Editorial 566 - 2stroke 4ever!

Από το

motomag

1/1/2017

4ever, λέμε εμείς οι ρομαντικοί, αλλά πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν τα δίχρονα στους δρόμους. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι σαν τον Eskil Suter, που όχι μόνο κατασκευάζει ένα δίχρονο V4 καλύτερο από τα GP500 που τόσο αναπολούμε, αλλά σχεδιάζει να βγάλει και έκδοση δρόμου! Εντάξει, αυτό αφορά μόνο τους λίγους εκείνους που μπορούν να δώσουν εξαψήφιο αριθμό ευρώ για μια μοτοσυκλέτα, κι από αυτούς ακόμα πιο λίγοι θα μπορούν να το οδηγήσουν όπως του αξίζει. Είχαν ρωτήσει τότε τον Mick Doohan πόσα άλογα βγάζει το NSR500 του, κι ο άπαιχτος Αυστραλός απάντησε: "Δεν μπορώ να σας πω! Αν όμως ήταν 1.000 κυβικά, θα έβγαζε πάνω από 400 άλογα..." Το Suter έχει 195 στην βασική του έκδοση, πριν ο πελάτης ζητήσει κάτι παραπάνω. Έτσι, ο αναβάτης που δεν θα θέλει απλά να γυρίζει σε μια πίστα τρομάζοντας τον εαυτό του, αλλά να βάλει το κεφάλι κάτω και να κάνει χρόνους, πρέπει να το κάνει με τον πατροπαράδοτο τρόπο: Να βγαίνει με πολλά από τις στροφές, για να κουβαλάει αυτά τα χιλιόμετρα στην ευθεία, και για να το κάνει αυτό, σε μια μοτοσυκλέτα με κορυφαίο πλαίσιο κι ελάχιστο βάρος, ο μόνος τρόπος είναι να μπαίνει και γρήγορα στις στροφές, διατηρώντας υψηλή ταχύτητα μέσα στην στροφή. Το έχουμε πει άλλωστε, ο γρήγορος αναβάτης στην ευθεία φαίνεται! (Γιατί στην ευθεία όλοι μπορούν να ανοίξουν το γκάζι, αυτός όμως που θα έχει πάρει την στροφή με περισσότερα κι ανοίξει νωρίτερα το γκάζι, θα κουβαλάει αυτά τα παραπάνω χιλιόμετρα σε όλη την ευθεία... Και πάει λέγοντας σε όλο το γύρο.) Απλό να το λες, δύσκολο να το κάνεις, και σίγουρα όχι όταν οδηγείς μια μοτοσυκλέτα που κάνει πάνω από 110.000 ευρώ και ΔΕΝ είναι δική σου. Θα διαβάσετε για το Suter που οδηγήσαμε στα Μέγαρα, όπως θα διαβάσετε και για την έλευση των ψεκαστών δίχρονων στο χώρο του enduro τουλάχιστον, για το 2018. Βλέπετε, τα enduro που πρέπει να βγάζουν πινακίδα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές, ενώ τα motocross δεν έχουν τέτοιους περιορισμούς. Μένει να δούμε αν οι κατασκευαστές θα τα κάνουν όλα ψεκαστά από του χρόνου, ή θα αφήσουν τα motocross για αργότερα.

Κι όμως, και το Suter και τα μελλοντικά χωματερά δίχρονα, είναι έμμεσου ψεκασμού, κι όχι άμεσου. Το καύσιμο δηλαδή δεν ψεκάζεται κατ’ ευθείαν στον θάλαμο καύσης, αλλά στην εισαγωγή, απ’ όπου παραδοσιακά μέσω των θυρίδων πηγαίνει στον κύλινδρο, για να συμπιεστεί, να αναφλεγεί και να κάνει την δουλειά του. Η ακρίβεια στην τροφοδοσία θα φέρει σημαντική μεν μείωση στους ρύπους και την κατανάλωση, ακριβώς τόση όμως όση χρειάζεται για να περάσουν τις προδιαγραφές Euro4, κι όχι όση θα μπορούσαν να πετύχουν με άμεσο ψεκασμό, που έχει το πλεονέκτημα πως καθόλου βενζίνη δεν χάνεται, καθώς το μπεκ ψεκάζει αφού έχει κλείσει η θυρίδα εξαγωγής. Αυτό είναι και το κλασικό πρόβλημα της μεγαλύτερης από των τετράχρονων κατανάλωσης των δίχρονων: Ένα μέρος του μίγματος που μπαίνει από τις θυρίδες εισαγωγής, φεύγει όπως έρχεται, πριν καεί, από την θυρίδα εξαγωγής, αφού την προλαβαίνει έστω και για λίγο ανοιχτή.

Η τεχνολογία των δίχρονων δεν έχει σταματήσει ποτέ να εξελίσσεται όμως. Όλες οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν τέτοια project, και ξεκινώ από τις αυτοκινητοβιομηχανίες γιατί καθορίζουν στο μεγαλύτερο ποσοστό την κατεύθυνση που θα πάρει η έρευνα και η εξέλιξη της τεχνολογίας των κινητήρων, που περνά μετά και στην μοτοβιομηχανία. Προμηθευτές υποσυστημάτων όπως η Bosch και η Continental για παράδειγμα, παράγουν μονάδες ABS για όλους, κάνοντας ασύμφορη την εξέλιξη για κάθε κατασκευαστή ξεχωριστά. Ακόμα και η Honda που είχε εξελίξει το δικό της συνδυασμένο σύστημα ABS για τα CBR, υπέκυψε στα κοστολόγια και αγοράζει πια από την Bosch για το νέο CBR. Όποια τεχνολογία δηλαδή χρησιμοποιείται σε ευρεία κλίμακα, με την διαδικασία της χιονοστιβάδας αποκτά μάζα και φόρα και επικρατεί στην αγορά. Πως μετά να συνεχίσει ένας κατασκευαστής μόνος του να επιμένει δίχρονα, επωμιζόμενος όλο το κόστος της εξέλιξης; Το έριξαν στα τετράχρονα λοιπόν, όσον αφορά στις μοτοσυκλέτες, γιατί σε άλλες εφαρμογές οι δίχρονοι καλά κρατούν, όπως στα snowmobile και τα personal watercraft (αυτά που τα αποκαλούμε συνήθως με την ονομασία που τους είχε δώσει η Kawasaki, τα jet ski), και αρκετές εξωλέμβιες, με άμεσο ψεκασμό παρακαλώ. Οι συνθήκες λειτουργίας βέβαια είναι διαφορετικές, και οι άμεσος ψεκασμός στις μοτοσυκλέτες έχει να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες εφαρμογής.

Μα καλά, ακούω τόσα χρόνια, αφού ένας δίχρονος είναι δυνατότερος, απλούστερος και φθηνότερος στην κατασκευή σε σχέση με έναν τετράχρονο, γιατί δεν τους εξέλιξαν; Μπροστά στις περιβαλλοντικές νομοθεσίες σε όλο τον κόσμο που με τα χρόνια γίνονταν όλο και αυστηρότερες, οι κατασκευαστές προτίμησαν να βασιστούν στην ήδη πατημένη τεχνολογία των τετράχρονων, όπου κι εκεί είχαν να κάνουν δουλειά βέβαια, να περάσουν στον ψεκασμό, να μειώσουν τις τριβές κι άλλα τέτοια βελτιωτικά, αλλά αυτά ήταν ήδη κοινός τόπος, δεν χρειάστηκε να ανακαλύψουν ξανά τον τροχό. Money talks, bullshit stops. Το αν ένας δίχρονος είναι πιο απλός, επισκευάζεται πιο εύκολα, κι έχει μικρότερα έξοδα συντήρησης και πολύ μικρότερα έξοδα επισκευής σε σχέση με έναν τετράχρονο, αυτό είναι κάτι που ωφελεί όσους από εμάς τα χρησιμοποιούμε, κι όχι τα έσοδα των εταιριών. Απλά πράγματα. Από την στιγμή που δεν μπορούν να κερδίσουν περισσότερα πουλώντας δίχρονα, σε όλο τον κύκλο ζωής τους, από την αρχική πώληση, την συντήρηση, τα ανταλλακτικά και τις επισκευές, πουλάνε τετράχρονα (που έχουν και την επικάλυψη των "περιβαλλοντικά ωφέλιμων", χωρίς αυτό να είναι αλήθεια αν συγκριθούν με δίχρονα άμεσου ψεκασμού σε όλο τον κύκλο ζωής τους) και τελειώνει η υπόθεση.

Τι θα μπορούσε να ανατρέψει αυτή την κατάσταση, και να κάνει τους κατασκευαστές να βγάλουν από τα συρτάρια τους τον φάκελο "Δίχρονα project", να τον ξεσκονίσουν και να προγραμματίσουν την παραγωγή της επόμενης γενιάς δίχρονων; Οι πωλήσεις στις μεγάλες αγορές των "αναπτυσσόμενων" χωρών. Εκεί που τα μηχανάκια κατασκευάζονται και πωλούνται κατά εκατομμύρια. Αν κάποιος από τα μεγάλα κεφάλια ξύπναγε ένα πρωί και αναρωτιόταν, "Ρε συ, μήπως γίνεται να βγάλουμε παπιά και σκουτεράκια και μικρά μηχανάκια δίχρονα, που θα μας στοιχίζουν λιγότερο για να τα παράγουμε απ’ ότι τα τετράχρονα που βγάζουμε ως τώρα, τόσο λιγότερο μάλιστα ώστε να πατσίζουμε κι όσα θα χάσουμε από ανταλλακτικά και service; Και να τα πουλάμε μάλιστα και λίγο ακριβότερα ως νέα και πολύ οικολογική και καταπράσινη τεχνολογία, ώστε τελικά να κερδίζουμε και περισσότερα χρήματα;", τότε θα είχαμε κάποια ελπίδα να δούμε αργότερα τους απογόνους των NSR και των ΤΖR να ξανακυκλοφορούν στους δρόμους. Εδώ και χρόνια, είναι απόλυτα εφικτό να παραχθούν μοτοσυκλέτες 500 κυβικών και 100 ίππων ή 750 και 150 ίππων με άμεσο ψεκασμό, ελαφριές και οικονομικές και γρήγορες και σύμφωνες με τις προδιαγραφές. Η τεχνολογία υπάρχει, με οποιοδήποτε από τα συστήματα άμεσου ψεκασμού έχουν εξελιχθεί, είτε Orbital, είτε Fichtel, είτε το AR "ATAC" της Honda, είτε με οποιοδήποτε άλλο. Η τεχνολογία υπάρχει, "πολιτική βούληση" από τις εταιρίες δεν υπάρχει, γιατί τίποτα δεν τις αναγκάζει αυτή τη στιγμή να το ξανασκεφτούν. Κι ένας από τους πιο αρνητικούς παράγοντες είναι το διαβόητο "πολιτικό κόστος", αφού τόσα χρόνια έχουν πείσει όλο τον πλανήτη για τα πλεονεκτήματα των τετράχρονων, κι αν ξεστομίσουν την λέξη "δίχρονο" θα πέσουν όλοι να τους φάνε. Αλλά δεν θα έχουν δίκιο! Τώρα ξέρετε λοιπόν γιατί χαντακώθηκαν τα δίχρονα: Για τους ίδιους λόγους που πάει κατά διαόλου η Ελλάδα! Ενώ τεχνογνωσία υπάρχει, δεν αλλάζει κάτι γιατί δεν υπάρχει πολιτική βούληση λόγω "πολιτικού κόστους"...

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!