Editorial 586 - Τζιρς και ούτσο

x
Από το

motomag

1/9/2018

“Τζιρς, τζιρς;”, ρώταγε και ξαναρώταγε ο Γερμανός τουρίστας που πριν λίγο είχε ξεκαβαλήσει από το GS του, σ’ ένα από τα πιο απομονωμένα χωριά της Ηπείρου. Οι άνθρωποι του μαγαζιού έκριναν ότι χρειάζονται βοήθεια. Αυτός βέβαια που σίγουρα χρειάζονταν βοήθεια ήταν ο Γερμανός.

“Για έλα ρε Βαγγέλη εσύ που τα μιλάς τα ξένα, να δεις τι θέλει…”

“Τζιρς, τζιρς;”, ξανάρχισε ο Γερμανός, που δεν σκέφτηκε να μιλήσει Γερμανικά ή Αγγλικά, παρά μόνο να επαναλαμβάνει αυτό που πίστευε πως ήταν Ελληνικά. Ακόμα κι έτσι όμως, τον κατάλαβαν τελικά.

“Γύρο θέλει ο άνθρωπος…”, απεφάνθη ο γλωσσομαθής μεταφραστής.

“Εδώ ήρθε να φάει γύρο; Έλα Παναγία μου! Κοντοσούβλι πες του, προβατίνα άμα θέλει…”

Παρά τις δυσκολίες που πάντα υπάρχουν όταν προσπαθείς να εξηγήσεις σε έναν ξένο τι είναι το κοντοσούβλι και τι η προβατίνα, έγινε σαφές πως κρέατα υπήρχαν, αλλά όχι σε μορφή γύρου. Κι αφού απογοητεύτηκε που το μαγαζί δεν είχε γύρο, το Γερμάνι είπε να πνίξει τον πόνο του και ρώτησε, με μια φωνή γεμάτη προσδοκία:

“Ούτσο;”

“Δεν θα τα πάμε καλά μ’ αυτόν. Τι θέλει τώρα;”

“Ούζο…”

“Ούουζο; Ούζο; Τι μας πέρασε; Τσίπουρο πες του άμα θέλει, χωρίς. Με, δεν έχουμε”.

Αφού πια κατάλαβαν πως και θα φάνε και θα πιούνε αν προσαρμοστούν στο μενού της περιοχής, το ζεύγος των Γερμανών με τα GS – ο καθένας το δικό του, 1200 για κείνον, 800 για εκείνη – ντερλίκωσε δεόντως, συνοδεία Ελληνικής μπύρας.

 

Σ’ αυτές τις διακοπές είδα να περνάνε από τα βουνά πολύ περισσότερες μοτοσυκλέτες απ’ ότι τις προηγούμενες χρονιές, χωρίς βέβαια να μπορώ να είμαι σίγουρος για τους λόγους. Να έγιναν οι παραλίες λιγότερο δημοφιλείς; Κατάλαβαν πως τα στροφιλίκια, το σκηνικό και η δροσιά των βουνών ταιριάζουν περισσότερο στην μοτοσυκλέτα απ’ ότι ο ντάλα ήλιος και η αρμύρα της θάλασσας; Οι διαφορές πάντως μεταξύ των διάφορων ταξιδιωτών με μοτοσυκλέτα ήταν εμφανείς: Οι Γερμανοί μπορεί να μην γνώριζαν το μενού της περιοχής, αλλά πάρκαραν τις μοτοσυκλέτες τους εκεί που είδαν πως ήταν παρκαρισμένα και τα αυτοκίνητα. Κάποιοι Έλληνες πέρασαν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, πέρασαν και την ταμπέλα που έλεγε πως απαγορεύεται το parking και έβαλαν τις μοτοσυκλέτες τους στο πλακόστρωτο ανάμεσα στα τραπέζια, κάνοντας μανούβρες και γκαζώνοντας λες και καμιά τους δεν κράταγε ρελαντί, ούτε δούλευε κάτω από τις 5.000 στροφές. Άσε που προφανώς οι μοτοσυκλέτες τους θα ένιωθαν αφόρητη μοναξιά αν τις πάρκαραν δέκα μέτρα πιο κει όπως όλος ο κόσμος, κι όχι δίπλα στο τραπέζι τους.

 

Απ’ την άλλη, οι διαφορές στον εξοπλισμό μεταξύ Ελλήνων και “ξένων” δεν υπάρχουν πια. Όλοι ήταν καλοντυμένοι, με σωστό μοτοσυκλετιστικό εξοπλισμό, κι η μόνη διαφορά φαινόταν στα λίγο πιο “βαριά” ρούχα των αλλοδαπών, κάτι λογικό αφού και έρχονται από πιο κρύα και βροχερά μέρη. Και οι μοτοσυκλέτες προσεγμένες ήταν, και με το παραπάνω. Αυτό που έλειπε ήταν το… χύμα, το πάμε μ’ ό,τι έχουμε. Μια χαρά είναι τα τριβάλιτσα και τα προβολάκια και τα tankbag και όλα, όταν όμως βλέπεις μόνο τέτοια, αρχίζουν να σου λείπουν πιο χύμα καταστάσεις, χωρίς βαλίτσες, χωρίς γυαλιστερές “εντούρο μεγάλου κυβισμού”, χωρίς κλεισμένα από έξι μήνες πριν ξενοδοχεία. Αυτές οι πιο χύμα καταστάσεις που μιλάνε για λιγότερα λεφτά αλλά για περισσότερη τρέλα και όρεξη, για ταξίδια που κάθε χιλιόμετρο της διαδρομής γίνεται με την γλώσσα στο μάγουλο και την γυαλάδα στο μάτι. Βοηθάει στο concept αν δεν είναι σίγουρο πως το μηχανάκι θα σε βγάλει, ή όχι. Βοηθάει και στην ικανοποίηση που νιώθεις αν οι άλλοι που συναντάς, οι άψογοι τριβάλιτσοι, πολύ φιλικά αλλά απολύτως πατερναλιστικά σου επιχειρηματολογούν για την ανεπάρκεια της μοτοσυκλέτας σου έναντι της δικής τους, και σου δίνουν συμβουλές για το πώς θα γίνεις σαν κι εκείνους. Ακούγοντας συζητήσεις, ένα μοτίβο ήταν συχνό: Οι “τριβάλιτσοι” έχουν συνήθως ως θέμα συζήτησης το ποια μοτοσυκλέτα είναι τόσο καλύτερη ώστε όλες οι άλλες μετατρέπονται αυτομάτως σε σκουπίδια (συζήτηση απολύτως βαρετή και ανούσια) ενώ οι πιο “χύμα” μιλάνε για τόπους, ανθρώπους, ξεχειλίζουν από εμπειρίες κι όχι απ’ το φαγητό στις ταβέρνες. Οι της (απολύτως σεβαστής, μην παρεξηγούμαστε, έ;) πρώτης κατηγορίας μπορεί να έχουν προβολείς Xenon και LED που τυφλώνουν τους πάντες, οι της δεύτερης να έχουν μια ταπεινή λαμπίτσα 35/35W, άντε 55/60W οι τυχεροί. Αλλά έχω την αίσθηση πως δεν τους νοιάζει. Πως οι προτεραιότητές τους είναι άλλες. Όπως οι προτεραιότητες της παρέας από την Θεσσαλονίκη που πήραν τα παλιά τους αερόψυκτα 250άρια on-off και πήγαν στα Καταραμένα Βουνά της βόρειας Αλβανίας, με αφορμή το παλιό MEGA TEST του ΜΟΤΟ. Πολύ τους χάρηκα, κι εκείνοι ακόμα περισσότερο το ταξίδι τους. Όπως και άλλες παρέες που ταξιδεύουν με παπιά και χαίρονται περισσότερο τα χιλιόμετρά τους αντί για την τελική των τετραψήφιων κυβικών τους. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο έχω λίγα λεφτά στην τσέπη, έφυγα, και στο έχω πολλές πιστωτικές στο πορτοφόλι, αλλά δεν ξεκινάω αν δεν ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες.

 

Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι πολύ διδακτικές για μένα. Είναι η περίοδος που κυκλοφορώ με αυτοκίνητο, αφού δεν έχω βρει ακόμα μοτοσυκλέτα που να παίρνει τρία άτομα και περίπου τρία κυβικά συμπράγκαλα, συν τρία ποδήλατα. Κάποιος μου είχε ρίξει την ιδέα για μοτοσυκλέτα με καλάθι που θα σέρνει τρέιλερ – μπαγαζιέρα, αλλά ούτε αμερικάνος είμαι ούτε βλέπω τον λόγο να έχω ένα όχημα που να συνδυάζει όλα τα μειονεκτήματα των μοτοσυκλετών ΚΑΙ των αυτοκινήτων μαζί. Αυτοκίνητο λοιπόν, κι αυτόματα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη, έχοντας την εμπειρία του πόσο δύσκολο είναι να συνυπάρξουν μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, όταν η κίνηση και των δύο δεν γίνεται σύμφωνα με κοινά αποδεκτούς κανόνες, αλλά εντελώς απρόβλεπτα. Και το καλοκαίρι φαίνεται πως δεν βγαίνουν μόνο οι καπεταναίοι του Αυγούστου στις θάλασσες κι όποιον πάρει η προπέλα, αλλά βγαίνουν στους δρόμους οδηγοί αυτοκινήτων και αναβάτες μοτοσυκλετών που μοιάζουν σαν εξωγήινοι που μόλις ήρθαν από άλλο πλανήτη, και προσπαθούν να προσαρμοστούν στις οδικές συνήθειες των γήινων. Ή εμένα μου φαίνεται έτσι; Στην εθνική, 9 στις 10 μοτοσυκλέτες σε προσπερνούν από δεξιά, ακόμα κι αν κινείσαι στην μεσαία λωρίδα. Σε τουριστικές περιοχές, τα νοικιάρικα, αυτοκίνητα και μηχανάκια, οδηγιούνται απελπιστικά αργά και απολύτως επικίνδυνα. Κι όχι μόνο πάνε τόσο αργά που δημιουργούν γύρω τους το χάος, πυροδοτώντας προσπεράσματα απελπισίας, αλλά μπορεί  παρ’ όλα αυτά να αλλάξουν κατεύθυνση αστραπιαία, είτε προς το χαντάκι είτε προς το αντίθετο ρεύμα. Το βραβείο αυτοκινήτου παίρνουν οι τουρίστες που με νοικιασμένο οδηγούσαν στο αντίθετο ρεύμα, σε ορεινό δρόμο νησιού, μέχρι τα πέντε μέτρα πριν στουκάρουν μετωπικά με αυτοκίνητο φίλων που ερχόταν αντίθετα. Το βραβείο μοτοσυκλέτας το απονέμω στον άγνωστο αυτοκτονικό, που βράδυ σε σκοτεινό δρόμο κι ενώ ετοιμαζόμουν να προσπεράσω έναν από αυτούς τους εξωγήινους έχοντας βγάλει φλας, ευτυχώς η εξάτμισή του έκανε θόρυβο, τον άκουσα και μαζεύτηκα. Με προσπέρασε τότε ένα παπί χωρίς φώτα, χωρίς κράνος, χωρίς αύριο… Αλλά όπως λένε κι οι φίλοι στην Κεφαλλονιά, Αύγουστος είναι, θα περάσει.  

 

 

 

 

 

 

editorial 533 - η Νίκη και τα φτερά της

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/3/2014

Πόσο μακριά έφτασε η έμπνευση που χάρισε σε όλο τον κόσμο η περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης; Και πως γύρισε σε μας αυτή η έμπνευση, από την Ιαπωνία πίσω στην Ελλάδα, μέσω ανθρώπων που είχαν μαύρη μουτζούρα κάτω από τα νύχια τους;

 

Ο Gihei Honda προερχόταν από οικογένεια αγροτών, από πάππο προς πάππου που λένε, είχε πολεμήσει στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο, κι αργότερα, άνοιξε ένα σιδεράδικο, όπου επισκεύαζε και ποδήλατα. Πήγαινε στο Τόκυο, αγόραζε παλιά ποδήλατα, τα ανακατασκεύαζε και τα πουλούσε. Ο πρωτότοκός του ο Soichiro είχε γεννηθεί το 1906, κι από μικρό παιδάκι, βοηθούσε τον πατέρα του, βάζοντας τη μουτζούρα από νωρίς στη ζωή του. Αρκετά χιλιόμετρα από το σπίτι του, βρισκόταν ένα αποφλοιωτήριο ρυζιού, κι ο παππούς του μικρού Soichiro τον έπαιρνε στην πλάτη τζιτζίνα ως εκεί. Ο μικρός περνούσε ώρες παρακολουθώντας μια σπάνια για την εποχή βενζινοκίνητη μηχανή που έδινε κίνηση στο μύλο. Tο ’14, ενώ ήταν στη δευτέρα τάξη, είχε την τύχη να δει ένα αεροπλάνο, που το πιλοτάριζε ο Άγγλος Niles Smith. O Soichiro έφτιαξε "γυαλιά" αεροπόρου από χαρτόνι, έβαλε έλικες από μπαμπού στο ποδήλατό του κι επί μήνες τρομοκρατούσε τους ανθρώπους και τις κότες του χωριού με τα γρήγορα περάσματά του. Ο πρώτος κάγκουρας;

Μετά από οχτώ χρόνια στο σχολείο, ο 15χρονος Soichiro μπήκε το 1922 μαθητευόμενος σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων στο Τόκυο, μακριά από το σπίτι του, κι έμεινε έκπληκτος από το πόσα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν εκεί. Στο Komyo, το χωριό του κοντά στο Hamamatsu, θα ήταν τυχερός αν έβλεπε ένα το μήνα. Η πρώτη του δουλειά όμως στην ART Shokai (το συνεργείο που λέγαμε), ήταν άσχετη με αυτοκίνητα: έπρεπε κάθε μέρα να κουβαλάει το μούλικο του ιδιοκτήτη στην πλάτη του, και τον είχε πιάσει απελπισία, καθώς έβλεπε το όνειρό του να απομακρύνεται. Μπορεί να μην γινόταν ποτέ μηχανικός αυτοκινήτων. Ήταν δυστυχής και θα τα παράταγε αν δεν ντρεπόταν να αντικρίσει τους γονείς του. Αυτό που τον βοήθησε ήταν ο μεγάλος σεισμός του 1923, που σχεδόν κατέστρεψε την Art Shokai όπως άλλωστε και την γύρω περιοχή, με αποτέλεσμα να φύγουν οι άλλοι εργαζόμενοι πίσω στα σπίτια τους. Έμεινε μόνο ο ιδιοκτήτης, ο Yuzo Sakakibara, ο αρχιμηχανικός και ο Honda, οπότε αναγκαστικά έκανε τα πάντα, κι έμαθε γρήγορα. Επιπλέον, ο Sakakibara ήταν τρελός με τους αγώνες, και συμφώνησε να ξεκινήσει ο μαθητευόμενος Honda την κατασκευή ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου, στον ελεύθερό του χρόνο φυσικά, δηλαδή το βράδυ. Κάπου είχαν βρει έναν αεροπορικό κινητήρα Curtis-Wright, V8 8.000 κυβικών και 100 ίππων. Εκτός από τον κινητήρα, ο Honda έφτιαξε τα πάντα μόνος του, ακόμα και τις ακτίνες των ξύλινων τροχών! Το αυτοκίνητο ήταν γρήγορο και κέρδισε απρόσμενα πολλούς αγώνες. Εκτός όμως από τα αυτοκίνητα, του άρεσαν φυσικά και οι μοτοσυκλέτες. Επιβιώνει μια φωτογραφία του 15χρονου Soichiro πάνω σε μια μοτοσυκλέτα με καλάθι, από το 1922 ή το 1923.

 

Στα 21 του, άνοιξε παράρτημα της ART στο Hamamatsu, συνεχίζοντας να κατασκευάζει πρωτότυπα αγωνιστικά αυτοκίνητα – πάντα στον ελεύθερό του χρόνο – που οδηγούσε ο ίδιος στους αγώνες. Εννιά χρόνια αργότερα, το 1936, είχε ένα ατύχημα σε αγώνα, όχι από δικό του λάθος, με αποτέλεσμα να διαλυθεί η αριστερή μεριά του προσώπου του, να βγάλει τον ώμο του και να σπάσει και τους δύο καρπούς του. Είχε προλάβει όμως να βγάλει την μεγαλύτερη μέση ωριαία που είχε επιτευχθεί ποτέ στην Ιαπωνία. Συνήλθε, και το ’37 ξεκίνησε να φτιάχνει ελατήρια πιστονιών, μελετώντας μόνος του μεταλλουργία και χύτευση. Επέκτεινε τις κατασκευαστικές του δραστηριότητες και κατά την διάρκεια του πολέμου, οι εγκαταστάσεις του όμως βομβαρδίστηκαν και ισοπεδώθηκαν από σεισμό το 1945. Πούλησε όμως το στοκ των ελατηρίων και των πιστονιών του στην Toyota, για το ισόποσο των σχεδόν 800.000 δολαρίων σήμερα. Αποφάσισε να περάσει τον επόμενο ένα χρόνο γλεντώντας με τους φίλους του, φτιάχνοντας το δικό του ουίσκι. Και το έκανε. Κι αν σήμερα υπάρχει η Honda όπως την ξέρουμε, αυτό οφείλεται και στην Toyota, και στα τρικούβερτα γλέντια του Soichiro.

To ’46, ξεκίνησε το Τεχνολογικό Ινστιτούτο Ερευνών Honda, τον πρόδρομο της Honda Motor Company, και, μας τα έπρηξες με τον Ηοnda, τι σχέση έχει επιτέλους με την Νίκη της Σαμοθράκης; Όλη αυτή μου η έρευνα για τα χρόνια της ζωής του Soichiro πριν ξεκινήσει να φτιάχνει μοτοσυκλέτες, ξεκίνησε από μία απορία μου: Πως προέκυψε το λογότυπο των μοτοσυκλετών της Honda, το πασίγνωστο "Φτερό"; Θα περίμενε κανείς πως θα ήταν γνωστή η ιστορία ενός από τα πιο γνωστά λογότυπα του κόσμου. Αλλά όχι. Στην βιβλιοθήκη του ΜΟΤΟ έχουμε πολλά βιβλία για την Honda, ακόμα και στα Ιαπωνικά που δεν ξέρουμε να διαβάζουμε. Τίποτα σχετικό δεν γράφεται εκεί. Τυχαία όμως, ψάχνοντας για την ιστορία των τετράχρονων trial της Honda, έπεσα πάνω στο site του Joan Forrellad, το onlytrial.com, που επί δεκαετίες ασχολείται με το θέμα. Εκεί, υπάρχει ένα άρθρο που αναφέρει πως ο Soichiro επέλεξε τον συμβολισμό των φτερών της θεάς Νίκης, και ειδικότερα από την απεικόνισή τους στο περίφημο άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης, για να δώσει στην νέα του τότε εταιρεία ένα σύμβολο.

Επικοινώνησα με τον Joan για να μάθω από πού βρήκε αυτή την πληροφορία: "Ήταν πολύ δύσκολο, και μου πήρε χρόνια. Ευτυχώς όμως, καθώς έχω πολλούς καλούς φίλους από την Ιαπωνία, αρκετούς που ήταν κοντά στον Soichiro την δεκαετία του ’60 και του ’70, κατάφερα να μάθω αυτά που έγραψα στο άρθρο μου." Δεν είχα τον χρόνο για να "σκαλίσω" στην Ιαπωνία μήπως μάθω κάτι περισσότερο, πριν γράψω αυτό το editorial (θα το κάνω όμως). Άρχισα να σκέφτομαι το πως έφτασε ως τον Soichiro η Nίκη της Σαμοθράκης, αφού όπως είδατε δεν έκανε αυτό που θα λέγαμε κλασικές σπουδές. Και πριν ξεκινήσει την Honda, δεν γνωρίζω να έχει ταξιδέψει εκτός Ιαπωνίας, οπότε κομμάτι δύσκολο να είχε επισκεφθεί το Λούβρο, όπου εκτίθεται από το 1883 η Νίκη της Σαμοθράκης. Στην Ιαπωνία όμως, είναι πολύ γνωστή και αγαπητή η αρχαία Ελλάδα, η ιστορία και η μυθολογία της. Υπάρχει ακόμα και το νησί της ελιάς, κατάφυτο με ελιές, πλήρες με αντίγραφα αρχαίων ναών! Ίσως τελικά ο Soichiro να μην έκανε μόνο πάρτυ τον ένα χρόνο των διακοπών του, αλλά να άνοιξε και κανένα βιβλίο.

Ξέρουμε πως ήταν κάπου ανάμεσα στο 220-185 π.Χ. όταν αφιερώθηκε το άγαλμα της Θεάς Νίκης στο ιερό των Μεγάλων Θεών, των Καβείρων, στην Σαμοθράκη. Φτιάχτηκε από Παριανό μάρμαρο και τοποθετήθηκε στην πλώρη ενός πέτρινου πολεμικού πλοίου από ασβεστόλιθο, μέσα σε μια λιμνούλα. Με τα φτερά της απλωμένα προς τα πίσω, το στήθος προτεταμένο, το λεπτό της φόρεμα με τις δραματικές του πτυχές κολλημένο πάνω της και το κεφάλι της που προφανώς κράταγε ψηλά (λέω προφανώς γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμα το κεφάλι), έμοιαζε σαν να είχε μόλις προσνηωθεί στην πλώρη του πλοίου, παροτρύνοντας τον στόλο προς την νίκη. Άγνωστο ποιος ήταν ο γλύπτης, ή ποια ναυμαχία μνημονεύει. Η βάση του, η πλώρη του πλοίου, ήταν από Ροδίτικο μάρμαρο, και παρόμοια αγάλματα σε πλώρες έχουν βρεθεί από την Μικρά Ασία ως την Λιβύη. Η Νίκη της Σαμοθράκης βρέθηκε το 1863 από έναν ερασιτέχνη Γάλλο αρχαιολόγο, τον Charles Champoiseau, που ήταν τότε υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έφτασε στο Λούβρο έναν χρόνο μετά.

 

Με το δεδομένο πως ο Soichiro είχε ασχοληθεί πολύ περισσότερο με αυτοκίνητα πριν τον πόλεμο, παρά με μοτοσυκλέτες, μπορεί να είχε ήδη γνωρίσει την Νίκη της Σαμοθράκης από κει, και συγκεκριμένα από τα αυτοκίνητα της Rolls-Royce, μαθαίνοντας αργότερα ποια απεικόνιζε η φτερωτή κυρία πάνω στην τάπα των ψυγείων τους, που κι αυτά ήταν σε στυλ αρχαίων ελληνικών ναών. Το ψυγείο τους μπορείτε να το φανταστείτε σαν την μπροστινή όψη του Παρθενώνα, με την θεά Νίκη στην κορυφή του αετώματος, πράγμα που είναι και αλήθεια, γιατί από κει έχει έρθει και η έμπνευση για την χαρακτηριστική εμφάνιση των Rolls-Royce. Είναι μια ωραία ιστορία, με εστέτ λάτρεις της τέχνης και ερωμένες βαρόνων...

Ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν μαγευτεί από το μεγαλείο και την αίσθηση της κίνησης της Νίκης της Σαμοθράκης, ήταν και ο πρώτος διευθύνων σύμβουλος της Rolls-Royce, ο Claude Goodman Johnson. Mια από τις αγαπημένες του ασχολίες ήταν να επισκέπτεται μουσεία και γκαλερί. Είχε κάνει πολλά ταξίδια στο Παρίσι, περνώντας ατέλειωτες ώρες στο Λούβρο. Έτσι, όταν το 1910 είχε την ιδέα για μια μασκότ που θα κοσμούσε το ψυγείο των Rolls-Royce, ήξερε τι ήθελε: "Θέλω κάτι πανέμορφο," είπε στον γλύπτη Charles Sykes, "πήγαινε στο Λούβρο να ρίξεις μια ματιά στην Νίκη της Σαμοθράκης". Ο Charles το έκανε, αλλά λίγο η καλλιτεχνική του περηφάνια, λίγο το μεγαλείο της Νίκης, δεν του επέτρεψαν να αντιγράψει ακριβώς την θεά. Προτίμησε να της δώσει μια πιο λεπτεπίλεπτη όψη, να την κάνει πιο συλφίδα, κάτι που θεωρούσε πως θα εξέφραζε καλύτερα την χάρη, το αθόρυβο και την ήρεμη δύναμη των αυτοκινήτων της θρυλικής μάρκας. Ο Charles είχε μπει πολλές φορές στις Rolls-Royce του πάτρονά του John Montagu, δεύτερου βαρόνου Montagu του Beaulieu, οπότε είχε άποψη. O βαρόνος, φανατικός των αυτοκινήτων, είχε ξεκινήσει το 1902 το περιοδικό The Car Illustrated, με γραφεία στην πλατεία Piccadilly παρακαλώ. Επίσης, είχε γνωρίσει και την Eleanor Thornton, προσωπική βοηθό του βαρόνου από το ξεκίνημα του περιοδικού και του Automobile Club. H "Τhorn" ή "Τhorny" όπως την φώναζαν οι φίλοι της (τώρα φταίω εγώ που η απόσταση από το Thorny ως το Horny είναι μικρή;), όχι μόνο έγινε το αγαπημένο μοντέλο του γλύπτη Sykes, αλλά και δια βίου ερωμένη του βαρόνου Montagu, εν γνώσει και με την ανοχή της γυναίκας του. Όπως είδα σε φωτογραφίες, το σώμα της Eleanor δεν είχε σχέση με την συλφίδα μασκότ, αλλά ήταν φυσικό ο έμμισθος του βαρόνου γλύπτης να θέλει να την κολακέψει. Όλοι όμως όσοι ήξεραν την Eleanor, αναγνώρισαν το πρόσωπό της στην μασκότ του ψυγείου, την πιο διάσημη στο χώρο του αυτοκινήτου. Στην αρχή είχε ονομαστεί The Spirit of Speed, γρήγορα όμως άλλαξε σε Spirit of Ecstasy, κάτι που θεωρήθηκε πιο ταιριαστό με τον χαρακτήρα της Rolls-Royce. H Εleanor όμως έχει και μια άλλη, τραγική όμως, σύνδεση με τον ελλαδικό χώρο, εκτός από το ότι δάνεισε το πρόσωπό της σε μια μεταλλαγμένη Νίκη της Σαμοθράκης: Το πλοίο SS Persia που την μετέφερε προς την Ινδία, μαζί με τον βαρόνο, τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο το 1915 ανοιχτά της Κρήτης. Ο Montagu επιβίωσε, η Eleanor όχι.

 

Από το πρώτο-πρώτο λογότυπο της Honda, το 1947, υπάρχει μια αναφορά στα φτερά της Νίκης της Σαμοθράκης. Από το 1949, στο model C, την θέση της κουκλάρας Νίκης έχει πάρει ένας μπρατσαράς, αλλά με τα φτερά και τη στάση του δρομέα που τερματίζει πρώτος. Το 1954, τα πρώτα Benly είχαν δύο φτερά, ενώ από το 1955 καθιερώνεται το άσπρο φτερό με τα αρχικά "ΗΜ" από κάτω του, σε μαύρο φόντο. Μια σημαντική αλλαγή ήρθε το ’73-’74, όταν το φτερό συνδυάστηκε με το όνομα Honda, για να γίνει πιο στυλιζαρισμένο στην έκδοση που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.

Όταν ο άγνωστος γλύπτης τελείωνε την Νίκη της Σαμοθράκης, πριν από 2200 χρόνια, ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί πως θα γινόταν έμπνευση για το πιο διάσημο έμβλημα στο χώρο του αυτοκινήτου αλλά και σήμα κατατεθέν της πιο μεγάλης εταιρείας μοτοσυκλετών, που θα κυνηγούσε και θα κατακτούσε την νίκη σε κάθε κατηγορία αγώνων. Το μόνο που μας μένει είναι να μάθουμε επιτέλους τι ήταν οι Κάβειροι και τα μυστήριά τους...