Editorial 567 - Bōsōzoku

x
Από το

motomag

1/2/2017

Custom αποκαλούμε μια μοτοσυκλέτα που έχει δεχθεί αισθητικές και δομικές, λειτουργικές αλλαγές σύμφωνα με τα γούστα του ιδιοκτήτη της, που την έχουν διαφοροποιήσει από την μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής στην οποία βασίζεται.

Κάποιοι όμως το προχωρούν μερικά βήματα πιο πέρα, αλλάζοντας και την δική τους εμφάνιση, υιοθετώντας και μια συμπεριφορά που δένει μοτοσυκλέτα και αναβάτη σε μια δήλωση ακραίου αντικομφορμισμού. Πολλοί τέτοιοι αναβάτες μαζί φτιάχνουν μια φυλή, που λειτουργεί πλέον ομαδικά αμφισβητώντας τον νόμο και την τάξη, έτοιμη να επιτεθεί σε όποιον την στραβοκοιτάξει. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι οι bōsōzoku στην Ιαπωνία, που κάνουν μια ομάδα Hells Angels να μοιάζει με εκδρομή ΚΑΠΗ για λουτρά στην Αιδηψό. Απ’ τις δύο πλευρές δηλαδή του Ειρηνικού, έχουμε δύο ομάδες καστομαρισμένων αναβατών, με καστομαρισμένη συμπεριφορά και μοτοσυκλέτες. Στην Δυτική ακτή των ΗΠΑ, οι μουσάτοι με τα γιλέκα και τις μπυροκοιλιές είχαν την καστομιά τους απλώς ως περιτύλιγμα των παράνομων επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, drugs & guns κι άλλες ασχολίες του οργανωμένου εγκλήματος. Στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, στην Ανατολική ακτή της Ιαπωνίας, οι bōsōzoku είναι μαχητές εναντίον του κοινωνικού κατεστημένου και της έννομης τάξης, εκφράζοντας την αντίθεσή τους βίαια, μαχόμενοι πολλές φορές κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσης... μεταξύ τους. Είναι επίσης γεγονός πως μερικοί από αυτούς αποφοίτησαν από bazooka και μπήκαν στις τάξεις των μαφιόζων yakuza, αλλά δεν ήταν αυτό που τους χαρακτήριζε.   

Μια και μόνο φορά, αργά το βράδυ σε μια πόλη κάπου δυό ώρες έξω από το Τόκυο, είδα με τα μάτια μου μια τέτοια φυλή να περνάει, αφού πρώτα την άκουσα... Μόνο και μόνο από τον ήχο που όλο και δυνάμωνε, θα ορκιζόσουν πως αυτό που έρχεται είναι καμιά εκατοστή μαχητικά jet τέρμα γκάζι, με χιλιάδες ζόμπι να ουρλιάζουν ασταμάτητα σκαρφαλωμένα πάνω τους. Δεν θα φανταζόσουν ποτέ πως "αυτό" που έρχεται, είναι μοτοσυκλέτες. Κι όταν επιτέλους τους είδα, καμιά τριανταριά από δαύτους, το θέαμα ήταν σουρεαλιστικό, κάτι σαν ηθοποιοί του θεάτρου Νο ντυμένοι σαν μεταλλαγμένα ροκαμπίλια οι μισοί κι οι άλλοι μισοί με φόρμες μπογιατζήδων με ιδεογράμματα πάνω τους, με τατουάζ που δεν ήταν απλώς εικόνες αλλά ταινίες κινουμένων σχεδίων. Οι μοτοσυκλέτες τους, πρώην ταπεινά CB-N ή αντίστοιχα δικύλινδρα τα περισσότερα, με σέλες που η ψηλή πλάτη τους ανέβαινε στο ενάμιση με δύο μέτρα από το έδαφος, κι εξατμίσεις – σωλήνες δύο σε έξι ή σε οκτώ που σηκώνονταν ακόμα πιο ψηλά από τις σέλες, με φαίρινγκ στυλ aftermarket αρχών δεκαετίας ’70 που κοίταγε τον ουρανό, και πολύ ψηλά τιμόνια, για να περνάνε λέει άνετα ανάμεσα στα αυτοκίνητα... Εκείνη την ώρα οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, κι έτσι απλά τους είδα να περνούν ξεκουφαίνοντάς με, μέχρι που ο ήχος έσβησε προς την άλλη μεριά της πόλης.

Βōsōzoku σημαίνει "οι φυλές της ταχύτητας", αν και οι μοτοσυκλέτες τους μόνο για να τρέχουν πολύ δεν ήταν, έτσι που τις είχαν κάνει. Φυσικά και οι μετατροπές στις μοτοσυκλέτες τους είναι όλες παράνομες, ειδικά στην Ιαπωνία που είχε από πολύ παλιά αυστηρότατο ΚΤΕΟ, έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια κάθε κόκκινο φανάρι και κάθε διάταξη του ΚΟΚ που μπορούσαν,  κι όποιον διαμαρτυρόταν, τον άρχιζαν με τα ρόπαλα του baseball (γιατί φυσικά θεωρούσαν πως μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα διαμαρτυρίας). Χαρακτηριστικό τους πως την έπεφταν ειδικά σε gaijin, στους μη Ιάπωνες, στους ξένους. Φτηνά την γλύτωσα!

Πρόδρομοι των bōsōzoku ήταν οι kaminari zoku, οι "φυλές του κεραυνού", περιθωριοποιημένοι νέοι στην μεταπολεμική Ιαπωνία των αρχών της δεκαετίας του ’50. Ως bōsōzoku αργότερα, είχαν φτάσει σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τις 40.000, αλλά από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 2000 είχαν μείνει κάπου 7.000, και σήμερα είναι σχεδόν είδος προς εξαφάνιση, παραμένοντας στάσιμοι σε... πληθυσμό. Αυτοί που απέμειναν, είναι πια σχεδόν νομοταγείς, κι ασχολούνται περισσότερο με την μουσική και τον χορό στην trendy συνοικία Harajuku στο Τόκυο...

Ακούγεται περίεργο για Ιαπωνία, αλλά ήταν και η ανοχή της αστυνομίας που επέτρεψε την άνθηση αυτών των απόλυτων καστομάδων. Η αστυνομία τους έπιανε όταν μπορούσε, αλλά τους άφηνε πάλι, χωρίς ποτέ να τους παίρνει τις άδειες ή τα διπλώματα (λες και τα χρειάζονταν!). Το 2004 όμως, αλλαγές στην νομοθεσία επέτρεψαν την σύλληψη και την δίωξή τους, με την "επικίνδυνη οδήγηση χάριν επιδείξεως" να θεωρείται ποινικό αδίκημα και να επιφέρει τρία χρόνια φυλακή, οπότε σε συνδυασμό με τις φυλακίσεις και την οικονομική κρίση οι bōsōzoku άρχισαν να λιγοστεύουν και να ηρεμούν...  Χαρακτηριστικό της αλλαγής είναι και η εμφάνιση γυναικών bōsōzoku, κάτι αδιανόητο στο παρελθόν. Οι γυναίκες bōsōzoku ακολουθούν αυτό το δρόμο για να δείξουν την αντίθεσή τους στα φυλετικά στερεότυπα που επικρατούν ακόμα στην Ιαπωνία. Όπως λένε οι ίδιες ειρωνικά, "Εμείς οι Γιαπωνέζες μπορούμε και μόνες μας να σκουπίζουμε τον κώλο μας, ευχαριστούμε!".

Οι  bōsōzoku είχαν και το δικό τους μηνιαίο περιοδικό, το Champ Road, την βίβλο τους, γεμάτη εξωφρενικές μοτοσυκλέτες και τατουάζ – τοιχογραφίες και μαλλιά κοκοράκια τριάντα πόντους ψηλά. Έκλεισε όμως πρόσφατα, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια κυκλοφορίας. Κι όμως, η αστυνομία στην Ιαπωνία θεωρεί πως παρά τους σταθερά μικρούς αριθμούς τους, οι bōsōzoku συνεχίζουν να αποτελούν απειλή, πιο δύσκολο πια να αντιμετωπιστεί. Κι αυτό γιατί ενώ παλιά μαζεύονταν σε συγκεκριμένα σημεία για να ξεκινήσουν τις άγριες βόλτες τους, τώρα πια είναι μικρότερες ομάδες, που μπορεί να βρεθούν και να δημιουργήσουν προβλήματα οπουδήποτε. Και ποιό είναι το καλύτερο εργαλείο που έχει στην διάθεσή της η αστυνομία για να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των bōsōzoku και να επεμβαίνει; Τα social media, το Φατσοβιβλίο και τα συναφή.
Κι ενώ οι
bōsōzoku φθίνουν, είναι σε άνοδο οι ομάδες των kyushakai, των "παλιών μηχανόβιων", που επιμένουν πως σέβονται τον ΚΟΚ, αλλά η αστυνομία δεν πείθεται, θεωρώντας τους κρυπτο- bōsōzoku!

 

Κάπως έτσι, σε μια χώρα με αυστηρή τήρηση των νόμων, επιβιώνουν ακόμα καστομαρισμένης μοτοσυκλέτας / εμφάνισης / συμπεριφοράς αναβάτες, και μάλιστα δημιουργούνται κι άλλες ομάδες, που κάνουν με τον τρόπο τους ένα είδος κοινωνικής κριτικής και αντίστασης. Και σ’ εμάς, που δεν είχαμε ποτέ τέτοιου είδους μαζικές φυλές, το είδος του κάγκουρα τείνει επίσης προς εξαφάνιση... Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα "αλητάκια με παπάκια", έτσι για να μας θυμίζουν πως κάποτε κι εδώ η μοτοσυκλέτα ήταν και κοινωνικό σχόλιο.

 

 

 

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.