Editorial 579 - Η περιπέτεια είναι παπί

Από το

motomag

1/2/2018

Ίσως να φαίνεται βαρύς ο προσδιορισμός “H πιο σημαντική μοτοσυκλέτα του κόσμου”. Δεν υπάρχει όμως κάποια άλλη πιο επιτυχημένη, ή με μεγαλύτερη επιρροή σε όλο τον πλανήτη. Και ναι, μιλάμε για το ταπεινό παπί, που διεκδικεί ακόμα και τον τίτλο της πιο βολικής και ρεαλιστικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας. Αν πιστέψει κανείς πως για να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, στα πιο απομακρυσμένα σημεία του και στα πιο απίθανα μέρη, ο μόνος και καλύτερος τρόπος είναι να ξεκινήσει αγοράζοντας μια μοτοσυκλέτα δεκάδων χιλιάδων ευρώ, ας το ξανασκεφτεί. Κάποιοι προτιμούν με ένα τέτοιο ποσό να ταξιδέψουν για χρόνια, αντί να το ξοδέψουν πριν καν ξεκινήσουν. Κι είναι άδικο να πεθαίνουν όνειρα εξ αιτίας προκαταλήψεων.

Μια τέτοια εξαιρετικά διδακτική περίπτωση είναι αυτή του Άγγλου Ed March. Είχε ένα παπί, ένα C90 που το είχε αγοράσει πολύ μεταχειρισμένο για κάτι λιγότερο από 200 ευρώ. Όταν είδε εκείνο το επεισόδιο του Top Gear που διασχίζουν το Vietnam με μηχανάκια, του ήρθε η ιδέα να στείλει το παπί του εκεί, και να γυρίσει οδικώς πίσω στην Αγγλία. Οι φίλοι του του είπαν πως πρόκειται για μια χαζή ιδέα, καθώς “δεν γίνεται να κάνεις τον γύρο του κόσμου με ένα C90”. Οι φίλοι προφανώς δεν ήξεραν πως αυτό ήταν κάτι που είχε ήδη γίνει πριν πολλά χρόνια (το συγκεκριμένο παπί που είχε κάνει τον γύρο του κόσμου το είχα δει στο Isle of Man, κι είχε επιστρέψει χωρίς ούτε ένα σκασμένο λάστιχο στην διαδρομή, κι ήταν σε άριστη κατάσταση), αλλά ευτυχώς ο Ed δεν πτοήθηκε, κι έστειλε το παπί του στην Μαλαισία. Όταν πήγε να το βγάλει από το τελωνείο, διαπίστωσε πως είχε ξεχάσει τα κλειδιά στο σπίτι… Mπροστά όμως στους τελωνειακούς, “έσπασα την κλειδαριά του τιμονιού με ένα κατσαβίδι και μια πέτρα, βραχυκύκλωσα τα καλώδια και πήγα μέχρι το πρώτο συνεργείο, όπου με περίπου 7 ευρώ άλλαξα κλειδαριά και διακόπτη”. Αυτή ήταν η αρχή ενός ταξιδιού 8 μηνών και πάνω από 23.000 χιλιομέτρων. Το έκανε. Και του άρεσε. Το επόμενό του ταξίδι ήταν να πάει ως το Nordkapp μέσω Πολωνίας και Φινλανδίας, επιστρέφοντας από Νορβηγία και Σουηδία, πάνω από 6.400 χιλιόμετρα. Φεβρουάριο, και κατασκηνώνοντας όπου νυχτωνόταν. Μετά σκέφτηκε να οργανώσει ένα ταξίδι και για άλλους, και βρήκε επτά άτομα με παπιά, τα έστειλαν στην Μογγολία και από κει επέστρεψαν στην Αγγλία. Σύνολο 11.200 χιλιόμετρα. Την επόμενη χρονιά, μαζί με την φίλη του, έκαναν 40.000 χιλιόμετρα από την Αλάσκα ως την Αργεντινή, αλλά δεν τους έφτασαν, κι έκαναν άλλα 28.800 διασχίζοντας τον Καναδά – χειμώνα. Κάποια βράδια, η θερμοκρασία μέσα στην σκηνή τους έπεφτε στους μείον 32, και το πρωί έπρεπε να βάλουν φωτιά κάτω από τους κινητήρες για να ζεσταθούν τα λάδια. Καλά θα πέρασαν, γιατί στην συνέχεια κατηφόρισαν ως το Tennessee, όπου ακολούθησαν το TransAmerica Trail ως το Oregon – μια εκτός δρόμου διαδρομή, άλλα 6.400 χιλιόμετρα.  Συνολικά έχει κάνει πάνω από 180.000 χιλιόμετρα σε 36 χώρες με ένα μηχανάκι ηλικίας 30 ετών και 200 ευρώ. “Ναι, μπορεί κάτι να χαλάσει, αλλά μπορεί να φτιαχτεί οπουδήποτε με ο,τιδήποτε. Οι άνθρωποι γελάνε όταν τους λέω πως η μόνη συντήρηση που κάνω είναι να βάζω βενζίνη, αλλά εκτός από αλλαγές λαδιών κάθε 1.500 χιλιόμετρα, δεν έχω λαδώσει ποτέ καμία ντίζα, δεν έχω γρασάρει τίποτα, δεν το έχω πλύνει ποτέ. Μερικές φορές βάζω λίγο λάδι στην αλυσίδα, αλλά όταν με 15 ευρώ παίρνεις και αλυσίδα και γρανάζια, δεν έχει και πολλή σημασία αν δεν την λαδώσω…”

H ιδέα των ταξιδιών με παπί δεν είναι νέα, αλλά στην εποχή μας το να ταξιδεύεις με μια απλή, φτηνή μοτοσυκλέτα που δεν σε νοιάζει ακόμα κι αν καταστραφεί, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Καταστάσεις που με μια μεγάλη, βαριά και βαρυφορτωμένη μοτοσυκλέτα μπορούν να οδηγήσουν εύκολο σε ακινητοποίηση ή τραυματισμό, με κάτι μικρό περνούν με γέλιο. Ο Ed March θεωρεί μειονέκτημα την μικρή τελική, αλλά ως εκεί. Κι είναι κυρίως θέμα φιλοσοφίας, τι θεωρεί κανείς ταξίδι. Για κάποιους, πιεσμένους από χρόνο, μπορεί να είναι ατέλειωτα χιλιόμετρα κάθε μέρα, για άλλους όμως να μετράει περισσότερο η επαφή με τους τόπους και τους ανθρώπους. Πάνω σε ένα παπί, πας αργά και τα βλέπεις όλα, τα μυρίζεις όλα, τα αισθάνεσαι όλα. Και μόλις ξεφύγει κανείς από τους μεγάλους δρόμους και το άγχος της άφιξης, τα πάντα είναι διαφορετικά και η μικρή τελική γίνεται πλεονέκτημα. Έπεσες; Τι πιο απλό από το να σηκώσεις ένα παπί; Όπως λέει ο March, “Τα όριά του είναι χαμηλά, και οι όποιες ικανότητες έχω αρκούν. Πολύ γρήγορα ανακάλυψα πως αυτό το μηχανάκι μ’ αφήνει να το διασκεδάζω, πολλές φορές γελάω όταν το οδηγώ, κάτι που δεν συνέβαινε με το Husqvarna TE610 που είχα πριν. Επιπλέον, με το παπί είμαι σχεδόν αόρατος, δεν ξεχωρίζω, και οι άνθρωποι είναι πολύ πιο φιλικοί μαζί μου απ’ ότι αν οδηγούσα μια μεγάλη, ακριβή μοτοσυκλέτα. Ακριβώς επειδή η όλη εμφάνισή μου ως ταξιδιώτη με παπί είναι και λίγο γελοία. Είναι υπέροχα ειρωνικό το γεγονός πως ο λόγος που δεν ξεχωρίζω είναι πως οδηγώ το πιο δημοφιλές όχημα του κόσμου! Κι οι άνθρωποι που συναντώ καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό είτε σε μένα είτε στη μοτοσυκλέτα μου, κι αυτό τους το κάνει πιο εύκολο να ταυτιστούν μαζί μου. Μου λένε πως τους αρέσει που είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν κι εκείνους, που απλά έχει κάνει μια δυό επιλογές στην ζωή του. Μου λένε πως τους εμπνέω γιατί θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν αυτό που κάνω κι εγώ, αν το αποφάσιζαν. Δεν είναι κάτι δύσκολο ή ανέφικτο”.    

Είχα δύο παπιά στη ζωή μου, και τα δύο γκρι. Το ένα πρέπει να ήταν ίδιας ηλικίας με μένα, από τα πρώτα με επικεφαλής εκκεντροφόρο, άσπρα καπάκια, άσπρο κοντέρ και καρμπυρατέρ καθέτου ροής. Το δεύτερο, “πεταλούδα” ή “γλάρος”, με το πλαίσιο του 12βολτου. Οι καλύτερες αναμνήσεις κι από τα δύο ήταν οι εκδρομές μ’ αυτά, φορτωμένα με όλο τον κατασκηνωτικό εξοπλισμό, σε χώματα, λάσπες, ποτάμια, βουνά. Με παρέα άλλα πενηντάρια παπιά, πηγαίναμε παντού όπου θα πηγαίναμε και με μια “μοτοσυκλέτα περιπέτειας”, αλλά πολύ πιο φτηνά (ειδικά όταν είσαι μαθητής ή φοιτητής και τα χρήματα ήταν ελάχιστα), χωρίς μπελάδες (το χειρότερο θα ήταν να φτιάξουμε ένα σκασμένο λάστιχο ή να βγάλουμε κανένα μπροστινό φτερό όταν μπούκωνε από λάσπη), χωρίς άγχος. Τα μαρσπιέ τους στράβωναν όταν έπεφτες, αλλά ίσιωναν εύκολα, οι αλυσίδες τους ήταν καλυμμένες, η βενζίνη που έκαιγαν ελάχιστη (με ένα έξτρα πεντόλιτρο μπορείς να διασχίσεις την Πίνδο) και δεν διαμαρτύρονταν αν δούλευαν μέρες, μήνες, χρόνια τέρμα γκάζι. Ακόμα και χωρίς λάδι. Και τελικά, η απόσταση που θα διανύσουν δεν τα επηρεάζει καθόλου. Χρόνο να έχεις.

Και κάπως έτσι, το ταπεινό παπί μπορεί επάξια να διεκδικήσει έναν ακόμα τίτλο, αυτόν της πιο βολικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας ever. Γιατί αυτόν της πιο οικονομικής από κάθε άποψη μοτοσυκλέτας περιπέτειας, και ανθεκτικής, τον έχει ήδη.

 

ΥΓ: Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, με αφορμή την επέτειο του παπιού της Honda (60 χρόνια, 100 εκατομμύρια κομμάτια) κι ένα υπέροχο ταξίδι αναζήτησης της ιστορίας της γέννησης του παπιού, στην μεταπολεμική Ιαπωνία και την φιλοσοφία των ριζοσπαστικών μυαλών του Soichiro Honda και του Takeo Fujisawa.

 

editorial 535 - Παγκόσμιες ιστορίες

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

30/5/2014

Πέμπτη μεσημέρι κατά τις δύο, φτάνουμε στα Μετέωρα. Σιγά μη λείπαμε από το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς. Παγκόσμιο πρωτάθλημα enduro είναι αυτό, δεν είναι παίξε γέλασε, το 2011 που είχε ξαναγίνει στην ίδια περιοχή μας είχαν πέσει τα σαγόνια κάτω μ’ αυτά που είδαμε. Τότε είχε ψηφιστεί ως ο καλύτερος αγώνας της χρονιάς, ανάμεσα σε όλες τις διοργανώσεις του παγκοσμίου. Οι ίδιοι άνθρωποι, μια διάσπαση λέσχης και μια ίδρυση καινούργιας μετά, διεκδικούν και πάλι το ίδιο βραβείο. Με το σπαθί τους. Ομάδες και αναβάτες είχαν μόνο τα καλύτερα λόγια να πουν. Για μας είναι σαν να το έχουν πάρει ήδη.
Βιάζομαι όμως. Ζαλισμένοι ακόμα από το ταξίδι, ξεφορτώνουμε τα μηχανάκια και ντυνόμαστε για να πάμε να κάνουμε τις απλές. Η σηματοδότηση συνεχίζεται ακόμα, βρίσκουμε αναβάτες της οργάνωσης να την συμπληρώνουν, τους λέμε για κάποια σημεία που τα σήματα έχουν πέσει ή είναι ασαφή. Μονοπάτια γνώριμα αλλά και καινούργια, καθόλου χωματόδρομοι, μερικές ενδιαφέρουσες ανηφόρες έτσι για να μην είναι όλη η απλή περίπατος. Ξέρουμε καλά πως τα μονοπάτια που σήμερα κάνουμε σχεδόν απάτητα, μετά τον αγώνα θα έχουν αλλάξει τελείως μορφή. Την περασμένη Κυριακή, οι οργανωτές έστηναν τις ειδικές μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, αλλά τέσσερις μέρες μετά το μέρος έχει στεγνώσει κι έχει σκόνη, τόση που στις ανηφόρες αν είχες δύο μηχανάκια μπροστά σου δεν έβλεπες τίποτα, κι απλώς έλπιζες πως δεν θα βρεις κάποια πέτρα ή χαντάκι. Και νύχτα χωρίς φώτα να οδηγούσες, το ίδιο θα ήταν...
Βγαίνουμε στις ειδικές, που είναι η μια δίπλα στην άλλη, διαφορετικές όμως μεταξύ τους, κι έχουν ένα μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία αυτού του αγώνα. Δύσκολες όσο πρέπει, μεγάλες σε διάρκεια, βγάζουν διαφορές στους χρόνους τέτοιες που να είναι δυνατή επίθεση για τα χαμένα δευτερόλεπτα και το κυνήγι των θέσεων. Σε κεντρική θέση είναι και το service με τα φορτηγάκια των ομάδων, κι όλοι όσοι υποστηρίζουν την προσπάθεια των αναβατών δεν χρειάζεται να μετακινηθούν πολύ. Όπως διαπιστώσαμε για ακόμα μια φορά, ο αγώνας δεν κερδίζεται μόνο στις ειδικές, αλλά και στην προετοιμασία πριν τον αγώνα. Οι περισσότεροι από τους παγκόσμιους ήταν εκεί μια βδομάδα πριν τον αγώνα, με τους αναβάτες να περπατούν τις ειδικές και τους support αναβάτες να ψάχνουν τα σημεία των απλών όπου μπορούν να συναντήσουν τους αναβάτες. Η αναγνώριση των ειδικών από τους αγωνιζόμενους, που γίνεται μόνο με τα πόδια, έχει εξελιχθεί σε επιστήμη. Περπατάνε συνολικά δεκάδες χιλιόμετρα, αφού δεν τις κάνουν μόνο μία φορά. Βασική τους αρχή: η ευθεία είναι ο συντομότερος δρόμος, κι αυτή η ευθεία δεν πρέπει να έχει εκπλήξεις. Βλέπαμε τους αναβάτες να κοιτούν τα ρέματα και τις πλαγιές σαν τοπογράφοι, βάζοντας το χέρι τεντωμένο μπροστά για να "γράψουν" οπτικά μια νοητή ευθεία. Έχοντας αποφασίσει για την γραμμή τους, κι άσχετα αν αυτή έχει εμπόδια που οι κοινοί θνητοί θα πέρναγαν ως ερπετά, με τους τροχούς τους συνέχεια στο έδαφος, αυτοί που το μάτι τους κόβει διαφορετικά επιλέγουν γραμμές με φαντασία, κατάλληλες για τις ταχύτητες που αυτοί μπορούν να κινηθούν. Για παράδειγμα, στην αρχή της enduro test υπήρχε μια μικρή ρεματιά. Κινούμενοι από πριν σε ευθεία με το σημείο που θα ήθελαν να προσγειωθούν, έψαχναν το πιο κατάλληλο σημείο απογείωσης και πηδούσαν τη ρεματιά, αποφεύγοντας τελευταία στιγμή τα δέντρα που ήταν απέναντι. Άσχετα δηλαδή με τις υψομετρικές διακυμάνσεις του εδάφους, αυτοί οι alien του enduro κινούνται σε ευθεία πορεία...

Πριν όμως μπουν με μοτοσυκλέτα στις ειδικές, κι ενώ τις περπατάνε, πολλές φορές μαζί με τους support, αρχίζουν την αποψίλωση. Αφαιρούν από το πάτημά τους μια πέτρα εδώ, ένα κλαδί πιο κει, παρεμβαίνοντας στο έδαφος των ειδικών με τέτοιο τρόπο ώστε πριν αρχίσει ο αγώνας, η χάραξη των ειδικών μπορεί να είναι η αρχική, αλλά το έδαφός τους δεν έχει καμία σχέση. "Αυτοί τις έχουν αποψιλώσει τις ειδικές!", έλεγαν οι αναβάτες της οργάνωσης. Στόχος τους βέβαια η μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στις επιλεγμένες τους γραμμές, χωρίς εκπλήξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πτώση. Δεν είναι όμως πως μόνο αφαιρούν πέτρες και ξύλα από τις ειδικές, προσθέτουν κιόλας αν τους βολεύει, όπως είδαμε πριν το special test της Παρασκευής, όπου κάποιος από την ομάδα της ΚΤΜ έβαλε μια πέτρα να ακουμπάει στους κορμούς. Και που πάτησε ο Meo όταν πέρασε από κει; Κέντραρε την πέτρα και πήδηξε πιο εύκολα και πιο ασφαλής τους κορμούς. Η δουλειά αναγνώρισης των ειδικών από αναβάτες και support συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια κάθε αγωνιστικής ημέρας. Πριν μπουν στις ειδικές, αρκετοί αναβάτες έκαναν μια παράκαμψη αφήνοντας την απλή, κι έριχναν μια ματιά σε σημεία της ειδικής που τους προβλημάτιζαν για το πως θα κερδίσουν κανένα δεκατάκι, για να δουν πως έχουν γίνει. Την ίδια ώρα, οι support αναβάτες αλλά και... πεζοπόρα τμήματα, περπάταγαν τις ειδικές και συνέχιζαν την διαμόρφωσή τους, κυρίως απομακρύνοντας πέτρες ή "γλυκαίνοντας" κάποιο πάτημα. Επιπλέον, μερικοί από αυτούς, οι παλουκοφόροι, έπαιρναν ένα παλούκι απ’ αυτά που πάνω τους δένεται η κορδέλα των ειδικών, κι ενώ οι ίδιοι στέκονταν πίσω από την κορδέλα οριοθέτησης, έβαζαν την μύτη του παλουκιού ακριβώς στο πάτημα που έπρεπε να ακολουθήσει ο αναβάτης τους, τραβώντας το πίσω μόνο όταν αυτός είχε φτάσει στο μέτρο! Αμέσως μετά, έτρεχαν σε άλλο σημείο της ειδικής, κι επαναλάμβαναν το ίδιο. Το τι αντιλαμβάνονται οι θεατές ως πάτημα και το τι αντιλαμβάνονται οι αναβάτες, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Κι όταν κάποιοι θεατές έβαλαν πέτρες σ’ ένα πάτημα που είχε κατ’ αυτούς χαλάσει, κι είχε φτιάξει βαθύ λούκι, είχαμε πτώσεις αναβατών. Πως γίνεται να θυμούνται τόσα χιλιόμετρα ειδικών, και μάλιστα να προσαρμόζονται στις αλλαγές του εδάφους τους σε κάθε πέρασμα; Μερικά από τα παραπάνω που αναφέραμε το εξηγούν, συν το ότι αυτή είναι η δουλειά τους κι έχουν αναπτύξει ιδιαίτερη μεθοδολογία για να την κάνουν. Κωδικοποιούν τα σημεία των ειδικών που τους ενδιαφέρουν περισσότερο με "Κάπα", όπως γίνεται και στις στροφές μια πίστας, Κ1, Κ2, Κ3. Μετά, έχουν συνεχή πληροφόρηση για τις αλλαγές στα πατήματα της ειδικής από τους ανθρώπους υποστήριξης που έχει η ομάδα, συν την επιτόπου επιβεβαίωση των "παλουκοφόρων". Και πάλι, όπως ο Meo που το Σάββατο ξεκίνησε αγχωμένος κι ήταν ακόμα πιο αρκουδιάρης στην οδήγηση απ’ ότι συνήθως, είχε δύο πτώσεις μέσα σε ειδικές. Αυτό κοστίζει πολλές θέσεις όταν οι μνηστήρες για την νίκη σε κάθε κατηγορία είναι πάνω από πέντε, μερικές φορές και στο ίδιο δευτερόλεπτο...

Είδα αρκετά περάσματα στην αρχή της ειδικής extreme, όπου οι enduro aliens προτιμούσαν να πηδήξουν ευθεία το ρέμα, περνώντας ανάμεσα από δυο πλατάνια και σκάζοντας στις πέτρες απέναντι, παρά να χάσουν χρόνο στρίβοντας δεξιά και μετά αριστερά, κάτω και πάνω, μέσα στις βρεγμένες κροκάλες. Για το πρώτο και το δεύτερο πέρασμα το πάτημα απογείωσης ήταν καλό, μετά όμως έφτιαξε λούκι και δεν ήταν εύκολο να πηδήξουν ούτε τόσο μακριά ούτε τόσο ψηλά όσο θα ήθελαν. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετές πτώσεις, στις οποίες οι άτιμοι δεν άφηναν με τίποτα το τιμόνι, άσχετα αν είχαν κοπανήσει το κράνος τους σε βραχάκι ή είχαν φύγει με τα πόδια ψηλά κι είχαν καταλήξει μπροστά από το πεσμένο μηχανάκι. Το θέμα ήταν να μην σβήσει, και χάσουν κι άλλο χρόνο... Ένας από αυτούς που έπεσαν, Πορτογάλος αναβάτης, χτύπησε μια θεατή που καθόταν πίσω από τα πανό, σε επικίνδυνο όμως σημείο, ευθεία απέναντι από το σημείο απογείωσης. Προς τιμήν του, μόλις τερμάτισε την ειδική έτρεξε σχεδόν εκατό μέτρα μπρος πίσω, κι ήρθε να ζητήσει συγνώμη: "I’m very sorry, very sorry…", για να φύγει μετά ξανά τρέχοντας και να συνεχίσει τον αγώνα του.
Ήταν μαγικό να παρακολουθεί κανείς, κι όχι μόνο τους καταξιωμένους παγκόσμιους, αλλά και τους αναβάτες της κατηγορίας Youth, δεκάξι ως δεκαοκτώ ετών, με τα 125 τους. Οι καλοί από αυτούς έκαναν και χρόνους μέσα στην δεκάδα γενικής (!), οδηγώντας αέρινα στα πιο δύσκολα κομμάτια των ειδικών. Σκεφτείτε εδώ, πως με δεκάξι ειδικές κάθε μέρα, και επτά ως οκτώ ώρες οδήγησης σε τερέν καθαρά εκτός δρόμου, για να μπορείς να ορμάς μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ειδικής της δεύτερης μέρας, η αντοχή που απαιτείται τους κατατάσσει αυτόματα σε κατηγορία κορυφαίων αθλητών. Ακόμα και οι 16χρονοι πιτσιρικάδες είναι alien, όχι μόνο ο Marquez κι όσοι τον κυνηγούν στα MotoGP. Από κει και πάνω, προς το καλύτερο, άστο... Μιλάμε για υπεραθλητές. Εννιά παρά είκοσι το Σάββατο το βράδυ ο Seistola πήγε για ύπνο στο δωμάτιό του...

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση απαξίωσης του enduro, με αφορμή την συμμετοχή πρώην αναβατών motocross, με βάση ίσως θεωρητική και απόλυτη προσέγγιση που δεν δέχεται την μετακίνηση αναβατών από το ένα άθλημα στο άλλο. Οι περισσότεροι από τους κορυφαίους αναβάτες των τελευταίων χρόνων προέρχονται από το χώρο του motocross, κι αυτό είναι γεγονός. Επίσης γεγονός είναι πως δεν είναι όλοι οι μοτοκροσάδες επιτυχημένοι στο enduro, όπως δεν είναι και εύκολη η μετάβασή τους στο enduro. Οι ίδιοι οι αγώνες enduro, απαιτούν ένα σπάνιο συνδυασμό προσόντων, ταχύτητας, αντοχής και διαφορετικής ματιάς στο έδαφος που κινούνται. Γεγονός επίσης είναι, πως από παλιά, αν ήθελες να διακριθείς στο enduro θα έπρεπε να κάνεις και motocross, αγώνες και προπονήσεις, και πως αυτοί οι αναβάτες έχουν ανεβάσει κατά πολύ το επίπεδο, πολύ περισσότερο από το να είχαν συνεχίσει να γίνονται οι αγώνες με συμμετέχοντες που έχουν κάνει μόνο enduro στη ζωή τους. Υπάρχουν όμως κι άλλα κίνητρα, οικονομικά. Είναι πολύ δύσκολο για έναν αναβάτη motocross να βρει ανταγωνιστική ομάδα στο παγκόσμιο, στην οποία θα πληρώνεται αντί να πληρώνει, σε σχέση με το enduro. Οπότε, είναι και βιοποριστικοί οι λόγοι, ή τουλάχιστον, αυτοί οι αναβάτες καταφέρνουν να συνεχίζουν να αγωνίζονται σε κορυφαίο επίπεδο, αντί να πληρώνουν για να συμμετέχουν στο παγκόσμιο motocross. Δείτε το κι αντίστροφα: Για να τα καταφέρεις στο enduro, πρέπει ήδη να είσαι πρωταθλητής motocross στη χώρα σου και με θητεία στη δεκάδα του παγκοσμίου, και κατόπιν να μάθεις και μια νέα τέχνη. Κι αυτό μάλλον κάνει τους εντουράδες πιο πολυτάλαντους και ολοκληρωμένους αναβάτες.