Editorial 576 - Ασφαλείς, αλλά όχι αυτόνομοι

x
Από το

motomag

1/11/2017

Στο όνομα της ασφάλειας, η μοτοσυκλέτα θα αλλάξει δραστικά, πολύ πιο σύντομα απ’ ότι φανταζόμαστε… Ο Stephan Schaller, επικεφαλής της BMW Motorrad, πρόσφατα δήλωσε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung: “Ας σκεφτούμε 20 χρόνια μπροστά. Τα αυτοκίνητα θα χρησιμοποιούν κυρίως ηλεκτροκινητήρες και θα είναι πολύ συνδεδεμένα. Για να επιβιώσει, η μοτοσυκλέτα θα πρέπει επίσης να γίνει αθόρυβη, χωρίς ρύπους και να χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά ασφαλείας της συνδεσιμότητας που η βιομηχανία αυτοκινήτων εξελίσσει για την αυτόνομη κίνησή τους”. Η ΒΜW έχει δείξει μέχρι στιγμής δύο πρωτότυπα, το Vision Next 100 που μπορεί να ισορροπεί μόνο του (σε σημείο που η BMW να λέει πως ο αναβάτης του δεν χρειάζεται κράνος…) και πιο πρόσφατα, το σκουτεροειδές Concept Link, που επιδεικνύει τις δυνατότητες συνδεσιμότητας με τα άλλα οχήματα, τις υποδομές αλλά και τον αναβάτη του, μέσω ειδικού εξοπλισμού. “Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι μακρινό”, λέει ο Schaller για αυτά τα δύο concept. “Είναι ήδη πραγματικότητα, και πολλά θα συμβούν μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο τριών έως οκτώ ετών”.

 

Όπως θα διαβάσετε και στο αντίστοιχο άρθρο των Νέων στις επόμενες σελίδες, οι κατασκευαστές ήδη δουλεύουν πυρετωδώς για τον εξοπλισμό των μοτοσυκλετών με συστήματα συνδεσιμότητας (Cooperative-Intelligent Transportation Systems, C-ITS), που στόχο έχουν την αύξηση της ασφάλειας για τους μοτοσυκλετιστές, στοχεύοντας αρχικά στην κύρια αιτία θανατηφόρων ατυχημάτων, τους οδηγούς αυτοκινήτων. Από την στιγμή που ο άνθρωπος θεωρείται ο πιο αδύναμος κρίκος στην εξίσωση “οδική ασφάλεια”, και φυσικά είναι, η συνδεσιμότητα αρχικά θα λειτουργεί ως έγκαιρη προειδοποίηση, ενημερώνοντας οδηγούς και αναβάτες, ακόμα κι αν δεν έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους. Για να έχουμε όμως πλήρη εικόνα και συναίσθηση για το που θα οδηγήσει αυτή η εξέλιξη, χρειάζεται να ξέρουμε τον απώτερο στόχο, το τελικό στάδιο, κι αυτό είναι η πλήρως αυτόνομη κίνηση αυτοκινήτων… και μοτοσυκλετών, όπου ο άνθρωπος δεν θα χρειάζεται πια να πάρει αποφάσεις, ούτε να αντιδρά: Αυτό θα το κάνουν μόνα τους και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες. Αυτή είναι η λύση, σύμφωνα με τους κατασκευαστές αλλά και την κυβερνητική πολιτική, σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία. Οι υπόλοιποι, αναγκαστικά θα ακολουθήσουν. 

 

Και τα αυτόνομα αυτοκίνητα, ειδικά με την εμπειρία των Ελληνικών δρόμων, μπορώ να τα καταλάβω, αφού σας απασχολεί περισσότερο να μιλάτε στο κινητό και να στέλνετε μηνύματα ή να χαζεύετε στο Facebook ενώ οδηγείτε, αφήστε το να σας πάει μόνο του, πιο ασφαλές θα είναι για όλους, κυρίες και κύριοι “οδηγοί”. Μπείτε με την παρέα σας στο αυτόνομο αυτοκίνητό σας, και κάντε ό,τι θέλετε μέχρι να φτάσετε στον προορισμό σας. Μια αυτόνομη μοτοσυκλέτα όμως, τι νόημα έχει; Ναι, θα είναι ασύγκριτα πιο ασφαλής από τις σημερινές: Οι στατιστικές στις ΗΠΑ δείχνουν πως είναι 29 φορές πιο πιθανό να σκοτωθείς αν εμπλακείς σε ατύχημα οδηγώντας την μοτοσυκλέτα σου απ’ ότι με αυτοκίνητο. Παγκόσμια, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι σκοτώνονται σε οδικά ατυχήματα. Μια μοτοσυκλέτα με C-ITS θα προειδοποιεί και εσένα αλλά και τα υπόλοιπα οχήματα γύρω σου για πιθανώς επικίνδυνες προσεγγίσεις, οπότε θα είναι πολύ πιο εύκολο να τις αποφύγεις, κι αυτό θα είναι μόνο ένα αρχικό στάδιο. Η Society of Automotive Engineers (SAE), έχει θεσπίσει έξι επίπεδα αυτονομίας για τα αυτοκίνητα, ένα στάνταρ λίγο πολύ αποδεκτό παγκοσμίως. Στο πρώτο, το Level Zero, οδηγούμε ακόμα εμείς, έστω και με προειδοποιήσεις ή συστήματα ασφαλείας. Στο Level 1, το όχημα μπορεί ανά περίπτωση να πάρει τον έλεγχο του τιμονιού ή των πεντάλ, όχι όμως και τιμόνι και πεντάλ ταυτόχρονα. Η μερική αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 2, όπου ο οδηγός απλά πρέπει να έχει τα μάτια του στο δρόμο και να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αναλάβει τον έλεγχο (στο Level 2 είναι και το Autopilot της Tesla από το 2014). Στο Level 3, το όχημα έχει τον πλήρη έλεγχο, αλλά αν τα βρει σκούρα χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως έσχατη λύση. Το πιθανότερο είναι πως οι κατασκευαστές θα περάσουν κατ’ ευθείαν στο Level 4, όπου το όχημα πραγματικά οδηγείται μόνο του, αλλά θα μπορεί να οδηγηθεί κι από άνθρωπο (όπως είναι ήδη τα αυτοκίνητα δοκιμών της Google/Waymo). Η πλήρης αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 5, όπου τα πράγματα αλλάζουν δραστικά, με το όχημα να κινείται αυτόνομα σε όλες τις συνθήκες, άσχετα με το αν υπάρχει άνθρωπος.   

 

Οι μοτοσυκλέτες αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη κοντά στο Level 2, από την στιγμή που θα μπορούν μόνες τους να ισορροπούν και να αναλαμβάνουν και το σύστημα διεύθυνσης, και το γκάζι – φρένο. Το ΜΟΤΟΒΟΤ της Yamaha είναι ένα καλό παράδειγμα, και μην μπερδεύεστε από την ύπαρξη αναβάτη – ρομπότ, απλά υπάρχει γιατί ο χειρισμός γίνεται ακόμα από τα παραδοσιακά, φτιαγμένα για ανθρώπους σημεία της μοτοσυκλέτας, και γιατί η εξέλιξη δεν έχει συρρικνώσει ακόμα το hardware. Και ναι, είναι κάποιου είδους παρηγοριά η εκτίμηση πως για να φτάσουν στα τελευταία επίπεδα αυτονομίας οι μοτοσυκλέτες θα περάσουν ίσως και δύο με τρεις δεκαετίες, η πορεία όμως προς τα κει είναι καθορισμένη. Ακόμα κι από τα πρώτα επίπεδα όμως, προκύπτουν ερωτήματα με κοινωνικές προεκτάσεις, που δεν ξέρουμε ακόμα τις απαντήσεις. Το πρώτο και κύριο είναι η ορθότητα της προσέγγισης του ζητήματος ασφάλεια: Είναι σωστή η απόφαση να εξαλειφθεί σταδιακά ο παράγοντας άνθρωπος από την οδήγηση στους δρόμους; Για να γίνει αυτό, έστω και με διαδικασίες deep learning – τεχνητής νοημοσύνης, όπου το όχημα θα μπορεί αλάνθαστα να αποφασίσει τι θα κάνει σε κάθε δεδομένη κατάσταση, θα χρειαστεί να “εφεύρουμε” τον άνθρωπο με την ιδανική συμπεριφορά, κρίση και επιλογές, για να βασίσουμε σε αυτά τα κριτήρια τις αποφάσεις των αυτόνομων οχημάτων… Και γι’ αυτό το θέμα ποτέ ως τώρα η ανθρωπότητα δεν έχει συμφωνήσει. Απ’ την άλλη, αν όλη αυτή η εξέλιξη είχε στόχο να επαυξήσει τις ανθρώπινες δεξιότητες στην οδήγηση αντί να τις υποκαταστήσει, μήπως θα ήταν καλύτερα, με τον άνθρωπο δηλαδή να έχει τον έλεγχο, μέσα σε προκαθορισμένα όρια; (Όπως γίνεται στα αεροσκάφη, όπου ο πιλότος μπορεί να τα χειριστεί, αλλά τα συστήματα FEP (Flight Envelope Protections) δεν του επιτρέπουν να δώσει εντολές που θα ανάγκαζαν το αεροσκάφος να υπερβεί τα λειτουργικά όριά του. Έτσι, σε μια έκτακτη κατάσταση ο πιλότος μπορεί να αντιδράσει γρήγορα χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια αεροσκάφους και επιβατών).  Τα ερωτήματα πολλά, κι ενώ τον στόχο της μείωσης των ατυχημάτων κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, οι παραχωρήσεις που θα χρειαστεί να κάνουμε μπορεί να αποδειχτούν δύσπεπτες. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς ακόμα δεν μπορεί να εκτιμήσει πλήρως την κατάσταση.

Και φυσικά, ως άνθρωποι που είμαστε, θα μας ενοχλήσουν περισσότερο τα πρώτα στάδια της προσαρμογής στα συστήματα C-ITS, κι όχι τα τελευταία… Θα μας ενοχλήσει πως η θέση μας στο δρόμο θα είναι γνωστή με ακρίβεια εκατοστού, όπως και η ταχύτητα που κινούμαστε, ή η δυνατότητα περιορισμού της ταχύτητάς μας σύμφωνα με τα όρια, ή οι κλήσεις που κάλλιστα θα μπορούν να πέφτουν αυτόματα κάθε φορά που κάνουμε κάτι παράνομο…  Κι από τι μπορεί να αντικατασταθεί η χαρά της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, η χαρά της ίδιας της ανθρώπινης αυτονομίας; Σίγουρα όχι από την αυτονομία των μηχανών. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, μπορεί οι προτεραιότητές μας να έχουν αλλάξει.

 

 

 

 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.