Editorial 563 - άι, άι, άι!

x
Από το

motomag

1/10/2016

Α.Ι., όπως λέμε Artificial Intelligence, Τεχνητή Νοημοσύνη. Ο όρος έχει περάσει από την επιστημονική φαντασία στην καθημερινότητα, καθώς όσο εξελίσσονται οι υπολογιστές, δουλειές που κάποτε θεωρούνταν θρίαμβος της τεχνητής νοημοσύνης, τώρα πια θεωρούνται ρουτίνα, και πάμε γι’ άλλα. Το πιο κοντινό στις μοτοσυκλέτες παράδειγμα είναι τα αυτόνομα αυτοκίνητα, που αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους και τις συνθήκες που επικρατούν, αποφασίζοντας ανάλογα – και μόνα τους – για τις ενέργειές τους. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε αναφερθεί η Α.Ι. σε συνάρτηση με τις μοτοσυκλέτες, αλλά το έκανε πρόσφατα η Kawasaki.

Ανακοίνωσε πως εξελίσσει ένα σύστημα που θα επιτρέπει στις μοτοσυκλέτες της να ακούν τι τους λέει ο αναβάτης τους, να του απαντούν, ενώ παράλληλα θα αντιλαμβάνονται πως οδηγεί, ποιες είναι οι ικανότητές του και η εμπειρία του. Σ’ αυτά, θα πρέπει να προσθέσουμε και την διάθεση του αναβάτη κάθε δεδομένη στιγμή, αφού η εταιρία με την οποία συνεργάζεται η Kawasaki, n Softbank Robotics, έχει ήδη ένα ρομποτάκι εν λειτουργία, ονόματι Pepper, που συνομιλεί κανονικά με τους ανθρώπους, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται την διάθεσή τους, την ψυχολογική τους κατάσταση, τα συναισθήματά τους, αναλύοντας την φωνή τους.  Η Kawasaki ονομάζει το πρόγραμμά της Kanjo Engine, όπου Kanjo σημαίνει συναίσθημα. Από τα λίγα που έχει ανακοινώσει, μαθαίνουμε πως ο Kanjo (να του δώσουμε ένα όνομα, για να το προσωποποιήσουμε) των μελλοντικών Kawasaki θα προτείνει στον αναβάτη του ό,τι θα κρίνει πως θα κάνει την βόλτα του πιο ασφαλή και πιο απολαυστική... Εδώ πραγματικά δεν μπορώ να κρατηθώ, γιατί οι ευκαιρίες για να κάνει πλάκα κανείς με το θέμα είναι ήδη πολλές... Φαντάζομαι αναβάτες μελλοντικών Kawasaki να συζητούν μεταξύ τους: "Καλά ε, ο δικός μου ο Kanjo μου έχει βγει πολύ κάγκουρας! Μην καταλάβει πως περνάμε από καφέ που έχει κι άλλα μηχανάκια παρκαρισμένα, και να οι σούζες, να τα σπιναρίσματα, για πότε βγάζει το traction control και ρυθμίζει την απόκριση του γκαζιού στο "ακαριαίο", για πότε βάζει το souza control στο mode "να ξύνει η πινακίδα άσφαλτο", ούτε που το παίρνεις χαμπάρι!" Και να του απαντάει ο φίλος του: "Μπα, άσε, τον δικό μου τον Kanjo τον άρχισα σε κάτι μπινελίκια, κι ακόμα μούτρα μου κρατάει, μια βδομάδα έχει να μου μιλήσει. Έχει επιλέξει τον χάρτη απόδοσης "μόλις που σέρνεται" και δεν μου τον αλλάζει με τίποτα, πρέπει να βρω πως θα τον καλοπιάσω..."   

Η Kawasaki δεν έχει ανακοινώσει φυσικά τις δυνατότητες, ή τις φιλοδοξίες του συστήματος, αλλά το κεντρικό κομμάτι, πέρα από την πληροφόρηση που θα μπορεί να του δίνει για το περιβάλλον του (τις συνθήκες κυκλοφορίας, για παράδειγμα), θα είναι να προσαρμόζει τις ρυθμίσεις της μοτοσυκλέτας έτσι ώστε να ταιριάζουν στο προφίλ του αναβάτη που θα έχει διαμορφώσει. Το προφίλ αυτό θα βγαίνει από τον τρόπο που οδηγεί και την ψυχολογική του κατάσταση, κι άρα ήδη εδώ μπορεί να βγει ένα πρώιμο συμπέρασμα πως αυτές οι ρυθμίσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και αντίθετες με τις επιθυμίες του αναβάτη, αν ο "Kanjo" είναι έτσι προγραμματισμένος... Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, μια τέτοια "Emotion Engine" θα μπορούσε να ρυθμίζει τον τρόπο απόδοσης του κινητήρα, τις αναρτήσεις, την ισχύ των φρένων και το ABS, το traction control, το σούζα control και όποιο άλλο σύστημα της μοτοσυκλέτας μπορεί να ρυθμιστεί ηλεκτρικά ή ηλεκτρονικά, όπως προτιμάτε. Παρένθεση εδώ, με ερώτηση:  Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τις καλές, καλοεξελιγμένες μοτοσυκλέτες, και απαραίτητο για την οδήγηση, είναι η προβλεψιμότητα. Να ανταποκρίνονται δηλαδή στις εντολές του αναβάτη κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο. Η προβλεψιμότητα φέρνει την εμπιστοσύνη, κι η εμπιστοσύνη είναι κλειδί και για να πας γρήγορα και για να το απολαύσεις. Πως θα λειτουργεί ο Kanjo σ’ αυτό το θέμα; Πως και πότε θα αντιλαμβάνεται ο αναβάτης τις αλλαγές; Δεν ξέρουμε.

 Τέτοιες ερωτήσεις και απορίες και πλάκες γίνονται αν θεωρήσουμε πως τέτοια συστήματα τεχνητής νοημοσύνης απευθύνονται σε έμπειρους, κατασταλαγμένους αναβάτες. Πόσο χρήσιμα όμως θα μπορούσαν να είναι σ’ αυτούς που θέλουν να γίνουν μοτοσυκλετιστές, αλλά διστάζουν; Ας μην ξεχνάμε πως ένα από τα μεγαλύτερα θέματα για τους κατασκευαστές είναι πως ο μέσος όρος ηλικίας των αναβατών αυξάνει συνεχώς, και ψάχνουν να βρουν τρόπους για να προσελκύσουν νέους αναβάτες, ανθρώπους δηλαδή που θα θεωρήσουν την μοτοσυκλέτα πιο συναρπαστική από το κινητό τους. Έτσι, ακούγεται πιο λογική η σκέψη: Όσοι έχουν συνηθίσει να μιλάνε στο και με το κινητό τους, είτε κάνουν καμάκι στην Siri είτε δίνουν φωνητικές εντολές, θα αισθάνονταν πιο οικεία αν μπορούσαν να μιλάνε στην μοτοσυκλέτα τους, και η μοτοσυκλέτα τους να τους απαντά. Θα φτιάξει η Kawasaki το αντίδοτο της μοτοσυκλετιστικής μοναξιάς; Θα είναι όντως πιο ελκυστικές έτσι οι μοτοσυκλέτες για τους νέους;  Ή μήπως η σχετική αδυναμία προσέγγισης του νεανικού κοινού οφείλεται ακριβώς στο γεγονός πως οι πιο μικρές και πιο προσιτές μοτοσυκλέτες των κατασκευαστών παραείναι ανώδυνες, άχρωμες, άοσμες και ακίνδυνες; Θέλω να πω, μήπως αντί για να δώσουν στους νέους και άπειρους έναν μέντορα που θα τους παίρνει χεράκι χεράκι και θα προσαρμόζει την μοτοσυκλέτα στα μέτρα τους, θα ήταν καλύτερα να επικεντρωθούν στο πως θα κάνουν τις προσιτές μοτοσυκλέτες συναρπαστικές;   

Με αυτό που η Kawasaki ονομάζει "Emotion Generation and Natural Language Dialogue System", ελπίζει να πετύχει και κάτι άλλο: Να ενισχύσει τον δεσμό ανάμεσα στην συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα και τον αναβάτη, με την ελπίδα πως θα απολαύσει τόσο την εμπειρία οδήγησης μιας μοτοσυκλέτας που η "προσωπικότητά της" θα εξελίσσεται συνεχώς, έτσι ώστε να παραμείνει πελάτης της, και να συνεχίσει να αγοράζει Kawasaki. Είναι κάτι που όλοι οι κατασκευαστές ονειρεύονται, κανείς όμως μέχρι τώρα δεν το έχει πετύχει με αυτό τον τρόπο. Η θεωρία βέβαια πως οι μοτοσυκλέτες έχουν "προσωπικότητα", δεν ισχύει, τουλάχιστον κυριολεκτικά. Όταν το λέμε αυτό, δεν εννοούμε τίποτα άλλο από το σύνολο των προτερημάτων και μειονεκτημάτων τους, που του δίνουμε μια ανθρωπόμορφη χροιά γιατί απλά είναι πιο εύκολο για ανθρώπους να αλληλεπιδρούν με άλλους ανθρώπους, παρά με άψυχα μηχανήματα. Επειδή λοιπόν τα γουστάρουμε τόσο πολύ αυτά τα μηχανήματα, τα φορτώνουμε με προσωπικότητα και χαρακτήρα και προθέσεις και εκδικητικότητα ή και σεξουαλικές δράσεις – γαμάει το μηχανάκι. Λες και είναι έμβια όντα, που δεν είναι. Αλλά εμείς νιώθουμε καλύτερα αν μιλάμε γιαυτά λες και είναι.

 Με μια άλλη θεώρηση, θα πρόκειται για τις απόλυτα custom μοτοσυκλέτες, αφού η κάθε μία θα γίνεται με τον καιρό μοναδική, προσαρμοσμένη στον ιδιοκτήτη της. Δεν ξέρουμε πόσο διάστημα προσαρμογής θα χρειάζεται αν πουληθεί και θα πάει σε άλλο ιδιοκτήτη, ή θα πρέπει πριν να πάει στον ψυχολόγο μηχανικό στο service να της κάνει reset προσωπικότητας. Και η έννοια της μοναδικότητας όμως είναι χαρακτηριστικό που πολλοί ψάχνουν στην μοτοσυκλέτα που επιλέγουν. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, οι διαφορές θα είναι εσωτερικές, αντί για εξωτερικές.  Στην ανακοίνωση της Kawasaki αναφέρονται και τρεις άλλες λέξεις, σχετικές με την λειτουργία του συστήματος: Internet, και cloud storage.  Με αυτές, ξεκινά μια νέα σειρά ερωτήσεων, για το αν θέλουμε στην μοτοσυκλέτα μας χαρακτηριστικά που οι περισσότεροι έχουμε αποδεχτεί για τα κινητά μας, που ξέρουν ανά πάσα στιγμή που βρισκόμαστε, τι κάνουμε και τι λέμε. Με τον "Kanjo" συν-αναβάτη, η μοτοσυκλέτα μας και όσοι έχουν πρόσβαση στα δεδομένα της, θα μπορούν να ξέρουν όχι μόνο που πήγαμε, αλλά και πόσο ανοίξαμε το γκάζι ή πόσο υπερβήκαμε το όριο ταχύτητας. Kι αυτό που παλιααά λέγαμε, πως μοτοσυκλέτα ίσον ελευθερία, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούμε.  

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!