Editorial 588 - Ινδία, το μέλλον - Γιατί η Ινδία θα καθορίζει τις τύχες της μοτοσυκλέτας…

x
Από το

motomag

1/11/2018

Η Ελληνική αγορά δικύκλων θα φτάσει περίπου στις 32.000 μονάδες το 2018. Η Ινδική προβλέπεται να ανέβει πάνω από 20 εκατομμύρια. Στην Ινδική αγορά πουλιούνται διπλάσια Royal Enfield ΤΟ ΜΗΝΑ από το ετήσιο σύνολο της Ελληνικής αγοράς. Πάνω από 48.000 δίκυκλα πωλούνται κάθε μέρα, και για τα πιο δημοφιλή υπάρχει λίστα αναμονής έως και τρεις μήνες. Το οικονομικό έτος 2016/17 πουλήθηκαν 17.589.738, και το 2017/18, 20.192.672… Η Ινδία έχει ξεπεράσει προ πολλού την Κίνα, τόσο σε πωλήσεις όσο και σε παραγωγή, αφού στην Κίνα έχει απαγορευτεί η χρήση βενζινοκίνητων δικύκλων σε δεκάδες μεγάλες πόλεις και έχουν ανέβει πολύ οι πωλήσεις αυτοκινήτων.

Στην Ινδία όμως του 1,339 δισεκατομμυρίου κατοίκων, που έχει ξεπεράσει ήδη από το 2017 σε πληθυσμό και την Κίνα (1,338 δις!), η ανάπτυξη της μοτοσυκλέτας είναι ραγδαία, κι αναμένεται να συνεχιστεί αμείωτη ως τουλάχιστον το 2026, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Η αγορά της σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε 8 χρόνια, κι ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό είναι μικρά δίκυκλα, ως 200cc, οι μεγάλες μοτοσυκλέτες κερδίζουν συνέχεια έδαφος. Το success story είναι αυτό της Royal Enfield, όπως θα διαβάσετε και στο τεστ του Himalayan σ’ αυτό το τεύχος, με την Ινδική εταιρία να ανεβάζει την παραγωγή της στις 900.000 μονάδες για να μπορέσει να καλύψει την ζήτηση. Καμία της μοτοσυκλέτα δεν είναι μικρότερη από 350 κυβικά, κι ήδη κάνει το διεθνές της άνοιγμα με τα δικύλινδρα των 650cc που ήδη παρουσίασε. Η πιο επιτυχημένη “πολυτελής μάρκα”, όπως αναφέρουν στην Ινδία τις εισαγόμενες, μεγάλες και ακριβές μοτοσυκλέτες είναι η Triumph.

Που οφείλεται όμως αυτή η αλματώδης ανάπτυξη της Ινδικής αγοράς και βιομηχανίας; Η Ινδία, πέρα από τον μεγαλύτερο πληθυσμό χώρας στον πλανήτη, έχει και την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία. Αυτό έχει δημιουργήσει μια μεσαία οικονομική τάξη που έχει διαθέσιμο εισόδημα, τόσο στις πόλεις όσο και σε αγροτικές περιοχές. Σε συνδυασμό με το ανεπαρκές οδικό δίκτυο στις επαρχίες, και στις πηγμένες από κυκλοφοριακή συμφόρηση πόλεις με ανεπαρκές δίκτυο μαζικών μεταφορών, όλο και περισσότεροι στρέφονται στο δίκυκλο ως λύση μετακίνησης, και τα best seller μοντέλα το επιβεβαιώνουν αυτό. Οι χρηματοδοτήσεις είναι κι αυτές ευνοϊκές, και βοηθά επίσης και το internet στις αγορές και την εξυπηρέτηση. Επιπλέον, τα αυτοκίνητα είναι ακριβά, φορολογούνται πολύ περισσότερο από τα δίκυκλα και στις πόλεις δεν έχουν που να παρκάρουν. Η Ινδική κυβέρνηση έχει ξεκινήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα οδικών υποδομών, που αναμένεται να αυξήσει ακόμα περισσότερο τις πωλήσεις. Εκτός όμως από ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού που βγήκε ή βγαίνει από τα επίπεδα της φτώχιας και μπορεί να διαθέσει τα χρήματα για δίκυκλο, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας (έχει την μεγαλύτερη άνοδο παγκοσμίως στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) σε συνδυασμό με τον πληθυσμό της, έχει φέρει οικονομική άνεση σε εκατομμύρια Ινδούς, τέτοια που να αντιμετωπίζουν την μοτοσυκλέτα ως αναψυχή και ως ως σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης, αγοράζοντας μεγάλες εισαγόμενες μοτοσυκλέτες. Το καλοκαίρι είχαμε πολλούς Ινδούς τουρίστες, που έδιναν 2.500 ευρώ το άτομο για πέντε μέρες στην Αθήνα…

Κάπως έτσι, η Ινδία έχει αυτή τη στιγμή περίπου το 34% της παγκόσμιας αγοράς, χωρίς ακόμα να έχει ξεκινήσει στα σοβαρά τις εξαγωγές της, τουλάχιστον στις μεγάλες μοτοσυκλέτες. Αυτό όμως δεν θα ισχύει για πολύ. Ινδικές εταιρίες έχουν εξαγοράσει ιστορικά ονόματα της μοτοσυκλέτας, ή έχουν κάνει στρατηγικές συμμαχίες με ήδη υπάρχουσες εταιρίες. Κι όσο κι αν υπάρχει η εσωτερική αγορά που είναι η μεγαλύτερη του κόσμου, η προοπτική των διεθνών πωλήσεων και η αίγλη μιας παγκόσμιας (αντί μόνο Ινδικής) εταιρίας, είναι τεράστιο κίνητρο. Οι Ινδοί βρίσκονται πιο κοντά στους Ευρωπαίους απ’ ότι οι Κινέζοι, λόγω γλώσσας, νοοτροπίας και επαγγελματικών σχέσεων, ενώ έχουν και μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, χαίρονται τη μοτοσυκλέτα, κάτι που δεν έχουν αποκτήσει οι Κινέζοι που είδαν τα δίκυκλα απλά ως προσωρινή λύση μέχρι να καταφέρουν να πάρουν αυτοκίνητο.

Η Ινδία έχει πολλούς κατασκευαστές με παραγωγή πάνω από 2.000.000 μοτοσυκλέτες το χρόνο. Η Bajaj, που κατέχει το 47,99% της KTM, κατασκευάζει ήδη στο εργοστάσιό της στο Chakan πάνω από 100.000 KTM (τα μικρά Duke) και τα μικρά street Husqvarna, ενώ θα αρχίσει σύντομα να κατασκευάζει και τα 790. Έχει επενδύσει πάνω από 250.000.000 $ στην ΚΤΜ, ενώ είναι και ο επίσημος διανομέας της Kawasaki στην Ινδία, ενώ έχει κάνει και συνεταιρισμό με την Triumph (χωρίς να κατέχει ποσοστό της) για την εξέλιξη μικρών και μεσαίων μοτοσυκλετών που θα δούμε και ως Triumph. Είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος κατασκευαστής στην Ινδία.

Η TVS, που δεν είχε μέχρι τότε κατασκευάσει μοτοσυκλέτα μεγαλύτερη από 250cc, συνεταιρίστηκε με την BMW Motorrad, κατασκευάζοντας τη σειρά G310 για λογαριασμό της, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν κι άλλα μοντέλα. Είναι στην τρίτη θέση των Ινδών κατασκευαστών.

Μια εταιρία που δεν έχει δώσει ακόμα το στίγμα της στην μοτοσυκλέτα, αλλά θα το κάνει, είναι η Mahindra & Mahindra, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες της Ινδίας σε απόλυτα μεγέθη, με έσοδα πάνω από 13 δις δολάρια το χρόνο, κυρίως από αυτοκίνητα και τρακτέρ. Έχει γκάμα μικρών μοτοσυκλετών με το όνομά της, αλλά δεν έχει καταφέρει πολλά μέχρι τώρα καθώς είναι στην όγδοη θέση μεταξύ των Ινδών κατασκευαστών μοτοσυκλέτας – αυτό όμως θα αλλάξει, καθώς κατέχει δύο ιστορικά ονόματα, της Jawa και της BSA. Από το 2015, έχει αποκτήσει και το 51% της Peugeot, που είχε παρουσιάσει την πρώτη της μοτοσυκλέτα το 1898, αλλά δεν ξεκίνησε παραγωγή ως το 1901. Μέσω της θυγατρικής της Classic Legends Private Limited (CLPL) απέκτησε τα δικαιώματα της BSA, που κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής στον κόσμο, όπως και του θρυλικού ονόματος Gold Star. Τα σχέδια για έναρξη της παραγωγής των νέων Jawa (έχουμε ήδη δει τον κινητήρα) και των BSA είναι προχωρημένα, με εξέλιξη μοτοσυκλετών στην Ιταλία και εργοστάσια στην Γαλλία και την Ινδία, για μια γκάμα από 300 ως 750cc. To πρώτο μοντέλο, αυτό των 300cc, με έναν κινητήρα κλασικής εμφάνισης αλλά σύγχρονης τεχνολογίας, θα παρουσιαστεί στις 15 Νοεμβρίου στην Ινδία. Παράλληλα η Mahindra αγόρασε το 2015 και τον σχεδιαστικό οίκο Pininfarina, που έχει σχεδιάσει τις περισσότερες Ferrari…

Οι Ινδοί έχουν την βιομηχανία, έχουν τα χρήματα, έχουν μια τεράστια εσωτερική αγορά να τους στηρίζει, έχουν εξασφαλίσει τεχνογνωσία, έχουν στρατηγικές συνεργασίες με κορυφαίες εταιρίες μοτοσυκλέτας, διαθέτουν μερικά από τα πιο ιστορικά ονόματα και κατασκευάζουν πια παγκόσμια αποδεκτές μοτοσυκλέτες – το μέλλον τους ανήκει.

https://www.marklines.com/statics/report/img/en/rep1590_002.jpg

 

Motorcycle Demand in Major Countries

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.