Editorial 595 - Η κατσαρίδα

Από το

motomag

1/6/2019

Κάθε δεινόσαυρος που δεν πέταγε, εξαφανίστηκε πριν από περίπου 65 εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα όμως θηλαστικά, χελώνες, κροκόδειλοι, σαλαμάνδρες και βατράχια, μαζί με σαλιγκάρια, όστρακα, αστερίες και αχινούς, επέζησαν, όπως και όσα σκληροτράχηλα φυτά άντεξαν τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Και φυσικά οι κατσαρίδες. Κάθε οργανισμός έχει ένα μοναδικό οικοσύστημα στο οποίο ζει, κι όλοι οι οργανισμοί χρειάζεται να προσαρμόζονται στις αλλαγές ώστε να επιβιώσουν. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά στην φύση. Και τα είδη που επιβιώνουν δεν είναι τα πιο ισχυρά, ή τα πιο έξυπνα, ή τα πιο όμορφα. Είναι αυτά που καταφέρνουν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον που συνέχεια αλλάζει.

Το θέμα της προσαρμογής είναι ένα θέμα που είχαν παρατηρήσει οι άνθρωποι από την αρχαιότητα. Ο Εμπεδοκλής δεν πίστευε πως η προσαρμογή είχε κάποιο τελικό σκοπό, αλλά είχε παρατηρήσει πως “συμβαίνει με φυσικό τρόπο, αφού αυτά τα είδη επιβιώνουν”. Ο Αριστοτέλης πίστευε σε τελικούς σκοπούς, αλλά υπέθετε πως τα είδη είναι στάσιμα και δεν εξελίσσονται. Θα ήθελα να τους είχα και τους δύο να παρακολουθήσουμε μαζί έναν αγώνα MotoGP στο Zoo, και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί ο Marc Marquez έχει κερδίσει επτά παγκόσμια, τα πέντε στα MotoGP. (Μια παρένθεση εδώ: Δεν μου είναι συμπαθής. Ένας αγωνιζόμενος είναι όμως, δεν τον θέλω για κολλητό, κι αν μου είναι αντιπαθής αυτό δεν με εμποδίζει να θαυμάζω όσα έχει καταφέρει). Όπως και πολλοί άλλοι, ξεκίνησε από το χώμα, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Έμαθε έτσι πολύ νωρίς πως η μοτοσυκλέτα γλιστράει και πως η τέχνη της οδήγησης είναι να την καταφέρεις να κάνει που μπορεί να μην θέλει, ή που η διαθέσιμη πρόσφυση να μην της επιτρέπει να κάνει. Και δεν ξέχασε το χώμα, αφού πέρυσι έτρεξε σε αγώνα του Ισπανικού πρωταθλήματος enduro και τερμάτισε μόλις έξω από την δεκάδα. Να μια καλή εξήγηση γιατί μπορεί και διαχειρίζεται την ανύπαρκτη ισορροπία μιας μοτοσυκλέτας που έχει πέσει, κι εκείνος καταφέρνει να την ξανασηκώσει και να συνεχίσει. Τις περισσότερες φορές. Την ίδια σχέση με την ισορροπία μέσω της απώλειας πρόσφυσης είχαν και αναβάτες που άλλαξαν τα οδηγικά δεδομένα και άφησαν ιστορία, όπως ο Kenny Roberts με την προϊστορία του στο dirt track, που ήταν ο μοναδικός άλλος αναβάτης εκτός του Marquez που κέρδισε πρωτάθλημα στην κορυφαία κατηγορία την πρώτη σαιζόν που συμμετείχε, το ‘78.   

Ο Marquez, στο ντεμπούτο του στα MotoGP, δοκίμασε το Honda RC213V στην Valencia μετά το τέλος του πρωταθλήματος του 2012 και ήταν ένα δευτερόλεπτο πιο αργός από τον πιο γρήγορο, τον Dani Pedrosa. Στις πρώτες επίσημες δοκιμές στη Sepang ήταν τρίτος τις δύο πρώτες μέρες, πίσω από τους Pedrosa και Lorenzo αλλά μπροστά από τον Rossi, που τον πέρασε την τελευταία μέρα. Το γυρολόγιό του σε μια προσομοίωση αγώνα ήταν απίστευτα σταθερά γρήγορο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο. Έδωσε έτσι μια πρώτη γεύση του τι θα ακολουθούσε. Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι σήμερα είχε το πλεονέκτημα της συμμετοχής με την ίδια ομάδα, με διαδοχικές εξελίξεις της ίδιας μοτοσυκλέτας, κάτι που άλλοι δεν είχαν, και θυμηθείτε τα παραδείγματα των Rossi και Lorenzo που άλλαξαν ομάδες και μοτοσυκλέτες. O Rossi δεν προσαρμόστηκε ποτέ, ο Lorenzo μόλις πήγε να προσαρμοστεί έφυγε από την Ducati και πήγε στην Honda όπου και πάλι δηλώνει πως “χρειάζεται πολύς χρόνος”.

Το γεγονός πως αγωνίζεται με Honda δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να προσαρμόζεται σε αλλαγές, είτε της ίδιας του της μοτοσυκλέτας είτε σε αυτές των αντιπάλων τους. Tα Ducati, από κει που ήταν κάποτε του στυλ “τρελό γκάζι, αλλά δεν στρίβουν”, έγιναν πιο ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες και φέτος δείχνουν πως μπορούν να τα κάνουν όλα καλά. Δεν συνέβη το ίδιο και με τα Honda, που υστερούσαν σε δύναμη αλλά ήταν πολύ καλά στο φρενάρισμα της τελευταίας στιγμής και την είσοδο στην στροφή. Το HRC είχε αποφασίσει να βρει άλογα ψηλά, για να αντιμετωπίσει τα Ducati στην ευθεία, μεγαλώνοντας το φιλτροκούτι μαζί με άλλες αλλαγές στην εισαγωγή. Αυτό σήμαινε πως διάφορα εξαρτήματα που βρίσκονταν εκεί γύρω έπρεπε να μετακομίσουν, κι αρκετά από αυτά πήγαν μπροστά, στην μύτη του φαίρινγκ. Η ανακατανομή του βάρους σε συνδυασμό με την περισσότερη δύναμη άλλαξαν την συμπεριφορά του RC213V: Αντίο φρένα της τελευταίας στιγμής, αντίο αστραπιαία είσοδος, ιδού κάτι ξαφνικά γλιστρήματα του μπροστινού στις εισόδους των στροφών. Το οδηγικό στυλ που έφερε πέρσι τον Marquez στην κορυφή δεν δούλευε πια, κι ο Ισπανός έπρεπε να το αλλάξει. Και το έκανε, μαζί με μια σημαντική αλλαγή στρατηγικής και μια έξυπνη επιλογή μπροστινού ελαστικού. Τα φρένα της τελευταίας στιγμής φορτίζουν πολύ το μπροστινό ελαστικό και το υπερθερμαίνουν, αλλά με την μοτοσυκλέτα να μην υποστηρίζει πια αυτό το οδηγικό στυλ, ο Marquez φόρεσε μαλακό ελαστικό μπροστά. Αυτό όμως, επίσης μπορεί να υπερθερμανθεί αν ο αναβάτης βρίσκεται πίσω από άλλους, και δεν ψύχεται καλά με φρέσκο αέρα! Τέτοιες “λεπτομέρειες” είναι που κάνουν την διαφορά. Έτσι, αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική, κι αντί να περιμένει στο γκρουπ των πρωτοπόρων μέχρι να κάνει τις προσπεράσεις του, προσπαθεί να φεύγει μπροστά από την αρχή. Η στρατηγική του φαίνεται να αποδίδει, καθώς φέτος και νίκες έχει πάρει και έχει οδηγήσει τους αγώνες συνολικά για πολύ περισσότερους γύρους απ’ ότι πέρυσι (59 αντί για 44). Το πόσο εύθραυστη είναι όμως ακόμα και μια τέτοια στρατηγική από έναν αναβάτη του επιπέδου του Marquez, είναι προφανές από το πότε αποφασίζει αν θα την ακολουθήσει, κι όπως είπε ο ίδιος, το κάνει μετά το warm up, ακριβώς πριν την εκκίνηση, τότε κρίνει αν το μπροστινό του δίνει την αίσθηση που χρειάζεται για να το προσπαθήσει. Στη συνέχεια, αντί όπως πέρσι να προσπαθεί να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα φρένα και μετά να στρίψει ακαριαία και να σηκώσει την μοτοσυκλέτα όσο πιο γρήγορα γίνεται, φρέναρε πιο νωρίς (όπως δήλωσε ο Miller, “δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο στα φρένα”) και είχε μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στην στροφή, επιταχύνοντας και πιο γρήγορα μετά, όπου κρατιόταν και μαζί με τα Ducati στην ευθεία. Επιβεβαίωσε έτσι το αρχαίο ρητό “οι αγώνες στην ευθεία κερδίζονται”, αφού μια έξοδος με πιο πολλά χιλιόμετρα που τα κουβαλάς σε όλη την ευθεία που ακολουθεί, κάνει την απόσταση να καλύπτεται πιο γρήγορα. Μετά, φρένα και πάλι από την αρχή, αλλά με σταθερά περισσότερα χιλιόμετρα στο μεγαλύτερο μέρος του γύρου. Κι αν το μαλακό μπροστινό σου λάστιχο αντέξει, χάρη στο δροσερό αεράκι της πρώτης θέσης, κερδίζεις. Αν σε λένε Marquez. Kι αν δεν πέσεις. Με τέτοιου είδους στρατηγικές και επιλογές οδηγικού στυλ, αλλά το κυριότερο, την ικανότητα να τις αλλάζει κατά βούληση έχοντας στο τσεπάκι του κι άλλες αν χρειαστούν, ο Marc Marquez αρχίζει να μοιάζει με κατσαρίδα που θα επιβιώσει ό,τι κι αν συμβεί. Τουλάχιστον μέχρι να μην καταφέρνει πια να προσαρμόζεται στις αλλαγές, οπότε θα προστεθεί κι αυτός στον κατάλογο των εξαφανισμένων ειδών.   

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!