Editorial 578 - 1 28’ 39”

x
Από το

motomag

1/1/2018

Αυτή είναι η διάρκεια του ντοκιμαντέρ On Any Sunday, του 1971. Το γράφω κι αλλού, αν δεν το έχετε δει, να το δείτε οπωσδήποτε. Δείτε το στο internet, κατεβάστε το, νοικιάστε το, βρείτε βιντεοκασέτα, δεν ξέρω τι θα κάνετε, πρέπει να το δείτε. Γυρισμένο σε μια εποχή που η μοτοσυκλέτα ήταν σε ξεκάθαρα ανοδική πορεία, αλλά και ταυτόχρονα τόσο παρεξηγημένη, κυρίως λόγω άγνοιας. Το On Any Sunday έβγαλε από την μοτοσυκλέτα το είδος της ρετσινιάς που συνέχιζαν να της κολλάνε ταινίες σαν το Easy Rider – τσοπεριές, μαστούρα, αλητεία και στο τέλος στην φυτεύει κι ένας redneck με την καραμπίνα κι ησυχάζεις. Κι άντε, για να μην στεναχωρήσουμε τους παραδοσιακούς, να πούμε πως κι οι τσοπεριές ήταν φτιαγμένες για την ελευθερία των ανοιχτών δρόμων και τάχα μου Born to be Wild κι άλλες τέτοιες παπαριές (αυτό το τραγούδι και το άλλο με το μπουφάν το πλαστικό του κουρσάρου της ασφάλτου θα έπρεπε να απαγορεύονται δια ροπάλου σε μοτοσυκλετιστικές και μη μαζώξεις…). Το μόνο κοινό των δύο ταινιών είναι πως α) Έχουν μοτοσυκλέτες και β) Οι μοτοσυκλέτες έχουν δύο ρόδες.

Πάμε στον Bruce Brown. Σερφάς ήταν, γύρισε και κάτι μικρού μήκους, γύρισε και το ντοκιμαντέρ Endless Summer που έκανε για το surf ό,τι έκανε και το On Any Sunday για τους αγώνες μοτοσυκλέτας  αργότερα. Μετά το Endless Summer άρχισε να γουστάρει μοτοσυκλέτες, πήγαινε σε αγώνες, έβγαινε στην έρημο, μέχρι που αποφάσισε να αγοράσει μια από τον μέγα Malcolm Smith. Γοητευμένος από την προσωπικότητα και την τέχνη του Malcolm στους αγώνες, του ήρθε η ιδέα να κάνει κι ένα ντοκιμαντέρ με όσο πιο πολλά είδη αγώνων γινόταν, με τον πολυτάλαντο Malcolm. Ο επόμενος άνθρωπος που προσέγγισε ήταν ο mega-star της εποχής Steve McQueen. Δεν τον ήξερε, αλλά είχε αρκετό θράσος για να του πει να βάλει τα χρήματα, αλλά όχι να παίξει! Η πρώτη απάντηση του McQueen ήταν πως παίζει σε ταινίες, δεν τις χρηματοδοτεί. Ε, τότε, του λέει ο Bruce, δεν θα εμφανίζεσαι στην ταινία! Την επόμενη μέρα ο McQueen τον πήρε τηλέφωνο και του είπε να ξεκινήσει το project. O Malcolm Smith τελικά ήταν πιο δύσκολος, μόλις είχε αγοράσει μια επιχείρηση, δεν είχε χρόνο, δεν μπορούσε, αλλά όταν ο Bruce του είπε μετά από δύο εβδομάδες πως θα του δίνει 100 δολάρια για κάθε μέρα που θα έλειπε από το γραφείο, δέχτηκε.

   Η κάμερα του Bruce ακολουθούσε τους αγωνιζόμενους, κι ελάχιστες σκηνές ήταν στημένες, όπως εκείνη του αναβάτη που έχει μείνει στην έρημο με το Husqvarna του και του βάζει φωτιά για να τον βρουν. Η σκηνή γυρίστηκε με ένα παλιό Husky που είχε ο Malcolm με την μπιέλα του να έχει δραπετεύσει από τα κάρτερ και να προβάλλει από το κάτω μέρος τους. Το πήγαν στην έρημο, του έβαλαν φωτιά, γύρισαν την σκηνή, αλλά ο Malcolm, που δεν άφηνε ούτε σεντ να πάει χαμένο, το επισκεύασε και το πούλησε μετά.

Ο Bruce Brown ταξίδευε μαζί με τους αγωνιζόμενους, τον Μalcolm Smith και τον Mert Lawill, παρέα στα βανάκια τους, κάνοντας χιλιάδες μίλια μαζί τους, ενώ το υπόλοιπο συνεργείο ερχόταν αεροπορικώς. Ταξίδεψε παρέα με τον Malcolm ως και στο Six Days του 1970, στο El Escorial της Ισπανίας, κι εκεί δεν είχε συνεργείο, μόνος του με μια κάμερα στο χέρι γύριζε.

Ένα στοιχείο που κάνει την ταινία ξεχωριστεί, είναι πως ο Bruce την αφηγείται ο ίδιος, καταφέρνοντας μαζί με το χιούμορ του και τα ξεχωριστά του πλάνα να κάνει μια ταινία που ενώ είναι γεμάτη σίδερα, είναι και γεμάτη συναισθήματα. Πέρασαν και καλά στα γυρίσματα: Σε κάποια φάση, ο Steve McQueen νόμιζε πως θα περνούσαν σιγά σιγά ένα ποταμάκι, αλλά ο Malcolm με τον Mert του την είχαν στημένη. Τον άφησαν να μπει πρώτος, και μετά τον έκαναν λούτσα περνώντας γρήγορα από δίπλα του. Η έκπληξη αλλά και το χαμόγελο στο πρόσωπό του αποτυπώθηκαν στην ταινία, κι είναι αυθεντικά, όπως προφανώς και τα μπινελίκια που τους έριξε. Θα δείτε και το κόλπο με την σβουνιά, που μόλις την εντοπίσεις στην μέση του δρόμου σπινάρεις πάνω της για να λούσεις με φρέσκο σκατό αγελάδας τον φίλο σου που σε ακολουθεί. Το λεπτό μοτοσυκλετιστικό χιούμορ δεν γνωρίζει σύνορα, και είναι πάντα διαχρονικό. Και μ’ αυτή τη σβουνιά ο McQueen πήρε το αίμα του πίσω: Καθώς πάντα ήθελε να προπορεύεται, και οι άλλοι δύο τον άφηναν, είχε συνεννοηθεί με τον Bruce για να στηθεί εκεί που μια αγελάδα στρατηγικά είχε αφήσει μια σβουνιά, και το κόλπο πέτυχε απόλυτα, με το σκατό να πετάγεται στον Mert, τον Malcolm να γελάει και τον Steve να στρέφει το κεφάλι του για να δει αν τους πέτυχε…  Κι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη της μοτοσυκλέτας: Δύο αγωνιζόμενοι κι ένας mega-star ηθοποιός που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, και το μόνο κοινό που έχουν είναι η χαρά της οδήγησης, κάνουν πλάκες μεταξύ τους πετώντας νερά και σβουνιές ο ένας στον άλλο.

 

Ακόμα κι όταν τα γυρίσματα τελείωσαν, η παρέα των τεσσάρων συνέχισε να βγαίνει βόλτες με χωματερά μηχανάκια. Μια φορά ήταν στο ράντσο του Bruce, που συνόρευε με τις εκτάσεις του Camp Pendleton των πεζοναυτών, και χωρίς να το καταλάβουν, μπήκαν σε αυστηρά απαγορευμένη ζώνη και βρέθηκαν μπροστά σε καμουφλαρισμένους πεζοναύτες που τους σημάδευαν με τα όπλα τους… Μόλις ο Bruce κατάλαβε τι είχε γίνει, ζήτησε τον επικεφαλής, του είπε σε αυστηρό τόνο “Στρατηγός Brown. Eλπίζω η άσκησή σας να πηγαίνει καλά. Συνεχίστε!”. O επικεφαλής στήθηκε κλαρίνο και χαιρέτησε, και οι τέσσερις φίλοι συνέχισαν την βόλτα τους… Βέβαια, μάλλον θα την γλίτωναν τελικά, αφού όταν ο Bruce είχε ζητήσει να κάνουν τα τελευταία γυρίσματα στην παραλία του Camp Pentleton, ο διοικητής είχε αρνηθεί κατηγορηματικά, όταν όμως τον πήρε τηλέφωνο ο Steve την επόμενη μέρα και του είπε πως γυρίζει μια ταινία με μοτοσυκλέτες, ο διοικητής ήταν όλο γλύκες: “Βεβαίως κ. McQueen, ό,τι θέλετε! Να στείλουμε και πεζοναύτες να βοηθήσουν;”

 

Οι δύο αγωνιζόμενοι ήταν φυσικά πολύ γρήγοροι, αλλά και ο McQueen δεν πήγαινε πίσω, ήταν πολύ ανταγωνιστικός, ήθελε να βρίσκεται συνέχεια μπροστά, κι αυτό του στοίχισε πολλές τούμπες. Αλλά δεν μάσαγε. Είχε τρέξει πολλούς αγώνες στην έρημο, ακόμα και σε Six Days είχε συμμετάσχει, με Triumph. Στο τέλος των τριών ημερών των γυρισμάτων με τους τρεις τους να παίζουν σε παραλίες και αμμόλοφους, όπου δεν ήταν μαύρος από τους μώλωπες ήταν γρατζουνισμένος… Κι όπου κι αν πήγαιναν για γυρίσματα, όλες οι γυναίκες έπεφταν πάνω του. Για μερικούς η ζωή είναι πολύ σκληρή. Ο Steve τουλάχιστον ήταν γνήσιος, κι όχι fake, σε ό,τι κι αν έκανε.

 

Κι ο Bruce Brown όμως, παρά την επιτυχία των δύο ντοκιμαντέρ του, δεν καβάλησε το καλάμι ούτε παρασύρθηκε από το σταριλίκι του Hollywood. To On Any Sunday προτάθηκε για Όσκαρ (Best Documentary) αλλά ήρθε δεύτερο πίσω από ένα που σήμερα κανείς δεν θυμάται πια. Λίγο μετά, ένα από τα μεγάλα studio τον κάλεσε, του πρότεινε μισθό ενός εκατομμυρίου δολαρίων το χρόνο (πολλά λεφτά το 1972), του έδειξε και το γραφείο που του είχαν ετοιμάσει με το όνομά του στην πόρτα και την εκπάγλου καλλονής ιδιαιτέρα που τον περίμενε, αλλά εκείνος τους είπε “Ευχαριστώ, αλλά όχι. Το μόνο αφεντικό που είχα ποτέ ή που ήθελα να έχω είναι ο εαυτός μου”. Κι έφυγε. Τα κάνουν κάτι τέτοια οι μοτοσυκλετιστές.

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.