Editorial 557 - Δρόμοι

x
Από το

motomag

1/4/2016

Δεν είναι περίεργο; Οι μεγαλύτεροι δρόμοι είναι αυτοί που σε περιορίζουν περισσότερο. Απ’ όλες τις απόψεις. Μπαίνεις σ’ έναν αυτοκινητόδρομο, όσο πιο σύγχρονος τόσο καλύτερα για το παράδειγμά μας. Δουλειά του είναι να σε πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται, στερώντας σου όμως πολλά πράγματα. Για τους δρόμους, το κριτήριό μου είναι οι εμπειρίες ανά χιλιόμετρο, και μ’ αυτή τη μονάδα μέτρησης οι αυτοκινητόδρομοι έχουν τις χαμηλότερες επιδόσεις. Για να ευχαριστηθείς τις στροφές τους, πρέπει να πηγαίνεις με το όριο ταχύτητας σχεδόν επί δύο. Οι ευθείες τους, κι είναι πολλές, είναι πάντα βαρετές, με όσα κι αν πηγαίνεις. Άσε που αν πηγαίνεις έτσι ώστε να έχει κάποιο ενδιαφέρον, σταματάς για βενζίνη κάθε εκατόν λίγα χιλιόμετρα και η καλή μέση ωριαία πηγαίνει περίπατο. Τον ίδιο περίπατο πηγαίνουν και τα ευρώ από την τσέπη σου, αφού η κατανάλωση εκτοξεύεται. Άλλα μειονεκτήματα: Το τοπίο είναι μακριά σου, κι οι ταχύτητες που κινείσαι δεν σε αφήνουν να δεις λεπτομέρειες, παρά μόνο γενικές εικόνες. Στην χώρα μας έχουν και διόδια, υπερβολικά ακριβά για το είδος του οχήματος και την επιβάρυνση που φέρνει στην κυκλοφορία και το οδόστρωμα. Και μετά, είναι κι αυτοί οι περιορισμοί, σου λένε κοίτα, από δω θα μπεις, εκεί θα βγεις, δεν γίνεται τίποτα άλλο. Ούτε αναστροφή. Ούτε στάση όπου θες, ούτε εξερεύνηση ενός δρόμου με ενδιαφέρον που θα δεις να φεύγει δίπλα του. Και συγκεκριμένοι οι ανεφοδιασμοί, αν τους αγνοήσεις, μένεις από βενζίνη. Το χειρότερο είναι πως τις περισσότερες φορές όταν κάνεις πολλά χιλιόμετρα σε αυτοκινητόδρομους οι αποφάσεις που χρειάζεται να πάρεις είναι ελάχιστες: Με πόσα θα πηγαίνω, που θα βάλω βενζίνη; Αυτές είναι οι απαραίτητες, και μετά έρχεται η βαρεμάρα. Γι’ αυτό έχουν εφευρεθεί και τα cruise control, το βάζεις στα χιλιόμετρα που θες και μετά βάζεις σε ύπνωση το 80% του εγκεφάλου σου, ξυπνάς πάλι στην έξοδο του προορισμού σου.

 

Όταν βγεις σε επαρχιακό, χωρίς νησίδα στη μέση, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο ενδιαφέροντα. Οι ταχύτητες πέφτουν, το ρίσκο και το ενδιαφέρον ανεβαίνουν, οι δυνατότητες πολλαπλασιάζονται, χρειάζεσαι πολύ μεγαλύτερο τμήμα του εγκεφάλου σου για να οδηγήσεις, μπορείς να σταματήσεις όπου θέλεις ή να αλλάξεις πορεία ανά πάσα στιγμή. Ο δείκτης εμπειριών ανά χιλιόμετρο ανεβαίνει αισθητά, εκεί που στον αυτοκινητόδρομο ήταν στο μηδέν και σπάνια κουνιόταν. Ο αναβάτης πια πρέπει να συμμετέχει, αντί απλά να κάθεται στο μηχανάκι του μισοκοιμισμένος. Δεν έχει πια μια γενική αίσθηση του τοπίου, αλλά συγκεκριμένες εικόνες. Βλέπει ανθρώπους, βλέπει λεπτομέρειες. Κι όταν ο επαρχιακός σφίξει και περάσει στην κατηγορία "στροφιλίκι", τότε το εμπειριόμετρο ροπιάζει και το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Όσο ανεβαίνει ο αριθμός στροφών ανά χιλιόμετρο, τόσο ανεβαίνει και ο αριθμός των εμπειριών, αφού και κάτι απρόοπτο να μην τύχει, έχεις να σκεφτείς και να αποφασίσεις για ένα σωρό πράγματα: Για την ταχύτητά σου, για την ταχύτητα του κιβωτίου (σκασμένη δευτέρα ή κούφια τρίτη;), για την γραμμή σου, για την επόμενη στροφή, για την συνέχεια του δρόμου πέρα από το οπτικό σου πεδίο... Έχεις φύγει πια από το πολύ γενικό του αυτοκινητόδρομου, έχεις αφήσει πίσω σου το γενικό του επαρχιακού, κι έχεις φτάσει στο ειδικό του στροφιλικιού! Εδώ πια καταλαβαίνεις ξεκάθαρα την διαφορά της οδήγησης μοτοσυκλέτας. Συμμετέχεις. Σκέφτεσαι. Αποφασίζεις. Κι ενώ στους ανοιχτούς δρόμους η οδήγηση μοτοσυκλέτας λίγο απέχει από τις δύο διαστάσεις που κινείται ένα αυτοκίνητο, εδώ στα στροφιλίκια περνάς θες δε θες στις τρεις διαστάσεις. Κινείσαι στο χώρο, άρα και στον χρόνο. Το αναπάντεχο εδώ μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες, κι αυτό σε βάζει στο 101% της λειτουργίας του εγκεφάλου σου. Μπορεί να είναι χαλίκια στη μέση της στροφής, μπορεί να είναι ένα γίδι που θα πεταχτεί από το πουθενά. Εκεί θα διαπιστώσεις πως τα τρακτέρ είναι σαν τις γριές: Κινούνται αργά, αλλά πετάγονται ξαφνικά. Η πρόσφυση αλλάζει κάθε μέτρο και πρέπει να την υπολογίσεις, πέρα από το κλασικό σκιά ίσον υγρασία. Είσαι πια μέρος του τόπου, βλέπεις, μυρίζεις, σχεδόν αγγίζεις – από το Αγγελοπουλικό πλάνο του αυτοκινητόδρομου, αλλάζεις κανάλι και βλέπεις περιπέτεια με αδιάκοπη δράση. Κι όπου θες να πατήσεις ένα pause και να αράξεις για λίγο, έχεις άπειρες επιλογές. Προσοχή όμως, οι πολλές στάσεις χαλάνε το ρυθμό, και τα παϊδάκια επίσης.

 

Ένα άλλο στοιχείο που διακρίνει τα είδη δρόμων είναι το πού σε πάνε. Οι αυτοκινητόδρομοι συνδέουν μέρη γνωστά, μεγάλες πόλεις, απρόσωπες. Οι επαρχιακοί είναι σε πιο ανθρώπινη κλίμακα, αλλά δεν παύουν να είναι οι αυτοκινητόδρομοι του χτες. Τα στροφιλίκια σε πάνε πιο πέρα από την πολύ πεπατημένη, σε πολλά περισσότερα μέρη, σου επιτρέπουν να έχεις την χαρά της προσωπικής έστω ανακάλυψης, να ζήσεις νέα τοπία, νέους δρόμους, άλλους ανθρώπους. Για να το πας το πράγμα ένα βήμα παραπέρα, χρειάζεται να αφήσεις την άσφαλτο. Αν με τον αυτοκινητόδρομο περνάς κοντά από μια γαλακτοβιομηχανία (κι ούτε καν μυρίζεις το γάλα), με το στροφιλίκι θα περάσεις από τυροκομεία που πρώτα θα τα μυρίσεις κι ύστερα θα τα δεις. Πρέπει όμως να λερώσεις τα λάστιχά σου για να φτάσεις στο μαντρί. Εκεί, στους δασικούς, όταν πια θα έχεις σηκωθεί όρθιος στα μαρσπιέ και θα ζωγραφίζεις στο υγρό χώμα, συμμετέχοντας με όλο σου το σώμα, όλες σου τις αισθήσεις και τις ικανότητες, εμπειρίες πλούσιες σε περιμένουν, σε κάθε μέτρο που θα κάνεις.

 

Και για ν’ αλλάξεις επίπεδο, το πλάτος της διαδρομής σου πρέπει να μειωθεί για μια ακόμα φορά, και να μπεις σε μονοπάτι. Εκεί, κινείσαι στον αρχέγονο δρόμο: Μονοπάτια υπήρχαν πολύ πριν το πρώτο θηλαστικό, για άνθρωπο ούτε συζήτηση. Εκεί στα μονοπάτια, δίποδα και τετράποδα έχουν το πλεονέκτημα απέναντι στα δίτροχα: Δεν ξέρεις αν θα τα καταφέρεις. Κι αυτό κάνει όλη τη διαφορά, και την ικανοποίηση πολύ μεγαλύτερη. Γιατί νομίζετε λέει το τραγούδι "μες της ζωής το μονοπάτι", τυχαία;

 

ΦΩΤΟ: Χάρης Χριστόπουλος

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!