Editorial 591 - Για λίγο καρπούζι

Από το

motomag

1/2/2019

H FIM, η Διεθνής Ομοσπονδία Μοτοσυκλετισμού, είναι ο ιδιωτικός φορέας που έχει υπό την εποπτεία του τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, σε συνεργασία με τις επίσης ιδιωτικές εταιρίες πoυ τα έχουν στην ιδιοκτησία τους με στόχο την εμπορική τους εκμετάλλευση. Πολλές φορές την έχουμε κατακρίνει για τις μεθόδους και τις πρακτικές της (πρακτικά δεν ελέγχεται από κανέναν, παρά μόνο από τον εαυτό της). Αυτή τη φορά όμως, φαίνεται πως μια πρωτοβουλία της μπορεί να αποβεί ωφέλιμη για όλους όσους οδηγούμε μοτοσυκλέτα και φοράμε κράνος, όσο κι αν και αυτή η πρωτοβουλία είναι σχεδιασμένη ώστε να φέρει έσοδα στα ταμεία της.

Τον Ιούλιο του 2016 στην πίστα του Sachsenring έγινε η πρώτη συνάντηση μεταξύ της Τεχνικής Επιτροπής της FIM,  του Ινστιτούτου της FIM, της DORNA, ιδιοκτήτριας των MotoGP, της MSMA (Motorcycle Sports Manufacturers Association), της IRTA (International Road Racing Teams Association) και των κατασκευαστών κρανών (αρχικά των Arai, AGV, HJC, LS2, Nolan Group, Schuberth, Shark, Shoei και Suomy/Kyt). Εκεί, η FIM παρουσίασε το δικό της πρόγραμμα πιστοποίησης κρανών (Helmet Certification Programme - FHCP), με στόχο την αυξημένη προστασία των αναβατών και μια πιο αντικειμενική και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προστασίας που παρέχουν τα κράνη.

Μέχρι τώρα, η θέσπιση προδιαγραφών και δοκιμές αξιολόγησης ενός κράνους ήταν υπόθεση κρατικών φορέων ή ανεξάρτητων ή ιδιωτικών οργανισμών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε την προδιαγραφή UN ECE 22.05 (που έχουν υιοθετήσει και τα Ηνωμένα Έθνη, όπως και συνολικά 50 χώρες), στις ΗΠΑ τις DOT και στην Ιαπωνία τις SG ή JIS, για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές “κρατικές”. Ανάμεσα στις ανεξάρτητες, οι πιο γνωστές είναι οι SNELL στις ΗΠΑ και οι SHARP, ACU Gold και BSI στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν υπάρχει σωστή απάντηση για το ποια είναι η καλύτερη, η κάθε μία έχει ελαφρώς διαφορετικά στάνταρ και μεθόδους δοκιμών. Και δεν υπάρχει σωστή απάντηση και γιατί καμία πρόσκρουση κράνους σε πραγματικές συνθήκες δεν είναι ίδια με την άλλη, είτε στο δρόμο είτε στην πίστα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσα κράνη περνούν τις ισχύουσες προδιαγραφές, κάτι που ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει από τον κατασκευαστή τους, προστατεύουν τον αναβάτη μειώνοντας τις συνέπειες μιας πρόσκρουσης.

To επιχείρημα της FIM ήταν απλό και σαφές: “Οι προδιαγραφές των κρανών μας αφορούν γιατί είμαστε υπεύθυνοι για ότι συμβαίνει στις πίστες των GP. Και από ηθικής άποψης, αλλά και ως επένδυση, οι αναβάτες αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντά μας”, δήλωσε ο Fabio Muner, Διευθυντής Marketing της FIM, κάπως… ωμά. Έτσι, σε συνεργασία με τους κατασκευαστές κρανών καθορίστηκε ένα νέο πρωτόκολλο δοκιμών που βασίζεται σε αυτό της προδιαγραφής UN ECE 22.05, αλλά προχωρά στην θέσπιση δοκιμών πρόσκρουσης αλλά και διάτρησης σε περισσότερα σημεία του κράνους. Κάτι νέο που φέρνει είναι πως ζητά από τους κατασκευαστές να παρέχουν δέκα κράνη από κάθε μέγεθος, ώστε να είναι πιστοποιημένα όλα τα μεγέθη, αλλά δεν καθορίζει, όπως η ECE 22.05, πως θα δοκιμάζονται κράνη από κάθε παρτίδα που φεύγει από το εργοστάσιο κατασκευής, εξασφαλίζοντας έτσι την διατήρηση της συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές. Στις ανακοινώσεις της η FIM λανθασμένα αναφέρει πως θα γίνονται για πρώτη φορά δοκιμές διάτρησης – γινόντουσαν ήδη, όπως και δοκιμές πρόσκρουσης υπό γωνία. Αυτό όμως που είναι γεγονός, είναι πως οι δοκιμές θα γίνονται σε πολλά περισσότερα σημεία του κράνους, τόσο για την διάτρηση, όσο και για την πρόσκρουση υπό γωνία. Κάθε κράνος που θα παίρνει την έγκριση FRHPhe-01 της FIM θα είναι εγκεκριμένο για όλους τους αγώνες των παγκοσμίων πρωταθλημάτων ταχύτητας από το 2019 ως το 2021, και θα φέρει στο λουράκι του ένα ειδικό καρτελάκι με ολόγραμμα και QR code, ώστε να μην παραχαράσσεται εύκολα αλλά και να αναγνωρίζεται εύκολα στον τεχνικό έλεγχο των αγώνων, με ένα απλό σκανάρισμα. Το ίδιο εύκολα θα μπορούν και οι ιδιώτες που θα αγοράζουν κράνη με την προδιαγραφή της FIM, να σκανάρουν με το κινητό τους το QR code και να βλέπουν όλες τις πληροφορίες για το κράνους τους, όπως και την πιστοποίηση της έγκρισης. Το σημαντικό εδώ είναι πως μιλάμε για κράνη παραγωγής, τα ίδια που πωλούνται στο ευρύ κοινό, και όχι ειδικές κατασκευές όπως πολλοί υποψιάζονται πως συμβαίνει στους αγώνες. Έτσι, όσο κι αν η FIM δηλώνει πως το ενδιαφέρον της είναι μόνον η αγωνιστική χρήση, εδώ θα έχουμε ένα παράδειγμα αγωνιστικών προδιαγραφών που θα βρουν άμεσα την χρήση τους στον δρόμο. Ειδικά για τον δρόμο, η πιστοποίηση για κάθε μέγεθος ξεχωριστά έχει μεγάλη σημασία, αφού ο αριθμός των μεγεθών για τα κελύφη των κρανών είναι πάντα μικρότερος από τον αριθμό των ίδιων των μεγεθών των κρανών. Κάποιος κατασκευαστής μπορεί να καλύπτει την γκάμα μεγεθών με δύο διαφορετικά κελύφη, άλλος με περισσότερα, κάτι που δείχνει πόσο κοντά στις αρχικές προδιαγραφές του σχεδιασμού του μπορεί να βρίσκεται κάθε κράνος. Σημαντικό είναι επίσης πως για να περάσουν την προδιαγραφή της FIM τα κράνη θα δοκιμάζονται με όλα τα “αξεσουάρ” τους τοποθετημένα, κι όταν λέμε αξεσουάρ εννοούμε αεραγωγούς, σπόιλερ ή αεροδυναμικά βοηθήματα, και η προδιαγραφή θα ισχύει μόνο για όσο τα έχουν όλα τοποθετημένα, όσα είχε προβλέψει αρχικά ο κατασκευαστής. Εδώ χρειάζεται όμως μια επισήμανση: Τα κράνη που προορίζονται για αγωνιστική χρήση, καθώς αυτά είναι που θα πιστοποιηθούν πρώτα, δεν είναι συνήθως και τα πιο κατάλληλα για δρόμο, όχι γιατί δεν προστατεύουν, αλλά γιατί όταν προορίζονται για αγωνιστική χρήση κριτήρια όπως ο θόρυβος και η άνεση ή η ευκολία χρήσης δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα. Επιπλέον, δεν σημαίνει πως ένα κράνος που προορίζεται για χρήση δρόμου θα παρέχει λιγότερη προστασία από ένα “αγωνιστικό”, εφόσον περνά τις ίδιες προδιαγραφές.

Φυσικά, οι κατασκευαστές θα πληρώνουν για αυτή την πιστοποίηση, που θα γίνεται αρχικά στα εργαστήρια κρούσης του πανεπιστημίου της Zaragosa στην Ισπανία, αλλά και σε άλλα εργαστήρια με τα οποία θα συνεργάζεται η FIM, όσο ανεβαίνει ο φόρτος εργασίας. Η FIM δηλώνει πως θα ήθελε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση απορρόφησης ενέργειας, αλλά κατέληξε σε συμφωνία με τους κατασκευαστές σχετικά με τις απαιτήσεις των δοκιμών, κάτι λογικό, αφού δεν μπορεί μέσα σε τόσο μικρό χρονικό περιθώριο να αλλάξει εντελώς η τεχνολογία των κρανών. Έτσι, οι δοκιμές για την προδιαγραφή της FIM δεν αποτελούν άλμα στην αύξηση της προστασίας των κρανών, αλλά περισσότερο ένα εργαλείο ώστε όλοι να κάνουν καλύτερα την δουλειά τους: Η FIM να αποκτήσει ισχύ σε έναν ακόμη χώρο, κατασκευαστικό αυτή τη φορά, μαζί με αύξηση των εσόδων της, οι κατασκευαστές κρανών να μπορούν να λένε πια πως διαθέτουν πιστοποίηση για την προδιαγραφή με τις πιο ολοκληρωμένες δοκιμές και πως τα κράνη τους είναι κατάλληλα για το υψηλότερο επίπεδο αγώνων ταχύτητας, και εμείς οι μοτοσυκλετιστές που κυκλοφορούμε στο δρόμο να έχουμε λίγο πιο ήσυχο το κεφάλι μας, αν γνωρίζουμε πως τα κράνη που θα αγοράζουμε θα είναι περισσότερο πιθανό να μας προστατεύσουν καλύτερα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η FIM είχε και το καρπούζι και το μαχαίρι, και η κίνησή της ήταν και λίγο ρουά ματ: Ποιος κατασκευαστής θα ρισκάριζε να μείνει “απ’ την απέξω”, όσο ενδεχομένως κι αν υπερκάλυπταν την προδιαγραφή τα κράνη του, και να μην μπορεί να χορηγήσει αναβάτες; Κι επειδή οι κανονισμοί της FIM για τα παγκόσμια θα περάσουν και σε επίπεδο εθνικών πρωταθλημάτων, σε λίγο η προδιαγραφή της θα είναι απαραίτητη παντού. Το μόνο που ελπίζουμε είναι πως θα γίνει αφορμή για να βελτιωθούν πραγματικά και τα μη αγωνιστικά κράνη, και θα φάμε έτσι κι εμείς λίγο καρπούζι.          

  

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!