Editorial 586 - Τζιρς και ούτσο

x
Από το

motomag

1/9/2018

“Τζιρς, τζιρς;”, ρώταγε και ξαναρώταγε ο Γερμανός τουρίστας που πριν λίγο είχε ξεκαβαλήσει από το GS του, σ’ ένα από τα πιο απομονωμένα χωριά της Ηπείρου. Οι άνθρωποι του μαγαζιού έκριναν ότι χρειάζονται βοήθεια. Αυτός βέβαια που σίγουρα χρειάζονταν βοήθεια ήταν ο Γερμανός.

“Για έλα ρε Βαγγέλη εσύ που τα μιλάς τα ξένα, να δεις τι θέλει…”

“Τζιρς, τζιρς;”, ξανάρχισε ο Γερμανός, που δεν σκέφτηκε να μιλήσει Γερμανικά ή Αγγλικά, παρά μόνο να επαναλαμβάνει αυτό που πίστευε πως ήταν Ελληνικά. Ακόμα κι έτσι όμως, τον κατάλαβαν τελικά.

“Γύρο θέλει ο άνθρωπος…”, απεφάνθη ο γλωσσομαθής μεταφραστής.

“Εδώ ήρθε να φάει γύρο; Έλα Παναγία μου! Κοντοσούβλι πες του, προβατίνα άμα θέλει…”

Παρά τις δυσκολίες που πάντα υπάρχουν όταν προσπαθείς να εξηγήσεις σε έναν ξένο τι είναι το κοντοσούβλι και τι η προβατίνα, έγινε σαφές πως κρέατα υπήρχαν, αλλά όχι σε μορφή γύρου. Κι αφού απογοητεύτηκε που το μαγαζί δεν είχε γύρο, το Γερμάνι είπε να πνίξει τον πόνο του και ρώτησε, με μια φωνή γεμάτη προσδοκία:

“Ούτσο;”

“Δεν θα τα πάμε καλά μ’ αυτόν. Τι θέλει τώρα;”

“Ούζο…”

“Ούουζο; Ούζο; Τι μας πέρασε; Τσίπουρο πες του άμα θέλει, χωρίς. Με, δεν έχουμε”.

Αφού πια κατάλαβαν πως και θα φάνε και θα πιούνε αν προσαρμοστούν στο μενού της περιοχής, το ζεύγος των Γερμανών με τα GS – ο καθένας το δικό του, 1200 για κείνον, 800 για εκείνη – ντερλίκωσε δεόντως, συνοδεία Ελληνικής μπύρας.

 

Σ’ αυτές τις διακοπές είδα να περνάνε από τα βουνά πολύ περισσότερες μοτοσυκλέτες απ’ ότι τις προηγούμενες χρονιές, χωρίς βέβαια να μπορώ να είμαι σίγουρος για τους λόγους. Να έγιναν οι παραλίες λιγότερο δημοφιλείς; Κατάλαβαν πως τα στροφιλίκια, το σκηνικό και η δροσιά των βουνών ταιριάζουν περισσότερο στην μοτοσυκλέτα απ’ ότι ο ντάλα ήλιος και η αρμύρα της θάλασσας; Οι διαφορές πάντως μεταξύ των διάφορων ταξιδιωτών με μοτοσυκλέτα ήταν εμφανείς: Οι Γερμανοί μπορεί να μην γνώριζαν το μενού της περιοχής, αλλά πάρκαραν τις μοτοσυκλέτες τους εκεί που είδαν πως ήταν παρκαρισμένα και τα αυτοκίνητα. Κάποιοι Έλληνες πέρασαν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, πέρασαν και την ταμπέλα που έλεγε πως απαγορεύεται το parking και έβαλαν τις μοτοσυκλέτες τους στο πλακόστρωτο ανάμεσα στα τραπέζια, κάνοντας μανούβρες και γκαζώνοντας λες και καμιά τους δεν κράταγε ρελαντί, ούτε δούλευε κάτω από τις 5.000 στροφές. Άσε που προφανώς οι μοτοσυκλέτες τους θα ένιωθαν αφόρητη μοναξιά αν τις πάρκαραν δέκα μέτρα πιο κει όπως όλος ο κόσμος, κι όχι δίπλα στο τραπέζι τους.

 

Απ’ την άλλη, οι διαφορές στον εξοπλισμό μεταξύ Ελλήνων και “ξένων” δεν υπάρχουν πια. Όλοι ήταν καλοντυμένοι, με σωστό μοτοσυκλετιστικό εξοπλισμό, κι η μόνη διαφορά φαινόταν στα λίγο πιο “βαριά” ρούχα των αλλοδαπών, κάτι λογικό αφού και έρχονται από πιο κρύα και βροχερά μέρη. Και οι μοτοσυκλέτες προσεγμένες ήταν, και με το παραπάνω. Αυτό που έλειπε ήταν το… χύμα, το πάμε μ’ ό,τι έχουμε. Μια χαρά είναι τα τριβάλιτσα και τα προβολάκια και τα tankbag και όλα, όταν όμως βλέπεις μόνο τέτοια, αρχίζουν να σου λείπουν πιο χύμα καταστάσεις, χωρίς βαλίτσες, χωρίς γυαλιστερές “εντούρο μεγάλου κυβισμού”, χωρίς κλεισμένα από έξι μήνες πριν ξενοδοχεία. Αυτές οι πιο χύμα καταστάσεις που μιλάνε για λιγότερα λεφτά αλλά για περισσότερη τρέλα και όρεξη, για ταξίδια που κάθε χιλιόμετρο της διαδρομής γίνεται με την γλώσσα στο μάγουλο και την γυαλάδα στο μάτι. Βοηθάει στο concept αν δεν είναι σίγουρο πως το μηχανάκι θα σε βγάλει, ή όχι. Βοηθάει και στην ικανοποίηση που νιώθεις αν οι άλλοι που συναντάς, οι άψογοι τριβάλιτσοι, πολύ φιλικά αλλά απολύτως πατερναλιστικά σου επιχειρηματολογούν για την ανεπάρκεια της μοτοσυκλέτας σου έναντι της δικής τους, και σου δίνουν συμβουλές για το πώς θα γίνεις σαν κι εκείνους. Ακούγοντας συζητήσεις, ένα μοτίβο ήταν συχνό: Οι “τριβάλιτσοι” έχουν συνήθως ως θέμα συζήτησης το ποια μοτοσυκλέτα είναι τόσο καλύτερη ώστε όλες οι άλλες μετατρέπονται αυτομάτως σε σκουπίδια (συζήτηση απολύτως βαρετή και ανούσια) ενώ οι πιο “χύμα” μιλάνε για τόπους, ανθρώπους, ξεχειλίζουν από εμπειρίες κι όχι απ’ το φαγητό στις ταβέρνες. Οι της (απολύτως σεβαστής, μην παρεξηγούμαστε, έ;) πρώτης κατηγορίας μπορεί να έχουν προβολείς Xenon και LED που τυφλώνουν τους πάντες, οι της δεύτερης να έχουν μια ταπεινή λαμπίτσα 35/35W, άντε 55/60W οι τυχεροί. Αλλά έχω την αίσθηση πως δεν τους νοιάζει. Πως οι προτεραιότητές τους είναι άλλες. Όπως οι προτεραιότητες της παρέας από την Θεσσαλονίκη που πήραν τα παλιά τους αερόψυκτα 250άρια on-off και πήγαν στα Καταραμένα Βουνά της βόρειας Αλβανίας, με αφορμή το παλιό MEGA TEST του ΜΟΤΟ. Πολύ τους χάρηκα, κι εκείνοι ακόμα περισσότερο το ταξίδι τους. Όπως και άλλες παρέες που ταξιδεύουν με παπιά και χαίρονται περισσότερο τα χιλιόμετρά τους αντί για την τελική των τετραψήφιων κυβικών τους. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο έχω λίγα λεφτά στην τσέπη, έφυγα, και στο έχω πολλές πιστωτικές στο πορτοφόλι, αλλά δεν ξεκινάω αν δεν ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες.

 

Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι πολύ διδακτικές για μένα. Είναι η περίοδος που κυκλοφορώ με αυτοκίνητο, αφού δεν έχω βρει ακόμα μοτοσυκλέτα που να παίρνει τρία άτομα και περίπου τρία κυβικά συμπράγκαλα, συν τρία ποδήλατα. Κάποιος μου είχε ρίξει την ιδέα για μοτοσυκλέτα με καλάθι που θα σέρνει τρέιλερ – μπαγαζιέρα, αλλά ούτε αμερικάνος είμαι ούτε βλέπω τον λόγο να έχω ένα όχημα που να συνδυάζει όλα τα μειονεκτήματα των μοτοσυκλετών ΚΑΙ των αυτοκινήτων μαζί. Αυτοκίνητο λοιπόν, κι αυτόματα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη, έχοντας την εμπειρία του πόσο δύσκολο είναι να συνυπάρξουν μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, όταν η κίνηση και των δύο δεν γίνεται σύμφωνα με κοινά αποδεκτούς κανόνες, αλλά εντελώς απρόβλεπτα. Και το καλοκαίρι φαίνεται πως δεν βγαίνουν μόνο οι καπεταναίοι του Αυγούστου στις θάλασσες κι όποιον πάρει η προπέλα, αλλά βγαίνουν στους δρόμους οδηγοί αυτοκινήτων και αναβάτες μοτοσυκλετών που μοιάζουν σαν εξωγήινοι που μόλις ήρθαν από άλλο πλανήτη, και προσπαθούν να προσαρμοστούν στις οδικές συνήθειες των γήινων. Ή εμένα μου φαίνεται έτσι; Στην εθνική, 9 στις 10 μοτοσυκλέτες σε προσπερνούν από δεξιά, ακόμα κι αν κινείσαι στην μεσαία λωρίδα. Σε τουριστικές περιοχές, τα νοικιάρικα, αυτοκίνητα και μηχανάκια, οδηγιούνται απελπιστικά αργά και απολύτως επικίνδυνα. Κι όχι μόνο πάνε τόσο αργά που δημιουργούν γύρω τους το χάος, πυροδοτώντας προσπεράσματα απελπισίας, αλλά μπορεί  παρ’ όλα αυτά να αλλάξουν κατεύθυνση αστραπιαία, είτε προς το χαντάκι είτε προς το αντίθετο ρεύμα. Το βραβείο αυτοκινήτου παίρνουν οι τουρίστες που με νοικιασμένο οδηγούσαν στο αντίθετο ρεύμα, σε ορεινό δρόμο νησιού, μέχρι τα πέντε μέτρα πριν στουκάρουν μετωπικά με αυτοκίνητο φίλων που ερχόταν αντίθετα. Το βραβείο μοτοσυκλέτας το απονέμω στον άγνωστο αυτοκτονικό, που βράδυ σε σκοτεινό δρόμο κι ενώ ετοιμαζόμουν να προσπεράσω έναν από αυτούς τους εξωγήινους έχοντας βγάλει φλας, ευτυχώς η εξάτμισή του έκανε θόρυβο, τον άκουσα και μαζεύτηκα. Με προσπέρασε τότε ένα παπί χωρίς φώτα, χωρίς κράνος, χωρίς αύριο… Αλλά όπως λένε κι οι φίλοι στην Κεφαλλονιά, Αύγουστος είναι, θα περάσει.  

 

 

 

 

 

 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.