Editorial 571 - Zen και εργαλεία

x
Από το

motomag

1/6/2017

O Robert M. Pirsig, ο συγγραφέας του Zen and the Αrt of Μotorcycle Μaintainance, πέθανε τον Απρίλιο, στα 88 του. Δεν είχα ευχαριστηθεί το βιβλίο του. Στα εικοσικάτι μου, με τράβηξε αμέσως ο τίτλος του, αλλά ζορίστηκα για να το διαβάσω, απογοητευμένος από την έλλειψη πολλής μοτοσυκλέτας, ή της συντήρησης της μοτοσυκλέτας. Άλλο περίμενα να βρω, κι άλλο βρήκα, αφού δεν με ενδιέφεραν οι φιλοσοφικές ανησυχίες κι αναζητήσεις του Pirsig, κι απογοητεύτηκα. Δεν ήμουν ο μόνος. Για διαφορετικούς λόγους, όταν ο Pirsig έστειλε ένα προσχέδιο του βιβλίου σε εκδοτικούς οίκους, 121 από αυτούς το απέρριψαν, πριν τελικά βρει εκδότη. Η ζωή του όμως, είναι – σε πρώτη ανάγνωση – πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το βιβλίο, κι εξηγεί επαρκώς γιατί έγραψε το Zen, και γιατί έγραψε και το Lily, το επόμενο και τελευταίο του βιβλίο.

 

Γεννημένος το ’28 στην Minnesota, είχε Σουηδική και Γερμανική καταγωγή. Ήταν αυτό που λέμε παιδί θαύμα: Στα εννέα του είχε IQ 170, και “πήδηξε” πολλές τάξεις, με αποτέλεσμα να πάρει το δίπλωμα University High School της Minnesota, περνώντας κατ’ ευθείαν στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Βιοχημεία. Τον ενδιέφερε η επιστήμη ως αυτοσκοπός, κι όχι ως καριέρα. Το… πολύ μυαλό όμως τον άφηνε ανικανοποίητο, έχασε το ενδιαφέρον για τις σπουδές του, κι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο.  

Πήγε στο στρατό στα 18 του, στην Νότια Κορέα για δύο χρόνια. Μετά αποφάσισε να τελειώσει τις σπουδές του, όπως και έκανε, πηγαίνοντας μετά στο Benares Hindu University στην India, για να σπουδάσει ανατολική φιλοσοφία, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ για να πάρει άλλο ένα master στην δημοσιογραφία, το 1958. Δίδαξε σε Πανεπιστήμια της Montana και του Illinois.

 

Ο Pirsig όμως θα βίωνε μια νευρική κατάρρευση, μπαινοβγαίνοντας σε ψυχιατρεία για δύο χρόνια, ως το '63. Διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και κατάθλιψη, και τότε η θεραπεία περιλάμβανε και ηλεκτροσόκ, κάτι που αναφέρει και στο Ζen. Mέσα σ’ όλα αυτά, του άρεσαν και οι μοτοσυκλέτες. Ήταν και πολύ καλός μηχανικός, πάντα συντηρούσε τις μοτοσυκλέτες του μόνος του. “Στο αυτοκίνητο είσαι πάντα μέσα σε ένα κουτί, κι επειδή το έχεις συνηθίσει δεν συνειδητοποιείς πως ό,τι βλέπεις από τα παράθυρα είναι απλά κι άλλη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής που μετακινείται βαρετά βλέποντας μέσα από το ίδιο πλαίσιο. Με την μοτοσυκλέτα, αυτό το πλαίσιο φεύγει, και βρίσκεσαι σε πλήρη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στο σκηνικό, όχι πια απλός θεατής, κι η αίσθηση της παρουσίας είναι καθηλωτική”, είχε γράψει ο Pirsig. “Το κριτήριο για την μοτοσυκλέτα είναι η ικανοποίηση που σου δίνει. Δεν υπάρχει άλλο. Αν σου δίνει γαλήνη, τότε είναι η σωστή. Αν σε ενοχλεί κάτι, είναι λάθος, μέχρι να αλλάξει είτε η μοτοσυκλέτα είτε το δικό σου μυαλό”. Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του για την ποιότητα και την αλήθεια περιστρέφονταν και γύρω από την μοτοσυκλέτα: “Αν και φιλοσοφικά η οδήγηση μοτοσυκλέτας ανήκει στους Ρομαντικούς, η συντήρησή της είναι εντελώς και γνήσια Κλασική”. Είχε δει πως μπορούσες να μιλήσεις για πολύ μεγάλα ζητήματα, μέσω απλών πραγμάτων. “Άλλοι μπορεί να μιλάνε για το πώς θα αλλάξουν την μοίρα της ανθρωπότητας. Εγώ απλά θέλω να μιλώ για το πώς επισκευάζονται οι μοτοσυκλέτες. Σκέφτομαι πως αυτά που έχω να πω θα έχουν αξία που θα διαρκέσει περισσότερο. Γιατί αυτό που λέμε Θεός μπορεί να κατοικεί εξίσου άνετα στα γρανάζια του κιβωτίου της μοτοσυκλέτας, όσο και στην κορυφή ενός βουνού ή τα πέταλα ενός λουλουδιού”. O υπότιτλος του Zen, του πρώτου του βιβλίου, είναι “Μια έρευνα για τις Αξίες”, κι ο Pirsig, σχιζοφρενής, έρχεται αντιμέτωπος με το δικό του alter ego, τον Φαίδρο, αναζητώντας την ποιότητα (υπάρχει; Δεν υπάρχει; Αν δεν μπορούμε να την ορίσουμε, υπάρχει;), μια ευμετάβλητη αξία διαφορετική από τον ορισμό του Αριστοτέλη για την αλήθεια ως κάτι το απόλυτο.     

Το 1968, εν μέσω Βιετνάμ και λίγο πριν το Woodstock, εποχή αλλαγών για την Αμερικανική και όχι μόνο κοινωνία, ο Pirsig έστειλε μια σύνοψη και δείγματα γραφής για το βιβλίο που θα έγραφε, σε 122 εκδότες. Μόνο ένας έδειξε κάποιο ενδιαφέρον, εξηγώντας του πως δεν θα έπρεπε να περιμένει και πολλά, ούτε ως προκαταβολή, ούτε σε πωλήσεις. O Pirsig δεν πτοήθηκε. Μέσα σ’ έναν μήνα είχε ξεκινήσει με το Honda Super Hawk του, με συνεπιβάτη τον δεκάχρονο γιό του Chris και παρέα ένα ζευγάρι φίλων, για ένα ταξίδι 17 ημερών από την Minneapolis ως το San Francisco. Μετά το ταξίδι, του πήρε έξι χρόνια για να γράψει το Zen (μάλιστα το τελείωσε μια φορά, το πέταξε και μετά το ξανάγραψε). Οι 700.000 λέξεις του μειώθηκαν στις 200.000 από τον εκδότη κι έγιναν αμέσως bestseller, καθώς εκατομμύρια αναγνώστες το είδαν ως οδηγό για την μετάβαση από την κουλτούρα των επαναστατικών ‘60s στην γενιά των ‘70s. Το Zen and the Art of Motorcycle Maintenance, αναφέρεται στην αναζήτηση της ποιότητας. Αν και φαινομενικά είναι μια αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, ενός ταξιδιού με μοτοσυκλέτα, στην ουσία περιγράφει μια εξερεύνηση της μεταφυσικής της Δυτικής κουλτούρας. Ασχολείται με την φιλοσοφία, με τους Σωκρατικούς και προ-Σωκρατικούς, τους Σοφιστές και τον Πλάτωνα, βάζοντας τον Φαίδρο να συνδέει το τότε με το δικό του σήμερα, αναφερόμενος παράλληλα και σε πυκνωτές, πλατίνες, πατέντες. Η ποιότητα τον απασχολούσε ως συνδετικός κρίκος των Δυτικών και Ανατολικών κοσμοθεωριών.  

 

Αργότερα, το 1974, ο Pirsig πήρε μια χορηγία από το Guggenheim για να γράψει την συνέχεια, το Lila, Μια έρευνα για την Ηθική. Αυτό που τον απασχολεί στο Lila είναι η αντίληψη της πραγματικότητας, μέσα από την αφήγηση ενός καπετάνιου ιστιοπλοϊκού (το οποίο και αγόρασε με τα χρήματα της χορηγίας!). Και εδώ έχουμε ένα πλαίσιο προσωπικών εμπειριών, καθώς ο Pirsig ήταν ικανός πλοηγός και ιστιοπλόος, έχοντας διασχίσει δύο φορές τον Ατλαντικό με το μικρό σκάφος του, την Αρετή.

Ο Pirsig αγαπούσε την τεχνολογία. Την θεωρούσε ένα πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο σε σχέση με την φιλοσοφία, όπου μπορούσες να έχεις συγκεκριμένες απαντήσεις, αλήθειες, αντί για “Ένα εστιατόριο με μενού 30.000 σελίδων, χωρίς όμως φαγητό”, όπως είχε γράψει. Η ενασχόλησή του με τις μοτοσυκλέτες και την συντήρησή τους, τον έκανε να διαχωρίζει την οδήγηση (το Καλό) από την συντήρηση και την επισκευή (το Αληθές). Όταν κάτι δεν πάει καλά με μια μοτοσυκλέτα, δεν φτιάχνεται ως δια μαγείας από μόνο του. Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, εφαρμόζοντας μια αναλυτική διαδικασία. Και μπορεί να το κάνει μόνο μέσω αληθών απαντήσεων – οι βαλβίδες χρειάζονται ένα συγκεκριμένο και ακριβές διάκενο, κι όχι κάτι απροσδιόριστο. Ο ίδιος έλεγε πως το βιβλίο του “δεν λέει και πολλά, ούτε για την ανατολική φιλοσοφία, ούτε για την συντήρηση της μοτοσυκλέτας”. Ήθελε οι αναγνώστες να κάνουν το ταξίδι μαζί του, και να απαντήσουν μόνοι τους τα ερωτήματα που τους απασχολούν. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ζωή του και τα βιβλία του ήταν απλά μια αναζήτηση για την βεβαιότητα, για την σιγουριά. Όπως πάντα, χρησιμοποιώντας την μοτοσυκλέτα και ως μεταφορά και ως κυριολεξία, φαίνεται πως μόνο εκεί την έβρισκε: “Αγοράστε τα καλύτερα εργαλεία που μπορείτε. Δεν θα το μετανιώσετε ποτέ. Τα καλά εργαλεία δεν χαλάνε, δεν φθείρονται. Αγοράστε ακόμα και μεταχειρισμένα, αλλά κορυφαίας ποιότητας εργαλεία. Θα είναι πολύ καλύτερα απ’ το να πάρετε καινούργια, αλλά κατώτερης ποιότητας” – R. Pirsig.

Μπορεί να δοκιμάσω να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή. Ως τότε, θα ασχολούμαι με την συντήρηση των μοτοσυκλετών μου. Κρατάει το κεφάλι μου πιο καθαρό.

 

 

542 editorial - τηλεγραφήματα από το 2015

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

7/1/2015

 

οι εντουρόβολτες

Τα πρωταθλήματα υπάρχουν γι’ αυτούς που κάνουν πρωταθλητισμό, τους αγώνες όμως στηρίζουν οι ερασιτέχνες που κάνουν το χόμπυ τους. Χωρίς αυτούς τους τελευταίους, δεν υπάρχουν και αγώνες γι’ αυτούς που κάνουν πρωταθλητισμό. απ’ την άλλη, ισχύει εξίσου πως όταν τρέχει κάποιος σε αγώνα, τρέχει για να νικήσει. Δεν υπάρχει άλλος λόγος, δεν τρέχει για να χαζέψει το τοπίο ή να πάει βόλτα. Αυτό φαίνεται πως έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του ερασιτέχνη, έχουμε όμως πάμπολλα παραδείγματα όπου οι "ερασιτέχνες" κέρδισαν τους "επαγγελματίες". Και οι δύο έννοιες είναι παρεξηγημένες στην Ελλάδα. Οι ερασιτέχνες έχουν τη ρετσινιά του  "χαβαλέ", και οι "επαγγελματίες" θεωρούν πως επειδή θεωρούν πως το βλέπουν "σοβαρά", πρέπει να ζουν από τους αγώνες ή τουλάχιστον, οι χορηγοί να κάνουν ουρά στην πόρτα τους για να τους γεμίσουν χρήμα. Αυτό όμως γίνεται μόνο για ελάχιστους κορυφαίους αναβάτες στα παγκόσμια πρωταθλήματα. Ο γενικός και απαράβατος κανόνας είναι πως ο κάθε αναβάτης ματώνει οικονομικά, οικογενειακά, κοινωνικά, σωματικά, ψυχολογικά και ό,τι άλλο σκεφτείτε, μόνο και μόνο για να κάνει αυτό που του αρέσει. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Και ίσως, ίσως κάποτε, αν είναι πολύ ικανός και πολύ τυχερός, να φτάσει στο στάδιο να τον πληρώνουν αντί να πληρώνει. Με αυτή την έννοια, όλοι οι αγωνιζόμενοι του κόσμου εκτός από ελάχιστους, είναι χομπίστες: Πληρώνουν για να τρέχουν, γιατί έτσι τους αρέσει κι έτσι είναι. Πρέπει να είναι μοναδικό ελληνικό φαινόμενο αυτό του αγωνιζόμενου που μόλις τρέξει μερικούς αγώνες, γκρινιάζει γιατί όλοι οι υπόλοιποι "δεν βοηθάνε", ενώ ο μόνος που πρέπει να βοηθήσει είναι η δική του τσέπη.

Τα σκεπτόμουν όλα αυτά με αφορμή την τεράστια επιτυχία και διάδοση που έχουν οι οργανωμένες εντουρόβολτες, που τα τελευταία λίγα χρόνια γνωρίζουν όλο και μεγαλύτερη επιτυχία στην Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη. Το πλήθος των διοργανώσεων και οι αριθμοί των συμμετοχών δείχνουν πως οι διοργανώσεις αυτές καλύπτουν μια πραγματική ανάγκη για όλους αυτούς που αγαπούν το εντούρο, αλλά που δεν επιθυμούν να συμμετέχουν σε πρωταθλήματα. Οι λόγοι μπορεί να είναι όσοι και οι αναβάτες, σίγουρα όμως παίζουν ρόλο η πίεση και το άγχος ενός αγώνα, και φυσικά     τα έξοδα. Μια εντουρόβολτα δεν έχει χρονόμετρα, κάνεις τη διαδρομή με την παρέα σου, σταματάς όπου θες, οδηγείς με το ρυθμό σου και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να ευχαριστηθείς οδήγηση με τους φίλους σου.

Το όλο σκηνικό έχει τις αναλογίες του με την εποχή του εναλλακτικού εντούρο: Διοργανώσεις εκτός πρωταθλημάτων, εκτός της εποπτείας της "αρχής του σπορ". Μόνο που εδώ δεν μιλάμε για αγώνες, αλλά για βόλτες. Και η σημερινή αρχή του σπορ, η ΑΜΟΤΟΕ, θα έπρεπε να χαίρεται που έχει αναπτυχθεί ένα τέτοιο ρεύμα ενεργών αναβατών, που επιτρέπει και σε όσους πρωτοασχολούνται με το εντούρο να γνωρίσουν τον κόσμο του και να αποφασίσουν αν θέλουν να ασχοληθούν στο μέλλον με τους αγώνες, αντί να βλέπει αυτές τις διοργανώσεις ως "διαφυγόντα κέρδη".  

 

Το μέλλον λέγεται Ασία;

Υπάρχει μια διάχυτη ανησυχία σχετικά με τις προτεραιότητες των κατασκευαστών. Με τις αγορές της Ασίας να πραγματοποιούν πωλήσεις ρεκόρ, όλο και περισσότεροι κατασκευαστές όχι μόνο φτιάχνουν εργοστάσια εκεί, αλλά εξελίσσουν και μοντέλα ειδικά γι’ αυτές. Αυτό, θα μου πείτε, δεν είναι κάτι καινούργιο. Η ανησυχία αφορά την εξέλιξη νέων μοντέλων, αφού κάλλιστα οι κατασκευαστές θα μπορούσαν να παραμελήσουν τις μοτοσυκλέτες που προτιμούνται στην Ευρώπη, για να αφοσιωθούν στα μικρά Ασιατικά δίκυκλα, τη στιγμή μάλιστα που σε ορισμένες χώρες δεν επιτρέπονται μοτοσυκλέτες μεγαλύτερες από 250 κυβικά. Αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχούμε, για πολλούς λόγους. Μια ματιά μόνο στις μοτοσυκλέτες που παρουσιάστηκαν στις φετινές εκθέσεις δείχνει πως οι μοτοσυκλέτες – όνειρα είναι πάντα εδώ, καλύτερες από ποτέ. Επίσης, ακριβώς χάρη σε αυτές τις αγορές, όπως της Ινδίας, που τώρα ανακαλύπτουν τις "ευρωπαϊκού τύπου" μοτοσυκλέτες, έχουμε μια αναβίωση των ικανών και επιθυμητών μικρών, κάτω από 500 κυβικά, είδος που κόντευε να εξαφανιστεί. Υπάρχουν φήμες μέχρι και για αναβίωση τετρακύλινδρων 250... Τρίτον και σημαντικότερον, όπως διαβεβαιώνουν κορυφαία στελέχη ιαπωνικών εταιριών, "Τα κέρδη έρχονται από τις μεγάλες και ακριβές μοτοσυκλέτες που πωλούνται στην Ευρώπη", κάτι λογικό αφού τα περιθώρια κέρδους των βασικών μεταφορικών μέσων στις πολύ ανταγωνιστικές ασιατικές αγορές είναι πολύ μικρά.

 

Στρώσιμο νέων αναβατών

Κι έρχεται κάποια στιγμή που ο ελπιδοφόρος νέος, πρωταθλητής ή πολλά υποσχόμενος στη Moto2 ή Μoto3, κάνει το μεγάλο άλμα και υπογράφει με ομάδα MotoGP. Πως τον στρώνεις αυτόν; Τον δουλεύεις προσεκτικά τα πρώτα 1.000 χιλιόμετρα; Αυτό δεν πιάνει ούτε στα μηχανάκια. Κάποιος λογικός μπορεί να πρότεινε να κάνει τις πρώτες μέρες δοκιμών με το κτήνος των 260 ίππων με τα ηλεκτρονικά στο φουλ, να τον πηγαίνουν από το χεράκι σε κάθε στροφή και να του βαστάνε την πλάτη μη φάει κανένα καπάκι στην ευθεία. Αμ δε. Έτσι δεν θα μάθαινε ποτέ. Η μέθοδος των ομάδων είναι πιο απλή, και πιο άμεση. Απενεργοποιούν όλα τα ηλεκτρονικά. ΟΛΑ. Η μόνη παραχώρηση είναι πως φορτώνουν ένα χάρτη διαχείρισης κινητήρα πιο ήρεμο, για να έχουν και κάποια ελπίδα πως δεν θα γυρίσει στα πιτς μετά τον πρώτο γύρο, θα παραιτηθεί και θα αρχίσει το σκάκι. Και τον αμολάνε στην πίστα. Για να μάθει τι μπορεί να κάνει το γκάζι για κείνον, τι μπορεί να κάνει η μοτοσυκλέτα και πόσο μπορεί να τον ανεχτεί πάνω της. Κάτι σαν να ρίχνεις έναν αθώο πιτσιρικά στο κρεβάτι με μια λυσσασμένη νυμφομανή. Που θα πάει, θα μάθει. Σιγά σιγά, του ανεβάζουν την ισχύ μέχρι την πλήρη απόδοση, και στην διαδικασία ο νέος μαθαίνει που είναι το όριο, το δικό του και της μοτοσυκλέτας. Γιατί πρέπει να ξέρει από τι ακριβώς τον γλιτώνουν τα ηλεκτρονικά, πως θα τα εκμεταλλευτεί για να πάει πιο γρήγορα, και που είναι η "οριακή ζώνη" στην οποία θα κληθεί να λειτουργεί αν θέλει να κάνει κάτι στους αγώνες. Μετά, αφού τα έχει δει όλα και πετάγεται τα βράδια απ’ τον ύπνο του ουρλιάζοντας, του προσθέτουν μία-μία ηλεκτρονική λειτουργία για να τη συνηθίσει και να αποφασίσει πόση από την παρέμβασή της χρειάζεται. Κάπου εκεί θα επιστρέφει και η ελπίδα, "τελικά μπορεί και να τη βγάλω καθαρή" θα σκέφτεται ο νέος. 

 

Άρρωστα εγκεφαλάκια

Αργά ή γρήγορα θα γινόταν. Με τα ηλεκτρονικά να εξελίσσονται όλο και περισσότερο, οι συνηθισμένες βλάβες θα γίνουν εντελώς μπλαζέ. Εδώ και χρόνια έχουμε ξεχάσει το "μου κόπηκε η ντίζα", κι έχει προ πολλού γίνει κατάρα το "να σου καεί η ηλεκτρονική". Κι εντάξει, αν σου καεί η ηλεκτρονική, απλώς μένεις. Τι γίνεται όμως όταν τρελαίνονται τα ηλεκτρονικά που έχουν άμεση σχέση με την ασφάλεια, κι έχουμε μάθει να εμπιστευόμαστε; Τα ανησυχητικά νέα έρχονται από τον κόσμο του αυτοκινήτου, όπου το κακό με τα "εγκεφαλάκια" έχει παραγίνει, αφού κάθε μεσαίο προς καλό αυτοκίνητο έχει καμιά εικοσαριά από δαύτα. Κολλάνε ιούς από τα διαγνωστικά, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Άκουσα για ένα τρελαμένο αυτόματο κιβώτιο εντελώς καινούργιου αυτοκινήτου, που έκανε ό,τι ήθελε, αλλάζοντας απρόβλεπτα σχέσεις, κι ευτυχώς που το πήραν χαμπάρι πριν παραδοθεί στον πελάτη. Και στο αυτοκίνητο είσαι σαφώς πιο ασφαλής απ’ ότι στην μοτοσυκλέτα. Τρέμω στην ιδέα ενός cornering ΑΒS με ίωση, ενός traction control με ανεμοβλογιά, που ΞΑΦΝΙΚΑ θα αποφασίσουν να μην λειτουργήσουν ή να κάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ότι την προηγούμενη φορά. Μοτοσυκλέτα με απρόβλεπτες αντιδράσεις; Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο. Προτείνω να εφευρεθούν προφυλακτικά για διαγνωστικά. Δεν μπορεί να μπριζώνεις τη μοτοσυκλέτα σου με καβλιτζέκι διαγνωστικού που δεν ξέρεις που είχε μπει πριν και τι είχε κολλήσει.  

 

Δε θα μού ‘ρθεις; Θα μού ‘ρθεις...

Μαθαίνω πως υπάρχουν αλήτες συνεργειάδες αυτοκινήτων που προγραμματίζουν "τάχα βλάβες" στα αυτοκίνητα που περνάνε από τα συνεργεία τους, και την καθορισμένη ημερομηνία ανάβει η ένδειξη "check engine", για να τρέξει ο πελάτης πανικόβλητος στο συνεργείο και να τα σκάσει χοντρά απλώς για να του σβήσουν τη βλάβη και να προγραμματίσουν την επόμενη! Πόσοι μπορούν να ελέγξουν αν όντως έχει πρόβλημα; Κι αν γίνεται στο αυτοκίνητο, θα γίνεται και στις μοτοσυκλέτες, οπότε το νου σας. Πάνε πια οι παλιές καλές λαμογιές των συνεργείων, ήρθαν νέες, πιο digital. Μεταξύ μας, ακόμα κι εκείνος ο παλιός μάστορας που του πήγαν τετρακύλινδρο για μπιέλα και το απόγευμα το είχε "έτοιμο" λέγοντας "εγώ τους βγάζω από το πλάι τους στροφάλους, άμα ξέρεις δεν είναι δύσκολο", καλύτερος μου φαίνεται, και καταλάβαινες και πιο εύκολα τα παραμύθια του.

 

3D printing επιτόπου

Όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, θα υπάρχει μια εναλλακτική λύση στον παραδοσιακό κύκλο ανταλλακτικών και αξεσουάρ. Αντί για να παράγονται κάπου, να μεταφέρονται, να στοκάρονται σε αποθήκες, να παραγγέλλονται και να αποστέλλονται στο μαγαζί κι από κει στον πελάτη, το κέντρο 3D printing της κάθε εταιρίας, στην κάθε χώρα, θα μπορεί να φτιάχνει επιτόπου, την στιγμή που ζητιούνται, πολλά από αυτά. Οι τρισδιάστατες εκτυπώσεις θα αλλάξουν πολλά στον κόσμο μας, κι όχι μόνο στα ανταλλακτικά και αξεσουάρ για μοτοσυκλέτες, αλλά και για ανθρώπους.

 

Dakar: Πόσο κάνει;

Παραδοσιακά πια, η χρονιά ξεκινά με Dakar. Κι έχω ακούσει πολλούς να λένε "αν είχα λεφτά...". Εμ τι, χωρίς λεφτά; Αλλά πόσα; Έχουμε και λέμε, και ετοιμαστείτε να λέτε (εσείς που θέλετε να πάτε) τα κάλαντα όλη τη χρονιά, μπας και μαζέψετε χρήματα για το... εισιτήριο. Η συμμετοχή κοστίζει 4.800 ευρώ για αναβάτη και μοτοσυκλέτα, 12.000 ευρώ για κάθε μέλος της ομάδας και 4.000 ευρώ για κάθε όχημα υποστήριξης. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν τα αεροπορικά εισιτήρια και όλα τα υπόλοιπα έξοδα. Η συμμετοχή δύο αναβατών, με υποστήριξη ένα βανάκι με οδηγό και μηχανικό, κοστίζει πάνω από 160.000 ευρώ. Υπολογίστε τώρα πόσο στοιχίζει η συμμετοχή μιας ομάδας σαν της Honda, με πέντε αναβάτες, πάνω από 60 άτομα και πολλά φορτηγά υποστήριξης...

 

30 χρόνια ΜΟΤΟ

Δεκέμβριος του 1985, και στα περίπτερα εμφανίζεται ένα περιοδικό με λογότυπο-αερογραφία. Ένας αγριεμένος αετός (πολύ screaming o eagle) και κολλητά η λέξη ΜΟΤΟ. Στο εξώφυλλο γράφει "1/ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1986/ΔΡΧ. 200" κι έχει το μπροστινό ενός Kawasaki GPz900R μέσα στο σκοτάδι, με κάτι ψυχεδελικές φωτεινές γραμμές. Ήταν μια αποτυχημένη νυχτερινή φωτογράφιση, κι ελλείψει καλύτερης, μπήκε αυτή η φωτογραφία (προφανώς για να περάσει ως "καλλιτεχνική"). Το ένα editorial δεν είχε τίτλο, αλλά το κείμενό του άρχιζε με τη φράση "Τέλος του 1985. Ένα ’85 πολυτάραχο και γεμάτο αμφιβολίες για το μέλλον της μοτοσυκλέτας (και όχι μόνο) στην Ελλάδα". Και να σκεφτεί κανείς πως σήμερα, τα προβλήματα του τότε φαντάζουν αστεία. Το απέναντι editorial είχε τίτλο: "Κρίση; Ποιά κρίση;", με εικονογράφηση το εξώφυλλο του ομώνυμου άλμπουμ των Supertramp. Τέτοιες μέρες, σε ένα χρόνο από τώρα, το ΜΟΤΟ θα έχει κλεισμένα τα 30 χρόνια στα περίπτερα και στους δρόμους όλου του κόσμου. Κι αν ξεκινήσαμε σε μια τέτοια δύσκολη εποχή, είμαστε πάντα εδώ, και φανταστείτε τι έχει να γίνει στα επόμενα 30!