editorial 535 - Παγκόσμιες ιστορίες

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

30/5/2014

Πέμπτη μεσημέρι κατά τις δύο, φτάνουμε στα Μετέωρα. Σιγά μη λείπαμε από το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς. Παγκόσμιο πρωτάθλημα enduro είναι αυτό, δεν είναι παίξε γέλασε, το 2011 που είχε ξαναγίνει στην ίδια περιοχή μας είχαν πέσει τα σαγόνια κάτω μ’ αυτά που είδαμε. Τότε είχε ψηφιστεί ως ο καλύτερος αγώνας της χρονιάς, ανάμεσα σε όλες τις διοργανώσεις του παγκοσμίου. Οι ίδιοι άνθρωποι, μια διάσπαση λέσχης και μια ίδρυση καινούργιας μετά, διεκδικούν και πάλι το ίδιο βραβείο. Με το σπαθί τους. Ομάδες και αναβάτες είχαν μόνο τα καλύτερα λόγια να πουν. Για μας είναι σαν να το έχουν πάρει ήδη.
Βιάζομαι όμως. Ζαλισμένοι ακόμα από το ταξίδι, ξεφορτώνουμε τα μηχανάκια και ντυνόμαστε για να πάμε να κάνουμε τις απλές. Η σηματοδότηση συνεχίζεται ακόμα, βρίσκουμε αναβάτες της οργάνωσης να την συμπληρώνουν, τους λέμε για κάποια σημεία που τα σήματα έχουν πέσει ή είναι ασαφή. Μονοπάτια γνώριμα αλλά και καινούργια, καθόλου χωματόδρομοι, μερικές ενδιαφέρουσες ανηφόρες έτσι για να μην είναι όλη η απλή περίπατος. Ξέρουμε καλά πως τα μονοπάτια που σήμερα κάνουμε σχεδόν απάτητα, μετά τον αγώνα θα έχουν αλλάξει τελείως μορφή. Την περασμένη Κυριακή, οι οργανωτές έστηναν τις ειδικές μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, αλλά τέσσερις μέρες μετά το μέρος έχει στεγνώσει κι έχει σκόνη, τόση που στις ανηφόρες αν είχες δύο μηχανάκια μπροστά σου δεν έβλεπες τίποτα, κι απλώς έλπιζες πως δεν θα βρεις κάποια πέτρα ή χαντάκι. Και νύχτα χωρίς φώτα να οδηγούσες, το ίδιο θα ήταν...
Βγαίνουμε στις ειδικές, που είναι η μια δίπλα στην άλλη, διαφορετικές όμως μεταξύ τους, κι έχουν ένα μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία αυτού του αγώνα. Δύσκολες όσο πρέπει, μεγάλες σε διάρκεια, βγάζουν διαφορές στους χρόνους τέτοιες που να είναι δυνατή επίθεση για τα χαμένα δευτερόλεπτα και το κυνήγι των θέσεων. Σε κεντρική θέση είναι και το service με τα φορτηγάκια των ομάδων, κι όλοι όσοι υποστηρίζουν την προσπάθεια των αναβατών δεν χρειάζεται να μετακινηθούν πολύ. Όπως διαπιστώσαμε για ακόμα μια φορά, ο αγώνας δεν κερδίζεται μόνο στις ειδικές, αλλά και στην προετοιμασία πριν τον αγώνα. Οι περισσότεροι από τους παγκόσμιους ήταν εκεί μια βδομάδα πριν τον αγώνα, με τους αναβάτες να περπατούν τις ειδικές και τους support αναβάτες να ψάχνουν τα σημεία των απλών όπου μπορούν να συναντήσουν τους αναβάτες. Η αναγνώριση των ειδικών από τους αγωνιζόμενους, που γίνεται μόνο με τα πόδια, έχει εξελιχθεί σε επιστήμη. Περπατάνε συνολικά δεκάδες χιλιόμετρα, αφού δεν τις κάνουν μόνο μία φορά. Βασική τους αρχή: η ευθεία είναι ο συντομότερος δρόμος, κι αυτή η ευθεία δεν πρέπει να έχει εκπλήξεις. Βλέπαμε τους αναβάτες να κοιτούν τα ρέματα και τις πλαγιές σαν τοπογράφοι, βάζοντας το χέρι τεντωμένο μπροστά για να "γράψουν" οπτικά μια νοητή ευθεία. Έχοντας αποφασίσει για την γραμμή τους, κι άσχετα αν αυτή έχει εμπόδια που οι κοινοί θνητοί θα πέρναγαν ως ερπετά, με τους τροχούς τους συνέχεια στο έδαφος, αυτοί που το μάτι τους κόβει διαφορετικά επιλέγουν γραμμές με φαντασία, κατάλληλες για τις ταχύτητες που αυτοί μπορούν να κινηθούν. Για παράδειγμα, στην αρχή της enduro test υπήρχε μια μικρή ρεματιά. Κινούμενοι από πριν σε ευθεία με το σημείο που θα ήθελαν να προσγειωθούν, έψαχναν το πιο κατάλληλο σημείο απογείωσης και πηδούσαν τη ρεματιά, αποφεύγοντας τελευταία στιγμή τα δέντρα που ήταν απέναντι. Άσχετα δηλαδή με τις υψομετρικές διακυμάνσεις του εδάφους, αυτοί οι alien του enduro κινούνται σε ευθεία πορεία...

Πριν όμως μπουν με μοτοσυκλέτα στις ειδικές, κι ενώ τις περπατάνε, πολλές φορές μαζί με τους support, αρχίζουν την αποψίλωση. Αφαιρούν από το πάτημά τους μια πέτρα εδώ, ένα κλαδί πιο κει, παρεμβαίνοντας στο έδαφος των ειδικών με τέτοιο τρόπο ώστε πριν αρχίσει ο αγώνας, η χάραξη των ειδικών μπορεί να είναι η αρχική, αλλά το έδαφός τους δεν έχει καμία σχέση. "Αυτοί τις έχουν αποψιλώσει τις ειδικές!", έλεγαν οι αναβάτες της οργάνωσης. Στόχος τους βέβαια η μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στις επιλεγμένες τους γραμμές, χωρίς εκπλήξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πτώση. Δεν είναι όμως πως μόνο αφαιρούν πέτρες και ξύλα από τις ειδικές, προσθέτουν κιόλας αν τους βολεύει, όπως είδαμε πριν το special test της Παρασκευής, όπου κάποιος από την ομάδα της ΚΤΜ έβαλε μια πέτρα να ακουμπάει στους κορμούς. Και που πάτησε ο Meo όταν πέρασε από κει; Κέντραρε την πέτρα και πήδηξε πιο εύκολα και πιο ασφαλής τους κορμούς. Η δουλειά αναγνώρισης των ειδικών από αναβάτες και support συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια κάθε αγωνιστικής ημέρας. Πριν μπουν στις ειδικές, αρκετοί αναβάτες έκαναν μια παράκαμψη αφήνοντας την απλή, κι έριχναν μια ματιά σε σημεία της ειδικής που τους προβλημάτιζαν για το πως θα κερδίσουν κανένα δεκατάκι, για να δουν πως έχουν γίνει. Την ίδια ώρα, οι support αναβάτες αλλά και... πεζοπόρα τμήματα, περπάταγαν τις ειδικές και συνέχιζαν την διαμόρφωσή τους, κυρίως απομακρύνοντας πέτρες ή "γλυκαίνοντας" κάποιο πάτημα. Επιπλέον, μερικοί από αυτούς, οι παλουκοφόροι, έπαιρναν ένα παλούκι απ’ αυτά που πάνω τους δένεται η κορδέλα των ειδικών, κι ενώ οι ίδιοι στέκονταν πίσω από την κορδέλα οριοθέτησης, έβαζαν την μύτη του παλουκιού ακριβώς στο πάτημα που έπρεπε να ακολουθήσει ο αναβάτης τους, τραβώντας το πίσω μόνο όταν αυτός είχε φτάσει στο μέτρο! Αμέσως μετά, έτρεχαν σε άλλο σημείο της ειδικής, κι επαναλάμβαναν το ίδιο. Το τι αντιλαμβάνονται οι θεατές ως πάτημα και το τι αντιλαμβάνονται οι αναβάτες, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Κι όταν κάποιοι θεατές έβαλαν πέτρες σ’ ένα πάτημα που είχε κατ’ αυτούς χαλάσει, κι είχε φτιάξει βαθύ λούκι, είχαμε πτώσεις αναβατών. Πως γίνεται να θυμούνται τόσα χιλιόμετρα ειδικών, και μάλιστα να προσαρμόζονται στις αλλαγές του εδάφους τους σε κάθε πέρασμα; Μερικά από τα παραπάνω που αναφέραμε το εξηγούν, συν το ότι αυτή είναι η δουλειά τους κι έχουν αναπτύξει ιδιαίτερη μεθοδολογία για να την κάνουν. Κωδικοποιούν τα σημεία των ειδικών που τους ενδιαφέρουν περισσότερο με "Κάπα", όπως γίνεται και στις στροφές μια πίστας, Κ1, Κ2, Κ3. Μετά, έχουν συνεχή πληροφόρηση για τις αλλαγές στα πατήματα της ειδικής από τους ανθρώπους υποστήριξης που έχει η ομάδα, συν την επιτόπου επιβεβαίωση των "παλουκοφόρων". Και πάλι, όπως ο Meo που το Σάββατο ξεκίνησε αγχωμένος κι ήταν ακόμα πιο αρκουδιάρης στην οδήγηση απ’ ότι συνήθως, είχε δύο πτώσεις μέσα σε ειδικές. Αυτό κοστίζει πολλές θέσεις όταν οι μνηστήρες για την νίκη σε κάθε κατηγορία είναι πάνω από πέντε, μερικές φορές και στο ίδιο δευτερόλεπτο...

Είδα αρκετά περάσματα στην αρχή της ειδικής extreme, όπου οι enduro aliens προτιμούσαν να πηδήξουν ευθεία το ρέμα, περνώντας ανάμεσα από δυο πλατάνια και σκάζοντας στις πέτρες απέναντι, παρά να χάσουν χρόνο στρίβοντας δεξιά και μετά αριστερά, κάτω και πάνω, μέσα στις βρεγμένες κροκάλες. Για το πρώτο και το δεύτερο πέρασμα το πάτημα απογείωσης ήταν καλό, μετά όμως έφτιαξε λούκι και δεν ήταν εύκολο να πηδήξουν ούτε τόσο μακριά ούτε τόσο ψηλά όσο θα ήθελαν. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετές πτώσεις, στις οποίες οι άτιμοι δεν άφηναν με τίποτα το τιμόνι, άσχετα αν είχαν κοπανήσει το κράνος τους σε βραχάκι ή είχαν φύγει με τα πόδια ψηλά κι είχαν καταλήξει μπροστά από το πεσμένο μηχανάκι. Το θέμα ήταν να μην σβήσει, και χάσουν κι άλλο χρόνο... Ένας από αυτούς που έπεσαν, Πορτογάλος αναβάτης, χτύπησε μια θεατή που καθόταν πίσω από τα πανό, σε επικίνδυνο όμως σημείο, ευθεία απέναντι από το σημείο απογείωσης. Προς τιμήν του, μόλις τερμάτισε την ειδική έτρεξε σχεδόν εκατό μέτρα μπρος πίσω, κι ήρθε να ζητήσει συγνώμη: "I’m very sorry, very sorry…", για να φύγει μετά ξανά τρέχοντας και να συνεχίσει τον αγώνα του.
Ήταν μαγικό να παρακολουθεί κανείς, κι όχι μόνο τους καταξιωμένους παγκόσμιους, αλλά και τους αναβάτες της κατηγορίας Youth, δεκάξι ως δεκαοκτώ ετών, με τα 125 τους. Οι καλοί από αυτούς έκαναν και χρόνους μέσα στην δεκάδα γενικής (!), οδηγώντας αέρινα στα πιο δύσκολα κομμάτια των ειδικών. Σκεφτείτε εδώ, πως με δεκάξι ειδικές κάθε μέρα, και επτά ως οκτώ ώρες οδήγησης σε τερέν καθαρά εκτός δρόμου, για να μπορείς να ορμάς μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ειδικής της δεύτερης μέρας, η αντοχή που απαιτείται τους κατατάσσει αυτόματα σε κατηγορία κορυφαίων αθλητών. Ακόμα και οι 16χρονοι πιτσιρικάδες είναι alien, όχι μόνο ο Marquez κι όσοι τον κυνηγούν στα MotoGP. Από κει και πάνω, προς το καλύτερο, άστο... Μιλάμε για υπεραθλητές. Εννιά παρά είκοσι το Σάββατο το βράδυ ο Seistola πήγε για ύπνο στο δωμάτιό του...

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση απαξίωσης του enduro, με αφορμή την συμμετοχή πρώην αναβατών motocross, με βάση ίσως θεωρητική και απόλυτη προσέγγιση που δεν δέχεται την μετακίνηση αναβατών από το ένα άθλημα στο άλλο. Οι περισσότεροι από τους κορυφαίους αναβάτες των τελευταίων χρόνων προέρχονται από το χώρο του motocross, κι αυτό είναι γεγονός. Επίσης γεγονός είναι πως δεν είναι όλοι οι μοτοκροσάδες επιτυχημένοι στο enduro, όπως δεν είναι και εύκολη η μετάβασή τους στο enduro. Οι ίδιοι οι αγώνες enduro, απαιτούν ένα σπάνιο συνδυασμό προσόντων, ταχύτητας, αντοχής και διαφορετικής ματιάς στο έδαφος που κινούνται. Γεγονός επίσης είναι, πως από παλιά, αν ήθελες να διακριθείς στο enduro θα έπρεπε να κάνεις και motocross, αγώνες και προπονήσεις, και πως αυτοί οι αναβάτες έχουν ανεβάσει κατά πολύ το επίπεδο, πολύ περισσότερο από το να είχαν συνεχίσει να γίνονται οι αγώνες με συμμετέχοντες που έχουν κάνει μόνο enduro στη ζωή τους. Υπάρχουν όμως κι άλλα κίνητρα, οικονομικά. Είναι πολύ δύσκολο για έναν αναβάτη motocross να βρει ανταγωνιστική ομάδα στο παγκόσμιο, στην οποία θα πληρώνεται αντί να πληρώνει, σε σχέση με το enduro. Οπότε, είναι και βιοποριστικοί οι λόγοι, ή τουλάχιστον, αυτοί οι αναβάτες καταφέρνουν να συνεχίζουν να αγωνίζονται σε κορυφαίο επίπεδο, αντί να πληρώνουν για να συμμετέχουν στο παγκόσμιο motocross. Δείτε το κι αντίστροφα: Για να τα καταφέρεις στο enduro, πρέπει ήδη να είσαι πρωταθλητής motocross στη χώρα σου και με θητεία στη δεκάδα του παγκοσμίου, και κατόπιν να μάθεις και μια νέα τέχνη. Κι αυτό μάλλον κάνει τους εντουράδες πιο πολυτάλαντους και ολοκληρωμένους αναβάτες.

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!