Editorial 592 - Μια ζωή manual

x
Από το

motomag

1/3/2019

To όνομα του John Haynes έχει γίνει συνώνυμο με τα service manual. Δυστυχώς, ο γεννημένος το 1938 δημιουργός τους έφυγε ταξίδι για το μεγάλο συνεργείο στον ουρανό, σε ηλικία 80 ετών. Γεννημένος στην Κεϋλάνη, όπου ο πατέρας του διαχειριζόταν μια φυτεία τσαγιού, πήγε στην Αγγλία σε ηλικία 12 ετών για να μπει εσωτερικός σε σχολείο. Από μικρός είχε δείξει την αγάπη του για τα αυτοκίνητα, και έφηβος πια, έπεισε τον διευθυντή του σχολείου να μην παίζει rugby, αλλά να ασχοληθεί με την μετατροπή ενός Austin 7 σε ελαφρωμένο Austin 7 “Special”. Το έφτιαξε, το πούλησε βγάζοντας κέρδος, κι όταν είδε πόσοι πολλοί ενδιαφέρονταν, καθώς είχε πάνω από 150 απαντήσεις στην αγγελία του, αποφάσισε να φτιάξει ένα βιβλιαράκι εξηγώντας το τι έκανε και πως το έκανε. Τα πρώτα 250 αντίτυπα ξεπούλησαν μέσα σε δέκα μέρες. Ήταν το πρώτο του manual. Μετά το σχολείο είχε καταταγεί στην αεροπορία, στην RAF, κι όταν βρισκόταν στο Aden, ένας συνάδελφός του αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση και του ζήτησε να τον βοηθήσει να το ανακατασκευάσουν. Ο John γρήγορα κατάλαβε πως το επίσημο service manual δεν απευθυνόταν σε ιδιώτες αλλά σε ειδικούς, κι έτσι αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και κατέγραψε το λύσιμο και το δέσιμο του κινητήρα. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία. Αυτή την ανακατασκευή την κατέγραψε σε manual, που εκδόθηκε το 1966, κι άρχισε να πουλάει τρελά. Μέχρι σήμερα, τα manual κάθε είδους της Haynes έχουν πουλήσει πάνω από 200.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, και δεν περιορίζονται μόνο στα αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες.

Κάθε σχεδόν Haynes manual ακολουθεί την ίδια λογική, με φωτογραφίες (αν και όχι πάντα καλής ποιότητας), σκίτσα και διαγράμματα για να καθοδηγήσει όσους θέλουν να ασχοληθούν με συντήρηση και επισκευές. Δεν είναι τα μοναδικά “aftermarket” manual του κόσμου, υπάρχουν πια πολλά άλλα και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όλα όμως ακολούθησαν την ιδέα του Haynes. Σημαντικό είναι πως ξεκίνησε την έκδοση manual πριν την άνθηση και την επικράτηση των Ιαπωνικών μοτοσυκλετών. Γιατί; Όταν οι Ιάπωνες την δεκαετία του ’60 βγήκαν με γρήγορες, ελαφριές και αξιόπιστες μοτοσυκλέτες απέναντι στο Βρετανικό αργό, βαρύ και αναξιόπιστο κατεστημένο, κατάλαβαν πως οι μηχανικοί αλλά και οι ιδιώτες δεν είχαν ιδέα πώς να συντηρήσουν σωστά τα δικά τους μηχανάκια. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τα πρώτα χρόνια της Honda στην Αμερικανική αγορά, όταν ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα των συνεργείων, που ήταν συνήθως της κατηγορίας “μαύρο πάτωμα”, με λάδια παντού, δυό δάχτυλα μούργα και τα πάντα βρώμικα, από το πάτωμα ως τα ρούχα του μηχανικού. Έτσι ήταν η κατάσταση εκείνη την εποχή, έτσι ήταν αποδεκτό να είναι τα συνεργεία μοτοσυκλετών, κάτι που στην Ελλάδα συνεχίστηκε και… μετά την δεκαετία του ’60. Επιπλέον, η τεχνολογία των ήδη υπαρχόντων μοτοσυκλετών ήταν ακόμα στο στάδιο των ωστηρίων και των αργόστροφων κινητήρων, οπότε οι πολύστροφοι, υψηλής απόδοσης Ιαπωνικοί με τις μικρές ανοχές ήταν εκτός του γνωστικού πεδίου των μαστόρων. Οι Ιάπωνες λοιπόν, ακριβώς για να δείξουν πως παίρνουν στα σοβαρά τον πελάτη, πως θέλουν να του παρέχουν τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες και φυσικά πως τα δικά τους μηχανάκια δεν χάνουν λάδια, επέμεναν, προς μεγάλη φρίκη των Αμερικανών dealer, να υπάρχει άσπρο πλακάκι στο πάτωμα και οι μηχανικοί να φορούν άσπρες φόρμες. Αυτές τις άσπρες φόρμες μπορείτε να τις δείτε να τις φορούν ακόμα σήμερα οι ίδιοι μηχανικοί που την δεκαετία του ’60 φρόντιζαν τα αγωνιστικά της Honda, φροντίζοντας ευλαβικά τις ίδιες μοτοσυκλέτες…

Και δεν έμειναν εκεί. Κάθισαν κι έφτιαξαν τα καλύτερα manual που είχε δει ως τότε ο κόσμος, που όχι μόνο ανέλυαν την συντήρηση και την επισκευή με φωτογραφίες και σχέδια, αλλά εξηγούσαν και την θεωρία! Πλήρης εκπαίδευση! Όποιος καθόταν να τα διαβάσει, θα μάθαινε τα πάντα για την λειτουργία ενός κινητήρα, για τον χρονισμό του εκκεντροφόρου, για την ανάφλεξη, το κύκλωμα λίπανσης, το πώς να μετράει με το μικρόμετρο κι άλλα πολλά. Μετά από λίγα χρόνια, η Βρετανική μοτοβιομηχανία είχε καταρρεύσει και οι μηχανικοί είχαν πια εκπαιδευτεί αρκετά ώστε τα service manual των Ιαπώνων να γίνουν πιο απλά. Υπάρχουν βέβαια και τα γενικά service manual, που δεν αφορούν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά γενικές πρακτικές κοινές για όλες τις μοτοσυκλέτες, κι από κει θα πρέπει να ξεκινήσει κάποιος που θέλει να ασχοληθεί. Έχοντας μάθει το γενικό πλαίσιο, θα μπορεί μετά να ασχοληθεί με μεγαλύτερη επιτυχία με την μοτοσυκλέτα του. Στην Ελλάδα πολλές φορές έχω διαπιστώσει μια απαξίωση για τα manual, του στυλ έλα μωρέ, σιγά, τι να μας πουν… Αυτό από την μια μεριά υπονοεί πως δεν χρειάζεται και κάποια εξειδικευμένη γνώση ή πληροφορία, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, είτε πως ο συγκεκριμένος μάστορας τα ξέρει όλα (πολύ χλωμό) και συνήθως απλά δηλώνει άγνοια. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άγνοια ξεκινά από την έλλειψη γνώσης αγγλικών, αφού τα manual είναι γραμμένα στα αγγλικά. Αν δεν μπορείς να τα διαβάσεις, και να τα κατανοήσεις, στην ουσία αγνοείς τις ιδιαιτερότητες της συντήρησης και της επισκευής του συγκεκριμένου μοντέλου. Και δεν μπορεί, το λάθος θα γίνει, και θα το πληρώσει φυσικά ο πελάτης.

Και ναι, για όσους αναρωτιούνται, μπορεί ένας ερασιτέχνης να ασχοληθεί με την συντήρηση και τις επισκευές της μοτοσυκλέτας του, ΑΝ όμως είναι διατεθειμένος να μάθει, και να διαθέσει χρόνο γι’ αυτό, κι αν διαθέτει τον κατάλληλο χώρο και εργαλεία. Όπως πάντα, το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι χρόνος – χώρος – χρήμα. Προϋπόθεση βέβαια, είναι να γνωρίζει άριστα αγγλικά, όπως και την μηχανολογική ορολογία. Τότε, μπορεί να κάνει θαύματα, αν του αρέσει και το διάβασμα! Επιπλέον, οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες έχουν και σαφώς πιο πολύπλοκα ηλεκτρικά συστήματα, τομέας που απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό, ο οποίος όμως ευτυχώς γίνεται όλο και φθηνότερος, καθώς γενικεύεται η τυποποίηση. Έτσι, μια νέα γενιά πατεντιάρηδων μπορεί να προκύψει, από τους σημερινούς πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν με τα ηλεκτρονικά, οι οποίοι θα παίζουν κυριολεκτικά στα δάχτυλα (στο πληκτρολόγιό τους και στο tablet τους) τις ρυθμίσεις όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων, πέρα από τις εργοστασιακές, ειδικά όταν αυτές γίνονται όλο και πιο περιοριστικές. Αλλά και που χωρίς αυτές, πολλές σημερινές μοτοσυκλέτες ΔΕΝ οδηγιούνται.

Το κυριότερο πλεονέκτημα ενός service manual είναι πως σου δίνει αυτοπεποίθηση, σου δίνει την σιγουριά πως δεν θα μείνεις ξεκρέμαστος στην δύσκολη στιγμή, και πως μπορείς να ολοκληρώσεις με επιτυχία αυτό που ξεκίνησες να κάνεις. Κι αν έχουμε για κάτι να ευχαριστήσουμε τον κύριο John Haynes, είναι γιατί με τα manual του διευκόλυνε εκατομμύρια ιδιοκτήτες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών σε όλο τον κόσμο να αποκτήσουν μια πιο βαθιά και ουσιαστική σχέση με τα οχήματά τους, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δεν τους είχαν βάλει ποτέ χέρι.  

    

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!