Editorial 594 - Csikszentmihalyi

x
Από το

motomag

1/5/2019

Με μικρές ή αργές μοτοσυκλέτες μπορείς να έχεις την ίδια ικανοποίηση όπως και με τις μεγάλες και γρήγορες – το ξαναθυμήθηκα αυτό πρόσφατα οδηγώντας το Super Cub και το Ζ125. Το αργά θέλει μια πολύ πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ισορροπίας, στο γρήγορα η μοτοσυκλέτα ισορροπεί μόνη της. Στο γρήγορα, σε απασχολεί περισσότερο η επιλογή της πορείας και η διαχείριση της ταχύτητας και της μάζας της μοτοσυκλέτας, ενώ στο αργά, έχεις περισσότερη συναίσθηση του ευρύτερου περιβάλλοντος και όσων συμβαίνουν γύρω σου, χωρίς να έχουν τόση σημασία τα δυναμικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας. Το σημαντικό είναι πως κάθε αναβάτης, ανεξάρτητα από το τι και πως οδηγεί, μπορεί να νιώσει την απόλαυση της οδήγησης.

Με τον ανθρώπινο εγκέφαλο να έχει πεπερασμένη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, το θέμα είναι πως θα εκμεταλλευτείς την υπολογιστική ισχύ του, σε τι θα δώσεις σημασία και τι θα αγνοήσεις. Ο Ουγγρο-αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας Mihaly Csikszentmihalyi προσδιορίζει το ποσό της πληροφορίας που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλος σε 110 bits το δευτερόλεπτο (για να μιλήσουμε με όρους υπολογιστών), ποσότητα που μπορεί να φαίνεται μεγάλη, αλλά στην πραγματικότητα ακόμα και απλές δουλειές όπως το να ακούμε κάποιον που μας μιλά και να κατανοούμε τι μας λέει, αυτή η αποκωδικοποίηση καταναλώνει κάπου 60 bits από τα 110. Να γιατί είναι άκρως επικίνδυνο να μιλάμε όταν οδηγούμε – μειώνουμε την δυνατότητα αντίληψης και επεξεργασίας μας στο μισό… Γι’ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες οι οδηγοί αυτοκινήτων που έχουν το κινητό στο αυτί, ειδικά αν υπολογίσουμε πως δεν είναι και τίποτα οδηγάρες, οπότε το λιγότερο από το μισό μυαλό που τους απομένει δεν αρκεί για να αντιληφθούν την μοτοσυκλέτα που έρχεται, και να ενεργήσουν ανάλογα. Για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους μοτοσυκλετιστές που μιλάνε στο κινητό, είτε σφηνωμένο στο κράνος, είτε οι σκουτεροπαπόβιοι που το κρατάνε στο χέρι (γιατί δεν φοράνε κράνος) είτε όσοι έχουν μοτοσυκλέτες ή συστήματα επικοινωνίας με δυνατότητα σύνδεσης του κινητού – για να μην χάνουν ούτε μια κλήση. Για σκεφτείτε το, απλά και μόνο το να μιλάς δεν σου επιτρέπει να δώσεις προσοχή και σε πολλά άλλα πράγματα, κι όταν οδηγείς μοτοσυκλέτα είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να υπολογίσεις.

Ο ψυχολόγος αυτός με το όνομα που μόνο Ούγγροι μπορούν να προφέρουν ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το 1975 μια κατάσταση του εγκεφάλου που μπορεί να εξηγήσει γιατί μας αρέσει τόσο να οδηγούμε μοτοσυκλέτες. Την ονόμασε “flow state” (κατάσταση ροής”, ενώ είναι γνωστή και ως “being in the zone”, και είναι αυτή η πνευματική κατάσταση στην οποία ένα άτομο που κάνει μια δραστηριότητα απορροφάται πλήρως σε μια αίσθηση απόλυτης εστίασης, πλήρους συμμετοχής αλλά και απόλαυσης κατά την διαδικασία της δραστηριότητας. Μια πλήρης απορρόφηση σ’ αυτό που κάνουμε, τόσο πλήρης που χάνεται η αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Σ’ αυτή την κατάσταση ροής, σ’ αυτή την ζώνη λειτουργίας, χωρίς το άτομο να αποφασίζει συνειδητά γι’ αυτό, χάνει την επαφή με όλα τα άλλα – και τα όποια προβλήματά του δεν το απασχολούν πια. Τότε, όλη μας η προσοχή, όλο μας το μυαλό είναι εκεί, μόνο εκεί, και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Αυτό, είτε στην πλήρη εκδοχή του είτε σε μικρά, αμελητέα κομμάτια, μπορεί να μας δώσει την απόλαυση της οδήγησης μιας μοτοσυκλέτας. Φυσικά, δεν είναι ένα καινούργιο concept. Επί χιλιάδες χρόνια όλες οι ανθρώπινες κουλτούρες αναγνώριζαν αντίστοιχες πνευματικές καταστάσεις, από τις πιο πρωτόγονες κοινωνίες ως τις διδαχές του Βουδισμού (όπου στόχος του ατόμου ήταν η συνεχής ύπαρξη μέσα σε μια τέτοια κατάσταση – νιρβάνα) του Ταοϊσμού και του Zen. Η επίτευξη αυτής της κατάστασης είναι εντελώς προσωπική υπόθεση, κι από την στιγμή που δεν μπορεί ο άνθρωπος να την προκαλέσει συνειδητά (εκτός αν έχει ήδη φτάσει σε νιρβάνα κι είναι πια πεφωτισμένος!), είναι πολύ δύσκολο να την περιγράψει σε τρίτους. Όταν συμβεί όμως, το καταλαβαίνεις.

Η προσήλωση στην δραστηριότητα, όταν γίνει απόλυτη, φέρνει μια κατάσταση έκστασης και απόλυτης διαύγειας, η αίσθηση του χρόνου εξαφανίζεται, δεν νιώθεις τον εαυτό σου σαν κάτι ξεχωριστό, αλλά ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, του κόσμου στον οποίο ζεις. Σαν να βιώνεις μικρούς οργασμούς μέσα στην συνουσία της ζωής σου…  Η κατάσταση αυτή της “ροής” έχει περιγραφεί από πολλούς, και δεν είναι τυχαίο που ο καλύτερος τρόπος κίνησης με μοτοσυκλέτα είναι “με ροή”, δηλαδή με αρμονία, όπου η κάθε κίνηση της μοτοσυκλέτας και η κάθε ενέργεια του αναβάτη συντονίζονται και “ρέουν” η μια μετά την άλλη, χωρίς διακριτά κενά. Τότε, έχουμε όλη την προσοχή μας εκεί και τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν “τέλεια”, όσο καλύτερα θα μπορούσαν να γίνουν. Σε αυτή τη φάση, ο εγκέφαλος δουλεύει στο 100%, αλλά το άτομο νιώθει σαν να μην σκέφτεται τίποτα, όλα γίνονται “αυτόματα”, καθώς δεν χρειάζεται πια συνειδητή προσπάθεια για να συμβούν. Ο άνθρωπος αναγνωρίζει αυτή την πνευματική κατάσταση ως την υπέρτατη εμπειρία, που δίνει κι ένα υψηλό επίπεδο ικανοποίησης. Σ’ αυτή τη φάση, ακόμα και οι σωματικές ανάγκες αγνοούνται. Τα παραδείγματα ζωγράφων ή συγγραφέων που απορροφημένοι στην δημιουργικότητά τους ξεχνούσαν να φάνε ή να κοιμηθούν, είναι πολλά. Αθλητές έχουν περιγράψει πως όταν βρέθηκαν σε flow state είχαν την αίσθηση πως έβλεπαν σε slow motion και πως μπορούσαν να νιώσουν τι θα συνέβαινε μετά. Δυστυχώς, για τους μοτοσυκλετιστές μια τέτοια εμπειρία επιβράδυνσης του χρόνου τυπικά συμβαίνει σε κάποιο ατύχημα. Με το που συνειδητοποιήσεις πως θα συμβεί, τα κλάσματα του δευτερολέπτου που περνούν μέχρι να σκάσεις κάτω ή να στουκάρεις με το αυτοκίνητο, σου φαίνονται για λεπτά ολόκληρα, και νιώθεις πως έχεις πολύ χρόνο για να σκεφτείς διάφορα, ακριβώς επειδή ξαφνικά η συγκέντρωσή σου σ’ αυτό που συμβαίνει γίνεται απόλυτη. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αίσθηση ικανοποίησης μετά – εκτός αν την γλυτώσεις!

Ο Csikszentmihalyi προσδιορίζει τρεις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί μια κατάσταση flow. H πρώτη είναι πως η δραστηριότητα πρέπει να έχει ξεκάθαρο στόχο, κάτι που της δίνει κατεύθυνση και δομή. Η δεύτερη είναι πως πρέπει να υπάρχει άμεση και ξεκάθαρη ανατροφοδότηση, κάτι που βοηθά στην αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν, επιτρέποντας την προσαρμογή των ενεργειών του ατόμου, ώστε να διατηρηθεί η ροή. Η τρίτη είναι πως πρέπει να υπάρχει μια καλή ισορροπία μεταξύ των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το άτομο και των ικανοτήτων του, όπως και αυτοπεποίθηση για την ολοκλήρωση της δραστηριότητας.  

Τόσοι και τόσοι φωτισμένοι άνθρωποι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έκαναν λάθος – απλά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα οι μοτοσυκλέτες. Είμαι σίγουρος πως στην σημερινή του μετενσάρκωση, ο Βούδας οδηγεί μοτοσυκλέτα. Ευτυχώς, το ίδιο κάνουμε κι εμείς, και κάπου - κάπου, οδηγώντας με ροή, παίρνουμε την υπέρτατη ικανοποίηση. Go with the flow! May the flow be with you

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!