Editorial 551 - Be happy!

x
Από το

motomag

1/10/2015

Πως θα είμαι ευτυχισμένος; Φέρνουν τα λεφτά την ευτυχία; Πως να ξοδέψω τα όποια χρήματά μου, αγοράζοντας τη μοτοσυκλέτα που ονειρεύομαι ή πηγαίνοντας ένα ταξίδι μ’ αυτή που ήδη έχω; Θα θέλατε κάποιες επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις; Φυσικά, ο καθένας από μας μπορεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις, πρόσφατα όμως έπεσε στα χέρια μου μια δημοσίευση των καθηγητών ψυχολογίας Travis J. Carter και Thomas Gilovich του πανεπιστημίου Cornell της Νέας Υόρκης, με τίτλο "Η σχετική σχετικότητα των υλικών και εμπειρικών αγορών". Με αφορμή την διαπίστωση πως όσο πιο άνετοι οικονομικά κι αν γίνονται οι άνθρωποι δεν γίνονται και πιο ευτυχείς, οι δύο καθηγητές έκαναν πολυετείς έρευνες, εξετάζοντας την σχέση μεταξύ των αγορών υλικών αγαθών και των εμπειριών. Τα συμπεράσματά τους είναι αξιόλογα, κι έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ζωή μας γενικά, και την ζωή μας με την μοτοσυκλέτα ειδικότερα.    

 

Οι περισσότεροι από μας θεωρούμε λογικό πως ένα αντικείμενο (μια μοτοσυκλέτα, ένα κινητό, ένα... βάλτε ό,τι ονειρεύεται ο καθένας) μπορεί να μας κάνει ευτυχείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε σχέση με μια εμπειρία ανάλογου κόστους, που θα τελειώσει πολύ πιο γρήγορα. Με βάση την έρευνα των καθηγητών ψυχολογίας, αυτό αποδεικνύεται εντελώς λανθασμένο. "Εχθρός της ευτυχίας είναι η προσαρμογή, η συνήθεια," λέει ο δόκτωρ Thomas Gilovich, που μελετά την σχέση χρήματος και ευτυχίας για πάνω από δύο δεκαετίες. "Αγοράζουμε πράγματα για να γίνουμε πιο ευτυχείς, και το πετυχαίνουμε, αλλά μόνο για λίγο. Κάθε νέο απόκτημα είναι αρχικά συναρπαστικό, αλλά σύντομα το συνηθίζουμε και ο δείκτης ευτυχίας μειώνεται."  Αντίθετα, η έρευνά του έδειξε πως για να είμαστε ευτυχείς είναι καλύτερο να ξοδεύουμε τα χρήματά μας και τον χρόνο μας σε εμπειρίες, όπως τα ταξίδια, το να μαθαίνουμε μια καινούργια τέχνη ή να κάνουμε δραστηριότητες στη φύση. Και να πως μπαίνει εδώ σφήνα η μοτοσυκλέτα, που μπορεί να τα συνδυάσει όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, με τον καλύτερο τρόπο. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του εκφράζονται με το "παράδοξο του Easterlin": Αρχικά, η ικανοποίηση από αγορές αγαθών σε σχέση με τις εμπειρίες είναι περίπου ίδια. Όσο περνά ο χρόνος όμως, η πρώτη μειώνεται ενώ η δεύτερη, η ικανοποίηση από εμπειρίες, αυξάνεται. Ο λόγος είναι πως οι εμπειρίες γίνονται αναπόσπαστο μέρος της ίδιας μας της ύπαρξης, της ταυτότητάς μας, του ποιοι είμαστε.

"Μπορεί να πιστεύουμε πως τα υλικά αγαθά μας είναι μέρος της ταυτότητάς μας, αλλά στην πραγματικότητα παραμένουν πάντα ξεχωριστά από μας," λέει ο Gilovich. "Δεν είμαστε τίποτα άλλο από το σύνολο των εμπειριών μας". Έτσι, δεν μας χαρακτηρίζει το ποια μοτοσυκλέτα έχουμε, αλλά το τι έχουμε κάνει με αυτή. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του έδειξαν επίσης πως ακόμα και σε περιπτώσεις δυσάρεστων αρχικά εμπειριών, μετά, όσο τις αναπολούμε και τις αξιολογούμε, μετατρέπονται από αγχωτικές και επικίνδυνες σε "ηρωικές" ή ακόμα και σε αστείες. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ με μια λάθος ή απογοητευτική αγορά. Και ταιριάζει απόλυτα με το τόσο συνυφασμένο με την μοτοσυκλέτα θέμα "περιπέτεια", που για να λογίζεται ως περιπέτεια είναι αρχικά μια δυσάρεστη έως επικίνδυνη εμπειρία. Πόσες εκδρομές μας δεν αναπολούμε με ευχαρίστηση, άσχετα αν είχαμε ταλαιπωρηθεί, κολλήσει, χαθεί, υποφέρει από μηχανικές βλάβες ή πτώσεις;  Ένας άλλος λόγος είναι πως οι εμπειρίες μας συνδέουν με άλλους ανθρώπους πολύ περισσότερο, σε αντίθεση με τα αντικείμενα. Ακούγεται αυτονόητο: Φυσικά και συνδέεσαι με ανθρώπους που πήγες μια επική εντουράδα παρέα τους πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτούς που έχουν επίσης 42άρα τηλεόραση.

Ένας ακόμη λόγος που οι εμπειρίες μας κάνουν ευτυχείς μακροπρόθεσμα, είναι οι συγκρίσεις. Ενώ θεωρούμε πως σε αγορές αγαθών η πληθώρα πληροφοριών και τεχνικών χαρακτηριστικών μπορεί να κάνει πιο εύκολη και πιο σίγουρη την επιλογή μας, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερα τα "αντικειμενικά κριτήρια", τόσο πιο δύσκολη η επιλογή και τόσο πιο γρήγορη η απογοήτευση μετά. Οι επιλογές αγαθών υπονομεύονται έτσι από συγκρίσεις με τις άλλες διαθέσιμες επιλογές, αλλά και τις επιλογές των άλλων. Αντίθετα, η σύγκριση εμπειριών δεν γίνεται εύκολα, ακριβώς γιατί δεν υπάρχουν μετρήσιμα μεγέθη ή κι αν υπάρχουν, δεν έχουν τόση σημασία (για παράδειγμα, η αξία της εμπειρίας ενός ταξιδιού δεν μετριέται με βάση τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν, αλλά με το τι ζήσαμε στο ταξίδι). Επιπλέον, η επιλογή μιας εμπειρίας δεν αποκλείει την επιλογή άλλης την επόμενη μέρα ή τον επόμενο μήνα, σε αντίθεση με την αγορά ενός ακριβού αγαθού που δεν διορθώνεται εύκολα, ή διορθώνεται με μεγάλο οικονομικό κόστος.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν πια πως η αξιολόγηση μιας υγιούς κοινωνίας δεν γίνεται με βάση τον πλούτο που παράγει, αλλά με τον δείκτη ευτυχίας της. Υπάρχει και ειδικός κλάδος, τα happiness economics.

Να λοιπόν γιατί αγαπάμε περισσότερο τις μοτοσυκλέτες με τις οποίες ζήσαμε πολλά, κι όχι τις ακριβότερες ή τις "καλύτερες", αλλά που δεν είχαμε ανάλογες εμπειρίες μαζί τους. Οι μοτοσυκλέτες έρχονται και φεύγουν, όσα ζήσαμε μαζί τους μένουν. Μπορεί κάποιοι να παθιάζονται και να αντιδικούν για ώρες προσπαθώντας να πείσουν πως η δική τους μοτοσυκλέτα είναι καλύτερη, μάταιος κόπος όμως. Δεν έχει καμία σημασία, τα αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να είναι μετρήσιμα, δεν είναι όμως αυτά που μετράνε. Οι εμπειρίες μας όμως, είναι σαν τα παιδιά μας: Κάποια άλλα μπορεί να είναι "αντικειμενικά καλύτερα", αλλά τα δικά μας δεν θα τα αλλάζαμε με τίποτα στον κόσμο. Τα όσα ζούμε μας κάνουν αυτό που είμαστε, κι ευτυχώς, τώρα έχουμε και επιστημονικές απαντήσεις για να επιβεβαιώσουμε αυτά που ίσως νιώθαμε, αλλά δεν θέλαμε να παραδεχτούμε. Επιπλέον, ειδικά σ’ αυτούς τους δύσκολους οικονομικά καιρούς, οι εμπειρίες κοστίζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τις αγορές, και γινόμαστε πολύ πιο ευτυχείς όταν τις μοιραζόμαστε με άλλους. Οι φίλοι είναι εδώ, η ζωή μας περιμένει, λίγη βενζίνη μόνο χρειάζεται κι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί.   

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!