε εμείς για πόλη, όλοι εμείς, συνυπεύθυνα. Τα παιδιά της γειτονιάς είναι πάντοτε προσεκτικά, ξέρουν τα όρια του δρόμου, ξέρουν πως δεν θα πεταχτούν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα να αρπάξουν την μπάλα, είναι πιο έξυπνα από το παράδειγμα που δείχνουν τα φθηνά βιντεάκια της ελληνικής αστυνομίας, που εξαντλεί με τέτοιους τρόπους την επικοινωνία της κοινωνικής της ευθύνης. Τα έχω δει κι άλλες φορές να παίζουν σε αυτό το σημείο, κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού τους. Είναι και σε μία ηλικία που ξέρουν καλά τί σημαίνει δρόμος, αυτοκίνητα, και πόσο ακαριαίο μπορεί να είναι ένα φρενάρισμα.
Όμως εκείνη την ημέρα μάλλον ξεκίνησαν πιο ευδιάθετα, με περισσότερη όρεξη το παιχνίδι τους, με ανεβασμένη ενέργεια. Στο αποκορύφωμα, το αγοράκι θα ξεκινούσε να κυνηγά τα κοριτσάκια που με μάγουλα κόκκινα από την ένταση είχαν πάρει φόρα με το ποδήλατο κι με την αδρεναλίνη της στιγμής το κυρίαρχο μέλημα εκείνη την ώρα ήταν να μην χάσουν στο κυνηγητό. Πάνω στην ένταση της στιγμής το παιχνίδι θα υπερτερούσε σε σημασία απέναντι σε κάθε κανόνα από τους γονείς, το σχολείο, τον οποιοδήποτε. Εκείνη την στιγμή το μέλημα ήταν ένα, να κερδίσουν στο κυνηγητό.
Κι έτσι τα πέτυχα, να κατεβαίνουν βολίδα την κατηφόρα κοιτώντας πίσω και αφήνοντας μία μίξη ουρλιαχτού και γέλιου. Ως περαστικός μπορεί να μην δώσεις σημασία, αλλά ενστικτωδώς βλέποντας ένα ποδήλατο να τρέχει στην μέση του δρόμου προς μία διασταύρωση κοντοστάθηκα, κι αντί να ανέβω στην μηχανή γύρισα να δω τον δρόμο. Και είδα το χειρότερο, ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Ακόμη και τότε σκέφτεσαι να μην είσαι υπερβολικός, να συνεχίσεις την δουλειά σου, όμως την διασταύρωση την ξέρω, παρόλο που δεν έχεις STOP δεν έχεις και ορατότητα εξαιτίας ενός κακοκουρεμένου δέντρου. Από απέναντι έχω πλήρη εικόνα ως θεατής, ο οδηγός όχι. Σηκώνω τα χέρια ουρλιάζοντας και πετάγομαι στο δρόμο, το ένα από τα κοριτσάκια βάζει τα πόδια κάτω και προσπαθώντας να φρενάρει φτάνει μέχρι την μέση της διασταύρωσης, ενώ το αυτοκίνητο έχει φρενάρει και έχει κόψει το τιμόνι αριστερά, πίσω από έναν κάδο. Έχει παιδική χαρά απέναντι και δεν παρκάρει κανείς πίσω από τον κάδο. Να το πρώτο ευτύχημα. Παγωμένοι όλοι, κρατάμε τις θέσεις μας για λίγο πριν χωρίσουμε ανακουφισμένοι τους δρόμους μας, μιας και τίποτα δεν έγινε. Εντάξει κιόλας υπερβολές, "τα είχα δει τα παιδιά θα σταματούσα" η εύκολη απάντηση για να νιώσουμε ανακούφιση, την στιγμή που το αυτοκίνητο είναι πλάγια σταματημένο στον δρόμο, μία σπιθαμή και από τον κάδο και, δυστυχώς, από το ποδήλατο. Είναι τόσα πολλά λάθος στην εικόνα που δεν ξέρει κανείς που να αρχίσει να απαριθμεί. Ξεκινώντας από τα εύκολα, ποιος δήμος αφήνει τα δέντρα στα πεζοδρόμια να ενοχλούν τους πεζούς στο περπάτημα; Να αναγκάζεσαι να περπατάς σκυφτός; Ο δήμος που λέει "πάλι καλά που έχουμε δέντρα, άλλοι δεν έχουν τίποτα", η δικαιολογία μας ως λαός είναι πάντα αυτή, να κοιτάμε το χειρότερο.
Το σημαντικό φυσικά είναι αλλού. Δεν αρκεί ως γονιός να μεταφέρεις τον κανόνα, δεν φτάνει από μόνο του αυτό. Θέλουμε, εμείς ως μοτοσυκλετιστές, να βλέπουμε άλλους γονείς να μην αποθαρρύνουν να παιδιά τους να καβαλήσουν, θέλουμε νέο αίμα στην μοτοσυκλέτα, όχι όμως αυτό το αίμα να κυλίσει στην άσφαλτο. Και για να γίνει αυτό, δεν φτάνει να πούμε το "μην τρέχεις", "πρόσεχε κτλ", αυτό είναι για να νιώσουμε καλά εμείς οι ίδιοι εκείνη την στιγμή. Δεν είναι ικανό το "πρόσεχε", σε όσες παραλλαγές κι επαναλήψεις αν το φανταστείς, να αποτρέψει την απερισκεψία. Αν ρωτήσεις τα παιδιά τί έφταιξε και πήραν τρέχοντας τον κατήφορο χωρίς να κοιτάξουν δεν θα σου εξηγήσουν γιατί δεν έχουν καταλάβει. Θα έφταναν στο απέναντι πεζοδρόμιο και θα γκρεμοτσακίζονταν πάνω στον κάδο αν δεν πεταγόταν ένας περαστικός με το κράνος στο χέρι στην μέση του δρόμου… αν δεν ερχόταν το αυτοκίνητο. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης μιλάει πιο σιγά σε αυτές τις ηλικίες και υπερτερούν τα αντανακλαστικά. Με την πάροδο του χρόνου θα αλλάξουν θέση, όμως στην αρχή η αυτοσυντήρηση μπορεί να είναι και με κουκούλα στα μάτια, δεμένη δίπλα στο υποσυνείδητο. Και πάνω στην έξαψη τα αντανακλαστικά να κοιτούν αλλού αντί για εκεί που πρέπει! Η παιδεία που λείπει, δεν έχει να κάνει με την απαρίθμηση των κανόνων. Ο νέος που θα ανέβει στην μοτοσυκλέτα πρέπει να ξέρει πως δεν θα την πατήσει όσο έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, αλλά το πιθανότερο την στιγμή που πιστεύει πως η ζωή είναι υπέροχη, πως ο ίδιος ξέρει να οδηγεί, όταν τον κοιτούν οι φίλοι ή η γκόμενα και αισθάνεται πως το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο είναι να εντυπωσιάσει. Όταν με λίγα λόγια επικρατεί η ευθυμία. Τότε την έχει πατήσει η συντριπτική πλειοψηφία. Κι αυτό διδάσκεται από το ποδήλατο, από όταν είσαι πεζός ακόμη, πριν οδηγήσεις…