Editorial 580 - Κέρδισε; Τιμωρήστε τον!

x
Από το

motomag

1/3/2018

Έχω μπερδευτεί. Κι αυτό που με έχει μπερδέψει είναι οι κανονισμοί των αγώνων. Σε όλο και περισσότερες κατηγορίες, όλο και περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια, οι κανονισμοί προσπαθούν να εξισώσουν μεταξύ τους τις μοτοσυκλέτες, στο όνομα του “έντονου συναγωνισμού” και του “θεάματος”. Τι συνέβη στο παλιό καλό ρητό “οι αγώνες βελτιώνουν το είδος”;

Μια ματιά στους νέους κανονισμούς των Superbike είναι αποκαλυπτική. Οι κανονισμοί προβλέπουν όριο στροφών συγκεκριμένο για κάθε μοτοσυκλέτα, που θα κατεβαίνει αν κερδίζει! Κατ’ αρχήν, το όριο στροφών είναι θεμελιώδες για την αρχική σχεδίαση ενός κινητήρα. Άλλες απαιτήσεις έχει ένας κινητήρας που θα γυρίζει στις 11.000, τελείως διαφορετικές ένας που ανεβάζει 14.000. Τι κινητήρα θα σχεδιάσει η κάθε εταιρία; Και τι μπελάς, να ανεβοκατεβαίνει το όριο των στροφών αρκετές φορές μέσα στην χρονιά! Η αιτιολόγηση είναι η εξής: Στόχος είναι λέει, “η ισοτιμία στο πρωτάθλημα ώστε να ισοσταθμιστεί η απόδοση των αναβατών”… Δηλαδή το ιδανικό θα ήταν να τρέχουν αναβάτες με απολύτως ίδια απόδοση, με μοτοσυκλέτες εντελώς ίδιες μεταξύ τους; Κι αφού δεν μπορούν να βρουν κλωνοποιημένους, πανομοιότυπους αναβάτες, θα αλλάζουν συνεχώς τις μοτοσυκλέτες, τιμωρώντας αυτές που κερδίζουν! Εεε, συγνώμη αν ενοχλώ, αλλά υπάρχει κατηγορία με ίδιες ουσιαστικά μοτοσυκλέτες, και λέγεται Moto2, αν δεν το είχατε αντιληφθεί δηλαδή…

Η κυνικότητα προχωρά σε νέα επίπεδα, γιατί θα υπάρχει και ένα point system “παραχωρήσεων”, που θα επιτρέπει την αναβάθμιση των μοτοσυκλετών όσων δεν πάνε καλά, ενώ όσοι τερματίζουν βάθρο θα παίρνουν πόντους ποινής, που δεν θα τους επιτρέπουν αναβαθμίσεις! Στόχος εδώ είναι “ο περιορισμός της εξέλιξης των κινητήρων των πιο γρήγορων μοτοσυκλετών”, “η εξίσωση των ομάδων” και για τους θεατές, “μεγαλύτερη ποικιλία νικητών, με μάχες για τις πρώτες θέσεις”. Όλα αυτά είναι αντίθετα στην λογική των ίδιων των αγώνων. Όποιος κατασκευαστής κάνει την δουλειά του καλύτερα από τους άλλους, θα τιμωρείται. Όποιος αναβάτης κερδίζει ή τερματίζει βάθρο, θα τιμωρείται η μοτοσυκλέτα του. Δηλαδή θα φτάσουμε στην γελοιότητα να προτιμά κάποιος να τερματίσει τέταρτος αντί για τρίτος, αν πίσω του δεν είναι κάποιος που να τον απειλεί στο πρωτάθλημα, για να μην πάρει βαθμούς ποινής και του κάνουν πιο αργή την μοτοσυκλέτα! Η ιδέα και μόνο πως μοτοσυκλέτα που κερδίζει θα τιμωρείται με αφαίρεση ισχύος και ενδυνάμωση των αντιπάλων, είναι εξωφρενική. Οι αγώνες το πεδίο όπου οι κατασκευαστές θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να καινοτομούν και να φτιάχνουν τους καλύτερους κινητήρες που μπορούν. Κι όλοι ξέρουμε πως η απόλυτη ιπποδύναμη δεν είναι αυτή που κερδίζει τους αγώνες: Αν ξαφνικά κάποιος μπορούσε να βγάλει 300 ίππους από ένα superbike, νομίζετε πως θα κέρδιζε; Φυσικά και όχι. Αν η ισχύς δεν είναι διαχειρίσιμη, αν το πλαίσιο, οι αναρτήσεις, το στήσιμο και τα φρένα δεν συμβαδίζουν με τον κινητήρα, δεν οδηγείται, και σίγουρα δεν οδηγείται γρήγορα για να κερδίσει αγώνες. Με αυτή την λογική, η τεχνολογική πρόοδος της Honda, όταν σχεδίασε κινητήρες που ανέβαζαν 5.000 στροφές παραπάνω από του ανταγωνισμού για να κερδίσει στο Isle of Man, και κατόπιν στα GP, θα έπρεπε να τιμωρηθεί.

Το χειρότερο είναι πως ο ιδιοκτήτης των αγώνων (η DORNA), αλλά και οι κατασκευαστές, αν συμφώνησαν, φαίνεται πως τα κάνουν όλα αυτά για τους λάθος λόγους. Πως έβγαλαν το συμπέρασμα πως με ίδιας απόδοσης μοτοσυκλέτες οι θεατές το απολαμβάνουν περισσότερο και πως οι αγώνες γίνονται πιο δημοφιλείς; Έχετε πάει σε MotoGP; Ακόμα κι από όσους θεατές είναι αρκετά φανατικοί για να μπουν στον κόπο και τα έξοδα να πάνε τουλάχιστον Σαββατοκύριακο σε μια πίστα να δουν αγώνα από κοντά, στην Moto3 ενδιαφέρονται αρκετοί, ας πούμε οι μισοί, στην MotoGP σχεδόν όλοι, ενώ στην Moto2 όπου όλες οι μοτοσυκλέτες έχουν ίδιους κινητήρες σύμφωνα με το ιδανικό της DORNA (κι οι περισσότερες, και ίδια πλαίσια), πάνε οι περισσότεροι θεατές για μπύρες και για μια βόλτα στα μαγαζάκια. Κι όσο για το αν οι μάχες για τις πρώτες θέσεις και οι πολλοί διαφορετικοί νικητές τονώνουν το ενδιαφέρον των θεατών, το 2017 στην Moto2 είχαμε πέντε διαφορετικούς νικητές (ο Morbidelli πήρε 8 νίκες), ενώ στα MotoGP είχαμε επίσης πέντε (ο Marquez και ο Dovizioso πήραν από έξι νίκες), ενώ στην Moto3 ο Mir πήρε 10 νίκες σε 18 αγώνες. Βλέπουμε λοιπόν πως ακόμα και με την κατηγορία “ενιαίου” όπως έχει γίνει η Moto2, η ποικιλία νικητών δεν διαφέρει από της MotoGP. Στην δε Moto3, όπου αντικειμενικά γίνεται της κολάσεως και οι μάχες είναι συνεχείς, ένας αναβάτης κυριάρχησε. Και ούτε η Moto2 ή Moto3 που έχουν πιο πολλές μάχες και προσπεράσματα είναι οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες. Δεν τα ξέρουν όλα αυτά οι της DORNA; Πως θα γίνουν οι αγώνες δημοφιλείς αν δεν υπάρχει τεχνολογική και οδηγική υπεροχή; Η ιστορία έχει δείξει, τουλάχιστον στα μηχανοκίνητα σπορ, πως όποτε είχαμε κάποιου είδους κυριαρχία συνδυασμού αναβάτη – μοτοσυκλέτας ή αυτοκινήτου – οδηγού, σ’ αυτές οι εποχές οι αγώνες ήταν και οι πιο δημοφιλείς. Γιατί; Γιατί τότε δημιουργούνται μύθοι, συλλογικά αφηγήματα υπεροχής και εξαιρετικών επιδόσεων. Κι οι μύθοι είναι ό,τι πιο ισχυρό για το ανθρώπινο είδος. Δεν μπορώ να φανταστώ τι είδους άνθρωπος θα έλεγε “Aαα, εγώ για να ευχαριστηθώ αγώνα πρέπει όλα τα μηχανάκια να είναι ίδια, κι αν κάποιος αναβάτης ξεχωρίζει, να τον τιμωρούν”. Το λέει όμως η DORNA, που υποτίθεται πως κόπτεται για την θέαση των αγώνων, και κάνει συνδρομητική την παρακολούθησή τους. Στην Ιταλία, όπου έχουμε στοιχεία, από τότε που κλείδωσε η μετάδοση των MotoGP σε συνδρομητικό κανάλι, περίπου 1.000.000 θεατές τα παρακολουθούν. Πριν, ήταν πάνω από 5.000.000. Αυτό μπορεί να φέρνει έσοδα στην DORNA και το κανάλι, αλλά οι διαφημιζόμενοι και οι χορηγοί έχασαν τον 80% του κοινού τους. Για σκεφτείτε, αυτό τώρα κάνει καλό στο σπορ;

 

Πάλι καλά που υπάρχουν και δύο διαφορετικά είδη κινητήρων στα MotoGP, κι άλλα δύο στα Superbike, τετρακύλινδρα εν σειρά ή σε V. Αλλιώς, θα ήταν ήδη σαν ενιαίο. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως με τόσο περιοριστικούς κανονισμούς η τεχνολογία έχει τελματώσει. Υπάρχει, και τα κοστολόγια είναι τεράστια, μόνο που είναι δύσκολο να ενθουσιαστεί κανείς μαζί της. Για παράδειγμα, εξαιρετική δουλειά έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στον κρίσιμο τομέα της μείωσης των τριβών, και άρα των απωλειών ισχύος και της μείωσης των θερμοκρασιών, μαζί με την αύξηση της αξιοπιστίας. Αυτή η τεχνογνωσία έχει τεράστια σημασία και για τις καθημερινές μοτοσυκλέτες, κι όχι μόνο σε θέματα οικονομίας καυσίμου. Πως όμως να ενθουσιαστείς και να ενθουσιάσεις και τους φίλους σου μιλώντας τους για το πόσο μειωμένες τριβές έχει ο κινητήρας της νέας σου μοτοσυκλέτας; Αυτό εννοώ. Που είναι ο μύθος, που είναι η τεχνολογική ταυτότητα της κάθε εταιρίας, αν όλοι κάνουν τα ίδια; Πώς να γίνουν οι αγώνες συναρπαστικοί για τους θεατές, κι αυτός ο ενθουσιασμός να περάσει στο δρόμο, στις πωλήσεις; Κι αν φτάνουμε στο σημείο να τιμωρούμε όσους πετυχαίνουν μια εξαιρετική επίδοση, τότε νομίζω πως το έχουμε χάσει το νόημα. Και μαζί του, όσο υπάρχουν τόσο περιοριστικοί κανονισμοί, την ελπίδα για πραγματική ελευθερία δημιουργίας υπέροχων μηχανών και συναρπαστικών μύθων.   

 

 

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.