Editorial 567 - Bōsōzoku

x
Από το

motomag

1/2/2017

Custom αποκαλούμε μια μοτοσυκλέτα που έχει δεχθεί αισθητικές και δομικές, λειτουργικές αλλαγές σύμφωνα με τα γούστα του ιδιοκτήτη της, που την έχουν διαφοροποιήσει από την μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής στην οποία βασίζεται.

Κάποιοι όμως το προχωρούν μερικά βήματα πιο πέρα, αλλάζοντας και την δική τους εμφάνιση, υιοθετώντας και μια συμπεριφορά που δένει μοτοσυκλέτα και αναβάτη σε μια δήλωση ακραίου αντικομφορμισμού. Πολλοί τέτοιοι αναβάτες μαζί φτιάχνουν μια φυλή, που λειτουργεί πλέον ομαδικά αμφισβητώντας τον νόμο και την τάξη, έτοιμη να επιτεθεί σε όποιον την στραβοκοιτάξει. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι οι bōsōzoku στην Ιαπωνία, που κάνουν μια ομάδα Hells Angels να μοιάζει με εκδρομή ΚΑΠΗ για λουτρά στην Αιδηψό. Απ’ τις δύο πλευρές δηλαδή του Ειρηνικού, έχουμε δύο ομάδες καστομαρισμένων αναβατών, με καστομαρισμένη συμπεριφορά και μοτοσυκλέτες. Στην Δυτική ακτή των ΗΠΑ, οι μουσάτοι με τα γιλέκα και τις μπυροκοιλιές είχαν την καστομιά τους απλώς ως περιτύλιγμα των παράνομων επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, drugs & guns κι άλλες ασχολίες του οργανωμένου εγκλήματος. Στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, στην Ανατολική ακτή της Ιαπωνίας, οι bōsōzoku είναι μαχητές εναντίον του κοινωνικού κατεστημένου και της έννομης τάξης, εκφράζοντας την αντίθεσή τους βίαια, μαχόμενοι πολλές φορές κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσης... μεταξύ τους. Είναι επίσης γεγονός πως μερικοί από αυτούς αποφοίτησαν από bazooka και μπήκαν στις τάξεις των μαφιόζων yakuza, αλλά δεν ήταν αυτό που τους χαρακτήριζε.   

Μια και μόνο φορά, αργά το βράδυ σε μια πόλη κάπου δυό ώρες έξω από το Τόκυο, είδα με τα μάτια μου μια τέτοια φυλή να περνάει, αφού πρώτα την άκουσα... Μόνο και μόνο από τον ήχο που όλο και δυνάμωνε, θα ορκιζόσουν πως αυτό που έρχεται είναι καμιά εκατοστή μαχητικά jet τέρμα γκάζι, με χιλιάδες ζόμπι να ουρλιάζουν ασταμάτητα σκαρφαλωμένα πάνω τους. Δεν θα φανταζόσουν ποτέ πως "αυτό" που έρχεται, είναι μοτοσυκλέτες. Κι όταν επιτέλους τους είδα, καμιά τριανταριά από δαύτους, το θέαμα ήταν σουρεαλιστικό, κάτι σαν ηθοποιοί του θεάτρου Νο ντυμένοι σαν μεταλλαγμένα ροκαμπίλια οι μισοί κι οι άλλοι μισοί με φόρμες μπογιατζήδων με ιδεογράμματα πάνω τους, με τατουάζ που δεν ήταν απλώς εικόνες αλλά ταινίες κινουμένων σχεδίων. Οι μοτοσυκλέτες τους, πρώην ταπεινά CB-N ή αντίστοιχα δικύλινδρα τα περισσότερα, με σέλες που η ψηλή πλάτη τους ανέβαινε στο ενάμιση με δύο μέτρα από το έδαφος, κι εξατμίσεις – σωλήνες δύο σε έξι ή σε οκτώ που σηκώνονταν ακόμα πιο ψηλά από τις σέλες, με φαίρινγκ στυλ aftermarket αρχών δεκαετίας ’70 που κοίταγε τον ουρανό, και πολύ ψηλά τιμόνια, για να περνάνε λέει άνετα ανάμεσα στα αυτοκίνητα... Εκείνη την ώρα οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, κι έτσι απλά τους είδα να περνούν ξεκουφαίνοντάς με, μέχρι που ο ήχος έσβησε προς την άλλη μεριά της πόλης.

Βōsōzoku σημαίνει "οι φυλές της ταχύτητας", αν και οι μοτοσυκλέτες τους μόνο για να τρέχουν πολύ δεν ήταν, έτσι που τις είχαν κάνει. Φυσικά και οι μετατροπές στις μοτοσυκλέτες τους είναι όλες παράνομες, ειδικά στην Ιαπωνία που είχε από πολύ παλιά αυστηρότατο ΚΤΕΟ, έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια κάθε κόκκινο φανάρι και κάθε διάταξη του ΚΟΚ που μπορούσαν,  κι όποιον διαμαρτυρόταν, τον άρχιζαν με τα ρόπαλα του baseball (γιατί φυσικά θεωρούσαν πως μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα διαμαρτυρίας). Χαρακτηριστικό τους πως την έπεφταν ειδικά σε gaijin, στους μη Ιάπωνες, στους ξένους. Φτηνά την γλύτωσα!

Πρόδρομοι των bōsōzoku ήταν οι kaminari zoku, οι "φυλές του κεραυνού", περιθωριοποιημένοι νέοι στην μεταπολεμική Ιαπωνία των αρχών της δεκαετίας του ’50. Ως bōsōzoku αργότερα, είχαν φτάσει σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τις 40.000, αλλά από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 2000 είχαν μείνει κάπου 7.000, και σήμερα είναι σχεδόν είδος προς εξαφάνιση, παραμένοντας στάσιμοι σε... πληθυσμό. Αυτοί που απέμειναν, είναι πια σχεδόν νομοταγείς, κι ασχολούνται περισσότερο με την μουσική και τον χορό στην trendy συνοικία Harajuku στο Τόκυο...

Ακούγεται περίεργο για Ιαπωνία, αλλά ήταν και η ανοχή της αστυνομίας που επέτρεψε την άνθηση αυτών των απόλυτων καστομάδων. Η αστυνομία τους έπιανε όταν μπορούσε, αλλά τους άφηνε πάλι, χωρίς ποτέ να τους παίρνει τις άδειες ή τα διπλώματα (λες και τα χρειάζονταν!). Το 2004 όμως, αλλαγές στην νομοθεσία επέτρεψαν την σύλληψη και την δίωξή τους, με την "επικίνδυνη οδήγηση χάριν επιδείξεως" να θεωρείται ποινικό αδίκημα και να επιφέρει τρία χρόνια φυλακή, οπότε σε συνδυασμό με τις φυλακίσεις και την οικονομική κρίση οι bōsōzoku άρχισαν να λιγοστεύουν και να ηρεμούν...  Χαρακτηριστικό της αλλαγής είναι και η εμφάνιση γυναικών bōsōzoku, κάτι αδιανόητο στο παρελθόν. Οι γυναίκες bōsōzoku ακολουθούν αυτό το δρόμο για να δείξουν την αντίθεσή τους στα φυλετικά στερεότυπα που επικρατούν ακόμα στην Ιαπωνία. Όπως λένε οι ίδιες ειρωνικά, "Εμείς οι Γιαπωνέζες μπορούμε και μόνες μας να σκουπίζουμε τον κώλο μας, ευχαριστούμε!".

Οι  bōsōzoku είχαν και το δικό τους μηνιαίο περιοδικό, το Champ Road, την βίβλο τους, γεμάτη εξωφρενικές μοτοσυκλέτες και τατουάζ – τοιχογραφίες και μαλλιά κοκοράκια τριάντα πόντους ψηλά. Έκλεισε όμως πρόσφατα, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια κυκλοφορίας. Κι όμως, η αστυνομία στην Ιαπωνία θεωρεί πως παρά τους σταθερά μικρούς αριθμούς τους, οι bōsōzoku συνεχίζουν να αποτελούν απειλή, πιο δύσκολο πια να αντιμετωπιστεί. Κι αυτό γιατί ενώ παλιά μαζεύονταν σε συγκεκριμένα σημεία για να ξεκινήσουν τις άγριες βόλτες τους, τώρα πια είναι μικρότερες ομάδες, που μπορεί να βρεθούν και να δημιουργήσουν προβλήματα οπουδήποτε. Και ποιό είναι το καλύτερο εργαλείο που έχει στην διάθεσή της η αστυνομία για να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των bōsōzoku και να επεμβαίνει; Τα social media, το Φατσοβιβλίο και τα συναφή.
Κι ενώ οι
bōsōzoku φθίνουν, είναι σε άνοδο οι ομάδες των kyushakai, των "παλιών μηχανόβιων", που επιμένουν πως σέβονται τον ΚΟΚ, αλλά η αστυνομία δεν πείθεται, θεωρώντας τους κρυπτο- bōsōzoku!

 

Κάπως έτσι, σε μια χώρα με αυστηρή τήρηση των νόμων, επιβιώνουν ακόμα καστομαρισμένης μοτοσυκλέτας / εμφάνισης / συμπεριφοράς αναβάτες, και μάλιστα δημιουργούνται κι άλλες ομάδες, που κάνουν με τον τρόπο τους ένα είδος κοινωνικής κριτικής και αντίστασης. Και σ’ εμάς, που δεν είχαμε ποτέ τέτοιου είδους μαζικές φυλές, το είδος του κάγκουρα τείνει επίσης προς εξαφάνιση... Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα "αλητάκια με παπάκια", έτσι για να μας θυμίζουν πως κάποτε κι εδώ η μοτοσυκλέτα ήταν και κοινωνικό σχόλιο.

 

 

 

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.