Δεν είναι περίεργο; Οι μεγαλύτεροι δρόμοι είναι αυτοί που σε περιορίζουν περισσότερο. Απ’ όλες τις απόψεις. Μπαίνεις σ’ έναν αυτοκινητόδρομο, όσο πιο σύγχρονος τόσο καλύτερα για το παράδειγμά μας. Δουλειά του είναι να σε πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται, στερώντας σου όμως πολλά πράγματα. Για τους δρόμους, το κριτήριό μου είναι οι εμπειρίες ανά χιλιόμετρο, και μ’ αυτή τη μονάδα μέτρησης οι αυτοκινητόδρομοι έχουν τις χαμηλότερες επιδόσεις. Για να ευχαριστηθείς τις στροφές τους, πρέπει να πηγαίνεις με το όριο ταχύτητας σχεδόν επί δύο. Οι ευθείες τους, κι είναι πολλές, είναι πάντα βαρετές, με όσα κι αν πηγαίνεις. Άσε που αν πηγαίνεις έτσι ώστε να έχει κάποιο ενδιαφέρον, σταματάς για βενζίνη κάθε εκατόν λίγα χιλιόμετρα και η καλή μέση ωριαία πηγαίνει περίπατο. Τον ίδιο περίπατο πηγαίνουν και τα ευρώ από την τσέπη σου, αφού η κατανάλωση εκτοξεύεται. Άλλα μειονεκτήματα: Το τοπίο είναι μακριά σου, κι οι ταχύτητες που κινείσαι δεν σε αφήνουν να δεις λεπτομέρειες, παρά μόνο γενικές εικόνες. Στην χώρα μας έχουν και διόδια, υπερβολικά ακριβά για το είδος του οχήματος και την επιβάρυνση που φέρνει στην κυκλοφορία και το οδόστρωμα. Και μετά, είναι κι αυτοί οι περιορισμοί, σου λένε κοίτα, από δω θα μπεις, εκεί θα βγεις, δεν γίνεται τίποτα άλλο. Ούτε αναστροφή. Ούτε στάση όπου θες, ούτε εξερεύνηση ενός δρόμου με ενδιαφέρον που θα δεις να φεύγει δίπλα του. Και συγκεκριμένοι οι ανεφοδιασμοί, αν τους αγνοήσεις, μένεις από βενζίνη. Το χειρότερο είναι πως τις περισσότερες φορές όταν κάνεις πολλά χιλιόμετρα σε αυτοκινητόδρομους οι αποφάσεις που χρειάζεται να πάρεις είναι ελάχιστες: Με πόσα θα πηγαίνω, που θα βάλω βενζίνη; Αυτές είναι οι απαραίτητες, και μετά έρχεται η βαρεμάρα. Γι’ αυτό έχουν εφευρεθεί και τα cruise control, το βάζεις στα χιλιόμετρα που θες και μετά βάζεις σε ύπνωση το 80% του εγκεφάλου σου, ξυπνάς πάλι στην έξοδο του προορισμού σου.
Όταν βγεις σε επαρχιακό, χωρίς νησίδα στη μέση, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο ενδιαφέροντα. Οι ταχύτητες πέφτουν, το ρίσκο και το ενδιαφέρον ανεβαίνουν, οι δυνατότητες πολλαπλασιάζονται, χρειάζεσαι πολύ μεγαλύτερο τμήμα του εγκεφάλου σου για να οδηγήσεις, μπορείς να σταματήσεις όπου θέλεις ή να αλλάξεις πορεία ανά πάσα στιγμή. Ο δείκτης εμπειριών ανά χιλιόμετρο ανεβαίνει αισθητά, εκεί που στον αυτοκινητόδρομο ήταν στο μηδέν και σπάνια κουνιόταν. Ο αναβάτης πια πρέπει να συμμετέχει, αντί απλά να κάθεται στο μηχανάκι του μισοκοιμισμένος. Δεν έχει πια μια γενική αίσθηση του τοπίου, αλλά συγκεκριμένες εικόνες. Βλέπει ανθρώπους, βλέπει λεπτομέρειες. Κι όταν ο επαρχιακός σφίξει και περάσει στην κατηγορία "στροφιλίκι", τότε το εμπειριόμετρο ροπιάζει και το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Όσο ανεβαίνει ο αριθμός στροφών ανά χιλιόμετρο, τόσο ανεβαίνει και ο αριθμός των εμπειριών, αφού και κάτι απρόοπτο να μην τύχει, έχεις να σκεφτείς και να αποφασίσεις για ένα σωρό πράγματα: Για την ταχύτητά σου, για την ταχύτητα του κιβωτίου (σκασμένη δευτέρα ή κούφια τρίτη;), για την γραμμή σου, για την επόμενη στροφή, για την συνέχεια του δρόμου πέρα από το οπτικό σου πεδίο... Έχεις φύγει πια από το πολύ γενικό του αυτοκινητόδρομου, έχεις αφήσει πίσω σου το γενικό του επαρχιακού, κι έχεις φτάσει στο ειδικό του στροφιλικιού! Εδώ πια καταλαβαίνεις ξεκάθαρα την διαφορά της οδήγησης μοτοσυκλέτας. Συμμετέχεις. Σκέφτεσαι. Αποφασίζεις. Κι ενώ στους ανοιχτούς δρόμους η οδήγηση μοτοσυκλέτας λίγο απέχει από τις δύο διαστάσεις που κινείται ένα αυτοκίνητο, εδώ στα στροφιλίκια περνάς θες δε θες στις τρεις διαστάσεις. Κινείσαι στο χώρο, άρα και στον χρόνο. Το αναπάντεχο εδώ μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες, κι αυτό σε βάζει στο 101% της λειτουργίας του εγκεφάλου σου. Μπορεί να είναι χαλίκια στη μέση της στροφής, μπορεί να είναι ένα γίδι που θα πεταχτεί από το πουθενά. Εκεί θα διαπιστώσεις πως τα τρακτέρ είναι σαν τις γριές: Κινούνται αργά, αλλά πετάγονται ξαφνικά. Η πρόσφυση αλλάζει κάθε μέτρο και πρέπει να την υπολογίσεις, πέρα από το κλασικό σκιά ίσον υγρασία. Είσαι πια μέρος του τόπου, βλέπεις, μυρίζεις, σχεδόν αγγίζεις – από το Αγγελοπουλικό πλάνο του αυτοκινητόδρομου, αλλάζεις κανάλι και βλέπεις περιπέτεια με αδιάκοπη δράση. Κι όπου θες να πατήσεις ένα pause και να αράξεις για λίγο, έχεις άπειρες επιλογές. Προσοχή όμως, οι πολλές στάσεις χαλάνε το ρυθμό, και τα παϊδάκια επίσης.
Ένα άλλο στοιχείο που διακρίνει τα είδη δρόμων είναι το πού σε πάνε. Οι αυτοκινητόδρομοι συνδέουν μέρη γνωστά, μεγάλες πόλεις, απρόσωπες. Οι επαρχιακοί είναι σε πιο ανθρώπινη κλίμακα, αλλά δεν παύουν να είναι οι αυτοκινητόδρομοι του χτες. Τα στροφιλίκια σε πάνε πιο πέρα από την πολύ πεπατημένη, σε πολλά περισσότερα μέρη, σου επιτρέπουν να έχεις την χαρά της προσωπικής έστω ανακάλυψης, να ζήσεις νέα τοπία, νέους δρόμους, άλλους ανθρώπους. Για να το πας το πράγμα ένα βήμα παραπέρα, χρειάζεται να αφήσεις την άσφαλτο. Αν με τον αυτοκινητόδρομο περνάς κοντά από μια γαλακτοβιομηχανία (κι ούτε καν μυρίζεις το γάλα), με το στροφιλίκι θα περάσεις από τυροκομεία που πρώτα θα τα μυρίσεις κι ύστερα θα τα δεις. Πρέπει όμως να λερώσεις τα λάστιχά σου για να φτάσεις στο μαντρί. Εκεί, στους δασικούς, όταν πια θα έχεις σηκωθεί όρθιος στα μαρσπιέ και θα ζωγραφίζεις στο υγρό χώμα, συμμετέχοντας με όλο σου το σώμα, όλες σου τις αισθήσεις και τις ικανότητες, εμπειρίες πλούσιες σε περιμένουν, σε κάθε μέτρο που θα κάνεις.
Και για ν’ αλλάξεις επίπεδο, το πλάτος της διαδρομής σου πρέπει να μειωθεί για μια ακόμα φορά, και να μπεις σε μονοπάτι. Εκεί, κινείσαι στον αρχέγονο δρόμο: Μονοπάτια υπήρχαν πολύ πριν το πρώτο θηλαστικό, για άνθρωπο ούτε συζήτηση. Εκεί στα μονοπάτια, δίποδα και τετράποδα έχουν το πλεονέκτημα απέναντι στα δίτροχα: Δεν ξέρεις αν θα τα καταφέρεις. Κι αυτό κάνει όλη τη διαφορά, και την ικανοποίηση πολύ μεγαλύτερη. Γιατί νομίζετε λέει το τραγούδι "μες της ζωής το μονοπάτι", τυχαία;
ΦΩΤΟ: Χάρης Χριστόπουλος