Editorial 579 - Η περιπέτεια είναι παπί

Από το

motomag

1/2/2018

Ίσως να φαίνεται βαρύς ο προσδιορισμός “H πιο σημαντική μοτοσυκλέτα του κόσμου”. Δεν υπάρχει όμως κάποια άλλη πιο επιτυχημένη, ή με μεγαλύτερη επιρροή σε όλο τον πλανήτη. Και ναι, μιλάμε για το ταπεινό παπί, που διεκδικεί ακόμα και τον τίτλο της πιο βολικής και ρεαλιστικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας. Αν πιστέψει κανείς πως για να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, στα πιο απομακρυσμένα σημεία του και στα πιο απίθανα μέρη, ο μόνος και καλύτερος τρόπος είναι να ξεκινήσει αγοράζοντας μια μοτοσυκλέτα δεκάδων χιλιάδων ευρώ, ας το ξανασκεφτεί. Κάποιοι προτιμούν με ένα τέτοιο ποσό να ταξιδέψουν για χρόνια, αντί να το ξοδέψουν πριν καν ξεκινήσουν. Κι είναι άδικο να πεθαίνουν όνειρα εξ αιτίας προκαταλήψεων.

Μια τέτοια εξαιρετικά διδακτική περίπτωση είναι αυτή του Άγγλου Ed March. Είχε ένα παπί, ένα C90 που το είχε αγοράσει πολύ μεταχειρισμένο για κάτι λιγότερο από 200 ευρώ. Όταν είδε εκείνο το επεισόδιο του Top Gear που διασχίζουν το Vietnam με μηχανάκια, του ήρθε η ιδέα να στείλει το παπί του εκεί, και να γυρίσει οδικώς πίσω στην Αγγλία. Οι φίλοι του του είπαν πως πρόκειται για μια χαζή ιδέα, καθώς “δεν γίνεται να κάνεις τον γύρο του κόσμου με ένα C90”. Οι φίλοι προφανώς δεν ήξεραν πως αυτό ήταν κάτι που είχε ήδη γίνει πριν πολλά χρόνια (το συγκεκριμένο παπί που είχε κάνει τον γύρο του κόσμου το είχα δει στο Isle of Man, κι είχε επιστρέψει χωρίς ούτε ένα σκασμένο λάστιχο στην διαδρομή, κι ήταν σε άριστη κατάσταση), αλλά ευτυχώς ο Ed δεν πτοήθηκε, κι έστειλε το παπί του στην Μαλαισία. Όταν πήγε να το βγάλει από το τελωνείο, διαπίστωσε πως είχε ξεχάσει τα κλειδιά στο σπίτι… Mπροστά όμως στους τελωνειακούς, “έσπασα την κλειδαριά του τιμονιού με ένα κατσαβίδι και μια πέτρα, βραχυκύκλωσα τα καλώδια και πήγα μέχρι το πρώτο συνεργείο, όπου με περίπου 7 ευρώ άλλαξα κλειδαριά και διακόπτη”. Αυτή ήταν η αρχή ενός ταξιδιού 8 μηνών και πάνω από 23.000 χιλιομέτρων. Το έκανε. Και του άρεσε. Το επόμενό του ταξίδι ήταν να πάει ως το Nordkapp μέσω Πολωνίας και Φινλανδίας, επιστρέφοντας από Νορβηγία και Σουηδία, πάνω από 6.400 χιλιόμετρα. Φεβρουάριο, και κατασκηνώνοντας όπου νυχτωνόταν. Μετά σκέφτηκε να οργανώσει ένα ταξίδι και για άλλους, και βρήκε επτά άτομα με παπιά, τα έστειλαν στην Μογγολία και από κει επέστρεψαν στην Αγγλία. Σύνολο 11.200 χιλιόμετρα. Την επόμενη χρονιά, μαζί με την φίλη του, έκαναν 40.000 χιλιόμετρα από την Αλάσκα ως την Αργεντινή, αλλά δεν τους έφτασαν, κι έκαναν άλλα 28.800 διασχίζοντας τον Καναδά – χειμώνα. Κάποια βράδια, η θερμοκρασία μέσα στην σκηνή τους έπεφτε στους μείον 32, και το πρωί έπρεπε να βάλουν φωτιά κάτω από τους κινητήρες για να ζεσταθούν τα λάδια. Καλά θα πέρασαν, γιατί στην συνέχεια κατηφόρισαν ως το Tennessee, όπου ακολούθησαν το TransAmerica Trail ως το Oregon – μια εκτός δρόμου διαδρομή, άλλα 6.400 χιλιόμετρα.  Συνολικά έχει κάνει πάνω από 180.000 χιλιόμετρα σε 36 χώρες με ένα μηχανάκι ηλικίας 30 ετών και 200 ευρώ. “Ναι, μπορεί κάτι να χαλάσει, αλλά μπορεί να φτιαχτεί οπουδήποτε με ο,τιδήποτε. Οι άνθρωποι γελάνε όταν τους λέω πως η μόνη συντήρηση που κάνω είναι να βάζω βενζίνη, αλλά εκτός από αλλαγές λαδιών κάθε 1.500 χιλιόμετρα, δεν έχω λαδώσει ποτέ καμία ντίζα, δεν έχω γρασάρει τίποτα, δεν το έχω πλύνει ποτέ. Μερικές φορές βάζω λίγο λάδι στην αλυσίδα, αλλά όταν με 15 ευρώ παίρνεις και αλυσίδα και γρανάζια, δεν έχει και πολλή σημασία αν δεν την λαδώσω…”

H ιδέα των ταξιδιών με παπί δεν είναι νέα, αλλά στην εποχή μας το να ταξιδεύεις με μια απλή, φτηνή μοτοσυκλέτα που δεν σε νοιάζει ακόμα κι αν καταστραφεί, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Καταστάσεις που με μια μεγάλη, βαριά και βαρυφορτωμένη μοτοσυκλέτα μπορούν να οδηγήσουν εύκολο σε ακινητοποίηση ή τραυματισμό, με κάτι μικρό περνούν με γέλιο. Ο Ed March θεωρεί μειονέκτημα την μικρή τελική, αλλά ως εκεί. Κι είναι κυρίως θέμα φιλοσοφίας, τι θεωρεί κανείς ταξίδι. Για κάποιους, πιεσμένους από χρόνο, μπορεί να είναι ατέλειωτα χιλιόμετρα κάθε μέρα, για άλλους όμως να μετράει περισσότερο η επαφή με τους τόπους και τους ανθρώπους. Πάνω σε ένα παπί, πας αργά και τα βλέπεις όλα, τα μυρίζεις όλα, τα αισθάνεσαι όλα. Και μόλις ξεφύγει κανείς από τους μεγάλους δρόμους και το άγχος της άφιξης, τα πάντα είναι διαφορετικά και η μικρή τελική γίνεται πλεονέκτημα. Έπεσες; Τι πιο απλό από το να σηκώσεις ένα παπί; Όπως λέει ο March, “Τα όριά του είναι χαμηλά, και οι όποιες ικανότητες έχω αρκούν. Πολύ γρήγορα ανακάλυψα πως αυτό το μηχανάκι μ’ αφήνει να το διασκεδάζω, πολλές φορές γελάω όταν το οδηγώ, κάτι που δεν συνέβαινε με το Husqvarna TE610 που είχα πριν. Επιπλέον, με το παπί είμαι σχεδόν αόρατος, δεν ξεχωρίζω, και οι άνθρωποι είναι πολύ πιο φιλικοί μαζί μου απ’ ότι αν οδηγούσα μια μεγάλη, ακριβή μοτοσυκλέτα. Ακριβώς επειδή η όλη εμφάνισή μου ως ταξιδιώτη με παπί είναι και λίγο γελοία. Είναι υπέροχα ειρωνικό το γεγονός πως ο λόγος που δεν ξεχωρίζω είναι πως οδηγώ το πιο δημοφιλές όχημα του κόσμου! Κι οι άνθρωποι που συναντώ καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό είτε σε μένα είτε στη μοτοσυκλέτα μου, κι αυτό τους το κάνει πιο εύκολο να ταυτιστούν μαζί μου. Μου λένε πως τους αρέσει που είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν κι εκείνους, που απλά έχει κάνει μια δυό επιλογές στην ζωή του. Μου λένε πως τους εμπνέω γιατί θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν αυτό που κάνω κι εγώ, αν το αποφάσιζαν. Δεν είναι κάτι δύσκολο ή ανέφικτο”.    

Είχα δύο παπιά στη ζωή μου, και τα δύο γκρι. Το ένα πρέπει να ήταν ίδιας ηλικίας με μένα, από τα πρώτα με επικεφαλής εκκεντροφόρο, άσπρα καπάκια, άσπρο κοντέρ και καρμπυρατέρ καθέτου ροής. Το δεύτερο, “πεταλούδα” ή “γλάρος”, με το πλαίσιο του 12βολτου. Οι καλύτερες αναμνήσεις κι από τα δύο ήταν οι εκδρομές μ’ αυτά, φορτωμένα με όλο τον κατασκηνωτικό εξοπλισμό, σε χώματα, λάσπες, ποτάμια, βουνά. Με παρέα άλλα πενηντάρια παπιά, πηγαίναμε παντού όπου θα πηγαίναμε και με μια “μοτοσυκλέτα περιπέτειας”, αλλά πολύ πιο φτηνά (ειδικά όταν είσαι μαθητής ή φοιτητής και τα χρήματα ήταν ελάχιστα), χωρίς μπελάδες (το χειρότερο θα ήταν να φτιάξουμε ένα σκασμένο λάστιχο ή να βγάλουμε κανένα μπροστινό φτερό όταν μπούκωνε από λάσπη), χωρίς άγχος. Τα μαρσπιέ τους στράβωναν όταν έπεφτες, αλλά ίσιωναν εύκολα, οι αλυσίδες τους ήταν καλυμμένες, η βενζίνη που έκαιγαν ελάχιστη (με ένα έξτρα πεντόλιτρο μπορείς να διασχίσεις την Πίνδο) και δεν διαμαρτύρονταν αν δούλευαν μέρες, μήνες, χρόνια τέρμα γκάζι. Ακόμα και χωρίς λάδι. Και τελικά, η απόσταση που θα διανύσουν δεν τα επηρεάζει καθόλου. Χρόνο να έχεις.

Και κάπως έτσι, το ταπεινό παπί μπορεί επάξια να διεκδικήσει έναν ακόμα τίτλο, αυτόν της πιο βολικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας ever. Γιατί αυτόν της πιο οικονομικής από κάθε άποψη μοτοσυκλέτας περιπέτειας, και ανθεκτικής, τον έχει ήδη.

 

ΥΓ: Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, με αφορμή την επέτειο του παπιού της Honda (60 χρόνια, 100 εκατομμύρια κομμάτια) κι ένα υπέροχο ταξίδι αναζήτησης της ιστορίας της γέννησης του παπιού, στην μεταπολεμική Ιαπωνία και την φιλοσοφία των ριζοσπαστικών μυαλών του Soichiro Honda και του Takeo Fujisawa.

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!