Editorial 578 - 1 28’ 39”

x
Από το

motomag

1/1/2018

Αυτή είναι η διάρκεια του ντοκιμαντέρ On Any Sunday, του 1971. Το γράφω κι αλλού, αν δεν το έχετε δει, να το δείτε οπωσδήποτε. Δείτε το στο internet, κατεβάστε το, νοικιάστε το, βρείτε βιντεοκασέτα, δεν ξέρω τι θα κάνετε, πρέπει να το δείτε. Γυρισμένο σε μια εποχή που η μοτοσυκλέτα ήταν σε ξεκάθαρα ανοδική πορεία, αλλά και ταυτόχρονα τόσο παρεξηγημένη, κυρίως λόγω άγνοιας. Το On Any Sunday έβγαλε από την μοτοσυκλέτα το είδος της ρετσινιάς που συνέχιζαν να της κολλάνε ταινίες σαν το Easy Rider – τσοπεριές, μαστούρα, αλητεία και στο τέλος στην φυτεύει κι ένας redneck με την καραμπίνα κι ησυχάζεις. Κι άντε, για να μην στεναχωρήσουμε τους παραδοσιακούς, να πούμε πως κι οι τσοπεριές ήταν φτιαγμένες για την ελευθερία των ανοιχτών δρόμων και τάχα μου Born to be Wild κι άλλες τέτοιες παπαριές (αυτό το τραγούδι και το άλλο με το μπουφάν το πλαστικό του κουρσάρου της ασφάλτου θα έπρεπε να απαγορεύονται δια ροπάλου σε μοτοσυκλετιστικές και μη μαζώξεις…). Το μόνο κοινό των δύο ταινιών είναι πως α) Έχουν μοτοσυκλέτες και β) Οι μοτοσυκλέτες έχουν δύο ρόδες.

Πάμε στον Bruce Brown. Σερφάς ήταν, γύρισε και κάτι μικρού μήκους, γύρισε και το ντοκιμαντέρ Endless Summer που έκανε για το surf ό,τι έκανε και το On Any Sunday για τους αγώνες μοτοσυκλέτας  αργότερα. Μετά το Endless Summer άρχισε να γουστάρει μοτοσυκλέτες, πήγαινε σε αγώνες, έβγαινε στην έρημο, μέχρι που αποφάσισε να αγοράσει μια από τον μέγα Malcolm Smith. Γοητευμένος από την προσωπικότητα και την τέχνη του Malcolm στους αγώνες, του ήρθε η ιδέα να κάνει κι ένα ντοκιμαντέρ με όσο πιο πολλά είδη αγώνων γινόταν, με τον πολυτάλαντο Malcolm. Ο επόμενος άνθρωπος που προσέγγισε ήταν ο mega-star της εποχής Steve McQueen. Δεν τον ήξερε, αλλά είχε αρκετό θράσος για να του πει να βάλει τα χρήματα, αλλά όχι να παίξει! Η πρώτη απάντηση του McQueen ήταν πως παίζει σε ταινίες, δεν τις χρηματοδοτεί. Ε, τότε, του λέει ο Bruce, δεν θα εμφανίζεσαι στην ταινία! Την επόμενη μέρα ο McQueen τον πήρε τηλέφωνο και του είπε να ξεκινήσει το project. O Malcolm Smith τελικά ήταν πιο δύσκολος, μόλις είχε αγοράσει μια επιχείρηση, δεν είχε χρόνο, δεν μπορούσε, αλλά όταν ο Bruce του είπε μετά από δύο εβδομάδες πως θα του δίνει 100 δολάρια για κάθε μέρα που θα έλειπε από το γραφείο, δέχτηκε.

   Η κάμερα του Bruce ακολουθούσε τους αγωνιζόμενους, κι ελάχιστες σκηνές ήταν στημένες, όπως εκείνη του αναβάτη που έχει μείνει στην έρημο με το Husqvarna του και του βάζει φωτιά για να τον βρουν. Η σκηνή γυρίστηκε με ένα παλιό Husky που είχε ο Malcolm με την μπιέλα του να έχει δραπετεύσει από τα κάρτερ και να προβάλλει από το κάτω μέρος τους. Το πήγαν στην έρημο, του έβαλαν φωτιά, γύρισαν την σκηνή, αλλά ο Malcolm, που δεν άφηνε ούτε σεντ να πάει χαμένο, το επισκεύασε και το πούλησε μετά.

Ο Bruce Brown ταξίδευε μαζί με τους αγωνιζόμενους, τον Μalcolm Smith και τον Mert Lawill, παρέα στα βανάκια τους, κάνοντας χιλιάδες μίλια μαζί τους, ενώ το υπόλοιπο συνεργείο ερχόταν αεροπορικώς. Ταξίδεψε παρέα με τον Malcolm ως και στο Six Days του 1970, στο El Escorial της Ισπανίας, κι εκεί δεν είχε συνεργείο, μόνος του με μια κάμερα στο χέρι γύριζε.

Ένα στοιχείο που κάνει την ταινία ξεχωριστεί, είναι πως ο Bruce την αφηγείται ο ίδιος, καταφέρνοντας μαζί με το χιούμορ του και τα ξεχωριστά του πλάνα να κάνει μια ταινία που ενώ είναι γεμάτη σίδερα, είναι και γεμάτη συναισθήματα. Πέρασαν και καλά στα γυρίσματα: Σε κάποια φάση, ο Steve McQueen νόμιζε πως θα περνούσαν σιγά σιγά ένα ποταμάκι, αλλά ο Malcolm με τον Mert του την είχαν στημένη. Τον άφησαν να μπει πρώτος, και μετά τον έκαναν λούτσα περνώντας γρήγορα από δίπλα του. Η έκπληξη αλλά και το χαμόγελο στο πρόσωπό του αποτυπώθηκαν στην ταινία, κι είναι αυθεντικά, όπως προφανώς και τα μπινελίκια που τους έριξε. Θα δείτε και το κόλπο με την σβουνιά, που μόλις την εντοπίσεις στην μέση του δρόμου σπινάρεις πάνω της για να λούσεις με φρέσκο σκατό αγελάδας τον φίλο σου που σε ακολουθεί. Το λεπτό μοτοσυκλετιστικό χιούμορ δεν γνωρίζει σύνορα, και είναι πάντα διαχρονικό. Και μ’ αυτή τη σβουνιά ο McQueen πήρε το αίμα του πίσω: Καθώς πάντα ήθελε να προπορεύεται, και οι άλλοι δύο τον άφηναν, είχε συνεννοηθεί με τον Bruce για να στηθεί εκεί που μια αγελάδα στρατηγικά είχε αφήσει μια σβουνιά, και το κόλπο πέτυχε απόλυτα, με το σκατό να πετάγεται στον Mert, τον Malcolm να γελάει και τον Steve να στρέφει το κεφάλι του για να δει αν τους πέτυχε…  Κι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη της μοτοσυκλέτας: Δύο αγωνιζόμενοι κι ένας mega-star ηθοποιός που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, και το μόνο κοινό που έχουν είναι η χαρά της οδήγησης, κάνουν πλάκες μεταξύ τους πετώντας νερά και σβουνιές ο ένας στον άλλο.

 

Ακόμα κι όταν τα γυρίσματα τελείωσαν, η παρέα των τεσσάρων συνέχισε να βγαίνει βόλτες με χωματερά μηχανάκια. Μια φορά ήταν στο ράντσο του Bruce, που συνόρευε με τις εκτάσεις του Camp Pendleton των πεζοναυτών, και χωρίς να το καταλάβουν, μπήκαν σε αυστηρά απαγορευμένη ζώνη και βρέθηκαν μπροστά σε καμουφλαρισμένους πεζοναύτες που τους σημάδευαν με τα όπλα τους… Μόλις ο Bruce κατάλαβε τι είχε γίνει, ζήτησε τον επικεφαλής, του είπε σε αυστηρό τόνο “Στρατηγός Brown. Eλπίζω η άσκησή σας να πηγαίνει καλά. Συνεχίστε!”. O επικεφαλής στήθηκε κλαρίνο και χαιρέτησε, και οι τέσσερις φίλοι συνέχισαν την βόλτα τους… Βέβαια, μάλλον θα την γλίτωναν τελικά, αφού όταν ο Bruce είχε ζητήσει να κάνουν τα τελευταία γυρίσματα στην παραλία του Camp Pentleton, ο διοικητής είχε αρνηθεί κατηγορηματικά, όταν όμως τον πήρε τηλέφωνο ο Steve την επόμενη μέρα και του είπε πως γυρίζει μια ταινία με μοτοσυκλέτες, ο διοικητής ήταν όλο γλύκες: “Βεβαίως κ. McQueen, ό,τι θέλετε! Να στείλουμε και πεζοναύτες να βοηθήσουν;”

 

Οι δύο αγωνιζόμενοι ήταν φυσικά πολύ γρήγοροι, αλλά και ο McQueen δεν πήγαινε πίσω, ήταν πολύ ανταγωνιστικός, ήθελε να βρίσκεται συνέχεια μπροστά, κι αυτό του στοίχισε πολλές τούμπες. Αλλά δεν μάσαγε. Είχε τρέξει πολλούς αγώνες στην έρημο, ακόμα και σε Six Days είχε συμμετάσχει, με Triumph. Στο τέλος των τριών ημερών των γυρισμάτων με τους τρεις τους να παίζουν σε παραλίες και αμμόλοφους, όπου δεν ήταν μαύρος από τους μώλωπες ήταν γρατζουνισμένος… Κι όπου κι αν πήγαιναν για γυρίσματα, όλες οι γυναίκες έπεφταν πάνω του. Για μερικούς η ζωή είναι πολύ σκληρή. Ο Steve τουλάχιστον ήταν γνήσιος, κι όχι fake, σε ό,τι κι αν έκανε.

 

Κι ο Bruce Brown όμως, παρά την επιτυχία των δύο ντοκιμαντέρ του, δεν καβάλησε το καλάμι ούτε παρασύρθηκε από το σταριλίκι του Hollywood. To On Any Sunday προτάθηκε για Όσκαρ (Best Documentary) αλλά ήρθε δεύτερο πίσω από ένα που σήμερα κανείς δεν θυμάται πια. Λίγο μετά, ένα από τα μεγάλα studio τον κάλεσε, του πρότεινε μισθό ενός εκατομμυρίου δολαρίων το χρόνο (πολλά λεφτά το 1972), του έδειξε και το γραφείο που του είχαν ετοιμάσει με το όνομά του στην πόρτα και την εκπάγλου καλλονής ιδιαιτέρα που τον περίμενε, αλλά εκείνος τους είπε “Ευχαριστώ, αλλά όχι. Το μόνο αφεντικό που είχα ποτέ ή που ήθελα να έχω είναι ο εαυτός μου”. Κι έφυγε. Τα κάνουν κάτι τέτοια οι μοτοσυκλετιστές.

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.