Διπλή Δοκιμή Kawasaki ZX-6R 636 2019 Jerez & Castelloli ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ

Γι΄αυτό αγαπάμε τα 600
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/4/2019

Φορτώσαμε πλούσια εμπειρία οδηγώντας το νέο Kawasaki Ninja 636 και εξαιτίας αυτής της η πρώτη προσέγγιση είναι απαραίτητα φιλοσοφική: Από τη στιγμή που μπήκαν τα ηλεκτρονικά στη μοτοσυκλετιστική ζωή μας, άλλαξαν πολλά. Κυρίως άλλαξε το δόγμα πως οι μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες είναι για έμπειρους αναβάτες και οι μικρότερου κυβισμού είναι κατάλληλες για τους πιο άπειρους.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια. Η τεχνολογία που έχουν οι μεγάλες μοτοσυκλέτες τις κάνουν πολύ πιο ασφαλείς και εύκολες σε όλες τις συνθήκες. Αντιθέτως οι μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες, λόγω της ανάγκης για περιορισμό του κόστους κατασκευής και της τιμής πώλησης, έχουν λιγότερα και υποδεέστερης απόδοσης ηλεκτρονικά βοηθήματα ενεργητικής ασφάλειας, χειρότερες αναρτήσεις, χειρότερα φρένα και φτηνότερα υλικά, με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν το ίδιο βάρος με τις μεγάλες. Έτσι το μόνο που αλλάζει είναι οι επιδόσεις -κυρίως- στην ευθεία, όμως και πάλι τα περισσότερα άλογα και η μεγαλύτερη ροπή είναι πλεονέκτημα για έναν άπειρο αναβάτη, γιατί μπορεί να κερδίσει εύκολα και με ασφάλεια χρόνο στην ευθεία, αντί να προσπαθεί να πάει γρήγορα στις στροφές, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φέρει στο όριο της πρόσφυσης τα ελαστικά του.

τέρμα γκάζι στις εξόδους...

Συναντήσαμε το νέο Kawasaki 636 σε δύο διαφορετικές φάσεις με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, όπως και χιλιομετρική, σε ξεχωριστές πίστες με διαφορετικά ελαστικά. Αυτό μετέτρεψε την προσέγγισή μας απέναντί του σε μία μεγάλη βεντάλια, καθώς φορτώσαμε μπόλικη εμπειρία σε περιβάλλον πίστας. Το οδηγήσαμε στην τεχνική, κλειστή για το ευρύ κοινό πίστα του Castelloli στην Βαρκελώνη με τα νέα Dunlop Sportsmart mk3 και έπειτα στην εξόχως μοτοσυκλετιστική πίστα της Jerez με Bridgestone S22.

Η εμπειρία μας από την παρουσίαση των νέων ελαστικών S22 της Bridgestone στην πίστα της Jerez, όπου οδηγήσαμε το ZX-10R και το ZX-6R 636 μαζί, είναι μια καλή απόδειξη για όλα όσα λέγαμε παραπάνω στην αρχή. Εδώ να πούμε πως η πίστα της Jerez έχει μοτοσυκλετάδικη χάραξη, με παρατεταμένες στροφές και μόλις μία μεγάλη ευθεία. Καμία σχέση δηλαδή με τις περισσότερες καινούριες πίστες, που έχουν σχεδιαστεί για αγώνες αυτοκινήτων και έχουν πολλές ευθείες και κλειστές στροφές για να μπορούν τα αυτοκίνητα να κάνουν προσπεράσεις στα φρένα. Ξεκινώντας με την μεγάλη ZX-10R ήταν εύκολο να κάνουμε προσπεράσεις στους πιο αργούς αναβάτες στις μικρές ευθείες της Jerez και με την βοήθεια των ηλεκτρονικών, να κρατήσουμε υπό έλεγχο τα 200 άλογα μέσα στις στροφές. Ειδικά με αυτά τα λάστιχα που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για χρήση στο δρόμο και ζεσταίνονται αμέσως, πρέπει να αποφεύγεις να ανοίγεις τέρμα το γκάζι με τη μοτοσυκλέτα υπερβολικά πλαγιασμένη, ώστε να μην τα υπερθερμάνεις. Τα μεγάλα superbike των 1000 κυβικών είναι τέλεια για να γράφεις γρήγορα γυρολόγια, πλαγιάζοντας όσο λιγότερο γίνεται στις στροφές.

Δεν χρειάζεται να ρισκάρεις με πρόωρα χουφτώματα του γκαζιού μέσα στη στροφή. Όμως ακόμα κι αν το κάνεις, τα εξελιγμένα traction control που παίρνουν εντολές από την IMU θα μεταφέρουν ομαλά τη δύναμη, ρυθμίζοντας την τροφοδοσία του ψεκασμού ride by wire.

Πρόσθεσε τώρα τα quick shifter Up/Down, τα wheelie control, το ρυθμιζόμενο φρένο κινητήρα και το επίσης ρυθμιζόμενο cornering ABS και θα καταλάβεις γιατί τα καινούρια superbike είναι ταχύτερα και ασφαλέστερα για έναν αναβάτη με μικρή εμπειρία από οδήγηση σε πίστα.

Αν ακόμα δεν έχεις πειστεί, τότε κατέβα από τη σέλα του ZX-10R και αμέσως μετά ανέβα στου ZX-6R 636. Το αναβαθμισμένο για το 2019 supersport μοντέλο της Kawasaki έχει στα χαρτιά περίπου τα ίδια ηλεκτρονικά με τη μεγάλη της αδερφή. Έχει ρυθμιζόμενο Traction Control, έχει ABS φυσικά και έχει και Quick Shifter. Η διαφορά είναι στη λέξη “περίπου”. Το quick-shifter είναι μόνο για τα ανεβάσματα, κόβοντας απλώς το ρεύμα χωρίς να επεμβαίνει στον ψεκασμό. Το ABS δεν είναι cornering και οι δαγκάνες είναι Nissin και όχι monoblock M50 της Brembo. Φυσικά η κεντρική μονάδα δεν έχει αισθητήρες G-Force όπως η IMU της ZX-10R, οπότε το traction control επεμβαίνει βάσει του εγκατεστημένου λογισμικού και δεν παίρνει real-time δεδομένα. Ουσιαστικά έχει τα ηλεκτρονικά που είχε η ZX-10R το 2010.

Βγάλε τώρα 50 άλογα από τον κινητήρα και μάλλον θα έχεις καταλάβει γιατί με το ZX-6R θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να πας γρήγορα στην πίστα.

Όταν όμως το κάνεις, τότε θα θυμηθείς γιατί γουστάρεις να οδηγάς τα supersport 600.

Γουστάρεις να τα οδηγάς γιατί… πραγματικά τα οδηγάς ΕΣΥ και δεν είσαι ΕΠΙΒΑΤΗΣ όπως με τα 1000. Τα στύβεις, τους πίνεις το αίμα, ορμάς στις εισόδους των στροφών και ελέγχεις την πορεία σου μέσα στη στροφή με το γκάζι. Στις ευθείες δεν κρατιέσαι απλώς από το τιμόνι προσπαθώντας να μείνεις πάνω στη σέλα όπως κάνεις με τα 1000. Με το ZX-6R σκύβεις, ψάχνεις για την μικρότερη δυνατή αεροδυναμική αντίσταση και κοιτάς το στροφόμετρο για να ανεβάσεις ταχύτητα την σωστή στιγμή.

Φρενάρεις όσο πιο αργά μπορείς και στα κατεβάσματα ρυθμίζεις με το γκάζι τις στροφές του κινητήρα ελέγχοντας το ντριφτ του πίσω τροχού που ελαφρώνει. Αν φρενάρεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει ή κατεβάσεις μία λιγότερη ή μία περισσότερη ταχύτητα θα κολλήσεις μέσα στη στροφή. Ο κινητήρας έχει δύναμη από τις 8.000 στροφές και πάνω. Αυτόν τον αριθμό ακριβώς θα πρέπει να δείχνει η βελόνα του στροφόμετρου όταν μπαίνεις στη στροφή. Με λιγότερες στροφές δεν θα μπορέσεις να βγεις δυνατά στην έξοδο.

Μόλις όμως τα κάνεις σωστά όλα αυτά, το ZX-6R θα σου δώσει τέτοια ικανοποίηση και χαρά, που κανένα μεγάλο Superbike 1000 δεν μπορεί να κάνει. Λυσσάς, ιδρώνεις και γουστάρεις. Διαλέγεις γραμμές, σκέφτεσαι την επόμενη κίνηση, καταστρώνεις σχέδια δράσης για να προσπεράσεις. Νοιώθεις αυτή τη μοναδική ικανοποίηση πως εσύ ελέγχεις πλήρως την κατάσταση. Ο κινητήρας ουρλιάζει στον κόφτη διαρκώς, του πίνεις το αίμα!

Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, να είμαστε σαφείς: Το ZX-6R γυρνούσε διαολεμένα γρήγορα στην πίστα της Jerez. Είναι πραγματικά πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα και μόνο στην πίσω μεγάλη ευθεία τα superbike είχαν πιθανότητες να το προσπεράσουν. Αν δεν σε έφταναν εκεί, τότε τους χαιρετούσες και δεν σε ξαναέβλεπαν μπροστά τους. Κι όσο περνούσαν οι γύροι, τόσο αυξανόταν η διαφορά, καθώς με τα 1000 μόνο οι πολύ γυμνασμένοι μπορούσαν να κρατήσουν σταθερό γυρολόγιο. Όλα αυτά ως εδώ εμπίπτουν στην πλειοψηφία των αναβατών. Το πρόβλημα με εμάς -τους Έλληνες- είναι πως όλοι μας θεωρούμε τον εαυτό μας εκτός πλειοψηφίας. Ένας αγωνιζόμενος θα έκανε ελικοπτεράκι το 600άρι βουτώντας με το 1000άρι παντού και πάντα με ορμή και αίμα στα μάτια. Ακόμη και στους αγωνιζόμενους βέβαια, αυτοί είναι ελάχιστοι, ας μην μείνουμε λοιπόν σε όσα ισχύουν για τους ελάχιστους! Όσα λέμε ισχύουν για γρήγορους αναβάτες στην πίστα, και είναι ήδη μειοψηφικό το πακέτο αυτό. Με το ZX-6R δεν χρειάζεσαι μπράτσα, αλλά εμπειρία, πάθος και μυαλό. Γι΄αυτό και είναι μια μοτοσυκλέτα που θα ευχαριστηθούν περισσότερο οι αναβάτες μεγαλύτερης ηλικίας. Όσοι δηλαδή έχουν χορτάσει από το ωμό γκάζι των superbike και ζητούν την απόλαυση της οδήγησης στην πίστα. Όταν απολαμβάνεις την οδήγηση του ZX-6R, ενώ μόλις πριν λίγα λεπτά έχεις οδηγήσει την αφρόκρεμα των superbike του 2019 σε μια από τις καλύτερες πίστες των MotoGP, νομίζουμε πως αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις για ένα supersport 600 σήμερα.

Στην ολότελα τεχνική, κρυμμένη και σκονισμένη πίστα στο Castelloli της Βαρκελώνης, οι συσχετισμοί ήταν διαφορετικοί, κι αυτό γιατί το 636 ήταν το γρηγορότερο που υπήρχε εκεί! Να δημιουργήσουμε καταρχήν την εικόνα, γιατί έτσι πολλά πράγματα θα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η πίστα αυτή έχει φτιαχτεί εξ αρχής ως πεδίο δοκιμών για τις εταιρίες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και όχι για αγώνες. Μπορεί να γίνονται track days, μπορεί να διοργανώνονται και κάποιοι γύροι τοπικών πρωταθλημάτων –η Ισπανία είναι παράδεισος του μηχανοκίνητου αθλητισμού- αλλά ο σκοπός της δημιουργίας της ήταν να γίνει ένα πεδίο δοκιμών και το έχει καταφέρει απόλυτα, αποτελώντας μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση. Αυτό είναι κι ένα έμμεσο μήνυμα σε όποιον ονειρεύεται πίστες F1 και λοιπά στην Ελλάδα. Η Ισπανία έχει καμιά 60αριά πίστες και «πιστούλες» όχι μία για όλες τις δουλειές. Στην συγκεκριμένη, που έχει χωθεί μέσα στις κορυφές και διαθέτει και γέφυρα περνώντας πάνω από τον εαυτό της, έχουν τοποθετήσει ένα εξελιγμένο σύστημα κεραιών με την τηλεμετρία να μην χάνεται ούτε σε ένα χιλιοστό της πίστας με την εντονότατη μορφολογία εδάφους και ταυτόχρονα ένα απίστευτα ταχύ δίκτυο που υποστηρίζεται και με δορυφορική σύνδεση. Έτσι, όταν η BMW κλείνει μερικές εβδομάδες δοκιμών τον χρόνο στην πίστα πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό σε ετήσια βάση, επωφελείται από το πρόσθετο γεγονός πως τα δεδομένα φτάνουν σε πραγματικό χρόνο απευθείας στην Γερμανία. Μάλιστα, τόσο απλά και φοβερά.

Στην πίστα αυτή η Dunlop παρουσίασε το νέο Sportsmart MK3 σε μία γενναία απόφαση καθώς αυτή την εποχή δεν μαστίζεται από σκόνη και γύρη από το παρακείμενο δάσος. Γύρη σε ποσότητες που την σηκώνεις με το φτυάρι όμως, ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό που είχαν τοποθετήσει πριν τις πινακίδες για τα φρένα, μεγάλα μπλοκ από ντυμένες σε πανί αχυρόμπαλες για να καταφέρουν να κρατήσουν την σκόνη μακριά. Έτσι και πατούσες εκτός γραμμής φλερτάριζες με το γλίστρημα, ενώ και η γραμμή δεν ήταν κάτι σταθερό και απόλυτο στην διάρκεια των γύρων. Να προσθέσουμε τώρα τα έντονα σαμαράκια στην είσοδο, και με το επίθετο «έντονα» εννοούμε πως εξαιτίας τους οδηγούσαν μέχρι και σε αύξηση πίεσης 0,6bar στα ελαστικά, που είναι σημαντικό νούμερο για τέτοια επίδραση, αλλά θα τα εξηγήσουμε αυτά στην δοκιμή των ελαστικών.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ιδανικό για άμεσα συμπεράσματα σε ελαστικά και σπαστικό αν δοκιμάζεις μοτοσυκλέτες, το 636 κατάφερε να είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι που σου επέτρεπε να διασκεδάσεις μαζί του και να αισθανθείς τεράστια εμπιστοσύνη αψηφώντας σκόνες, σαμαράκια κι άλλους δημοσιογράφους που έφευγαν ευθεία, μιας κι αυτό συνέβη μερικές φορές. Μελλοντικά στο τεύχος θα αναλύσουμε πλήρως τι συμβαίνει με αναρτήσεις, κυρίως την πίσω που θέλει περισσότερο ψάξιμο, κι ας μείνουμε τώρα στο πόσο φιλική είναι αυτή η μοτοσυκλέτα μόλις φεύγεις από τον παράδεισο της Jerez και μπαίνεις μαζί της σε καταστάσεις που θυμίζουν περισσότερο την χώρα μας. Σαμαράκια και σκόνες, πάνω στις οποίες το εμπρός φρένο αρχίζει και χάνει στα μάτια σου –και στο χέρι σου- αλλά όχι σε σημείο που να γίνεται πρόβλημα. Η θέση οδήγησης παραμένει καλά μελετημένη και εδώ στις νέες συνθήκες, ενώ βολεύεσαι είτε είσαι Pedrosa, είτε Rossi –για το ύψος πάντα μιλάμε, κάθε άλλος συσχετισμός ανήκει στα πλαίσια νοσηρής φαντασίας.

Η απόκριση του γκαζιού είναι άμεση και η γκαζιέρα δουλεύει σωστά και προοδευτικά, ενώ το σαφές κιβώτιο δεν σου κάνει την χάρη στα κατεβάσματα, ακόμη κι αν προσπαθήσεις να του κάνεις «μπλιπ» όπως λένε χαρακτηριστικά οι Αμερικανοί που χαίρονται καιρό την νέα αυτή έκδοση του 636 που στην χώρα τους πήγε πριν από την Ευρώπη. Με λίγο γκάζι και παίξιμο στην γκαζιέρα και πάλι τα κατεβάσματα –καρφωτά- είναι ένα ζήτημα, ενώ το quick shifter είναι «απλώς ΟΚ» στα ανεβάσματα για χρήση σε track days κτλ, όχι σε κάτι περισσότερο από αυτό.

Το κυνήγι που έριχνες παλιότερα στα 600άρια για να πας γρήγορα, απαιτώντας την διατήρηση της ορμής και της έντονης σωματικής καταπόνησης, όπως εξηγούμε παραπάνω, έχουν έρθει τα ηλεκτρονικά να το αλλάξουν. Τώρα μπορείς να στρίψεις αδιανόητα γρήγορα με τα 1000άρια και αν δεν είσαι εξαιρετικά γυμνασμένος δεν τα εκμεταλλεύεσαι και στο έπακρο. Με το 636 κυριαρχείς στο παιχνίδι, γιατί η οδήγηση στην πίστα πρέπει να είναι στο τέλος της ημέρας ένα παιχνίδι, ούτε να αισθάνεσαι πως έχεις ριψοκινδυνέψει, ούτε να σε έχει κουράσει η υπερβολή.

Θα επανέλθουμε με αναλυτική, επί μέρους, ανάλυση του 636!

 

Ετικέτες

Yamaha Tmax 560 (2020-2022): Δήλωση υπεροχής

Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

23/11/2022

Το ΤΜΑΧ της Yamaha θεωρείται επισήμως πλέον ένα ορόσημο, όχι μόνο για το εργοστάσιο του Iwata, αλλά για σύσσωμο το μοτοσυκλετιστικό σύμπαν. Ο έβδομος απόγονος της δυναστείας των Tmax απέκτησε περισσότερα κυβικά και προσαρμόστηκε στις προδιαγραφές Euro 5 κρατώντας τη κυρίαρχη θέση του στις πωλήσεις της κατηγορίας

 

Το ΤΜΑΧ ήταν, είναι και όπως φαίνεται θα συνεχίσει να είναι, το σημείο αναφοράς της κατηγορίας, όποτε δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε συστάσεις. Σε αυτή την έβδομη γενιά που αντικαταστάθηκε μόλις φέτος, ο βασικός στόχος της Yamaha ήταν η προσαρμογή του δικύλινδρου εν σειρά κινητήρα της στις αυστηρότερες προδιαγραφές ρύπων και θορύβου Euro 5, χωρίς όμως να χαθούν οι κορυφαίες επιδόσεις. Για να το πετύχουν αυτό αύξησαν τον κυβισμό στα 562cc από 530cc του προηγούμενου μοντέλου και αντικατέστησαν τον ιμάντα από Kevlar με έναν λεπτότερο, ελαφρύτερο και ανθεκτικότερο από carbon fiber, μειώνοντας τις απώλειες τριβής. Η εξάτμιση φυσικά επανασχεδιάστηκε για να χωρέσει ο νέος διπλός καταλύτης, ενώ αλλαγές έγιναν και στην σχέση του φυγοκεντρικό συστήματος μετάδοσης, όπου “μάκρυναν” την τελική μετάδοση και μείωσαν το πατινάρισμα, ομαλοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τις επιταχύνσεις εν κινήσει, χωρίς επιπτώσεις στις επιταχύνσεις από στάση.  Η ECU και η ηλεκτρονική διαχείριση του γκαζιού προσφέρουν δύο power modes (T και S) με μοναδική διαφορά ανάμεσά τους την απόκριση, κυρίως στην χαμηλή και μεσαία μπάντα των στροφών. Το traction control δουλεύει υποδειγματικά, μόνο εκεί που πραγματικά θα χρειαστεί - και για όσο ακριβώς χρειαστεί.

Προικισμένο

Οι αισθητικές επεμβάσεις που έγιναν στην νέα γενιά, προσανατολίζονται αποκλειστικά στις σπορ καταβολές του γενάρχη της οικογένειας, προσαρμόζοντας παράλληλα και πιο εργονομικά δεδομένα. Για παράδειγμα, το κλασικό σχήμα "μπούμερανγκ" στα πλαστικά παρέμεινε, αλλά στο σημείο που ακουμπάνε τα πόδια του αναβάτη και του συνεπιβάτη, είναι λίγο πιο στενό. Παρόλα αυτά, τα πόδια εξακολουθούν να ανοίγουν αρκετά και οι αναβάτες με ύψος κάτω από 1,80 δεν πατάνε με ευκολία και τα δύο πόδια στο έδαφος.

Το υπόλοιπο σύνολο είναι πραγματικά ένας συνδυασμός εντυπωσιακών λεπτομερειών, όπως το πίσω LED φανάρι σε σχήμα "Τ", τα υπέροχα μακρόστενα και ενσωματωμένα (επίσης LED) φλασάκια στο φαίρινγκ, αλλά και η άκρως επιθετική σχεδίαση των πλαστικών, με περισσότερες αιχμές και γωνίες. Ποιοτικά, δεν υπάρχει κάποια έκπληξη από πλευράς Yamaha, με το ΤΜΑΧ να επιδεικνύει ένα υψηλό κατασκευαστικό επίπεδο, με μοναδική "παραφωνία" (αν καταχρηστικά μπορούμε να το πούμε έτσι) την ποιότητα από το δεξί ντουλαπάκι κάτω από το τιμόνι. Πταίσμα μεν, αλλά ευτυχώς που υπάρχει για να έχουμε να σχολιάσουμε και κάτι αρνητικό… Το επίπεδο της βαφής είναι εξαιρετικό, ενώ ο μεγάλος χώρος κάτω από τη σέλα παρέμεινε, δίχως όμως (λόγω χωροταξίας) να μπορούν να φιλοξενηθούν άνετα δύο full face κράνη.

Σε επίπεδο εξοπλισμού, η στάνταρ έκδοση έχει τα δύο power modes, το traction control, keyless τεχνολογία, αλουμινένια διακοσμητικά στο σημείο που πατούν τα πόδια πίσω από την ποδιά και κλείδωμα του κεντρικού σταντ. Η ζελατίνα δεν είναι ρυθμιζόμενη, αλλά στην πράξη δεν πρόκειται να προβληματίσει ιδιαίτερα ούτε τους ψηλότερους αναβάτες, με την κάλυψη που προσφέρει να είναι παραπάνω από αρκετή. Στην κορυφαία έκδοση TechMAX η Yamaha έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, προσφέροντας ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη σε ύψος ζελατίνα και θερμαινόμενα γκριπ, που ανεβάζουν κατακόρυφα το επίπεδο άνεσης και ενισχύουν ακόμα περισσότερο την hi-end προσωπικότητα του TMAX.

Κλασσική επιλογή

Όποια γενιά TMAX κι αν αγοράσεις ως μεταχειρισμένο, η κορυφαία οδική συμπεριφορά και οι άριστες επιδόσεις είναι δεδομένες. Εκείνο που αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων είναι τομείς που αφορούν την άνεση, την ασφάλεια και τον εξοπλισμό. Με την άφιξη του ολοκαίνουριου TMAX το 2022, τα μοντέλα του 2020-2021 γίνονται μια πολύ καλή πρόταση αγοράς ως μεταχειρισμένα, κυρίως για όσους θέλουν τις σύγχρονες ανέσεις και την σύγχρονη τεχνολογία. Η έκδοση TechMAX είναι σαφώς εκείνη που θα πρέπει να προτιμήσετε και αξίζει την διαφορά χρημάτων, ειδικά στην περίπτωση των μεταχειρισμένων όπου η διαφορά στις τιμές μεταξύ των βασικών εκδόσεων και των κορυφαίων εκδόσεων δεν είναι τόσο μεγάλη.

 
Αντ/κά  ()
Προτεινόμενη Λιανική (με ΦΠΑ 24%, €)
Έμβολο πλήρες (με ελατήρια και πείρο):
                 319.12 (και τα δυο)       
Τελικό εξάτμισης:
                        704,88
Εμπρός φτερό: 
                        79,83
Εμπρός τροχός:
                        573,05
Προβολέας:
                        855,49
Μανέτα φρένου:
                          35,40
Σέλα:
                        406,72
Πλαίσιο:
                      1482,82

 

Εύρος τιμών

(€10.000-12.000)

Δύσκολα μαζεύεις χιλιόμετρα μέσα στην πόλη, οπότε τα περισσότερα μεταχειρισμένα TMAX 560 έχουν λιγότερα από 20.000 και οι τιμές τους παραμένουν κάπως ψηλά. Οι βασικές εκδόσεις και η SX ξεκινούν από τις 10.000€, όμως εσείς δώστε κάτι παραπάνω και πάρτε την έκδοση DX/TechMAX

Τι πρέπει να προσέξετε

Τα μηχανικά μέρη του TMAX είναι αντίστοιχα μιας Made in Japan μοτοσυκλέτας και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν τα δεκάδες προβλήματα που παρουσιάζουν τα συμβατικά scooter. Ακριβώς όμως λόγω αυτής της ανώτερης αξιοπιστίας και μηχανολογικής αρτιότητας είναι εύκολο να κρυφτούν κάτω από το χαλί βλάβες που έχουν προκύψει από κακή χρήση. Οπότε ένας καλός έλεγχος στις αναρτήσεις, τα φρένα και τον ιμάντα τελικής μετάδοσης μπορεί να σας δώσει μια εικόνα για την προηγούμενη ζωή του. Εννοείται πως  ξαναβαμμένα πλαστικά ή σπασμένα πλαστικά υποδηλώνουν πτώση η οποία μπορεί να μην περιορίζεται μόνο σε εξωτερικές ζημιές. Επίσης κάθε παράξενη συμπεριφορά του κινητήρα στο άνοιγμα του γκαζιού, μπορεί να μην διορθώνεται με έναν απλό “επαναπρογραμματισμό” αλλά να χρειάζεται αντικατάσταση κάποιου ή κάποιων αισθητήρων οι οποίοι δεν είναι καθόλου φτηνοί. Σε κάθε περίπτωση, ένας έλεγχος σε συνεργείο που έχει τον κατάλληλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό επιβάλλεται πριν την αγορά διότι οι τιμές μεταξύ του χειρότερου και του καλύτερου μεταχειρισμένου TMAX είναι μικρή και είναι εύκολο στο τέλος να σου στοιχίσει το φτηνότερο όσο θα αγόραζες το καλύτερο.

 

Ναι

Επιδόσεις, μηχανολογική αρτιότητα, ασφάλεια, διασκέδαση, σταθερή αξία μεταπώλησης, τεράστιο πανελλαδικό δίκτυο αντιπροσώπων και συνεργείων

 

Όχι

Εργονομία θέσης οδήγησης, υψηλή τιμή, κατανάλωση στη γρήγορη οδήγηση, μέτριοι αποθηκευτικοί χώροι, περιορισμένη πρακτικότητα 

 

Γιατί

Θέλεις το κορυφαίο scooter του κόσμου σε συμπεριφορά στην πιο σύγχρονη έκδοσή του, χωρίς να πληρώσεις την τσουχτερή τιμή του καινούριου μοντέλου

 
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Υγρόψυκτος, δικύλινδρος  με 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
70 Χ 73
Χωρητικότητα (cc):
562
Σχέση συμπίεσης:
10,9:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
47/7.500
Ροπή (kg.m/rpm):
5,6/5.250
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
 
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
 κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Αυτόματος φυγοικεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / συνεχώς μεταβαλλόμενη CVT
Τελική μετάδοση / σχέση:
Ιμάντας
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο ανοιχτό, δύο δοκών
Γωνία κάστερ (˚):
-
Ίχνος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.575
Ύψος σέλας (mm):
800
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/216
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
15/-
 
ΑΝΑΡΤΗΣEIΣ
Εμπρός
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
/
Ρυθμίσεις:
Καμία
 
Πίσω
Μονό αμορτισέρ μοχλισμού
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
 
ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δίσκοι 267mm με δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και  ABS
 
Πίσω: Δίσκος 282 mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
 
ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός: 15 x 3,5
Πίσω: 15 x 4.5
Εμπρός Ελαστικό: 120/70/-15
Πίσω Ελαστικό: 160/60/-15

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ταχύμετρο, στροφόμετρο, χειρόφρενο, LED φώτα εμπρός και πίσω, (DX/TechMAX: ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, θερμαινόμενα γκριπ, cruise control)