Editorial 570 - Επιτέλους, έκθεση!

Από το

motomag

1/5/2017

Μας είχε λείψει.  Έκθεση μοτοσυκλέτας είχε να γίνει από το 2008, καθόλου τυχαία. Τους λόγους τους νιώθουμε ακόμα όλοι, και δεν ξέρουμε για πόσο. Όμως, η έκθεση μοτοσυκλέτας του 2017 μας γέμισε αισιοδοξία με την επιτυχία της. Ο χώρος εξαιρετικός για το μέγεθος της έκθεσης, τα περίπτερα των εκθετών κι αυτά άψογα και τα περισσότερα καλύτερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς τέτοιους καιρούς, δίνοντας έναν Ευρωπαϊκό αέρα. Το σημαντικότερο όμως ήσασταν όλοι εσείς που ήρθατε, και όχι μόνο γιατί ήσασταν πολλοί. Πριν ακόμα ανοίξουν για το κοινό οι πόρτες, απέξω υπήρχε ουρά, κατάσταση που συνεχίστηκε όλες τις μέρες της λειτουργίας της. Το Σαββατοκύριακο, η ουρά στην είσοδο ήταν πολλές φορές μεγάλη, αλλά πολύ τακτική – λες και περίμεναν τίποτα Σουηδοί απέξω για να μπουν. Το πάθος όμως ξεχείλιζε και δεν ήταν καθόλου Σουηδικό, αλλά πολύ πολύ Ελληνικό!  Όλοι μας διψούσαμε για κάτι τέτοιο, όλοι περιμέναμε να δούμε από κοντά μαζεμένα όλα τα νέα μοντέλα του ’17, να βρεθούμε μεταξύ μας, ν’ ανέβουμε πάνω τους για να κάνουμε βρουμ-βρουμ, ν’ αφήσουμε την φαντασία μας ελεύθερη, να ενημερωθούμε, να χορτάσουμε μοτοσυκλέτα. Φυσικά και το ΜΟΤΟ ήταν εκεί, έχοντας αναλάβει και τα test ride της έκθεσης, ούτε δυό βδομάδες πριν το μεγάλο TEST RIDE EVENT του ΜΟΤΟ στα Μέγαρα, στις 6 και 7 Μαΐου.

 

Σημαντικό ήταν το γεγονός της σύστασης Κλάδου Εισαγωγέων Δικύκλου στον ΣΕΑΑ, τον Σύνδεσμο Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτου, που έγινε τον Απρίλιο, και που έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στην απόφαση διοργάνωσης της έκθεσης. Η επωνυμία του συνδέσμου θα αλλάξει κι αυτή σε “Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων και Δικύκλων”, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για την μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν αυτονόητο πως μέχρι τώρα οι αντιπρόσωποι των εταιριών μοτοσυκλέτα κάθονταν σε ένα τραπέζι και “τα έβρισκαν”, εργαζόμενοι για το κοινό καλό, αλλά δεν συνέβαινε καθόλου κάτι τέτοιο. Με πρώτο δείγμα την έκθεση του 2017, μια διοργάνωση που ανέλαβε η Albatross Event Organizing του Κώστα Λαμάρη,  ο Κλάδος Εισαγωγέων Δικύκλου ξεκινά καλά κι έχει μεγάλο έργο μπροστά του. Πρώτος πρόεδρος του ΚΕΔ ανέλαβε ο Σωτήρης Χατζίκος, Διευθύνων Σύμβουλος της Μοτοδυναμική ΑΕΕ,

αντιπρόεδρος ο Άκης Στυλιανίδης, Γενικός Διευθυντής της ΤΕΟΜΟΤΟ ΑΕ, γενικός γραμματέας ο Φώτης Δράκος, Διευθύνων Σύμβουλος της Piaggio Ελλάς ΑΕ και αναπληρωματικό μέλος ο Σόλων Κοντός, Chief Sales Officer της KTM South East Europe ΑΕ. Μαθαίνουμε πως μια από τις πρώτες επιδιώξεις του ΚΕΔ θα είναι και η δυνατότητα για τους κατόχους διπλώματος αυτοκινήτου να οδηγούν μοτοσυκλέτα ως 125cc. Τους ευχόμαστε κάθε επιτυχία.

 

Με την μνήμη των περισσότερων να φτάνει μέχρι το “είχε πολλά χρόνια να γίνει έκθεση”, φαίνεται πως χρειάζεται να την φρεσκάρουμε λίγο, για να θυμόμαστε την ιστορία των εκθέσεων μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα. Υπό την αιγίδα του ΣΕΑΑ είχαν διοργανωθεί εκθέσεις από το 2003 ως το 2008, με την εξαίρεση του 2005. Η δειλή αρχή όμως είχε γίνει στο 6ο Σαλόνι Αυτοκινήτου το 1988, από λίγες εταιρίες (Aprilia, Ducati, Cagiva, Benelli, MZ, Simson, Tomos και… Bimota), με το ΜΟΤΟ να έχει κι αυτό ένα μικρό περίπτερο. Την επόμενη χρονιά όμως, το 1989, το Σαλόνι Αυτοκινήτου αναβλήθηκε, και χωρίς καθόλου ώριμη σκέψη ή οικονομικό πλάνο, δανειζόμενοι τέσσερις φορές παραπάνω χρήματα από αυτά που είχαμε, με χρονικό περιθώριο λιγότερο από τρεις μήνες, αποφασίσαμε να διοργανώσουμε το 1ο Show Μοτοσυκλέτας στον ΟΛΠ του Πειραιά, χωρίς να έχουμε ιδέα πως γίνεται κάτι τέτοιο. Μέχρι τότε, εκτός από την συμμετοχή των εταιριών που αναφέραμε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου, και παρουσιάσεις των μοντέλων της που οργάνωνε η Yamaha στο Ζάππειο, έκθεση μοτοσυκλέτας δεν είχε διοργανωθεί στην Ελλάδα. Το 1ο Show Μοτοσυκλέτας του ΜΟΤΟ είχε διάρκεια εννέα ημέρες και το επισκέφθηκαν πάνω από 45.000 θεατές που είδαν όλα τα νέα μοντέλα του 1989. Τα αστέρια της έκθεσης τότε ήταν το Honda VFR750R RC30 και το Suzuki GSX-R 1100 Slingshot! Όπως γράφαμε τότε, μπορεί να μην ήταν Μιλάνο ή Κολωνία, αλλά δεν ήταν και Τίρανα ή Λάγκος. Μέχρι και δώρο είχε, με τον τυχερό επισκέπτη να κερδίζει ένα Honda MVX250, εκείνο το ασσύμετρο υγρόψυκτο τρικύλινδρο. Όλοι οι φορείς του χώρου εκπροσωπούνταν, από τις λέσχες και τα επαγγελματικά σωματεία ως την… τροχαία και τις πολιτικές νεολαίες! Το βασικό ήταν ότι περάσαμε όλοι καλά, δεν καταστραφήκαμε οικονομικά, κι έτσι επιβιώσαμε και μπορέσαμε να κάνουμε και το 2ο Show Μοτοσυκλέτας την επόμενη χρονιά, το 1990, σαφώς αναβαθμισμένο. Ακόμα καλύτερο ήταν το 3ο Show Mοτοσυκλέτας το 1991, μια κορυφαία σφαιρική εκδήλωση για την μοτοσυκλέτα. Φτάσαμε αισίως μέχρι το 5ο Show, το 1993, αλλά το έκτο δεν έγινε ποτέ. Με την φράση “Κάθε αγορά μοτοσυκλέτας έχει την προβολή που της ταιριάζει”, μιλούσαμε τότε για τα αίτια. Φανταστείτε πως τότε υπήρχαν εταιρίες μοτοσυκλέτας με εντελώς δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, με στελέχη που δεν επισκέπτονταν καν την έκθεση για να δουν το περίπτερο της εταιρίας τους… Το παλέψαμε, αλλά ο συνδυασμός της ποιότητας που θέλαμε εμείς, και με 40% μικρότερο κόστος για τις εταιρίες, συνάντησε αρνητική αντιμετώπιση, κι ένα κεφάλαιο της ιστορίας του ΜΟΤΟ και της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, έκλεισε.

 

Μετά το 1ου Show Moτοσυκλέτας το 1989, θεωρούσαμε ως μεγαλύτερη επιτυχία (προφανώς μετά το ότι δεν χρεοκοπήσαμε…) ότι η μοτοσυκλέτα πέρασε στην επικαιρότητα και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποδεικνύοντας πως “ο κόσμος της μοτοσυκλέτας αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα που εκφράζεται από δεκάδες χιλιάδες πιστούς φίλους, με οργανωμένους φορείς, με ένα τεράστιο εμπορικό κύκλωμα.” To ίδιο ισχύει και σήμερα, και η ελπίδα είναι πως η Έκθεση Μοτοσυκλέτας του 2017 θα σηματοδοτήσει ένα καλύτερο αύριο για όλους, και για την μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα.    

 

ΛΕΖ.

Τεύχος 40, τον Απρίλιο του 1989, με το ρεπορτάζ από το 1ο Show Μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!