Editorial 582 - H απίστευτη Bessie

Από το

motomag

1/5/2018

Όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό όταν την έβλεπαν να περνάει. Μια γυναίκα, μόνη, με μοτοσυκλέτα. Κι όχι στην Αθήνα του 2018, αλλά στις ΗΠΑ του 1928, τότε που οι γυναίκες μόλις είχαν πάρει δικαίωμα ψήφου. Το να δεις γυναίκα με μοτοσυκλέτα ήταν απίστευτα σπάνιο, κι η Bessie Stringfield είχε έναν ακόμα λόγο να ξαφνιάζει όποιον την έβλεπε: Το χρώμα του δέρματός της.

Σκεφτείτε πως ήταν οι ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν όλοι χωματόδρομοι, και οι λευκοί κάτοικοί της περίμεναν από τους έγχρωμους “να ξέρουν την θέση τους” και να μην κάνουν τίποτα που θα τους προκαλούσε… Κι όμως, μια νέα γυναίκα αψήφησε όλα τα στερεότυπα σχετικά με το τι έπρεπε και τι μπορούσε να κάνει μια γυναίκα, κι έκανε αυτό που καμία άλλη δεν είχε τολμήσει. Όχι μόνο οδηγούσε μοτοσυκλέτα, από το 1927 ως τον θάνατό της το 1993, αλλά είχε γυρίσει 8 φορές τις ΗΠΑ, επισκεπτόμενη κάθε πολιτεία από τις “lower 48”.  Έλεγε πως είχε γυρίσει και την Ευρώπη, κι είχε ταξιδέψει και στην Αϊτή και την Βραζιλία. Μια εύλογη υπόθεση θα ήταν πως προερχόταν από πλούσια οικογένεια – κάθε άλλο. Κόρη υπηρέτριας, έλεγε πως είχε γεννηθεί στην Jamaica και πως η μητέρα της την είχε εγκαταλείψει όταν ήταν πέντε ετών, ή πως πέθανε στην γέννα. Το σίγουρο είναι πως την είχε υιοθετήσει μια Ιρλανδικής καταγωγής χήρα, που είχε κι άλλα παιδιά, και πως στην εφηβεία, μόνη της έμαθε να οδηγεί, με την μοτοσυκλέτα ενός γείτονα. Στα 16 της, η θετή της μητέρα είπε το ναι, και η Bessie πήρε την πρώτη της μοτοσυκλέτα, μια Indian Scout. Όλες όμως οι επόμενές της μοτοσυκλέτες, και οι 27, ήταν Harley. Και η Bessie είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπλάνηση, αυτό που αποκαλούσε “gypsy touring”. Άνοιγε το χάρτη, έριχνε ένα νόμισμα πάνω του, κι όπου έπεφτε, για κει ξεκινούσε. Ως το 1929 έκανε ταξιδάκια γύρω από την Βοστώνη, την πόλη που ζούσε, αλλά αμέσως μετά, άρχισε να γυρίζει όλες τις ΗΠΑ.  Ως το 1940, είχε κάνει οκτώ μεγάλα ταξίδια στις ΗΠΑ. Κινδύνευε; Φοβόταν; “Κανείς δεν με σκότωσε…”, είχε απαντήσει όταν την ρώτησαν. Όχι όμως πως κανείς δεν είχε προσπαθήσει κιόλας. Την είχαν πετάξει έξω από τον δρόμο, την είχαν κυνηγήσει για να την λιντσάρουν (κι ήταν νόμιμο το λιντσάρισμα τότε στις ΗΠΑ, ο όχλος μπορούσε να αυτοδικήσει και να σκοτώσει όποιον δεν του άρεσε, με τις ευλογίες των αρχών…), της πετούσαν διάφορα αντικείμενα καθώς περνούσε, αλλά πάντα, “χάρη στον Ιησού”, όπως έλεγε, κατάφερνε να γλιτώνει. Ίσως ήταν κι αυτή η πίστη της, πως τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα, που της έδινε δύναμη να κάνει τα ταξίδια της. Κι απ’ την άλλη, ίσως ο κύριος λόγος που την γλίτωνε να ήταν πως “ήμουν πιο γρήγορη και ξέφευγα…”.

 

Και πως τα κατάφερνε και να ταξιδεύει και να βγάζει τα προς το ζειν;  Ήταν τόσο καλή στην οδήγηση, τόσο άνετη στον χειρισμό των μοτοσυκλετών του τότε, που ήδη από την γειτονιά της όταν ήταν έφηβη, την έβλεπαν να περνάει όρθια πάνω στην μοτοσυκλέτα, με το ένα πόδι στην σέλα και το άλλο στο τιμόνι. Έτσι, πήγαινε σε πανηγύρια, όπου έκανε “επιδείξεις ικανοτήτων”, ακόμα και στον Γύρο του Θανάτου, το γνωστό μας Βαρέλι. Συμμετείχε και σε αγώνες flat track, κρύβοντας τα μαλλιά της μέσα στο κράνος για να μην καταλάβει κανείς πως είναι γυναίκα, αν και όταν νικούσε – γιατί συνέβαινε κι αυτό! – τις περισσότερες φορές της αρνούνταν τα χρήματα του βραβείου, μόλις την έβλεπαν χωρίς κράνος.

 

Η ζωή της στο δρόμο δεν ήταν καθόλου εύκολη. Τότε, κανείς μαύρος δεν ήταν ευπρόσδεκτος σε ξενοδοχεία ή μοτέλ, και μάλιστα κινδύνευε αν προσπαθούσε να πιάσει δωμάτιο. Το ίδιο κινδύνευε και από τους ανθρώπους του νόμου, αν και όπως έλεγε συνάντησε και καλούς ανθρώπους, που δεν την άφηναν να πληρώσει στα βενζινάδικα, και που της επέτρεπαν να κοιμηθεί εκεί, πάνω στην μοτοσυκλέτα της. “Έβαζα το μπουφάν μου για μαξιλάρι στο τιμόνι, άπλωνα τα πόδια μου στην σέλα και το πίσω φτερό, και κοιμόμουν”, έλεγε η Bessie, βοηθούμενη και από το ύψος της, που δεν ξεπερνούσε το 1,65. Σε πολλές περιπτώσεις, την φιλοξενούσαν οικογένειες μαύρων, ή κρυβόταν σε κάποιο απόμερο δασάκι για να περάσει την νύχτα, προσέχοντας πολύ να μην την δει κανείς…

 

Κατά την διάρκεια του Β’ Π.Π., ο στρατός την κάλεσε να υπηρετήσει (!) σε ένα σώμα μαύρων αγγελιοφόρων, όπου φυσικά ήταν η μοναδική γυναίκα. Ανάμεσα στα ταξίδια της, παντρεύτηκε συνολικά έξι φορές κι έχασε τρία παιδιά, που πέθαναν βρέφη, ή πολύ μικρά. Το Stringfield είναι το επώνυμο του τρίτου άντρα της, που την παρακάλεσε να το κρατήσει γιατί “θα το έκανε διάσημο”. Φαίνεται πως είχε πολλές επιτυχίες στους άντρες όταν ταξίδευε, κι επιμελώς έφτιαχνε τα μαλλιά της και το make up κάθε μέρα. Όπως είπε σε μια συνέντευξη όταν ήταν 70 ετών, “όλοι μου οι άντρες, εκτός από έναν, ήταν από 22 ως 24 χρόνια μικρότεροί μου. Ούτε και τώρα θα ήθελα άντρα πάνω από 35!”.     

 

Από το 1939 που πέθανε η θετή της μητέρα, η Stringfield μετακόμισε στο Miami, όπου στην αρχή δούλευε ως υπηρέτρια, κι αργότερα έγινε νοσοκόμα. Εκεί, οι τοπικοί σερίφηδες της είχαν κάνει τη ζωή δύσκολη, μόνο και μόνο γιατί οδηγούσε μοτοσυκλέτα ενώ ήταν μαύρη. Πήγε όμως να παραπονεθεί στον αρχηγό τους, που πείστηκε πως πρέπει να την αφήσουν ήσυχη όταν την είδε να οδηγεί κι εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές της. Είχε ιδρύσει και το Iron Horse Motorcycle Club, με την συντριπτική πλειοψηφία των μελών του να είναι άνδρες, τους οποίους και οδηγούσε σε διάφορες βόλτες κι εκδηλώσεις. Κάπως έτσι κέρδισε και τον τίτλο της “Motorcycle Queen of Miami”. Το club αυτό δεν υπάρχει πια.

 

Στα 70 της δούλευε ακόμα ως νοσοκόμα, κι οδηγούσε το Harley για αρκετά χρόνια μετά, πηγαίνοντας καβάλα και στην εκκλησία, εντυπωσιάζοντας και την δεκαετία του ’80 όπως είχε κάνει και την δεκαετία του ’20. Πέθανε το 1993, από καρδιά, κι αρκετά χρόνια αργότερα, το 2000, η American Motorcycle Association δημιούργησε το Βραβείο Bessie Stringfield, και το 2002 μπήκε στο Motorcycle Hall of Fame. Με έμπνευση από την ιστορία της, το 2016 μια σειρά κόμικς που απευθύνεται σε παιδιά, την έκανε γνωστή και στις νεότερες γενιές, ως παράδειγμα ανθρώπου που έζησε την ζωή του όπως την ήθελε, κι όχι όπως όριζαν οι κοινωνικές συμβάσεις.

“Nαι,” είχε πει σε συνέντευξη λίγα χρόνια πριν το θάνατό της, “μάλλον ποτέ δεν έκανα ότι κάνουν όλοι…”.

 

editorial 541 - Η πιο γρήγορη είναι...

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

1/12/2014

Η ταχύτερη μοτοσυκλέτα παραγωγής του κόσμου δεν ήταν ούτε στην Ιntermot, ούτε στην EICMA. H ταχύτερη νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο μοτοσυκλέτα έχει τελική πάνω από 350 χιλιόμετρα, κι έχει νικήσει στα ίσα όλες τις άλλες στην ανάβαση του Pikes Peak πέρυσι, οπότε και στρίβει και φρενάρει. Κι όμως, ελάχιστοι την γνωρίζουν, γιατί είναι εκτός πεπατημένης και των συνηθειών μας: Δεν έχει τάπα βενζίνης, αλλά μπρίζα για να φορτίζει. Ακούει στο μάλλον κακόγουστο όνομα "Αστραπή LS-218", και κατασκευάζεται στην Αμερική. Η Lightning λοιπόν, μπορεί να γίνει δική σας με 38.888 δολάρια, καθώς οι παραδόσεις ήδη έχουν αρχίσει.

 

Καταλαβαίνω πως περίπου το 101% των μοτοσυκλετών ξενερώνει όταν δίπλα στην λέξη μοτοσυκλέτα μπαίνει και το ηλεκτρική. Το ίδιο κι εγώ. Η αιτιολόγηση, μέχρι τώρα, ήταν απλή: Δείξτε μου μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που για το ίδιο κόστος με μια βενζινοκίνητη, να θέλω πιο πολύ να την αγοράσω. Που να είναι δυνατότερη, ταχύτερη, να στρίβει καλύτερα, να πηγαίνει εξίσου μακριά με μια φόρτιση, που να γουστάρω τέλος πάντων να οδηγώ αυτή με την μπρίζα αντί για την άλλη με την μάνικα. Που να μην μοιάζει με παιδικό παιχνίδι, που να μην φωνάζει με την πρώτη ματιά πως πρόκειται για κάτι που σχεδίασαν και έφτιαξαν άνθρωποι που μπορεί να ξέρουν από ρεύματα, αλλά όχι από μοτοσυκλέτες. Προσπάθειες έχουν γίνει πολλές, τόσο σε επίπεδο παραγωγής (όπως οι Zero Motorcycles στις ΗΠΑ) όσο και αγωνιστικό (από Moto Czysz ως Mugen), ακόμα και για χωμάτινη χρήση (ΚΤΜ Freeride-E). Mέχρι τώρα όμως, δεν υπήρχε ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που να τα είχε βάλει με βενζινοκίνητες αγωνιστικές και να τις είχε νικήσει στα ίσα. Κι όμως, αυτό συνέβη πέρυσι στο Pikes Peak, όπου συμμετέχουν κορυφαίες αγωνιστικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο, και τουλάχιστον στις ΗΠΑ, τον παίρνουν πολύ σοβαρά αυτόν τον αγώνα. Το 2012, η Lightning είχε κερδίσει όλους τους αγώνες ηλεκτρικών στους οποίους είχε συμμετάσχει, και για το 2013 έπεισαν τον Carlin Dunne να οδηγήσει την μοτοσυκλέτα τους. O Dunne είχε πρωτοεμφανιστεί στο Pikes Peak το 2011, και το κέρδισε με την πρώτη, νίκη που επανέλαβε με Ducati και το 2012. Δεν ήταν λίγο ρίσκο γι’ αυτόν να πάει σε μια ομάδα με ηλεκτρική μοτοσυκλέτα; Κι όμως, μετά από δύο track days, το πρώτο για να συνηθίσει λίγο την μοτοσυκλέτα και το δεύτερο για να ρυθμίσει αναρτήσεις, πήγε να τρέξει στο Pikes Peak κι έκανε τον ταχύτερο χρόνο από όλες τις μοτοσυκλέτες, ανεξαρτήτως κινητήρα. Ο δεύτερος ήταν 21 δευτερόλεπτα πίσω του.

 

Φαίνεται πως η σχεδιασμένη από τον "δικό μας" Glynn Kerr Lightning σηματοδοτεί την ωρίμανση των ηλεκτρικών μοτοσυκλετών, το στάδιο εκείνο όπου ανταγωνίζονται πια στα ίσα το κατεστημένο των βενζινοκίνητων. Συμφωνώ πως για να προτιμάς το σφύριγμα μιας ηλεκτρικής σε σχέση με τον ήχο ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης πρέπει ο σφυγμός σου να έχει πέσει στο μηδέν, από ώρα. Μόνο το soundtrack όμως είναι που κάνει μια μοτοσυκλέτα συναρπαστική; Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα των ηλεκτρικών, πάντα σύμφωνα με την τρέχουσα τεχνολογία μπαταριών, είναι η περιορισμένη τους αυτονομία. Η Lightning υπόσχεται αυτονομία 160-200 χιλιόμετρα με τη μικρή μπαταρία των 12 kwh, και 250-290 με την μεγάλη των 20 kwh. Όσοι νομίσουν πως είναι λίγα, ας πάρουν οποιαδήποτε superbike με 200 ίππους, κι ας την πάνε τέρμα γκάζι. Στις μετρήσεις που κάνουμε για το περιοδικό, έχουμε αδειάσει 17λιτρα ρεζερβουάρ πολύ πριν κάνουμε 100 χιλιόμετρα, όπως θα έχουν διαπιστώσει και όσοι έχουν καταφέρει να πάνε ένα superbike τελικιασμένο για καμιά ώρα... Η Lightning, από την άλλη, έχει και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας για μοτοσυκλέτες παραγωγής, με 347,55 km/h μέσο όρο διελεύσεων (η μία ήταν πάνω από 350 km/h). Οι τεχνικοί της υπολόγισαν πως στα 320 km/h το αντίστοιχο της κατανάλωσής της σε λίτρα βενζίνης θα ήταν 4,7 l/100km, επίδοση που θεωρείται οικονομική για απλές μοτοσυκλέτες με 50 ίππους. Υπολόγισαν επίσης, πως κάθε πέρασμα για τα ρεκόρ ταχύτητας στην Bonneville τους στοίχιζε το ισόποσο των 8 cent του δολαρίου, από ενέργεια που αποθήκευαν μέσω των ηλιακών πάνελ που είχε στην οροφή του το φορτηγάκι της ομάδας. Φυσικά – φυσικά, όταν σου αδειάσει το ρεζερβουάρ χώνεσαι σ’ ένα βενζινάδικο και σε πέντε λεπτά έχεις ξεμπερδέψει, έχεις δώσει τα 30 ευρώ σου και ξαναορμάς προς την δόξα. Με το ηλεκτρικό όμως, θα έπρεπε να ξέρεις πως κάθε, ή έστω πολλά βενζινάδικα έχουν γρήγορους φορτιστές, και να πιεις έναν καφέ, αφού μέσα σε μισή ώρα οι μπαταρίες γεμίζουν. Με απλό φορτιστή στο σπίτι, χωρίς τριφασικό ρεύμα, θέλουν δύο ώρες. Κοίταξα το κόστος για τον γρήγορο φορτιστή ενός υβριδικού αυτοκινήτου, του BMW i8, και είναι στα 2.300 ευρώ, κομπλέ με μετρητή κατανάλωσης. Αν υπήρχε αρκετή ζήτηση, το κόστος δεν είναι υπερβολικό για ένα βενζινάδικο.   

 

Για να φτιάξει την πιο γρήγορή της μοτοσυκλέτα η Kawasaki, την H2R που συμπτωματικά έχει κι αυτή τελική 350+ χιλιόμετρα (αλλά δεν είναι νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο), το κριτήριό της ήταν "η ανεπανάληπτη αίσθηση επιτάχυνσης". Σ’ αυτόν τον τομέα, τα ηλεκτρικά δεν υστερούν. Το Lightning έχει πάνω από 200 ίππους και 23,2 kgm ροπής, επιδόσεις που καμία βενζινοκίνητη μοτοσυκλέτα δεν διαθέτει. Κανένα superbike μέχρι σήμερα δεν έχει μετρηθεί στους 200 ίππους στον τροχό, και οι απώλειες ενός συστήματος μετάδοσης ενός ηλεκτρικού είναι πολύ-πολύ μικρότερες, αφού δεν παρεμβάλλονται γρανάζια, συμπλέκτης και κιβώτιο ταχυτήτων. Το Lightning δεν έχει κιβώτιο. Ανοίγεις το διακόπτη κι είσαι έτοιμος να φύγεις, απολαμβάνοντας μια αίσθηση καταιγιστικής, αδιάλειπτης επιτάχυνσης από τα μηδέν ως τα 350 χιλιόμετρα. Τα 23,2 χιλιογραμμόμετρα ροπής που έχει είναι τα διπλά από ενός Hayabusa (13,7), οπότε σε σύγκριση το κτηνώδες Suzuki θα φαίνεται σαν να δουλεύει με τους δύο κυλίνδρους. Η Kawasaki ανακοινώνει 16,8 kgm για το H2R των 300 ίππων, 7 kgm λιγότερα, που είναι αντίστοιχη της διαφοράς ροπής ενός μονοκύλινδρου 300 κυβικών όπως το CBR300 κι ενός CBR1000RR. Χαοτική.       

Ο υγρόψυκτος ηλεκτροκινητήρας του βγάζει λοιπόν πάνω από 200 ίππους, και η ροπή του είναι διπλάσια αυτής ενός Panigale. Aπό γκάζια δηλαδή, δεν του λείπει τίποτα, ούτε από πλαίσιο και φρένα και αναρτήσεις. Έχει πάνω του τα καλύτερα Brembo και Öhlins. Ούτε και υπερβολικά βαρύ είναι στα 224,5 κιλά, 10 περίπου κιλά περισσότερα από το πιο βαρύ superbike, αλλά 14 κιλά λιγότερα από του Kawasaki H2. Στα έξτρα,  όταν θα παραγγείλετε το δικό σας, μπορείτε να διαλέξετε μεταξύ carbon πλαισίου και ψαλιδιού, οθόνης touch screen με λειτουργικό Android και σέλας της προτίμησής σας. Σε μια μοτοσυκλέτα που έχει ήδη ζάντες Marchesini μαγνησίου και πιρούνι Öhlins FGRT, αμορτισέρ Öhlins ΤΤΧ και τις καλές ακτινικές Brembo, τι άλλο να ζητήσεις;

Έχουμε έτσι μια μοτοσυκλέτα ικανή να γεμίσει δέος και τον πιο hardcore αναβάτη superbike, που μπορεί με τις επιδόσεις της να κάνει τα πόδια των κοινών θνητών και τρέμουν σαν ζελέ, που μπορεί να τρομάξει εντελώς και για πάντα κάποιον ψιλο-άσχετο που θα βρεθεί στην σέλα της και μετά δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το δωμάτιό του, ενώ θα ουρλιάζει υστερικά κάθε φορά που η μάνα του θα βάζει μπρος το σεσουάρ για τα μαλλιά. Κι εδώ ερχόμαστε στο μεγαλύτερο μειονέκτημά του μέχρι τα βενζινάδικα να βάλουν φορτιστές: Τον ήχο. Όντως τα ηλεκτρικά όταν επιταχύνουν κάνουν σαν σεσουάρ στη δεύτερη σκάλα, με λίγο θόρυβο από αλυσίδα να θυμίζει μοτοσυκλέτα. Άντε, αν τα γουστάρεις κιόλας, να πεις πως κάνουν σαν jet σε απογείωση. Ακούω πως μερικά αυτοκίνητα, όπως για παράδειγμα σε Renault Clio, έχουν επιλογές μέσω του συστήματος πολυμέσων, που τα κάνουν να ακούγονται σαν V8 ή σαν Nissan GTR (μέσα στην καμπίνα, γιατί απ’ έξω ακούγεται γι’ αυτό που είναι). Μου φαίνεται γελοίο. Με τα ηλεκτρικά όμως, το πρόβλημα είναι ότι δεν ακούγονται. Έχει πάει να με πατήσει Prius γιατί ξαφνικά έκανε όπισθεν, χωρίς καμία ηχητική προειδοποίηση, αφού δεν καταλαβαίνεις πως είναι "on". Στο Pikes Peak, στην διαδρομή του αγώνα, τα ηλεκτρικά είναι υποχρεωμένα από τον κανονισμό να κάνουν θόρυβο 120 ντεσιμπέλ, για να μην πατάνε τους θεατές ή τους βλάκες που αποφασίζουν να περάσουν απέναντι με το αυτοκίνητό τους. Και πως το κάνουν αυτό; Βάζουν πάνω στη μοτοσυκλέτα μια σειρήνα...

Η ανάβαση του Pikes Peak έχει μήκος 20 χιλιόμετρα, με 156 στροφές που ανεβάζουν τους αγωνιζόμενους από τα 1.440 στα 4.300 μέτρα. Για να λέμε του βενζινοκίνητου το δίκιο, η απόδοση των κινητήρων εσωτερικής καύσης πέφτει σημαντικά σε τέτοια υψόμετρα, όμως μόλις δύο χρόνια πριν την νίκη του Dunne με το Lightning, όταν πάλι ήταν νικητής ο ίδιος με Ducati Multistrada, το πιο γρήγορο ηλεκτρικό ήταν ένα λεπτό και σαράντα δευτερόλεπτα πίσω του. Δυό χρόνια μετά, έριξε 21" στον δεύτερο, με ηλεκτρικό. Όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με αγώνες, καταλαβαίνει πως πρόοδος δύο ολόκληρων λεπτών (στα 10 – δέκα και κάτι που κάνουν οι πιο γρήγοροι εκεί) μέσα σε δύο χρόνια, είναι τεράστια έως απίστευτη. Φανταστείτε μια μοτοσυκλέτα MotoGP που να έχει καταφέρει μέσα σε δυό χρόνια να βελτιώσει τους χρόνους της κατά 20%. Δεν γίνεται, κι αν γινόταν, θα σκότωναν για να μάθουν το μυστικό. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μυστικό, αλλά για κάτι ολοφάνερο, που αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αλλά και το χειρότερο μειονέκτημά της: Είναι ηλεκτρικό. Με βάση στην California, όπως και οι έτερες ηλεκτρικές Mission και Ζero και Τesla (στα αυτοκίνητα αυτή η τελευταία), η Lightning ασχολείται με τα ηλεκτρόνια από το 2006, και πολύ νωρίς μπλέχτηκε με τους αγώνες. Της πήρε οκτώ χρόνια για να φτάσει στο σημείο να κερδίζει τους πάντες σ’ έναν διάσημο, διεθνή αγώνα που οι κατασκευαστές παίρνουν πολύ στα σοβαρά, καθώς έχει σημαντικό αντίκτυπο στην Αμερικάνικη αγορά. Αν το 2006 είχαν πει "σε οκτώ χρόνια θα σας σκίσουμε τις βενζινοκίνητες μπαχατέλες σας", όλοι θα γέλαγαν. Κι όμως, η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Όταν πρωτοφτιάχτηκαν μοτοσυκλέτες, κανείς δεν πίστευε πως αυτά τα πράματα του διαβόλου θα γίνουν ποτέ κάτι περισσότερο από παιχνιδάκια για εκκεντρικούς πλούσιους. Τα ίδια έλεγαν και για τα αυτοκίνητα, το ίδιο γέλαγαν όταν ο άγνωστος τότε Soichiro Honda δεσμευόταν πως θα τρέξουν τα Honda στο Isle of Man και θα κερδίσουν. Μ’ αρέσει και το πόρισμα επιστημόνων της εποχής των πρώτων τρένων: Οι επιστήμονες είχαν αποφανθεί πως αν τα τρένα τρέξουν ποτέ πιο γρήγορα από άλογο, θα φύγει ο αέρας από τα παράθυρα και οι επιβάτες θα πεθάνουν από ασφυξία. Κι εντάξει, αυτά τα έχουμε ξεπεράσει, το θέμα δεν είναι αν στα 350 θα πάμε από ασφυξία. Μια ανάσα θα την πάρουμε. Το θέμα είναι πως οι αισθήσεις μας, επί τέσσερις σχεδόν γενιές τώρα, έχουν εκπαιδευτεί να γουστάρουν μοτοσυκλέτα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια. Κι είναι ύποπτο έως ανησυχητικό (Θα γυρίσει ο κόσμος μας ανάποδα; Θα μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι;) πως ψάχνοντας το γιατί δεν θα γουστάραμε αυτή τη στιγμή μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα, οι μόνες βάσιμες δικαιολογίες που μπορούμε να βρούμε είναι πως δεν υπάρχουν κατάλληλοι φορτιστές στα βενζινάδικα και πως αυτά τα ηλεχτρικά ακούγονται σαν δράπανα, ενώ απ’ την άλλη είναι αρκούντως τρομακτικές και πιο γρήγορες απ’ όλες τις άλλες, στις ευθείες ή στις στροφές.   

Στα χρονομετρημένα δοκιμαστικά πριν τον αγώνα του Pikes Peak, o Richard Hatfield, o "κύριος Lightning", στεκόταν δίπλα στην οθόνη με τους χρόνους, και όπως και τις προηγούμενες μέρες, το Lightning ήταν το ταχύτερο. Δίπλα του στέκονταν μερικοί Ιάπωνες μηχανολόγοι από την εργοστασιακή ομάδα της Honda, και τα CBR τους ήταν στην 14η θέση. Λέει ένας τους στον Richard: "Ω! Είστε από την Lightning! Toυ χρόνου θα επιστρέψουμε με περισσότερους ίππους!". Ο Richard (που τον βλέπεις ήσυχο ανθρωπάκι, αλλά τα καρφιά του τα ρίχνει), τους απάντησε: "Μπαταρίες θα πρέπει να φέρετε του χρόνου." Οι Ιάπωνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, κι είπε ο ένας στον άλλο: "Δίκιο έχει, μπαταρίες πρέπει να φέρουμε."