Editorial 597 - Τα μεγάλα On-Off στο χώμα

x
Από το

motomag

1/8/2019

Η περίπτωση του Iker να κερδίζει κατά κράτος τον Chris Birch είναι το καλύτερο παράδειγμα για το αν τα μεγάλα on-off κάνουν για το χώμα ή αν είμαστε όλοι μπλεγμένοι σε μία παγκόσμια συνομωσία του marketing. Μια συνομωσία για να πωλούνται μεγάλες μοτοσυκλέτες και να σπάνε σε κατσικόδρομους που δεν είχαν καμία δουλειά να μπαίνουν. Και ποιος είναι τελικά αυτός ο Iker που κέρδισε τον Birch; Αυτό ακριβώς. Ο Iker δεν είναι κάποιος γνωστός μας.

Τα on-off είναι η κατηγορία με την μεγαλύτερη εμπορική κίνηση τα τελευταία χρόνια, έχει εκτοξεύσει τον ανταγωνισμό στήνοντας τον κάθε κατασκευαστή στην γωνία του, αν και σε πολλές περιπτώσεις οι γωνίες αυτές δεν έχουν απόλυτα ξεκάθαρη την θέση τους και υπάρχουν κατασκευαστές που κονταροχτυπιούνται. Δεν βλέπουν όλοι τις ίδιες παρατάξεις. Αν κοιτάς μονάχα την ιπποδύναμη, τότε η Ducati Multistrada είναι απευθείας απέναντι από την Super Adventure της KTM χωρίς να παίζει ανάμεσά τους το GS, η μοτοσυκλέτα που ξεκίνησε ολόκληρη την κατηγορία, ενώ αν αρχίσεις να προσθέτεις τις δυνατότητες στο χώμα τότε το πράγμα γίνεται εξαιρετικά σύνθετο. Και εκεί ακριβώς θα υπάρχει πάντοτε εκείνη η φωνούλα στο βάθος, ή που με κεφαλαία γράμματα θα γράψει στα κοινωνικά δίκτυα πως ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ON-OFF ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΓΙΑ ΧΩΜΑ! Είναι άλλωστε πάντοτε πιο εύκολο να γράψει κάποιος με κεφαλαία ένα σχόλιο από μακριά, αντί να φωνάζει κατά πρόσωπο την άποψή του σε μία μεγάλη παρέα. Ας μείνουμε λιγάκι σε αυτό το ζήτημα, με αφορμή ένα πρόσφατο παράδειγμα που εξελίχθηκε στα μάτια μας και όχι μία φορά μέσα σε μία ημέρα. Ο φίλος του περιοδικού κι άρχοντας σε παγκόσμιο επίπεδο του Enduro με μεγάλες On-Off μοτοσυκλέτες, ο Chris Birch, συνάντησε την νέμεσή του σε κάποιον μη επαγγελματία, σε έναν άνθρωπο που είναι 1.67 σε ύψος, δεν τρέχει σε αγώνες, δεν είναι η δουλειά του να βάζει την μοτοσυκλέτα του μέσα στα μονοπάτια και να βγάζει φωτογραφίες. Δεν είναι κάποιος που πουλά μοτοσυκλέτες, όχι, ο Iker είναι ένας από εμάς.

Ισπανός που γουστάρει να ταξιδεύει, έχοντας διασχίσει με την κοπέλα του -σε ξεχωριστές μοτοσυκλέτες- την Ασία, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη και στα 48 του χρόνια πλέον, η εμπειρία του έχει χτιστεί όχι από τους 2-3 αγώνες enduro που πήρε μέρος πριν από είκοσι χρόνια, αλλά από τα πράγματα που έκανε με την μοτοσυκλέτα του. Ο Iker δεν πήρε την μεγάλη του on-off να την γεμίσει αξεσουάρ και να την βλέπει γυαλισμένη να του συντηρεί το όνειρο για ταξίδια. Όχι, ο τύπος αυτός βούτηξε το χέρι του στο γλυκό και έφαγε ταξιδιάρικα χιλιόμετρα με το κουτάλι. Έχτισε την εμπειρία του και τις ικανότητές του και τώρα στα 48 χρόνια, χωρίς να πατά με ευκολία στο έδαφος από την σέλα του Super Adventure R, μπήκε στον Πρόλογο του KTM Adventure Rally στην Βοσνία πρόσφατα, και κέρδισε τον Chris Birch σε μία ανεπίσημη μεταξύ του κόντρα. Αμέσως μετά ένας άλλος Γερμανός έκανε και τον καλύτερο χρόνο, αλλά τον Iker δεν τον ένοιαζε που θα ήταν δεύτερος στην λίστα. Σημασία έχει που νίκησε τον Birch, σημασία έχει που Laia Sanz μου είπε πως με το Super Advneture R ο Iker είναι πιο γρήγορος και από εκείνη…

Το πρόβλημα των περισσότερων είναι η πεποίθησή πως την διαφορά την κάνει η μοτοσυκλέτα. Πως χρειάζονται το καλύτερο on-off για να κάνουν ένα Mega Test και φταίει η άτιμη η κοινωνία που δεν μπορούν το έχουν. Στα μέρη που θα δείτε στις επόμενες σελίδες, μπορείτε να πάτε με οποιαδήποτε μεταχειρισμένη βρείτε μπροστά σας. ΔΕΝ χρειάζεστε καμία από τις μοτοσυκλέτες που είχαμε εμείς μαζί μας. Η ανθρωπότητα έχει περάσει βέβαια από το στάδιο του παίρνω αυτό που χρειάζομαι και βρίσκεται στο σημείο που παίρνω αυτό που θέλω. Για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους τουλάχιστον, καθώς εμάς η οικονομική κατάσταση μας έριξε βίαια στην προηγούμενη κατάσταση. Ας είναι, δεν πειράζει. ΔΕΝ χρειάζεστε το καλύτερο on – off απλά μην πείτε στο εαυτό σας πως δεν τον χρειάζεστε γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες δεν κάνουν για χώμα. Θα εκπλαγείτε με το πόσοι «Iker» υπάρχουν στην Ελλάδα που βάζουν τις ακριβές τους μοτοσυκλέτες στο χώμα και κάνουν πράγματα όπως αυτά που θαυμάζει κανείς στο video του Chris Birch. Τα διάφορα σχολεία οδήγησης είναι ένας τρόπος να φτάσεις μέχρι την πόρτα, για να την περάσεις όμως πρέπει απλά να κάνεις την προσπάθεια. Πρέπει απλά να μπεις στην διαδικασία να οδηγήσεις, να πέσεις, να σηκωθείς και να συνεχίσεις.

Στο φετινό Mega Test που ξεκινά φέτος με «το story» και θα ολοκληρωθεί τον επόμενο μήνα με το συγκριτικό, για να είμαστε οι πρώτοι στον κόσμο που έχουμε μαζί μας και το Tenere της Yamaha, μετρήσαμε πάνω από είκοσι πτώσεις συνολικά σε 11 αναβάτες. Αυτό σημαίνει πως κάθε ένας έπεσε σχεδόν δύο φορές, κάποιος μία και άλλος τρεις. Καμία δεν ήταν σφοδρή ή προξένησε φθορά στην μοτοσυκλέτα που να δυσκολεύει την οδήγησή της και ήταν όλες τους μέρος του μιας τέτοιας δοκιμής. Ανάλογα με την μοτοσυκλέτα το να βυθίσεις μαρσπιέ και αντίβαρο τιμονιού στην απότομη πλαγιά, γιατί δεν σου βγήκε η ανάβαση και πρέπει να γυρίσεις προς τα πίσω, ισοδυναμεί από μηδενική ζημιά έως σπασμένη χούφτα στην περίπτωση του Multistrada για παράδειγμα. Αυτό δεν σημαίνει πως καμία τους δεν κάνει για χώμα, απλά πως κάποιες είναι καλύτερα προετοιμασμένες για αυτό. Ο Iker δεν ξεκίνησε από μικρό παιδί κάνοντας σούζες. Δεν ήταν ταλέντο, δεν πήγε σε κάποιο σχολείο, πήρε απλά μία μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα, την έβαλε στο χώμα και άρχισε να παιδεύεται. Μέχρι που στα 48 χρόνια κέρδισε τον επαγγελματία Chris Birch. Αν νομίζεις πως είναι κάτι πιο σπουδαίο από εσένα κάνεις λάθος. Απλά είναι ένας τύπος που είχε θέληση να βελτιωθεί…

 

 

 

 

 

 

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!