Editorial 561 - Τα βασικά on-off

x
Από το

motomag

1/8/2016

Ο χωματόδρομος που ανηφορίζει από το διάσελο του Αγίου Νικολάου προς τη Νιάλα είναι όλο πέτρα, νερά και λάσπες. Έτσι ήταν πάντα, κι έτσι είναι ωραίος. Εμείς οι επτά του MEGA TEST κατεβαίναμε με τα ολοκαίνουργια μεγάλα μας on-off, o Μπάμπης ανέβαινε με το παπί του. Όπως κάνει κάθε μέρα, από τον Μάιο ως τα τέλη Οκτωβρίου – στη δουλειά του πάει, στα πρόβατα, τσομπάνος είναι. Μόνο θήκη για την γκλίτσα δεν έχει φτιάξει, αλλά δεν μασάει, έτσι κι αλλιώς και με ένα χέρι το πάει άνετα το παπί εδώ πάνω. Τώρα έχει ένα κινέζικο no name (φρέσκο, αλλά σκόρπισε), παλιότερα είχε ένα Yamaha T80, που άντεξε πολλά πολλά χρόνια. Καλύτερα να το επισκεύαζε, θα έβγαζε άλλα τόσα. Μιλάμε πως ο άνθρωπος έχει κάνει άπειρα χιλιόμετρα με παπί, πάντα στο χώμα. Tον είχαμε ξανασυναντήσει το 2003, όταν είχαμε ανέβει στα Άγραφα με παπιά (με Yamaha Crypton εμείς). Του είχαμε δώσει να κάνει βόλτα το Crypton, του άρεσε, αλλά δεν θα το άλλαζε. "Να πάρω καινούργιο παπί και να το φέρω εδώ στα κατσάβραχα;". Δεν ήταν ο μοναδικός με παπί στα Άγραφα. Τότε είχαμε δει κι ένα Honda C50, μεταχείρω Ιαπωνίας, χωρίς ποδιά και με τρακτερωτό λάστιχο πίσω (φτιαγμένο δηλαδή!), ακόμα πιο ψηλά στο βουνό, αλλά δεν είχαμε συναντήσει τον επίσης τσομπάνο ιδιοκτήτη του.

Δεν χρειάζεται βέβαια να επιχειρηματολογήσουμε για την αντοχή και την οικονομία των παπιών. Το παπί είναι η βάση, το μικρότερο μοτοσυκλετάκι που μπορεί να σε πάει παντού. Ο,τιδήποτε άλλο έχει μεγαλύτερο κόστος χρήσης και επισκευής. Αναφέρω αυτά τα περιστατικά με τα παπιά για να δείξω την αντίθεση: Απ’ τη μια μοτοσυκλέτες έως και των 25.000 ευρώ με φουλ εξοπλισμένους αναβάτες, κι απ’ την άλλη παπί με αναβάτη χωρίς κανένα εξοπλισμό. Για πόση "περιπέτεια" μπορούμε να μιλάμε εμείς, στις συγκεκριμένες διαδρομές όπου ο Μπάμπης ανεβοκατεβαίνει κάθε μέρα, βρέξει – χιονίσει; Ευτυχώς, έχουμε συναίσθηση, κι αν έχετε προσέξει στα MEGA TEST δεν αναφέρεται η λέξη "περιπέτεια". Να θυμίσω τι σημαίνει περιπέτεια; Περιπέτεια είναι μια επικίνδυνη εμπειρία, με άγνωστα ρίσκα και κατάληξη. Γι’ αυτό και οι λέξεις περιπέτεια και ασφάλεια δεν πάνε μαζί. Αν υπάρχει ασφάλεια, δεν υπάρχει περιπέτεια. Όποιος ξεκινάει διαδρομές με στόχο την περιπέτεια, απλά δυσκολεύει την ζωή του αν το κάνει με μια μοτοσυκλέτα 280 κιλών – πριν την φορτώσει ο,τιδήποτε. Γι’ αυτό και γράφω στο MEGA TEST πως χρειάζεται downsizing, αν διαβάσατε το προηγούμενο τεύχος με το συγκριτικό (υπάρχει ακόμα στα περίπτερα). Διαδρομές που με μια μικρότερη, ελαφρύτερη μοτοσυκλέτα δεν τις σκέφτεσαι καν, ναι, μπορούν να μετατραπούν σε περιπέτεια με 300+ κιλά κάτω απ’ τα πόδια σου. Όσο ανεβαίνουν τα κιλά, τόσο ανεβαίνει η δυσκολία για την συγκεκριμένη διαδρομή. Μπορείς βέβαια να λες, κατάφερα και πέρασα από "‘κει" με το φορτωμένο μου θηρίο, και μπράβο μου. Πρέπει να έχεις όμως στην άκρη του μυαλού σου την εικόνα ενός παππού με αρχαίο πισωκίνητο αγροτικό που περνάει από "’κει" κάθε μέρα, ή του τσομπάνου με το παπί που λέγαμε, για να σκεφτείς κι αλλιώς τα κατορθώματά σου.

 

Και δεν προλάβαμε να γράψουμε περί downsizing στα on-off, και εμφανίστηκαν σχέδια για πατέντες της Honda που αφορούν κάτι που μπορεί να είναι μικρό Africa, ή νέο Transalp, δεν ξέρουμε ακόμα. Δείτε το στα νέα αυτού του τεύχους. Ο κινητήρας του και οι αναλογίες του φέρνουν πιο πολύ προς τα σημερινά 500άρια της Honda, και φαίνεται να έχει 21 ιντσών μπροστά τροχό και πιρούνι upside down. Τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες χρειάζονται γενικά, αλλά και ειδικά, για να έχουν επιλογή όσοι θέλουν να ταξιδεύουν εκτός της πεπατημένης, αλλά ούτε χρειάζονται, ούτε θέλουν να το κάνουν αυτό με πολλά παραπανίσια κιλά.

Ένα σημείο που πρέπει να προσέξουν πολύ οι κατασκευαστές όσων on-off έχουν σοβαρές χωμάτινες βλέψεις είναι η ευπάθεια στις πτώσεις. Μαρσπιέ αναβάτη σε αλουμινένιες βάσεις; Ποτέ! Λεβιέ ταχυτήτων ή πεντάλ φρένου επίσης αλουμινένιο; Μόνο αν είναι προστατευμένα, και δεν θα βρουν κάτω σε μια πτώση. Χούφτες που μόλις ακουμπήσουν κάπου σπάνε; Μα εδώ υποτίθεται ότι προστατεύουν και τις μανέτες, να μην μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους; Φλας που σπάνε, χωρίς ελαστικές βάσεις; Γιατί; Οι μοτοσυκλέτες του είδους δεν πρέπει μόνο να δείχνουν σκληροτράχηλες, αλλά και να είναι. Κι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να τα έχουν σκεφτεί από την αρχή αυτοί που τις εξελίσσουν, και να τις έχουν φτιάξει απλές και γερές. Το Royal Enfield Himalayan είναι ένα καλό παράδειγμα όπου η λειτουργικότητα και η αντοχή προηγείται του εντυπωσιασμού λόγω εμφάνισης. Κι επιπλέον, το γερό και πρακτικό μπορεί να έχει το δικό του στυλ, κι αυτή ακριβώς να είναι η ταυτότητά του.

 

Σε λίγες ώρες πετάω για Μόναχο, για να οδηγήσω το νέο BMW Scrambler. Κάτι μου λέει πως αυτή η "επιστροφή στις ρίζες", Heritage την λέει η BMW τη σειρά των αερόψυκτων, θα οδηγήσει και σε μοτοσυκλέτες σαν τις πρώτες GS, που είχαν λίγες και ουσιαστικές διαφορές σε σχέση με τις street της εποχής, αλλά μπορούσαν να ταξιδέψουν παντού. Και για να κλείσει ο κύκλος, το ίδιο μπορείς να κάνεις και με ένα παπί! Αυτό που μπορούν να κάνουν τα παπιά είναι να εξαφανίζουν τις δικαιολογίες. Τι θα πει "θέλω να ταξιδέψω, αλλά δεν έχω μοτοσυκλέτα;". Βρες ή φτιάξε ένα παπί. Και ξεκίνα. Και πήγαινε παντού, με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Με λιγότερα από 50 ευρώ μπορείς να κάνεις 1.000 χιλιόμετρα τέζα!    

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!