Editorial 575 - …και τώρα τα καλά νέα!

x
Από το

motomag

1/10/2017

Δεν ξέρω αν με το “είδος προς εξαφάνιση” editorial του προηγούμενου τεύχους σας έκανα την καρδιά μαύρη, κι αρχίσατε να υπολογίζετε πόσα χρόνια μένουν στις βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες, αλλά υπάρχουν και καλά νέα! Κι όσοι παραξενεύτηκαν με τις αναφορές στην αυτοκινητοβιομηχανία, ας την δουν και με άλλο μάτι, καθώς κάποιοι κατασκευαστές επιμένουν να εξελίσσουν τον κινητήρα εσωτερικής καύσης, δίνοντάς του τις προοπτικές για παράταση της διάρκειας ζωής του. Βλέπετε, πρέπει να υπάρχει μια κρίσιμη μάζα, ένας αριθμός κατασκευαστών ικανός να κάνει βιώσιμους τους βενζινοκινητήρες στο μέλλον, καθώς ένας μόνο δεν αρκεί – αλλά είναι μια καλή αρχή. Και ναι, μπορεί ως μοτοσυκλετιστές να μας πονάει το γεγονός πως η μοτοσυκλέτα έπεται του αυτοκινήτου στις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις τεχνολογίες που εξελίχθηκαν για αυτοκίνητα βρήκαν αργότερα τον δρόμο τους για τις μοτοσυκλέτες. Μία εξήγηση είναι η κατά πολύ μεγαλύτερη παγκοσμίως αγορά των αυτοκινήτων σε σχέση με των μοτοσυκλετών, κάτι που σε συνδυασμό με τις αυστηρότερες προδιαγραφές που ισχύουν για τα αυτοκίνητα αναγκάζει τους κατασκευαστές να καινοτομούν (ή να παρανομούν, βλέπε dieselgate…). Το μεγαλύτερο μέγεθος των αυτοκινήτων και το γεγονός πως τα μηχανικά τους μέρη είναι κρυμμένα κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή καινοτομιών όπως το ABS – μέχρι πρόσφατα υπήρχαν συστήματα ABS για μοτοσυκλέτες όπως το C-ABS της Honda που ζύγιζαν 10 κιλά, ενώ άλλα συστήματα ήταν στα 2 κιλά!

Κι επειδή θέλουμε μοτοσυκλέτες, και τις θέλουμε για πάντα, και ναι, μας αρέσει ο βενζινοκινητήρας σε σχέση με τους ηλεκτροκινητήρες, κάθε βοήθεια δεκτή που λένε, απ’ όπου κι αν προέρχεται! Πρόσφατα, η Mazda έδειξε τον SCCI SkyΑctiv-X κινητήρα της, που ελέγχοντας την καύση και με μπουζί αλλά και με αυτανάφλεξη μέσω της πίεσης μέσα στον θάλαμο καύσης, υπόσχεται 20-30% καλύτερη θερμική απόδοση, και άρα πολύ λιγότερους ρύπους, χωρίς θυσίες στην απόδοση, και ελάχιστη κατανάλωση.

Κι άλλοι κατασκευαστές, όπως η Mercedes και η General Motors, για χρόνια εξελίσσουν τέτοια συστήματα ελέγχου της καύσης, αλλά χωρίς ποτέ να βγάλουν κάτι σε παραγωγή, σε αντίθεση με την Mazda που θα έχει κινητήρα SCCI διαθέσιμο στο κοινό το 2019. Αλλά, για μια στιγμή! Μήπως στην μοτοσυκλέτα είχαμε κάτι αντίστοιχο; Μόνο η Honda είχε βγάλει σε παραγωγή μοτοσυκλέτα με σύστημα ελέγχου της αυτανάφλεξης, το CRM250AR ως κύκνειο άσμα των κατά Honda δίχρονων. Κι αυτός ο κινητήρας είχε πιο ομαλή λειτουργία και μικρότερη κατανάλωση, είχε δοκιμαστεί μάλιστα νικηφόρα σε έκδοση 400cc στο Granada-Dakar, με ψεκασμό όπως και τα τελευταία NSR500 της, και πάνω που όλοι ελπίζαμε πως ο δίχρονος θα πάρει παράταση ζωής από την εταιρία που ήθελε να τον θάψει – τον έθαψε, βάζοντάς τον στο πιο σκοτεινό ντουλάπι του R&D.

Kι όμως, ένας ψεκαστός δίχρονος AR κινητήρας θα μπορούσε να είναι μια άριστη εναλλακτική λύση απέναντι στα τετράχρονα, με το επιπλέον πλεονέκτημα του πολύ μικρότερου κόστους συντήρησης και επισκευής, όπως και βάρους. Τώρα, η Mazda τον επαναφέρει στο προσκήνιο, σε τετράχρονη έκδοση, και με κομπρέσορα. Μμμμ, συνδυασμός Kawasaki H2 με Honda AR, τέλεια! Για ένα διάστημα, είχα ένα CRM250AR, το οποίο μάλιστα είχα καστομάρει σε ΜacGrath Replica, και είχα διαπιστώσει από πρώτο χέρι πως έκανε όσα υποσχόταν. “Τετράχρονη” ποιότητα λειτουργίας συνδυασμένη με δίχρονα γκάζια, μικρή κατανάλωση και πολλά περιθώρια βελτίωσης: Με μια εξάτμιση aftermarket είχε πάρει 8 ολόκληρους ίππους! Κάπως έτσι, χάρη σε μια εταιρία αυτοκινήτων που δεν ψήνεται από το παραμύθι των ηλεκτρικών, μπορεί να δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα, να πάρουν θάρρος κι άλλοι κατασκευαστές και να παρουσιάσουν τις δικές τους λύσεις για το μέλλον των κινητήρων εσωτερικής καύσης (και η τεχνολογία της ελεγχόμενης μέσω της πίεσης αυτανάφλεξης, χρησιμοποιείται και στην Formula 1, οπότε τα εξαιρετικά φτωχά μίγματα δεν σημαίνουν απαραίτητα και απουσία σοβαρής ιπποδύναμης…).

 

Ένα ακόμη καλό νέο είναι πως οι μοτοσυκλέτες μικρού κυβισμού κάνουν δυναμικά την επανεμφάνισή τους – διαβάστε σ’ αυτό το τεύχος και το συγκριτικό των μικρών naked και την πρώτη οδηγική μας εμπειρία από το νέο BMW G310GS – κάτι που σημαίνει πως μπορούμε επιτέλους να ελπίζουμε σε είσοδο νέων αναβατών στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άνοδος των πωλήσεων των scooter την τελευταία δεκαετία έβλαψε την μοτοσυκλέτα, με την έννοια πως δεν υπήρχαν πια αρκετές και αρκετά ελκυστικές μικρές μοτοσυκλέτες “εισόδου”, που λογικά θα οδηγούσαν τους αναβάτες τους στο επόμενο βήμα, αυτό των μεγαλύτερων μοτοσυκλετών. Τα εργοστάσια στερήθηκαν έτσι μια μεγάλη πηγή εσόδων από βασικά μοντέλα, έσοδα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την εξέλιξη και την ύπαρξη των μεγαλύτερων. Επιπλέον, αποδείχθηκε πως οι αναβάτες των scooter που δεν ήταν από πριν μοτοσυκλετιστές πολύ σπάνια περνούν στην μοτοσυκλέτα, αφού δεν αποκτούν μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, αλλά απλά χρησιμοποιούν ένα μεταφορικό μέσο χωρίς να πολυσκοτίζονται για ο,τιδήποτε παραπέρα. Φυσικά και τα scooter εξυπηρετούν, φυσικά και έχουν βοηθήσει όλο το κύκλωμα της αγοράς να επιβιώσει αυτές τις δύσκολες εποχές, αλλά μοτοσυκλέτες δεν είναι, ούτε συμβάλλουν στο μέλλον της μοτοσυκλέτας. Έχουν τα πλεονεκτήματά τους, αλλά έχουν και μειονεκτήματα, και ήδη στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι πωλήσεις τους σημειώνουν πτώση. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως θα εξελιχθούν οι πωλήσεις τους καθώς όλο και περισσότερα μικρού κυβισμού μοντέλα από Ιαπωνικές, Ευρωπαϊκές και Ασιατικές εταιρίες θα κάνουν με αξιώσεις την εμφάνισή τους στην αγορά. 

 

Αλλά όχι πολύ μικρού κυβισμού, καθώς τα πενηντάρια που τόσο αγαπήσαμε φαίνεται πως δεν έχουν μέλλον, τουλάχιστον σε όσες χώρες υιοθετούν τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές ρύπων, όπως η Ιαπωνία. Η… μοτοσυκλετομάνα Ιαπωνία εναρμόνισε πρόσφατα τις προδιαγραφές της με της ΕΕ, θέλοντας να αποφύγει πια την παραγωγή μοντέλων ειδικά και μόνο για την Ιαπωνική αγορά, με την παραγωγή των περισσότερων πενηνταριών να σταματά και τα μοντέλα ως 110cc να έχουν αμφίβολο μέλλον. Σταματά έτσι η παραγωγή του θρυλικού παπιού C50 της Honda, που θα “αντικατασταθεί” από ηλεκτρικό. Φυλάξτε τα παπιά σας, δεν θα ξαναβγούν!   

Τα “επαγγελματικά” παπιά δεν θα είναι πια με κινητήρα εσωτερικής καύσης, καθώς δεν είναι εύκολη (διάβαζε: Είναι ακριβή) η προσαρμογή τους στις νέες προδιαγραφές. Ήδη, και στην Ευρωπαϊκή αγορά όπου τα παπιά έχουν πολύ μικρό ποσοστό, σημειώθηκαν απώλειες με την ισχύ των προδιαγραφών Euro4.

 

Υπάρχει όμως κι από αλλού ελπίδα για την ανανέωση τους ενδιαφέροντος για την μοτοσυκλέτα, με τους υπερτροφοδοτούμενους κινητήρες, που όπως δείχνει η τεχνολογία SCCI της Mazda, μπορούν να συνδυάσουν και γκάζια και οικονομία με ελάχιστους ρύπους. Περιμένουμε την παρουσίαση του Kawasaki H2GT, αλλά και του νέου Suzuki 650 V2 που έχουμε δει ως το πρωτότυπο Recursion και συνδυάζει κλασικά ενδιαφέρουσα εμφάνιση με τεχνολογία αιχμής στα μεσαία κυβικά. Στα Σαλόνια του φθινοπώρου, όπου θα δούμε όλα τα νέα μοντέλα για το ’18, θα επιβεβαιωθεί μια άνοιξη της μοτοσυκλέτας, με ανανεώσεις σε σημαντικές κατηγορίες όπως τα μεσαία on-off, αλλά και στις μοτοσυκλέτες γοήτρου που φτιάχνουν το μύθο. Υπάρχει λοιπόν ελπίδα για την μοτοσυκλέτα, κι εμείς στην Ελλάδα θα είμαστε με την ελπίδα πως θα την απολαύσουμε αυτή την άνοιξη, αν και όταν βγούμε από το βαθύ μας χειμώνα…  

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.