Editorial 583 - Επιστροφή στο Dakar

x
Από το

motomag

1/6/2018

Ο Thierry Sabine ήταν ήδη χαμένος δυό μέρες κάπου στην έρημο Tenere, και πιπίλιζε βοτσαλάκια για να βγάλει λίγο σάλιο… Ευτυχώς, οι οργανωτές του αγώνα Abidjan – Nice, στον οποίο συμμετείχε με μοτοσυκλέτα το 1977, τον βρήκαν, χάρη σε ένα σταυρό από πέτρες που είχε φτιάξει στο έδαφος. Αυτή η εμπειρία του, το να βρεθεί τόσο κοντά στον θάνατο, τον έκανε να πει “ενδιαφέρον είχε, ας οργανώσω κι εγώ έναν αγώνα 10.000 χιλιομέτρων από το Παρίσι στο Ντακάρ, για να γουστάρουν κι άλλοι…”. Κάπως έτσι, το 1979 ξεκίνησε το Paris-Dakar, “μια πραγματική περιπέτεια για ερασιτέχνες”, “μια πρόκληση για όσους συμμετέχουν, ένα όνειρο γι’ αυτούς που μένουν πίσω”, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, αυτού του χαρισματικού “μεγαλομανούς της άμμου”, όπως τον χαρακτήρισε αργότερα ο Γαλλικός τύπος. Για τριάντα χρόνια, το Paris-Dakar γινόταν στην Αφρική, κόντρα στις προβλέψεις όσων νόμιζαν πως μετά τον θάνατό του το 1986, το Dakar θα έσβηνε. Δεν έσβησε, αλλά μετακόμισε στη Νότια Αμερική όταν ακυρώθηκε το 2008 λόγω “απειλών από την Al Qaeda” , χωρίς να αλλάξει όνομα. Είχε πια αλλάξει εντελώς σε σχέση με το όραμα του Thierry Sabine, με τους ερασιτέχνες να ξεπερνούν τα όριά τους. Από τα ταπεινά on-off, XT500 και XL-S και street Guzzi και ΒMW, οι κορυφαίες συμμετοχές ήταν πια εργοστασιακά πρωτότυπα, που βοήθησαν όσο τίποτα άλλο να εδραιωθεί η κατηγορία των μοτοσυκλετών “περιπέτειας παντός δρόμου”. Το Dakar είχε εξελιχθεί σε πολύ μεγάλη υπόθεση, με τεράστια επιρροή και γόητρο. Και πολύ χρήμα. Κι οι καημένες οι χώρες της Αφρικής απ’ όπου πέρναγε, πολύ φτωχές… Η προτεραιότητα είχε περάσει από την περιπέτεια στο “να ανοίξουν νέες αγορές”, ένας εύσχημος τρόπος για να πει κανείς “εδώ δεν έχουν τίποτα να τους πάρουμε, πάμε εκεί που θα μας δώσουν”. Για μια δεκαετία φαίνεται πως κάτι είχαν να δώσουν οι χώρες των δυτικών ακτών της Ν. Αμερικής, αλλά κι εκεί περνάνε δύσκολα και δεν έχουν να δώσουν “αέρα” για να διαφημιστεί η χώρα τους μέσω του Dakar. Έτσι, το 41ο Dakar θα γίνει εξ ολοκλήρου στο Peru, για δέκα μέρες, κάτι που θα μειώσει τα κοστολόγια για όλους, αλλά κυρίως για τους οργανωτές. Ήταν μια αναγκαστική κίνηση, από την στιγμή που η Χιλή και η Βολιβία δήλωσαν πως δεν μπορούν να καταβάλλουν τα ποσά που ζητούν οι οργανωτές (όσο γινόταν στην Αφρική, υπήρχε συνεργασία με τις χώρες που περνούσε, βοηθούσαν, αλλά δεν έδιναν “αέρα”, καθώς υπήρχαν σημαντικά έσοδα από χορηγίες, που μειώθηκαν μετά το 2000). Όμως, το αφεντικό της Amaury Sport Organization που οργανώνει το Dakar, o Etienne Lavigne, δήλωσε και πως θα μελετήσουν την επιστροφή του στην Αφρική, καθώς έχουν επαφές με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην Αλγερία, την Ναμίμπια και την Ανγκόλα. Τους πιέζει και κάτι ακόμα: Οι συμμετοχές αναμένεται να μειωθούν κι άλλο το 2019, η Peugeot αποχώρησε, τα κοστολόγια της συμμετοχής είναι τεράστια.

Το κενό που άφησε το Dakar όταν έφυγε από την Αφρική, αναπληρώθηκε πολύ γρήγορα από το Africa Eco Race, οργανωμένο από τον δύο φορές νικητή του Dakar, Jean-Louis Schlesser. Γίνεται από το 2009, περνάει από το Μαρόκο, την Μαυριτανία  και την Σενεγάλη, τερματίζοντας στην λίμνη Lac Rose του Dakar. Είναι πολύ πιο κοντά στο πνεύμα των πρώτων Dakar, με κατασκηνώσεις στο πουθενά κι όχι σε μεγάλες πόλεις ή αεροδρόμια. Mόλις πέρυσι, ο Etienne Lavigne της A.S.O. δήλωνε πως “το ρίσκο της επιστροφής στην Αφρική είναι πολύ μεγάλο”. Κι όμως, από το 2009 ως σήμερα κανείς δεν απείλησε το Africa Eco Race, ούτε ποτέ αντιμετώπισαν κάποιο θέμα ασφάλειας. Στην αρχή, το 2009, τους είχαν πάρει για τρελούς, “που πάτε, θα σας φάνε όλους λάχανο”. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη, και η ομάδα των διοργανωτών του Africa Eco Race, οι πολύπειροι René Metge και Hubert Auriol, θεωρούν πως “Το Dakar θα σπάσει τα μούτρα του. Εμείς έχουμε την έρημο με το μέρος μας!”, κι αυτό ίσως έχει μια δόση αλήθειας, αφού το ξεκίνημά του, το 2009, αποφασίστηκε όταν το ζήτησαν οι ίδιες οι χώρες από τις οποίες περνούσε το Dakar! Αναβίωσαν το πνεύμα του Dakar, την “περιπέτεια με κεφαλαίο Π και την πλοήγηση επίσης με κεφαλαίο Π, όπως στο Dakar την δεκαετία του ‘80”.  Oι απλές διαδρομές και τα ασφάλτινα “transfer” είναι σχεδόν ανύπαρκτα, η αλληλεγγύη πανταχού παρούσα. Μερικοί από τους συμμετέχοντες στο Dakar έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στο Africa, όπως ο Pal Anders Ullevalseter που έχει τερματίσει 9 φορές στην δεκάδα του Dakar, την μια φορά δεύτερος. Οι κατασκευαστές όμως, οι εργοστασιακές συμμετοχές, παραμένουν στην Νότιο Αμερική. “Τα πρώτα χρόνια εκεί, οι συμμετέχοντες ήθελαν να γνωρίσουν αυτά τα νέα μέρη,” λέει ο Schlesser. “Aλλά έτσι όπως έχει εξελιχθεί ο αγώνας, δεν έχει καμία σχέση με το πνεύμα του Dakar. Στο Africa δεν έχουμε ποτέ δεχτεί απειλές. Μάλλον κάποιοι έχουν δαιμονοποιήσει την Αφρική, θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε πως τα ρίσκα είναι ανυπέρβλητα. Αλλά η εγκληματικότητα στην Ν. Αμερική δεν είναι χαμηλότερη απ’ ότι στην Αφρική. Και μας βοηθάνε οι χώρες, στο Μαρόκο και η Σενεγάλη έχουμε την βοήθεια του στρατού, ενώ η Μαυριτανία προστατεύει το κομβόι του αγώνα με τις ειδικές προεδρικές δυνάμεις. Θέλουν να αποδείξουν πως δεν είναι επικίνδυνο να ταξιδεύει κανείς στην χώρα τους, γιατί το Dakar με την αποχώρησή του τις έχει στιγματίσει, δίνοντάς τους μια πολύ κακή εικόνα. Τους έκανε ζημιά, και θέλουν να βγάλουν από πάνω τους την ρετσινιά”.  Όσο για τις χώρες της Αφρικής που η A.S.O. δήλωσε ως υποψήφιες, υπάρχουν θέματα. Η Ναμίμπια είναι σχεδόν όλη προστατευόμενη περιοχή, και στην Ανγκόλα τον Ιανουάριο ο καιρός δεν βοηθάει καθόλου, ενώ κι η Αλγερία, αν η A.S.O. ζητήσει χρήματα, δεν θα τα δώσει. Και το Περού όμως πέρυσι είχε βαθιά πολιτική κρίση με σκάνδαλα διαφθοράς…

Επιπλέον, στο Africa μπορούν να συμμετέχουν όλες οι μοτοσυκλέτες, ανεξαρτήτως κυβικών και κυλίνδρων, ενώ στο Dakar εδώ και πολλά χρόνια είχαν περιοριστεί στα 450cc για λόγους “ασφάλειας και οικονομίας”. Κι από κει που μπορούσε κανείς να τρέξει και με μια μοτοσυκλέτα παραγωγής με λίγες μετατροπές, αναγκαστικά θα πρέπει να αγοράσει μια εργοστασιακή rally, με αντίστοιχα υψηλό κόστος και συντήρηση. Κι όσο για την ασφάλεια, είναι γνωστό πως τα 450 πάνε πάνω από 180km/h, οπότε γιατί είναι πιο ασφαλή, την στιγμή που και με 80 να σκάσεις σε ένα βράχο, σου φτάνει…

Η μεγάλη διαφορά όμως είναι πως αυτού του είδους οι αγώνες ξεκίνησαν ως πρόκληση και εμπειρία ζωής για τους συμμετέχοντες, κι αυτή ήταν η προτεραιότητα. Με τα χρόνια όμως, οι προτεραιότητες άλλαξαν, το Dakar γιγαντώθηκε και το κέρδος των οργανωτών έγινε το πιο σημαντικό θέμα. Για να δούμε πως θα εξελιχθεί η ιστορία, ανάμεσα στο αυθεντικό πνεύμα της περιπέτειας του Dakar και του Dakar ως άπληστη πολυεθνική.

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.