Πολύ πριν η μύτη μου αρχίσει να αφήνει σημάδια στις τζαμαρίες των μαγαζιών με μηχανάκια, τα έβλεπα να περνούν στους δρόμους. Σπάνια ήταν τα καινούργια. Τα περισσότερα στους δρόμους ήταν γερμανικά δίχρονα πενηντάρια που οι μπαρμπάδες που τα καβαλούσαν λες και είχαν συνεννοηθεί και άλλαζαν ταχύτητες όλοι με τον ίδιο τρόπο. Γκιιιίίν, γκίίιιιν, γκίίιιιν… Δίχρονα και τα τρίκυκλα τα γύφτικα, περνούσαν φορτωμένα με οικογένειες και πραμάτεια, βογκούσαν οι “κινητήρες έλξεως”, άπλωναν πίσω τους τα ντουμάνια. Τα τετράχρονα ήταν παλιές BMW που είχαν έρθει μεταχείρω από Γερμανία, φορτωμένες στο σταθμό του Μονάχου στο τραίνο για Ελλάδα, ήταν ακόμα Μπιεσά “τρία όπλα” με καλάθι κι άλλα απομεινάρια του πολέμου. Στο δημοτικό θυμάμαι πως ο γυμναστής μας είχε ένα κίτρινο Ducati Scrambler, που το έπιανε από τη μέση του τιμονιού και από το σκελετό πίσω και το σήκωνε στον αέρα για να το γυρίσει επί τόπου. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως ήταν μηχανάκια μεροκαματιάρικα, για να “πηγαίνει ο κόσμος στη δουλειά του”, κι όχι για διασκέδαση. Τα γιαπωνέζικα ήταν λίγα ακόμα, αλλά ξεχώριζαν, ήταν γυαλιστερά, με έντονα χρώματα – στα παιδικά μάτια αυτά κάνουν εντύπωση. Αλλά αν ήταν παλιά, αν ήταν καινούργια μοντέλα ούτε ξέραμε τότε, ούτε μας ένοιαζε, μηχανάκια να ήταν, θόρυβο να έκαναν, άλλωστε γιατί βάζαμε κι εμείς χαρτονάκια από πακέτο άσσο σκέτο στις ακτίνες των ποδηλάτων μας; Τώρα που το σκέφτομαι, τα χαρτονάκια έκαναν κάπως τετράχρονο ήχο, κι εμείς με το στόμα κυρίως δίχρονα μιμούμασταν, οπότε είχαμε απ’ όλα.
Τη δεκαετία του ’70 ήταν γεγονός σημαντικό να περάσει τετρακύλινδρο, που πρώτα το ακούγαμε από μακριά, και μετά το βλέπαμε να περνάει αστραπή (έτσι νομίζαμε…) από μπροστά μας και να χάνεται, με το ουρλιαχτό από την τέσσερις σε καμία να σβήνει σιγά σιγά σε άλλες γειτονιές. Και συνήθως όλοι ήξεραν ποιος ήταν αυτός που πέρασε, μετρημένα ήταν τότε τα μηχανάκια, του τάδε ή του τάδε, σίγουρα πράματα. Τότε ήταν που είδαμε και τα χωματερά, δίχρονα καθαρόαιμα που πρόσθεταν κι αυτά το δικό τους soundtrack στην πόλη, λίγοι έβγαιναν στα χώματα. Σιγά – σιγά, μαθαίναμε, μάρκες, μοντέλα, κυβικά. Τα πενηντάρια ήταν μοτοσυκλετάκια, τα δυόμιση μεγάλες μοτοσυκλέτες, ο,τιδήποτε με πιο πολλά κυβικά σπάνιο και τρομερό. Κι όταν βλέπαμε από κοντά κανένα 750 ή 900, μας έπιανε δέος, κι ο αναβάτης του μας φαινόταν φοβερά γενναίος που κατάφερνε να δαμάσει το τρελό γκάζι που φανταζόμασταν πως θα έχει.
Όταν πήρα πια μηχανάκι άρχισα να κολλάω τη μύτη μου στις βιτρίνες των λιγοστών μαγαζιών. Ότι ήταν καινούργιο ήταν και καταπληκτικό. Φανταστικό. Ακόμα και ένα καινούργιο πενηντάρι ήταν μεγάλη υπόθεση. Σήμερα τα πενηντάρια είναι στα τελευταία τους, σε λίγο θα εκλείψουν. Μέχρι να μάθουμε από τα περιοδικά πως κάθε λίγα χρόνια οι εταιρίες βγάζουν καινούργια μοντέλα είχαμε μια εικόνα πως απ’ τη στιγμή που έβγαινε ένα μοντέλο, θα έμενε και για πάντα ίδιο. Και πώς να μην το πιστεύεις αυτό όταν επί χρόνια έβλεπες γύρω σου να κυκλοφορούν τα ίδια και τα ίδια μηχανάκια; Το μεγάλο μπαμ ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, και στις αρχές του ’80, οι δρόμοι γέμισαν με καινούργια, αυτά που τώρα νοσταλγούμε, κι ίσως όχι τόσο για τα ίδια τα μηχανάκια, όσο για την περίοδο εκείνη της ζωής μας. Πώς να δώσεις σε έναν σημερινό 14χρονο να καταλάβει τι ήταν να έχεις το δικό σου μηχανάκι και να πηγαίνεις όπου ήθελες, μέρα ή νύχτα, στο δρόμο ή τα χώματα; Σε έναν 17χρονο, να του πεις πως ήταν να κυκλοφορείς με RM125 και στο δρόμο, εκστασιασμένος από το γκάζι του; Μέσα σε μια γενιά, η μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα πέρασε από την μεροκαματιάρικη-μεταφορική φάση της στην διασκέδαση, στην αμφισβήτηση, στους αγώνες και τα ταξίδια – από ανάγκη έγινε χαρά.
Και βλέπαμε στα περιοδικά, σε άθλιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κυρίως, τα νέα μοντέλα, που όσο περνούσαν τα χρόνια αποκτούσαν και χρώματα, καθώς γίνονταν πιο πολλές οι έγχρωμες σελίδες. Είχα στείλει γράμμα τότε, για να μάθω αν θα ερχόταν στην Ελλάδα και πόσο θα έκανε ένα δίχρονο BSA πενηντάρι με μοτέρ Minarelli, μια απελπισμένη προσπάθεια των Άγγλων μπας και μείνει ζωντανό το ιστορικό όνομα. Τα περιοδικά σιγά σιγά βελτιώνονταν, οι έγχρωμες σελίδες γινόντουσαν όλο και περισσότερες, τα μηχανάκια όλο και καλύτερα: Ξαναπιάνω στα χέρια μου το τεύχος 24 του ΜΟΤΟ, “Δεκέμβριος 1987, ΔΡΧ. 250”, με αποστολή στο Σαλόνι του Μιλάνου και τίτλο στο εξώφυλλο “Όλα τα νέα μοντέλα ‘88” – πριν 30 χρόνια… Και πώς να μην σου τρέξουν τα σάλια όταν βλέπεις πρώτη μούρη ένα RC30, από πάνω ένα ZX-10, δίπλα ένα Dominator 650; Η BMW παρουσίαζε το R100GS, η Honda έδειχνε το Africa Twin 650 (ενώ στο φετινό Μιλάνο παρουσίασε ένα Africa με ίδιο όνομα, Adventure Sports), η Yamaha είχε το TDR250 και το FZR750R, η Suzuki νέο 750 GSX-R και το DR Βig 750, n Ducati το 851 (φέτος το V4!), n Aprilia το Tuareg 600, η Gilera το Saturno 500 και η ΚΤΜ δίχρονο 350 και τετράχρονο Baja 600… Και πώς να μην αρχίσεις να φαντασιώνεσαι για κάθε ένα από όλα αυτά, πως θα ήταν, πως θα πήγαινε αυτό, που θα πήγαινες εσύ μαζί του, τι ήχο θα έκανε… Κι όταν διάβαζες για 275 τελική στο ZX-10, πώς να μην σου πέσουν τα σαγόνια, μόνο αγωνιζόμενοι στα GP είχαν πάει με τόσα.
Θέρτυ γίαρς άφτερ, τα όνειρα είναι ακόμα ζωντανά. Το κέντρο βάρους της εξέλιξης μπορεί να έχει μετατοπιστεί, μπορεί κανέναν πια να μην απασχολούν οι τελικές που τότε είχαν κάποιο νόημα και απ’ αυτές εξαρτιόταν το γόητρο κάθε εταιρίας, αλλά έχουμε υλικό μπόλικο για φαντασιώσεις. Τουλάχιστον αυτές είναι δωρεάν. Αλλά και οι μικρές, πιο προσιτές μοτοσυκλέτες κάνουν την επιστροφή τους, η κατηγορία από 250-400cc ξανανιώνει. Κρίμα που τα όρια ηλικίας των διπλωμάτων ουσιαστικά κόβουν τα φτερά των νέων. Ποιος 18χρονος θα μπορούσε να αντισταθεί σε ένα Ninja 400 ή σε ένα 790 Duke; Ακόμα κι έτσι, όνειρα είναι, και πώς να μην ονειρευτείς μια μέρα στο Mugello με ένα RSV4 Factory Works, παρέα με ένα Panigale V4 κι ένα ZX-10R SE; Χέρια νά’χεις, να αντέξεις… Πώς να μην έχεις την περιέργεια να δεις τι πραγματικά μπορεί να κάνει το τρίτροχο Niken σε ένα ορεινό στροφιλίκι, όσο κι αν σου φαίνεται… κάπως; Πώς να μην θέλεις να βολτάρεις όλη νύχτα με ένα CB1000R ή μ’ ένα Vitpilen 701, μοτοσυκλέτες που πέρασαν απ’ το πρωτότυπο στην παραγωγή χωρίς να χάσουν τίποτα; Πώς να μην φανταστείς αυτοκινητόδρομους χωρίς όρια ταχύτητας καβάλα σ’ ένα Ninja Η2 SX; Πώς να μην θέλεις να ξεκινήσεις ένα ταξίδι απ’ τη μια ως την άλλη άκρη των ΗΠΑ μ’ ένα εξακύλινδρο όπως τα Goldwing και Grand America; Πώς να μην ονειρευτείς μια διάσχιση Ασίας μ’ ένα F850GS παρέα μ’ ένα Africa Adventure Sports, έτσι, για να δεις πως πάνε στις στέππες; Κι όμως, όλα αυτά τα όνειρα είναι το σημερινό κόλλημα της μύτης στο τζάμι του υπέροχου κόσμου της μοτοσυκλέτας… Απολαύστε το.