Editorial 575 - …και τώρα τα καλά νέα!

x
Από το

motomag

1/10/2017

Δεν ξέρω αν με το “είδος προς εξαφάνιση” editorial του προηγούμενου τεύχους σας έκανα την καρδιά μαύρη, κι αρχίσατε να υπολογίζετε πόσα χρόνια μένουν στις βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες, αλλά υπάρχουν και καλά νέα! Κι όσοι παραξενεύτηκαν με τις αναφορές στην αυτοκινητοβιομηχανία, ας την δουν και με άλλο μάτι, καθώς κάποιοι κατασκευαστές επιμένουν να εξελίσσουν τον κινητήρα εσωτερικής καύσης, δίνοντάς του τις προοπτικές για παράταση της διάρκειας ζωής του. Βλέπετε, πρέπει να υπάρχει μια κρίσιμη μάζα, ένας αριθμός κατασκευαστών ικανός να κάνει βιώσιμους τους βενζινοκινητήρες στο μέλλον, καθώς ένας μόνο δεν αρκεί – αλλά είναι μια καλή αρχή. Και ναι, μπορεί ως μοτοσυκλετιστές να μας πονάει το γεγονός πως η μοτοσυκλέτα έπεται του αυτοκινήτου στις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις τεχνολογίες που εξελίχθηκαν για αυτοκίνητα βρήκαν αργότερα τον δρόμο τους για τις μοτοσυκλέτες. Μία εξήγηση είναι η κατά πολύ μεγαλύτερη παγκοσμίως αγορά των αυτοκινήτων σε σχέση με των μοτοσυκλετών, κάτι που σε συνδυασμό με τις αυστηρότερες προδιαγραφές που ισχύουν για τα αυτοκίνητα αναγκάζει τους κατασκευαστές να καινοτομούν (ή να παρανομούν, βλέπε dieselgate…). Το μεγαλύτερο μέγεθος των αυτοκινήτων και το γεγονός πως τα μηχανικά τους μέρη είναι κρυμμένα κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή καινοτομιών όπως το ABS – μέχρι πρόσφατα υπήρχαν συστήματα ABS για μοτοσυκλέτες όπως το C-ABS της Honda που ζύγιζαν 10 κιλά, ενώ άλλα συστήματα ήταν στα 2 κιλά!

Κι επειδή θέλουμε μοτοσυκλέτες, και τις θέλουμε για πάντα, και ναι, μας αρέσει ο βενζινοκινητήρας σε σχέση με τους ηλεκτροκινητήρες, κάθε βοήθεια δεκτή που λένε, απ’ όπου κι αν προέρχεται! Πρόσφατα, η Mazda έδειξε τον SCCI SkyΑctiv-X κινητήρα της, που ελέγχοντας την καύση και με μπουζί αλλά και με αυτανάφλεξη μέσω της πίεσης μέσα στον θάλαμο καύσης, υπόσχεται 20-30% καλύτερη θερμική απόδοση, και άρα πολύ λιγότερους ρύπους, χωρίς θυσίες στην απόδοση, και ελάχιστη κατανάλωση.

Κι άλλοι κατασκευαστές, όπως η Mercedes και η General Motors, για χρόνια εξελίσσουν τέτοια συστήματα ελέγχου της καύσης, αλλά χωρίς ποτέ να βγάλουν κάτι σε παραγωγή, σε αντίθεση με την Mazda που θα έχει κινητήρα SCCI διαθέσιμο στο κοινό το 2019. Αλλά, για μια στιγμή! Μήπως στην μοτοσυκλέτα είχαμε κάτι αντίστοιχο; Μόνο η Honda είχε βγάλει σε παραγωγή μοτοσυκλέτα με σύστημα ελέγχου της αυτανάφλεξης, το CRM250AR ως κύκνειο άσμα των κατά Honda δίχρονων. Κι αυτός ο κινητήρας είχε πιο ομαλή λειτουργία και μικρότερη κατανάλωση, είχε δοκιμαστεί μάλιστα νικηφόρα σε έκδοση 400cc στο Granada-Dakar, με ψεκασμό όπως και τα τελευταία NSR500 της, και πάνω που όλοι ελπίζαμε πως ο δίχρονος θα πάρει παράταση ζωής από την εταιρία που ήθελε να τον θάψει – τον έθαψε, βάζοντάς τον στο πιο σκοτεινό ντουλάπι του R&D.

Kι όμως, ένας ψεκαστός δίχρονος AR κινητήρας θα μπορούσε να είναι μια άριστη εναλλακτική λύση απέναντι στα τετράχρονα, με το επιπλέον πλεονέκτημα του πολύ μικρότερου κόστους συντήρησης και επισκευής, όπως και βάρους. Τώρα, η Mazda τον επαναφέρει στο προσκήνιο, σε τετράχρονη έκδοση, και με κομπρέσορα. Μμμμ, συνδυασμός Kawasaki H2 με Honda AR, τέλεια! Για ένα διάστημα, είχα ένα CRM250AR, το οποίο μάλιστα είχα καστομάρει σε ΜacGrath Replica, και είχα διαπιστώσει από πρώτο χέρι πως έκανε όσα υποσχόταν. “Τετράχρονη” ποιότητα λειτουργίας συνδυασμένη με δίχρονα γκάζια, μικρή κατανάλωση και πολλά περιθώρια βελτίωσης: Με μια εξάτμιση aftermarket είχε πάρει 8 ολόκληρους ίππους! Κάπως έτσι, χάρη σε μια εταιρία αυτοκινήτων που δεν ψήνεται από το παραμύθι των ηλεκτρικών, μπορεί να δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα, να πάρουν θάρρος κι άλλοι κατασκευαστές και να παρουσιάσουν τις δικές τους λύσεις για το μέλλον των κινητήρων εσωτερικής καύσης (και η τεχνολογία της ελεγχόμενης μέσω της πίεσης αυτανάφλεξης, χρησιμοποιείται και στην Formula 1, οπότε τα εξαιρετικά φτωχά μίγματα δεν σημαίνουν απαραίτητα και απουσία σοβαρής ιπποδύναμης…).

 

Ένα ακόμη καλό νέο είναι πως οι μοτοσυκλέτες μικρού κυβισμού κάνουν δυναμικά την επανεμφάνισή τους – διαβάστε σ’ αυτό το τεύχος και το συγκριτικό των μικρών naked και την πρώτη οδηγική μας εμπειρία από το νέο BMW G310GS – κάτι που σημαίνει πως μπορούμε επιτέλους να ελπίζουμε σε είσοδο νέων αναβατών στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άνοδος των πωλήσεων των scooter την τελευταία δεκαετία έβλαψε την μοτοσυκλέτα, με την έννοια πως δεν υπήρχαν πια αρκετές και αρκετά ελκυστικές μικρές μοτοσυκλέτες “εισόδου”, που λογικά θα οδηγούσαν τους αναβάτες τους στο επόμενο βήμα, αυτό των μεγαλύτερων μοτοσυκλετών. Τα εργοστάσια στερήθηκαν έτσι μια μεγάλη πηγή εσόδων από βασικά μοντέλα, έσοδα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την εξέλιξη και την ύπαρξη των μεγαλύτερων. Επιπλέον, αποδείχθηκε πως οι αναβάτες των scooter που δεν ήταν από πριν μοτοσυκλετιστές πολύ σπάνια περνούν στην μοτοσυκλέτα, αφού δεν αποκτούν μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, αλλά απλά χρησιμοποιούν ένα μεταφορικό μέσο χωρίς να πολυσκοτίζονται για ο,τιδήποτε παραπέρα. Φυσικά και τα scooter εξυπηρετούν, φυσικά και έχουν βοηθήσει όλο το κύκλωμα της αγοράς να επιβιώσει αυτές τις δύσκολες εποχές, αλλά μοτοσυκλέτες δεν είναι, ούτε συμβάλλουν στο μέλλον της μοτοσυκλέτας. Έχουν τα πλεονεκτήματά τους, αλλά έχουν και μειονεκτήματα, και ήδη στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι πωλήσεις τους σημειώνουν πτώση. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως θα εξελιχθούν οι πωλήσεις τους καθώς όλο και περισσότερα μικρού κυβισμού μοντέλα από Ιαπωνικές, Ευρωπαϊκές και Ασιατικές εταιρίες θα κάνουν με αξιώσεις την εμφάνισή τους στην αγορά. 

 

Αλλά όχι πολύ μικρού κυβισμού, καθώς τα πενηντάρια που τόσο αγαπήσαμε φαίνεται πως δεν έχουν μέλλον, τουλάχιστον σε όσες χώρες υιοθετούν τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές ρύπων, όπως η Ιαπωνία. Η… μοτοσυκλετομάνα Ιαπωνία εναρμόνισε πρόσφατα τις προδιαγραφές της με της ΕΕ, θέλοντας να αποφύγει πια την παραγωγή μοντέλων ειδικά και μόνο για την Ιαπωνική αγορά, με την παραγωγή των περισσότερων πενηνταριών να σταματά και τα μοντέλα ως 110cc να έχουν αμφίβολο μέλλον. Σταματά έτσι η παραγωγή του θρυλικού παπιού C50 της Honda, που θα “αντικατασταθεί” από ηλεκτρικό. Φυλάξτε τα παπιά σας, δεν θα ξαναβγούν!   

Τα “επαγγελματικά” παπιά δεν θα είναι πια με κινητήρα εσωτερικής καύσης, καθώς δεν είναι εύκολη (διάβαζε: Είναι ακριβή) η προσαρμογή τους στις νέες προδιαγραφές. Ήδη, και στην Ευρωπαϊκή αγορά όπου τα παπιά έχουν πολύ μικρό ποσοστό, σημειώθηκαν απώλειες με την ισχύ των προδιαγραφών Euro4.

 

Υπάρχει όμως κι από αλλού ελπίδα για την ανανέωση τους ενδιαφέροντος για την μοτοσυκλέτα, με τους υπερτροφοδοτούμενους κινητήρες, που όπως δείχνει η τεχνολογία SCCI της Mazda, μπορούν να συνδυάσουν και γκάζια και οικονομία με ελάχιστους ρύπους. Περιμένουμε την παρουσίαση του Kawasaki H2GT, αλλά και του νέου Suzuki 650 V2 που έχουμε δει ως το πρωτότυπο Recursion και συνδυάζει κλασικά ενδιαφέρουσα εμφάνιση με τεχνολογία αιχμής στα μεσαία κυβικά. Στα Σαλόνια του φθινοπώρου, όπου θα δούμε όλα τα νέα μοντέλα για το ’18, θα επιβεβαιωθεί μια άνοιξη της μοτοσυκλέτας, με ανανεώσεις σε σημαντικές κατηγορίες όπως τα μεσαία on-off, αλλά και στις μοτοσυκλέτες γοήτρου που φτιάχνουν το μύθο. Υπάρχει λοιπόν ελπίδα για την μοτοσυκλέτα, κι εμείς στην Ελλάδα θα είμαστε με την ελπίδα πως θα την απολαύσουμε αυτή την άνοιξη, αν και όταν βγούμε από το βαθύ μας χειμώνα…  

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!