Editorial 595 - Η κατσαρίδα

Από το

motomag

1/6/2019

Κάθε δεινόσαυρος που δεν πέταγε, εξαφανίστηκε πριν από περίπου 65 εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα όμως θηλαστικά, χελώνες, κροκόδειλοι, σαλαμάνδρες και βατράχια, μαζί με σαλιγκάρια, όστρακα, αστερίες και αχινούς, επέζησαν, όπως και όσα σκληροτράχηλα φυτά άντεξαν τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Και φυσικά οι κατσαρίδες. Κάθε οργανισμός έχει ένα μοναδικό οικοσύστημα στο οποίο ζει, κι όλοι οι οργανισμοί χρειάζεται να προσαρμόζονται στις αλλαγές ώστε να επιβιώσουν. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά στην φύση. Και τα είδη που επιβιώνουν δεν είναι τα πιο ισχυρά, ή τα πιο έξυπνα, ή τα πιο όμορφα. Είναι αυτά που καταφέρνουν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον που συνέχεια αλλάζει.

Το θέμα της προσαρμογής είναι ένα θέμα που είχαν παρατηρήσει οι άνθρωποι από την αρχαιότητα. Ο Εμπεδοκλής δεν πίστευε πως η προσαρμογή είχε κάποιο τελικό σκοπό, αλλά είχε παρατηρήσει πως “συμβαίνει με φυσικό τρόπο, αφού αυτά τα είδη επιβιώνουν”. Ο Αριστοτέλης πίστευε σε τελικούς σκοπούς, αλλά υπέθετε πως τα είδη είναι στάσιμα και δεν εξελίσσονται. Θα ήθελα να τους είχα και τους δύο να παρακολουθήσουμε μαζί έναν αγώνα MotoGP στο Zoo, και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί ο Marc Marquez έχει κερδίσει επτά παγκόσμια, τα πέντε στα MotoGP. (Μια παρένθεση εδώ: Δεν μου είναι συμπαθής. Ένας αγωνιζόμενος είναι όμως, δεν τον θέλω για κολλητό, κι αν μου είναι αντιπαθής αυτό δεν με εμποδίζει να θαυμάζω όσα έχει καταφέρει). Όπως και πολλοί άλλοι, ξεκίνησε από το χώμα, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Έμαθε έτσι πολύ νωρίς πως η μοτοσυκλέτα γλιστράει και πως η τέχνη της οδήγησης είναι να την καταφέρεις να κάνει που μπορεί να μην θέλει, ή που η διαθέσιμη πρόσφυση να μην της επιτρέπει να κάνει. Και δεν ξέχασε το χώμα, αφού πέρυσι έτρεξε σε αγώνα του Ισπανικού πρωταθλήματος enduro και τερμάτισε μόλις έξω από την δεκάδα. Να μια καλή εξήγηση γιατί μπορεί και διαχειρίζεται την ανύπαρκτη ισορροπία μιας μοτοσυκλέτας που έχει πέσει, κι εκείνος καταφέρνει να την ξανασηκώσει και να συνεχίσει. Τις περισσότερες φορές. Την ίδια σχέση με την ισορροπία μέσω της απώλειας πρόσφυσης είχαν και αναβάτες που άλλαξαν τα οδηγικά δεδομένα και άφησαν ιστορία, όπως ο Kenny Roberts με την προϊστορία του στο dirt track, που ήταν ο μοναδικός άλλος αναβάτης εκτός του Marquez που κέρδισε πρωτάθλημα στην κορυφαία κατηγορία την πρώτη σαιζόν που συμμετείχε, το ‘78.   

Ο Marquez, στο ντεμπούτο του στα MotoGP, δοκίμασε το Honda RC213V στην Valencia μετά το τέλος του πρωταθλήματος του 2012 και ήταν ένα δευτερόλεπτο πιο αργός από τον πιο γρήγορο, τον Dani Pedrosa. Στις πρώτες επίσημες δοκιμές στη Sepang ήταν τρίτος τις δύο πρώτες μέρες, πίσω από τους Pedrosa και Lorenzo αλλά μπροστά από τον Rossi, που τον πέρασε την τελευταία μέρα. Το γυρολόγιό του σε μια προσομοίωση αγώνα ήταν απίστευτα σταθερά γρήγορο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο. Έδωσε έτσι μια πρώτη γεύση του τι θα ακολουθούσε. Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι σήμερα είχε το πλεονέκτημα της συμμετοχής με την ίδια ομάδα, με διαδοχικές εξελίξεις της ίδιας μοτοσυκλέτας, κάτι που άλλοι δεν είχαν, και θυμηθείτε τα παραδείγματα των Rossi και Lorenzo που άλλαξαν ομάδες και μοτοσυκλέτες. O Rossi δεν προσαρμόστηκε ποτέ, ο Lorenzo μόλις πήγε να προσαρμοστεί έφυγε από την Ducati και πήγε στην Honda όπου και πάλι δηλώνει πως “χρειάζεται πολύς χρόνος”.

Το γεγονός πως αγωνίζεται με Honda δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να προσαρμόζεται σε αλλαγές, είτε της ίδιας του της μοτοσυκλέτας είτε σε αυτές των αντιπάλων τους. Tα Ducati, από κει που ήταν κάποτε του στυλ “τρελό γκάζι, αλλά δεν στρίβουν”, έγιναν πιο ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες και φέτος δείχνουν πως μπορούν να τα κάνουν όλα καλά. Δεν συνέβη το ίδιο και με τα Honda, που υστερούσαν σε δύναμη αλλά ήταν πολύ καλά στο φρενάρισμα της τελευταίας στιγμής και την είσοδο στην στροφή. Το HRC είχε αποφασίσει να βρει άλογα ψηλά, για να αντιμετωπίσει τα Ducati στην ευθεία, μεγαλώνοντας το φιλτροκούτι μαζί με άλλες αλλαγές στην εισαγωγή. Αυτό σήμαινε πως διάφορα εξαρτήματα που βρίσκονταν εκεί γύρω έπρεπε να μετακομίσουν, κι αρκετά από αυτά πήγαν μπροστά, στην μύτη του φαίρινγκ. Η ανακατανομή του βάρους σε συνδυασμό με την περισσότερη δύναμη άλλαξαν την συμπεριφορά του RC213V: Αντίο φρένα της τελευταίας στιγμής, αντίο αστραπιαία είσοδος, ιδού κάτι ξαφνικά γλιστρήματα του μπροστινού στις εισόδους των στροφών. Το οδηγικό στυλ που έφερε πέρσι τον Marquez στην κορυφή δεν δούλευε πια, κι ο Ισπανός έπρεπε να το αλλάξει. Και το έκανε, μαζί με μια σημαντική αλλαγή στρατηγικής και μια έξυπνη επιλογή μπροστινού ελαστικού. Τα φρένα της τελευταίας στιγμής φορτίζουν πολύ το μπροστινό ελαστικό και το υπερθερμαίνουν, αλλά με την μοτοσυκλέτα να μην υποστηρίζει πια αυτό το οδηγικό στυλ, ο Marquez φόρεσε μαλακό ελαστικό μπροστά. Αυτό όμως, επίσης μπορεί να υπερθερμανθεί αν ο αναβάτης βρίσκεται πίσω από άλλους, και δεν ψύχεται καλά με φρέσκο αέρα! Τέτοιες “λεπτομέρειες” είναι που κάνουν την διαφορά. Έτσι, αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική, κι αντί να περιμένει στο γκρουπ των πρωτοπόρων μέχρι να κάνει τις προσπεράσεις του, προσπαθεί να φεύγει μπροστά από την αρχή. Η στρατηγική του φαίνεται να αποδίδει, καθώς φέτος και νίκες έχει πάρει και έχει οδηγήσει τους αγώνες συνολικά για πολύ περισσότερους γύρους απ’ ότι πέρυσι (59 αντί για 44). Το πόσο εύθραυστη είναι όμως ακόμα και μια τέτοια στρατηγική από έναν αναβάτη του επιπέδου του Marquez, είναι προφανές από το πότε αποφασίζει αν θα την ακολουθήσει, κι όπως είπε ο ίδιος, το κάνει μετά το warm up, ακριβώς πριν την εκκίνηση, τότε κρίνει αν το μπροστινό του δίνει την αίσθηση που χρειάζεται για να το προσπαθήσει. Στη συνέχεια, αντί όπως πέρσι να προσπαθεί να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα φρένα και μετά να στρίψει ακαριαία και να σηκώσει την μοτοσυκλέτα όσο πιο γρήγορα γίνεται, φρέναρε πιο νωρίς (όπως δήλωσε ο Miller, “δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο στα φρένα”) και είχε μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στην στροφή, επιταχύνοντας και πιο γρήγορα μετά, όπου κρατιόταν και μαζί με τα Ducati στην ευθεία. Επιβεβαίωσε έτσι το αρχαίο ρητό “οι αγώνες στην ευθεία κερδίζονται”, αφού μια έξοδος με πιο πολλά χιλιόμετρα που τα κουβαλάς σε όλη την ευθεία που ακολουθεί, κάνει την απόσταση να καλύπτεται πιο γρήγορα. Μετά, φρένα και πάλι από την αρχή, αλλά με σταθερά περισσότερα χιλιόμετρα στο μεγαλύτερο μέρος του γύρου. Κι αν το μαλακό μπροστινό σου λάστιχο αντέξει, χάρη στο δροσερό αεράκι της πρώτης θέσης, κερδίζεις. Αν σε λένε Marquez. Kι αν δεν πέσεις. Με τέτοιου είδους στρατηγικές και επιλογές οδηγικού στυλ, αλλά το κυριότερο, την ικανότητα να τις αλλάζει κατά βούληση έχοντας στο τσεπάκι του κι άλλες αν χρειαστούν, ο Marc Marquez αρχίζει να μοιάζει με κατσαρίδα που θα επιβιώσει ό,τι κι αν συμβεί. Τουλάχιστον μέχρι να μην καταφέρνει πια να προσαρμόζεται στις αλλαγές, οπότε θα προστεθεί κι αυτός στον κατάλογο των εξαφανισμένων ειδών.   

 

editorial 541 - Η πιο γρήγορη είναι...

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

1/12/2014

Η ταχύτερη μοτοσυκλέτα παραγωγής του κόσμου δεν ήταν ούτε στην Ιntermot, ούτε στην EICMA. H ταχύτερη νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο μοτοσυκλέτα έχει τελική πάνω από 350 χιλιόμετρα, κι έχει νικήσει στα ίσα όλες τις άλλες στην ανάβαση του Pikes Peak πέρυσι, οπότε και στρίβει και φρενάρει. Κι όμως, ελάχιστοι την γνωρίζουν, γιατί είναι εκτός πεπατημένης και των συνηθειών μας: Δεν έχει τάπα βενζίνης, αλλά μπρίζα για να φορτίζει. Ακούει στο μάλλον κακόγουστο όνομα "Αστραπή LS-218", και κατασκευάζεται στην Αμερική. Η Lightning λοιπόν, μπορεί να γίνει δική σας με 38.888 δολάρια, καθώς οι παραδόσεις ήδη έχουν αρχίσει.

 

Καταλαβαίνω πως περίπου το 101% των μοτοσυκλετών ξενερώνει όταν δίπλα στην λέξη μοτοσυκλέτα μπαίνει και το ηλεκτρική. Το ίδιο κι εγώ. Η αιτιολόγηση, μέχρι τώρα, ήταν απλή: Δείξτε μου μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που για το ίδιο κόστος με μια βενζινοκίνητη, να θέλω πιο πολύ να την αγοράσω. Που να είναι δυνατότερη, ταχύτερη, να στρίβει καλύτερα, να πηγαίνει εξίσου μακριά με μια φόρτιση, που να γουστάρω τέλος πάντων να οδηγώ αυτή με την μπρίζα αντί για την άλλη με την μάνικα. Που να μην μοιάζει με παιδικό παιχνίδι, που να μην φωνάζει με την πρώτη ματιά πως πρόκειται για κάτι που σχεδίασαν και έφτιαξαν άνθρωποι που μπορεί να ξέρουν από ρεύματα, αλλά όχι από μοτοσυκλέτες. Προσπάθειες έχουν γίνει πολλές, τόσο σε επίπεδο παραγωγής (όπως οι Zero Motorcycles στις ΗΠΑ) όσο και αγωνιστικό (από Moto Czysz ως Mugen), ακόμα και για χωμάτινη χρήση (ΚΤΜ Freeride-E). Mέχρι τώρα όμως, δεν υπήρχε ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που να τα είχε βάλει με βενζινοκίνητες αγωνιστικές και να τις είχε νικήσει στα ίσα. Κι όμως, αυτό συνέβη πέρυσι στο Pikes Peak, όπου συμμετέχουν κορυφαίες αγωνιστικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο, και τουλάχιστον στις ΗΠΑ, τον παίρνουν πολύ σοβαρά αυτόν τον αγώνα. Το 2012, η Lightning είχε κερδίσει όλους τους αγώνες ηλεκτρικών στους οποίους είχε συμμετάσχει, και για το 2013 έπεισαν τον Carlin Dunne να οδηγήσει την μοτοσυκλέτα τους. O Dunne είχε πρωτοεμφανιστεί στο Pikes Peak το 2011, και το κέρδισε με την πρώτη, νίκη που επανέλαβε με Ducati και το 2012. Δεν ήταν λίγο ρίσκο γι’ αυτόν να πάει σε μια ομάδα με ηλεκτρική μοτοσυκλέτα; Κι όμως, μετά από δύο track days, το πρώτο για να συνηθίσει λίγο την μοτοσυκλέτα και το δεύτερο για να ρυθμίσει αναρτήσεις, πήγε να τρέξει στο Pikes Peak κι έκανε τον ταχύτερο χρόνο από όλες τις μοτοσυκλέτες, ανεξαρτήτως κινητήρα. Ο δεύτερος ήταν 21 δευτερόλεπτα πίσω του.

 

Φαίνεται πως η σχεδιασμένη από τον "δικό μας" Glynn Kerr Lightning σηματοδοτεί την ωρίμανση των ηλεκτρικών μοτοσυκλετών, το στάδιο εκείνο όπου ανταγωνίζονται πια στα ίσα το κατεστημένο των βενζινοκίνητων. Συμφωνώ πως για να προτιμάς το σφύριγμα μιας ηλεκτρικής σε σχέση με τον ήχο ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης πρέπει ο σφυγμός σου να έχει πέσει στο μηδέν, από ώρα. Μόνο το soundtrack όμως είναι που κάνει μια μοτοσυκλέτα συναρπαστική; Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα των ηλεκτρικών, πάντα σύμφωνα με την τρέχουσα τεχνολογία μπαταριών, είναι η περιορισμένη τους αυτονομία. Η Lightning υπόσχεται αυτονομία 160-200 χιλιόμετρα με τη μικρή μπαταρία των 12 kwh, και 250-290 με την μεγάλη των 20 kwh. Όσοι νομίσουν πως είναι λίγα, ας πάρουν οποιαδήποτε superbike με 200 ίππους, κι ας την πάνε τέρμα γκάζι. Στις μετρήσεις που κάνουμε για το περιοδικό, έχουμε αδειάσει 17λιτρα ρεζερβουάρ πολύ πριν κάνουμε 100 χιλιόμετρα, όπως θα έχουν διαπιστώσει και όσοι έχουν καταφέρει να πάνε ένα superbike τελικιασμένο για καμιά ώρα... Η Lightning, από την άλλη, έχει και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας για μοτοσυκλέτες παραγωγής, με 347,55 km/h μέσο όρο διελεύσεων (η μία ήταν πάνω από 350 km/h). Οι τεχνικοί της υπολόγισαν πως στα 320 km/h το αντίστοιχο της κατανάλωσής της σε λίτρα βενζίνης θα ήταν 4,7 l/100km, επίδοση που θεωρείται οικονομική για απλές μοτοσυκλέτες με 50 ίππους. Υπολόγισαν επίσης, πως κάθε πέρασμα για τα ρεκόρ ταχύτητας στην Bonneville τους στοίχιζε το ισόποσο των 8 cent του δολαρίου, από ενέργεια που αποθήκευαν μέσω των ηλιακών πάνελ που είχε στην οροφή του το φορτηγάκι της ομάδας. Φυσικά – φυσικά, όταν σου αδειάσει το ρεζερβουάρ χώνεσαι σ’ ένα βενζινάδικο και σε πέντε λεπτά έχεις ξεμπερδέψει, έχεις δώσει τα 30 ευρώ σου και ξαναορμάς προς την δόξα. Με το ηλεκτρικό όμως, θα έπρεπε να ξέρεις πως κάθε, ή έστω πολλά βενζινάδικα έχουν γρήγορους φορτιστές, και να πιεις έναν καφέ, αφού μέσα σε μισή ώρα οι μπαταρίες γεμίζουν. Με απλό φορτιστή στο σπίτι, χωρίς τριφασικό ρεύμα, θέλουν δύο ώρες. Κοίταξα το κόστος για τον γρήγορο φορτιστή ενός υβριδικού αυτοκινήτου, του BMW i8, και είναι στα 2.300 ευρώ, κομπλέ με μετρητή κατανάλωσης. Αν υπήρχε αρκετή ζήτηση, το κόστος δεν είναι υπερβολικό για ένα βενζινάδικο.   

 

Για να φτιάξει την πιο γρήγορή της μοτοσυκλέτα η Kawasaki, την H2R που συμπτωματικά έχει κι αυτή τελική 350+ χιλιόμετρα (αλλά δεν είναι νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο), το κριτήριό της ήταν "η ανεπανάληπτη αίσθηση επιτάχυνσης". Σ’ αυτόν τον τομέα, τα ηλεκτρικά δεν υστερούν. Το Lightning έχει πάνω από 200 ίππους και 23,2 kgm ροπής, επιδόσεις που καμία βενζινοκίνητη μοτοσυκλέτα δεν διαθέτει. Κανένα superbike μέχρι σήμερα δεν έχει μετρηθεί στους 200 ίππους στον τροχό, και οι απώλειες ενός συστήματος μετάδοσης ενός ηλεκτρικού είναι πολύ-πολύ μικρότερες, αφού δεν παρεμβάλλονται γρανάζια, συμπλέκτης και κιβώτιο ταχυτήτων. Το Lightning δεν έχει κιβώτιο. Ανοίγεις το διακόπτη κι είσαι έτοιμος να φύγεις, απολαμβάνοντας μια αίσθηση καταιγιστικής, αδιάλειπτης επιτάχυνσης από τα μηδέν ως τα 350 χιλιόμετρα. Τα 23,2 χιλιογραμμόμετρα ροπής που έχει είναι τα διπλά από ενός Hayabusa (13,7), οπότε σε σύγκριση το κτηνώδες Suzuki θα φαίνεται σαν να δουλεύει με τους δύο κυλίνδρους. Η Kawasaki ανακοινώνει 16,8 kgm για το H2R των 300 ίππων, 7 kgm λιγότερα, που είναι αντίστοιχη της διαφοράς ροπής ενός μονοκύλινδρου 300 κυβικών όπως το CBR300 κι ενός CBR1000RR. Χαοτική.       

Ο υγρόψυκτος ηλεκτροκινητήρας του βγάζει λοιπόν πάνω από 200 ίππους, και η ροπή του είναι διπλάσια αυτής ενός Panigale. Aπό γκάζια δηλαδή, δεν του λείπει τίποτα, ούτε από πλαίσιο και φρένα και αναρτήσεις. Έχει πάνω του τα καλύτερα Brembo και Öhlins. Ούτε και υπερβολικά βαρύ είναι στα 224,5 κιλά, 10 περίπου κιλά περισσότερα από το πιο βαρύ superbike, αλλά 14 κιλά λιγότερα από του Kawasaki H2. Στα έξτρα,  όταν θα παραγγείλετε το δικό σας, μπορείτε να διαλέξετε μεταξύ carbon πλαισίου και ψαλιδιού, οθόνης touch screen με λειτουργικό Android και σέλας της προτίμησής σας. Σε μια μοτοσυκλέτα που έχει ήδη ζάντες Marchesini μαγνησίου και πιρούνι Öhlins FGRT, αμορτισέρ Öhlins ΤΤΧ και τις καλές ακτινικές Brembo, τι άλλο να ζητήσεις;

Έχουμε έτσι μια μοτοσυκλέτα ικανή να γεμίσει δέος και τον πιο hardcore αναβάτη superbike, που μπορεί με τις επιδόσεις της να κάνει τα πόδια των κοινών θνητών και τρέμουν σαν ζελέ, που μπορεί να τρομάξει εντελώς και για πάντα κάποιον ψιλο-άσχετο που θα βρεθεί στην σέλα της και μετά δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το δωμάτιό του, ενώ θα ουρλιάζει υστερικά κάθε φορά που η μάνα του θα βάζει μπρος το σεσουάρ για τα μαλλιά. Κι εδώ ερχόμαστε στο μεγαλύτερο μειονέκτημά του μέχρι τα βενζινάδικα να βάλουν φορτιστές: Τον ήχο. Όντως τα ηλεκτρικά όταν επιταχύνουν κάνουν σαν σεσουάρ στη δεύτερη σκάλα, με λίγο θόρυβο από αλυσίδα να θυμίζει μοτοσυκλέτα. Άντε, αν τα γουστάρεις κιόλας, να πεις πως κάνουν σαν jet σε απογείωση. Ακούω πως μερικά αυτοκίνητα, όπως για παράδειγμα σε Renault Clio, έχουν επιλογές μέσω του συστήματος πολυμέσων, που τα κάνουν να ακούγονται σαν V8 ή σαν Nissan GTR (μέσα στην καμπίνα, γιατί απ’ έξω ακούγεται γι’ αυτό που είναι). Μου φαίνεται γελοίο. Με τα ηλεκτρικά όμως, το πρόβλημα είναι ότι δεν ακούγονται. Έχει πάει να με πατήσει Prius γιατί ξαφνικά έκανε όπισθεν, χωρίς καμία ηχητική προειδοποίηση, αφού δεν καταλαβαίνεις πως είναι "on". Στο Pikes Peak, στην διαδρομή του αγώνα, τα ηλεκτρικά είναι υποχρεωμένα από τον κανονισμό να κάνουν θόρυβο 120 ντεσιμπέλ, για να μην πατάνε τους θεατές ή τους βλάκες που αποφασίζουν να περάσουν απέναντι με το αυτοκίνητό τους. Και πως το κάνουν αυτό; Βάζουν πάνω στη μοτοσυκλέτα μια σειρήνα...

Η ανάβαση του Pikes Peak έχει μήκος 20 χιλιόμετρα, με 156 στροφές που ανεβάζουν τους αγωνιζόμενους από τα 1.440 στα 4.300 μέτρα. Για να λέμε του βενζινοκίνητου το δίκιο, η απόδοση των κινητήρων εσωτερικής καύσης πέφτει σημαντικά σε τέτοια υψόμετρα, όμως μόλις δύο χρόνια πριν την νίκη του Dunne με το Lightning, όταν πάλι ήταν νικητής ο ίδιος με Ducati Multistrada, το πιο γρήγορο ηλεκτρικό ήταν ένα λεπτό και σαράντα δευτερόλεπτα πίσω του. Δυό χρόνια μετά, έριξε 21" στον δεύτερο, με ηλεκτρικό. Όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με αγώνες, καταλαβαίνει πως πρόοδος δύο ολόκληρων λεπτών (στα 10 – δέκα και κάτι που κάνουν οι πιο γρήγοροι εκεί) μέσα σε δύο χρόνια, είναι τεράστια έως απίστευτη. Φανταστείτε μια μοτοσυκλέτα MotoGP που να έχει καταφέρει μέσα σε δυό χρόνια να βελτιώσει τους χρόνους της κατά 20%. Δεν γίνεται, κι αν γινόταν, θα σκότωναν για να μάθουν το μυστικό. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μυστικό, αλλά για κάτι ολοφάνερο, που αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αλλά και το χειρότερο μειονέκτημά της: Είναι ηλεκτρικό. Με βάση στην California, όπως και οι έτερες ηλεκτρικές Mission και Ζero και Τesla (στα αυτοκίνητα αυτή η τελευταία), η Lightning ασχολείται με τα ηλεκτρόνια από το 2006, και πολύ νωρίς μπλέχτηκε με τους αγώνες. Της πήρε οκτώ χρόνια για να φτάσει στο σημείο να κερδίζει τους πάντες σ’ έναν διάσημο, διεθνή αγώνα που οι κατασκευαστές παίρνουν πολύ στα σοβαρά, καθώς έχει σημαντικό αντίκτυπο στην Αμερικάνικη αγορά. Αν το 2006 είχαν πει "σε οκτώ χρόνια θα σας σκίσουμε τις βενζινοκίνητες μπαχατέλες σας", όλοι θα γέλαγαν. Κι όμως, η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Όταν πρωτοφτιάχτηκαν μοτοσυκλέτες, κανείς δεν πίστευε πως αυτά τα πράματα του διαβόλου θα γίνουν ποτέ κάτι περισσότερο από παιχνιδάκια για εκκεντρικούς πλούσιους. Τα ίδια έλεγαν και για τα αυτοκίνητα, το ίδιο γέλαγαν όταν ο άγνωστος τότε Soichiro Honda δεσμευόταν πως θα τρέξουν τα Honda στο Isle of Man και θα κερδίσουν. Μ’ αρέσει και το πόρισμα επιστημόνων της εποχής των πρώτων τρένων: Οι επιστήμονες είχαν αποφανθεί πως αν τα τρένα τρέξουν ποτέ πιο γρήγορα από άλογο, θα φύγει ο αέρας από τα παράθυρα και οι επιβάτες θα πεθάνουν από ασφυξία. Κι εντάξει, αυτά τα έχουμε ξεπεράσει, το θέμα δεν είναι αν στα 350 θα πάμε από ασφυξία. Μια ανάσα θα την πάρουμε. Το θέμα είναι πως οι αισθήσεις μας, επί τέσσερις σχεδόν γενιές τώρα, έχουν εκπαιδευτεί να γουστάρουν μοτοσυκλέτα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια. Κι είναι ύποπτο έως ανησυχητικό (Θα γυρίσει ο κόσμος μας ανάποδα; Θα μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι;) πως ψάχνοντας το γιατί δεν θα γουστάραμε αυτή τη στιγμή μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα, οι μόνες βάσιμες δικαιολογίες που μπορούμε να βρούμε είναι πως δεν υπάρχουν κατάλληλοι φορτιστές στα βενζινάδικα και πως αυτά τα ηλεχτρικά ακούγονται σαν δράπανα, ενώ απ’ την άλλη είναι αρκούντως τρομακτικές και πιο γρήγορες απ’ όλες τις άλλες, στις ευθείες ή στις στροφές.   

Στα χρονομετρημένα δοκιμαστικά πριν τον αγώνα του Pikes Peak, o Richard Hatfield, o "κύριος Lightning", στεκόταν δίπλα στην οθόνη με τους χρόνους, και όπως και τις προηγούμενες μέρες, το Lightning ήταν το ταχύτερο. Δίπλα του στέκονταν μερικοί Ιάπωνες μηχανολόγοι από την εργοστασιακή ομάδα της Honda, και τα CBR τους ήταν στην 14η θέση. Λέει ένας τους στον Richard: "Ω! Είστε από την Lightning! Toυ χρόνου θα επιστρέψουμε με περισσότερους ίππους!". Ο Richard (που τον βλέπεις ήσυχο ανθρωπάκι, αλλά τα καρφιά του τα ρίχνει), τους απάντησε: "Μπαταρίες θα πρέπει να φέρετε του χρόνου." Οι Ιάπωνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, κι είπε ο ένας στον άλλο: "Δίκιο έχει, μπαταρίες πρέπει να φέρουμε."