Editorial 584 - Η τέχνη του συνεπιβάτη

Από το

motomag

1/7/2018

Όταν λες η τέχνη του συνεπιβάτη, είναι σαν να υπονοείς πως ο συνεπιβάτης πρέπει να είναι καλλιτέχνης στο είδος του. Και πρέπει, όπως κι ο αναβάτης στο δικό του. Η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων και μιας μοτοσυκλέτας είναι ένα ερωτικό τρίγωνο με μπόλικες τεχνολογικές επιπλοκές... Όταν μου ζητήθηκε από την Andeli Mototouring να κάνω ένα σεμινάριο για συνεπιβάτες, και κάθισα να το σκεφτώ λίγο παραπάνω το θέμα, απ’ τη μια κατάλαβα πως το θέμα συνεπιβάτης δεν είναι κάτι το ξεχωριστό και αυθύπαρκτο, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένο με την μοτοσυκλέτα και με τον αναβάτη, κι απ’ την άλλη, διαπίστωσα πως ισχύουν διάφορα παράδοξα…

Πρώτα απ’ όλα, είναι απίστευτο το πόσες σημερινές μοτοσυκλέτες που προορίζονται για να μεταφέρουν συνεπιβάτη και υποτίθεται πως μπορούν, δεν είναι κατάλληλες για να το κάνουν! Στο ένα άκρο, superbike απόλυτων επιδόσεων που είναι σχεδιασμένα για μοναχική απόλαυση στην πίστα, έχουν και σελάκι συνεπιβάτη με κάτι μαρσπιεδάκια από κάτω, χωρίς ο άτυχος που θα ανέβει εκεί στο σελάκι – σερβιετάκι να έχει από κάπου να κρατηθεί… Δηλαδή, βάζουμε ένα σελάκι έτσι για να ψηθεί ο αγοραστής πως μπορεί να μεταφέρει δεύτερο άτομο, ενώ στην πραγματικότητα ο συνεπιβάτης κινδυνεύει. Ακόμα και σε πιο καθημερινές μοτοσυκλέτες, που προορίζονται κυρίως για καθημερινή χρήση, πολλοί κατασκευαστές σχεδιάζουν την θέση του συνεπιβάτη με κριτήριο την αισθητική, κι όχι το αν και για πόσο μπορεί να κάτσει άνθρωπος εκεί πίσω. Το μέγεθος και το σχήμα της σέλας, η απόσταση των μαρσπιέ από την σέλα, η ύπαρξη ή όχι χειρολαβών και η εργονομία τους, είναι καθοριστικοί παράγοντες, που αγνοούνται συστηματικά. Κι έχει τύχει να ρωτήσουμε τους υπεύθυνους εξέλιξης των μοτοσυκλετών, αν δοκίμασαν την μοτοσυκλέτα με δύο άτομα, αν έχει κάτσει ποτέ κανείς εκεί πίσω… Και ξέρετε τι; Πολλές φορές η απάντησή τους είναι αρνητική. Δεν έχουν δώσει καμία σημασία. Τους αρκεί να φαίνεται πως υπάρχει θέση συνεπιβάτη.

Το επόμενο παράδοξο, είναι η διαπίστωση πως στην συντριπτική πλειοψηφία τους, οι συνεπιβάτες δεν επιλέγουν τον αναβάτη που θα έχει την ζωή τους στα χέρια του με κάποια σχετικά κριτήρια, αλλά με άλλα άσχετα, όπως το αν τον γουστάρει, αν είναι ερωτευμένος ή παντρεμένος μαζί του κι άλλα τέτοια. Οι περισσότεροι αποκτούν την ιδιότητα του συνεπιβάτη ως παρελκόμενο μιας σχέσης, κι έτσι είναι θέμα – ταμπού να τεθούν οι οδηγικές ικανότητες του αναβάτη υπό έρευνα ή υπό αμφισβήτηση ή τέλος πάντων να μένει να αποδειχθούν. Κι αν είναι όλα καλά, συνεχίζουμε, αν όχι, γειά σας! Για θέματα πολύ μικρότερης σημασίας και επικινδυνότητας, όπως για παράδειγμα η επιλογή κινητού, οι περισσότεροι το ψάχνουν το θέμα, ρωτάνε ειδικούς, διαβάζουν παρουσιάσεις και κριτικές, συγκρίνουν, ενημερώνονται, το κάνουν θέμα που τους απασχολεί αρκετά. Όταν πρόκειται όμως να ανέβουν στην μοτοσυκλέτα κάποιου για πρώτη φορά, όχι μόνο δεν προσπαθούν να διαπιστώσουν αν αυτός που θα τους μεταφέρει είναι κατάλληλος για να το κάνει, αλλά συνήθως κρατάνε κρυφές όσες επιφυλάξεις ή φόβους έχουν, χωρίς να τις μοιράζονται με τον αναβάτη, που τουλάχιστον θα έπαιρνε έτσι ένα μήνυμα. Μερικοί ανεβαίνουν και σε αγνώστους…

Ένα άλλο παράδοξο είναι πως πολλοί αναβάτες δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν πόσο μεγάλη ευθύνη είναι να ανεβάσουν συνεπιβάτη στην μοτοσυκλέτα τους, αντίστοιχα όπως και πολλοί συνεπιβάτες δεν αναλογίζονται καθόλου τους κινδύνους που διατρέχουν. Υπάρχουν άνθρωποι που, μιλώντας σε μη μοτοσυκλετιστές, επιμένουν να τους πείσουν να πάρουν μοτοσυκλέτα ή να ανέβουν ως συνεπιβάτες. Είμαι εναντίον του προσηλυτισμού στην μοτοσυκλέτα. Ποτέ δεν έχω πει σε κάποιον που δεν ήθελε, να πάρει ντε και καλά μοτοσυκλέτα, ποτέ δεν έχω προσπαθήσει να πείσω κάποιον να κάτσει πίσω μου. Αν το θέλει, τότε ξεκινά η ευθύνη η δική μου και οι υποχρεώσεις οι δικές του. Το αν θα ασχοληθεί κανείς με την μοτοσυκλέτα ή θα ανέβει ως συνεπιβάτης, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ώριμης σκέψης και ελεύθερης βούλησης. Και ώριμη σκέψη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς γνώση.

Μακάρι όλοι αυτοί που ψήνουν κάποιον να ανέβει πίσω τους να φρόντιζαν για την ενημέρωσή του, την εκπαίδευσή του και τον εξοπλισμό του. Μακάρι να ήταν τόσο κύριοι και τόσο τίμιοι ώστε να είναι ειλικρινείς μαζί του σχετικά με τον κίνδυνο που πιθανώς θα αντιμετωπίσει. Υπάρχουν ένα σωρό αστάθμητοι παράγοντες που κάνουν επικίνδυνη την κίνησή μας με μοτοσυκλέτα, που δεν εξαρτώνται από μας. Οι αντιδράσεις μας σε δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι αυτές που μας σώζουν, κι εξαρτώνται από τις εμπειρίες και τους πειραματισμούς μας. Ασφαλής οδήγηση μοτοσυκλέτας δεν υπάρχει. Άρα και κανείς συνεπιβάτης δεν είναι ποτέ ασφαλής. Υπάρχει μάλιστα και η άποψη πως οι συνεπιβάτες κινδυνεύουν περισσότερο από τους αναβάτες, αλλά όπως και οι περισσότερες απόψεις που κυκλοφορούν και διαιωνίζονται, δεν βασίζονται σε στοιχεία. Η συγκεκριμένη άποψη μάλλον μπορεί να εξηγηθεί από την Ελληνική πρακτική του συνεπιβάτη που είναι πλήρως εξοπλισμένος με t-shirt, σορτσάκι και σαγιονάρα, και με τα μαλλιά του για κράνος. Έψαξα πολύ για να βρω μελέτες ατυχημάτων που να αναφέρονται και ειδικά στους συνεπιβάτες. Αυτές που βρήκα ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακόμα κι εκεί, οι συνεπιβάτες είναι παραμελημένοι.

Σε μελέτη 87 δυστυχημάτων, που ήταν μοιραία για τον αναβάτη, προέκυψε πως οι συνεπιβάτες είχαν τέσσερις φορές μικρότερες πιθανότητες να σκοτωθούν. Κι ενώ οι αναβάτες είχαν πιο πολλές πιθανότητες να τραυματιστούν στον κορμό, δεν υπήρχαν συνήθεις, “τυπικοί” τραυματισμοί για τον συνεπιβάτη. Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες για κείνους. Κι εδώ έρχεται και κολλάει το θέμα του εξοπλισμού, της τελευταίας γραμμής άμυνας για την σωματική ακεραιότητα του συνεπιβάτη. Κι είναι ένα θέμα που πρέπει να ξεκινά από την αγορά μοτοσυκλέτας, με τον προστατευτικό εξοπλισμό αναβάτη και συνεπιβάτη να είναι μέρος του προϋπολογισμού. Είναι τουλάχιστον γελοίο άνθρωποι που αγοράζουν μοτοσυκλέτες των δέκα ή δεκαπέντε ή και παραπάνω χιλιάδων ευρώ, να μην έχουν μετά χρήματα για σωστό εξοπλισμό, δικό τους και του συνεπιβάτη. Ή να δέχονται πως ο συνεπιβάτης είναι εντάξει με υποδεέστερο ή ελλιπή εξοπλισμό. Οι Έλληνες μοτοσυκλετιστές πέρασαν πολλά χρόνια κοροϊδεύοντας τους Γερμανούς τουρίστες που ήταν πανομοιότυπα εξοπλισμένοι, μένοντας στην ομοιομορφία της εμφάνισης κι όχι κοιτώντας την ουσία: Αναβάτης και συνεπιβάτης χρειάζονται τον ίδιο εξοπλισμό. Η έκφραση “κάνω την δουλειά μου και μ’ αυτό” συνήθως σημαίνει πως εν γνώσει μας έχουμε υποδεέστερο ή ανύπαρκτο εξοπλισμό, αλλά επιλέγουμε να το αγνοούμε, ελπίζοντας πως “δεν θα μας συμβεί τίποτα”. Λάθος. Πολλά ατυχήματα συμβαίνουν εντός πόλης, τα πρώτα 10-15 λεπτά από το ξεκίνημα.

Μπορεί να φαντάζει δυσάρεστη η αναφορά για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο συνεπιβάτης, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, και ναι, πολλές φορές είναι δυσάρεστη και άβολη. Χρειάζεται όμως να την συνειδητοποιούμε, ακριβώς για να συνεχίσουμε να χαιρόμαστε την ζωή με την μοτοσυκλέτα, παρέα με τον ιδανικό συνεπιβάτη μας, που ζυγίζει ελάχιστα, δεν μιλάει, δεν διψάει, δεν κατουριέται, δεν κρυώνει, δεν ζεσταίνεται, είναι σιδερόκωλος και πάντα συμφωνεί με τον αναβάτη! (Αλλά τότε δεν θα ήταν άνθρωπος, μάλλον θα μιλάγαμε για άλλο είδος!).

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!