Οδηγούμε Yamaha MT-09 2021: Πλήρης παρουσίαση – [VIDEO]

Το MT-09 στην τρίτη του και καλύτερη έκδοση!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

24/2/2021

Το 2013 η Yamaha έβαλε το πόδι της σε μία πόρτα που έκλεινε ολοένα και περισσότερο και την κράτησε ανοικτή, αναζωπυρώνοντας με το MT-09 το ενδιαφέρον για ολόκληρη την κατηγορία των γυμνών μοτοσυκλετών. Μινιμαλιστικό, αρκετά δυνατό και με εκείνα τα θέματα της απότομης απόκρισης του γκαζιού που έχουν πλέον επιλύσει οριστικά, όπως τόνισαν οι άνθρωποι της Yamaha εδώ στην Ισπανία λίγο πριν μας παραδώσουν την νέα έκδοση προς δοκιμή.

Η Yamaha έχει καταφέρει να φτιάξει μία σειρά 8 γυμνών μοντέλων από 125 έως 1000 κυβικά, να έχει δηλαδή την πιο πλούσια γκάμα σε αυτή την κατηγορία και δικαιωματικά να οδηγεί τις εξελίξεις. Το MT-09, όπως και όλες οι hyper-naked και streetfighter μοτοσυκλέτες, αποτελούν μία καθαρά Ευρωπαϊκή υπόθεση. Έχουν σχεδιαστεί με γνώμονα την Ευρωπαϊκή αγορά και έτσι πολύ φυσιολογικά εδώ σε εμάς γνωρίζουν και μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, με το MT-09 να συμπληρώνει περισσότερες από 63.000 πωλήσεις από το 2013 που έχει βγει στην παραγωγή.

Η μοντέρνα αλλά με κλασσικές γραμμές εμφάνιση, ο ροπάτος και εξαιρετικά εύστροφος τρικύλινδρος, αξιόπιστος κινητήρας και η ευελιξία με δεδομένη και την σταθερότητα, είναι τα βασικά συστατικά που επέτρεψαν στο MT-09 την παραπάνω επιτυχία. Το πρώτο από αυτά η Yamaha το άλλαξε πλήρως. Η νέα εμφάνιση είναι σχεδιασμένη για να προκαλέσει και αυτό σημαίνει πως θα βρει υποστηρικτές αλλά ταυτόχρονα και πολέμιους που επιζητούν μία πιο κλασσική γραμμή, ιδιαίτερα ανάμεσα στην ρομποτική, ολότελα ξεχωριστή μάσκα. Όπως έχουμε πει πολλές φορές άλλωστε, το κοινό της μοτοσυκλέτας είναι εξαιρετικά συντηρητικό στην εμφάνιση των μοτοσυκλετών. Κι ενώ οι σχεδιαστικές γραμμές που έχει επιλέξει η Yamaha ανάγονται στο τέλος στις προσωπικές προτιμήσεις του κάθε ενός και είναι μία ξεκάθαρα υποκειμενική υπόθεση, ο ήχος και η αποδοχή του είναι ένα τελείως διαφορετικό στοιχείο που εμπίπτει σε πλαίσια με περισσότερο αντικειμενικά κριτήρια.

Η Yamaha έπαιξε πολύ έξυπνα με την συγκεκριμένη αίσθηση και δεν περιορίστηκε μόνο στην ροή του αέρα στο φιλτροκούτι που πάνω από μία πενταετία τώρα, είναι το αγαπημένο μουσικό παιχνίδι των Ιαπώνων με την Kawasaki στην οικογένεια των SX να διεκδικεί τα εγκαίνια αυτής της μόδας. Η Yamaha επίσης φρόντισε η ροή του αέρα στην εισαγωγή να ενισχύεται ηχητικά, αλλά εστίασε περισσότερο στον ήχο της εργοστασιακής εξάτμισης με έναν συλλέκτη που λειτουργεί σαν κανονικό ηχείο! Το αποτέλεσμα φαίνεται και στο teaser VIDEO που ανεβάσαμε στις σελίδες μας στα κοινωνικά δίκτυα και είναι μία ευχάριστη πρώτη έκπληξη όταν κάθεσαι στην μοτοσυκλέτα και βάζεις μπροστά. Μιας και το σώμα δεν αντιλαμβάνεται τον ήχο μονάχα με τους ακουστικούς πόρους, αλλά και με τις δονήσεις σε ολόκληρο το σώμα, ο ήχος του MT-09 ταξιδεύει από το τελικό της εξάτμισης και τον νιώθεις σε κάθε άνοιγμα και κλείσιμο του γκαζιού!

Ο κινητήρας έχει όσες αλλαγές χρειάζεται για να χαρακτηριστεί νέος, παρόλο που μιλάμε για έναν τρικύλινδρο crossplane με ίδια αρχιτεκτονική όπως ακριβώς έγινε αγαπητό αυτό το μοντέλο το 2013 αρχικά κι έπειτα το 2017 με την δεύτερη ανανέωσή του και τις Euro4 προδιαγραφές. Πριν φτάσουμε σήμερα να έχει αυτός ο κινητήρας περισσότερα κυβικά, να βγάζει περισσότερα άλογα και ροπή αλλά να είναι ελαφρύτερος και κατά 1,7 κιλά. Η αύξηση του κυβισμού ήταν μονόδρομος για την Yamaha στην συγκεκριμένη περίπτωση για να καλυφθούν οι Euro5 προδιαγραφές και ταυτόχρονα να αυξηθεί και η ιπποδύναμη.

Προστέθηκαν 42 κυβικά και η νέα ιπποδύναμη που δίνει η Yamaha είναι αυξημένη κατά 4 ίππους φτάνοντας τους 119 στις 10.000 στροφές. Η ροπή όμως έρχεται 1.500 στροφές νωρίτερα από πριν, μόλις στις 7.000 στροφές για τα 9,5Kg.m που είναι η μέγιστη τιμή. Συνδυάστε το αυτό με μία ευστροφία που έτσι κι αλλιώς έχουν οι τρικύλινδροι κινητήρες και ειδικά ο CP3 crossplane της Yamaha και μία απόκριση αρκετά ομαλή σε κάθε μία από τις συνολικά τέσσερις χαρτογραφήσεις και έχουμε μία μοτοσυκλέτα που εκτοξεύεται σε κάθε έξοδο, στους επαρχιακούς δρόμους που είναι και το αγαπημένο της πεδίο δράσης. Για επικάλυψη βάλτε όσα λέγαμε παραπάνω για τον ήχο, μιας και το μυαλό αντιλαμβάνεται την δύναμη της μοτοσυκλέτας πολύ περισσότερη με τον κατάλληλο ήχο. Είναι κάτι θεμελιώδες που δεν απαιτεί εξήγηση, φαίνεται και θα φαίνεται ακόμη περισσότερο στο μέλλον, όταν και θα είναι ευκολότερη υπόθεση ένα test ride σε ηλεκτρική μοτοσυκλέτα νιώθοντας αμέσως τι είναι αυτό που σου λείπει.

Γραμμική απόκριση λοιπόν, διαθέσιμη από χαμηλές στροφές και η μοτοσυκλέτα αυτή έχει το πρώτο βασικό στοιχείο για να γίνει ένα διασκεδαστικό παιχνίδι στις αγαπημένες σου διαδρομές. Το άλλο είναι μία ομοιογένεια στις αναρτήσεις που αν θυμάστε καλά από την δοκιμή μας στις Σέρρες, είναι κάτι που έλλειπε ακόμη και στην έκδοση SP του προηγούμενο μοντέλου όπου χρειαζόταν αναζήτηση των ρυθμίσεων για να αρχίσεις να φτάνεις σε ικανοποιητικό επίπεδο. Με την ευκαιρία η έκδοση SP και για το νέο MT-09 θα εμφανιστεί επίσης σε λίγο καιρό με όλα αυτά που περιμένεις να έχει, τις αναρτήσεις της Ohlins δηλαδή. Προς το παρόν ξεκινάμε με ένα πιρούνι που είναι καλό στην γρήγορη οδήγηση με γραμμικότητα στις αποσβέσεις και επαναφορά τόσο γρήγορη όσο απαιτεί ο σπορ προσανατολισμός χωρίς να φαινόμενα νευρικότητας που έχουν οι απόλυτες λύσεις, στις ατελείωτες ατέλειες ενός δημόσιου δρόμου. Πίσω το αμορτισέρ και το ψαλίδι συνεργάζονται αρκετά καλά μέχρι ένα ορισμένο όριο το οποίο βρίσκεται ψηλότερα του μέσου όρου του υποψήφιου αναβάτη. Σε πολύ γρήγορο ρυθμό όμως ο πίσω τροχός ξεκολλά ξεκινώντας τα χωρευτικά αλλά σε κάθε περίπτωση με τον αναβάτη να μπορεί εύκολα να επιβάλλει τον έλεγχο. Ακόμη και τα γλιστρήματα που μπορούν να έρθουν σε μία τέτοια συνθήκη εξαιρετικού δρόμου και των άψογων Bridgestone S22 που διαθέτει ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης, γίνονται με τρόπο προοδευτικό δίνοντας αρκετό χρόνο για διορθώσεις.

Είναι ευχάριστο να βλέπουμε σε ιαπωνική μοτοσυκλέτα ένα σωστό ελαστικό πρώτης τοποθέτησης που ανταποκρίνεται στο χαρακτήρα της. Γιατί δεν ξεχνάμε πως η Yamaha έβαζε στο Tracer μία σειρά της Dunlop που έχουν μόνο το όνομα της εταιρείας, κατασκευάζονται από άλλο εργοστάσιο  στην Ιαπωνία που έχει απλά τα δικαιώματα χρήσης του ονόματος για συγκεκριμένες χώρες και ουδεμία σχέση υπάρχει με τα κανονικά Dunlop που γνωρίζουμε εμείς εδώ. Το αποτέλεσμα είναι να έχεις μία μοτοσυκλέτα που δεν οδηγείται γρήγορα αν δεν αλλάξεις λάστιχα, κυρίως εδώ στην Ελλάδα με την πολύ συγκεκριμένη ποιότητα ασφάλτου, και επιπρόσθετα να καταλήξει ο νέος αναβάτης να διαπιστώνει ανακολουθία με αυτά που ακούει για τα ελαστικά του, κι αυτά που βλέπει στην πραγματικότητα. Μέχρι να τα αλλάξει φυσικά. Στην περίπτωση του MT-09 τα πράγματα είναι διαφορετικά και ιδιαίτερα τώρα με τα S22!

H Yamaha δηλώνει 9% αποδοτικότερη λειτουργία του κινητήρα που μπορεί να ακούγεται μεγάλο νούμερο αλλά τεχνικά είναι και απόλυτα εφικτό. Είναι όμως από τα πράγματα που χρειάζονται επαλήθευση κατά την δοκιμή στην Ελλάδα καθώς είδαμε μία αυτονομία κάτω από διακόσια χιλιόμετρα σε γρήγορο ρυθμό από τα 14 λίτρα του ρεζερβουάρ που μας φέρνει κοντά στα προηγούμενα δεδομένα. Η Yamaha λέει 5λίτρα/100χμ σε μέση οδήγηση. Μένει να το μετρήσουμε σωστά στην Ελλάδα σε κάθε ρυθμό οδήγησης. Από εκεί και πέρα έχουμε σίγουρα μικρότερο βάρος και χωρίς να το ζυγίσουμε στις ζυγαριές του περιοδικού ή/και καλύτερο ζύγισμα γιατί όσο ανεβάζεις ρυθμό η διαταγή αλλαγής κατεύθυνσης εξακολουθεί να εκτελείται με απόλυτη αμεσότητα, την στιγμή που στην ευθεία το MT-09 είναι πολύ σταθερό.

Το quickshifter χαλά λίγο την εικόνα των πληρωμένων υποσχέσεων που πιστά έχει δώσει η Yamaha στο νέο MT-09. Το quickshifter κάνει αυτά που υπόσχεται σε μεγάλο βαθμό εκτός κι αν πρόκειται για ανεβάσματα στον κόφτη για την πρώτη-δευτέρα, ενώ στα κατεβάσματα η συμπεριφορά του είναι ιδανική από ρυθμό κανονικής οδήγησης έως και σβέλτα, από εκεί και πάνω δεν θα δώσει την απαραίτητη κλωτσιά από το ηλεκτρονικό γκάζι για το απροβλημάτιστο κατέβασμα αρχίζει να παρουσιάζεται ανομοιογένεια συμπεριφοράς. Το λεγόμενο Auto-blip λοιπόν δουλεύει καλά σε συγκεκριμένο εύρος χρήσης. Με δεδομένο όμως πως όλα αυτά φαίνονται κοντά στην υπερβολή, το quickshifter δεν θα προβληματίσει.

Έτσι κι αλλιώς ο λόγος των πρώτων δύο σχέσεων έχει αλλάξει, ακριβώς για να απλωθεί καλύτερα η περισσότερη δύναμη και να γίνει σωστή εκμετάλλευση της ευστροφίας. Ο μονόδρομος και υποβοηθούμενος συμπλέκτης απέκτησε νέους δίσκους ακριβώς για αυτούς τους λόγους.

Νέο είναι και το χυτό αλουμουνένιο Deltabox πλαίσιο το οποίο η Yamaha κατασκευάζει έχοντας εξελίξει στην λειτουργία της έκχυσης του αλουμινίου σε καλούπι, σε βιομηχανικό μέγεθος παραγωγής. Ισχύει αντίστοιχα και για τους τροχούς. Η λύση που ακολουθείται είναι παλιά και δοκιμασμένη αλλά όχι σε βιομηχανική παραγωγή και σε αυτό το επίπεδο μοτοσυκλετών. Πρόκειται για σημαντική εξέλιξη, καταδικασμένη να περάσει στα ψηλά γράμματα γιατί δυστυχώς δεν απασχολούνται πολλοί με ποιο τρόπο φτιάχνεται το κάθε τι, παρά μόνο για την δουλειά που κάνει. Στην προκειμένη περίπτωση ο τρόπος κατασκευής είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την λειτουργία καθώς τόσο το πλαίσιο όσο και το ψαλίδι απαλλάσσονται από κολλήσεις και μπορούν να σχεδιαστούν με πολύ λεπτά τοιχώματα χωρίς να χαθεί η απαραίτητη ακαμψία. Το σύνολο πλαισίου, υποπλαισίου και ψαλιδιού είναι τώρα 2,3 κιλά ελαφρύτερο από πριν ενώ η στρεπτική ακαμψία ενισχύθηκε κατά 50% με εσωτερικά νεύρα, πράγμα που αποκαλύπτει το μυστικό της εξαιρετικής ευστάθειας που λέγαμε αρχικά.

Η γεωμετρία του πλαισίου έχει αλλάξει πλήρως, με σημαντικές αλλαγές ξεκινώντας από τον λαιμό και καταλήγοντας στις διαδρομές κατεβάζοντας το κέντρο βάρους χαμηλά. Το προηγούμενο τύπου «μπανάνα» ψαλίδι έχει δώσει την θέση του σε ένα πιο ίσιο που είναι 250 γραμμάρια ελαφρύτερο από πριν με τα αποτελέσματα που λέγαμε πιο πάνω μέσα από την συνεργασία του με το αμορτισέρ. Η έδραση του ψαλιδιού είναι τώρα μέσα από πλαίσιο αντί για την εξωτερική πλευρά που ήταν πριν και το κέρδος φαίνεται, για ακόμη μία φορά, στην γρήγορη οδήγηση.

Η μινιμαλιστική σχεδίαση και η στροφή προς την πρακτικότητα αφήνει ακάλυπτα πράγματα που μία άλλη σχολή σχεδιασμού δεν θα σκεφτόταν να μην καλύψει με κάποιο καπάκι, με αναδιάταξη, με οποιοδήποτε τρόπο. Ο ανορθωτής σωστά είναι τοποθετημένος εκεί που μπήκε τώρα, για καλύτερη απαγωγή της θερμότητας ωστόσο βρίσκεται σε κοινή θέα σε καίριο σημείο. Μπορείς να το δεις σαν λεπτομέρεια, μπορείς και όχι. Το κενό πίσω από το μπλοκ του κινητήρα μία άλλη εποχή θα ήταν προτέρημα. Οι μοτοσυκλέτες που «περνά το φως» ήταν μία κατηγορία από μόνες τους, στην εποχή μας αυτά δεν έχουν την ίδια σημασία. Και τέλος είναι αυτή η κόρνα, μπροστά στην μάσκα με τις μεταλλικές επαφές σε κοινή θέα. Το συγκεκριμένο θέμα δεν έχει να κάνει με αντικειμενικά ή υποκειμενικά κριτήρια για την εμφάνιση, η κόρνα έπρεπε να πάει αλλού, έλα όμως που η μάσκα είναι τόσο μικρή που χωρά μόλις τον εξαιρετικό νέο LED προβολέα και τα LED φώτα θέσης και δεν μένει χώρος για τίποτα άλλο. Στον αντίποδα η Yamaha ανακοινώνει 189 κιλά βάρους όταν είναι γεμάτο, κι αυτό αμέσως μας δίνει μία εικόνα και για το πρακτικό όφελος αυτής της μινιμαλιστικής σχεδίασης.

Η θέση οδήγησης είναι εξαιρετική, όπως και γενικά στα MT-09 με την διαφορά πως τώρα είναι ακόμη πιο εύκολο να βγάλεις το σώμα σου έξω και να κινηθείς γρήγορα αλλάζοντας κατεύθυνση. Έτσι κι αλλιώς οι δυνατότητες ρύθμισης είναι αρκετά αυξημένες αφού μπορείς να μετακινήσεις το τιμόνι 9mm εμπρός και 4mm προς τα επάνω και τα μαρσπιέ 14mm και 4mm αντίστοιχα. Τα νέα ηλεκτρονικά επωφελούνται από την κάποτε ακριβή, τώρα πλέον προσιτή, μονάδα IMU 6 αξόνων που τροφοδοτεί με πληροφορίες το traction control, το slide control, τον έλεγχο της σούζας (LIF control) καθώς και το συνδυασμένο ABS. Τυπική κατάσταση σε Yamaha, οι ρυθμίσεις όλων αυτών είναι πανεύκολες! Όπως και άμεσες! Διαλέγεις χαρτογράφηση και επίπεδο traction control με ένα συνδυασμό τριών πλήκτρων από τα αριστερά που χωρίς να σου δείξει κανείς το παραμικρό καταλαβαίνεις την λειτουργίας τους στα πρώτα τρία δευτερόλεπτα. Αν επιλέξεις την κατάσταση λειτουργίας “Manual” οι υπόλοιπες ρυθμίσεις γίνονται από μία ροδέλα στα δεξιά που σε 3 από τις 5 μοτοσυκλέτες που είδα στην δοκιμή κολλούσε όταν την πατούσες και ελπίζω να είναι κάτι που θα διορθωθεί πριν φτάσει στα καταστήματα. Γενικά όμως η συναρμογή είναι σε ανώτερο επίπεδο, απουσιάζει κάθε τριγμός πλαστικών, η βαφή είναι σωστή με βάθος και όλα πάνω του φωνάζουν “japan” με την έννοια που αντιλαμβάνεται ο περισσότερος κόσμος.

Παρακάτω αναλυτικά οι ρυθμίσεις που έχεις για τα ηλεκτρονικά και οι συνδυασμοί τους:

Mode
TCS
SCS
LIF
PresetMode 1
1
1
1
PresetMode 2
2
2
2
Manual Mode
1, 2, 3
1, 2, 3, OFF
1, 2, 3, OFF
OFF
OFF
OFF
OFF

 

Οι 4 χαρτογραφήσεις:
Mode 1: Η πιο απότομη απόκριση (μέγιστη ιπποδύναμη)

Mode 2: Στάνταρ οδήγηση (μέγιστη ιπποδύναμη)

Mode 3: Ήπια απόκριση (μέγιστη ιπποδύναμη)

Mode 4: Επιλογή για βρεγμένο και γλιστερό οδόστρωμα (Περιορισμένη ιπποδύναμη)

Η έγχρωμη TFT οθόνη 3,5 ιντσών είναι καθαρά τυπική σε αυτά που προσφέρει και απέχει από αυτά που λέμε στο τεύχος που κυκλοφορεί την Παρασκευή για τις οθόνες, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει διαφορετικό επίπεδο σε αυτή την κατηγορία. Το καλό είναι πως είναι ευανάγνωστη και με εύκολο μενού που προλαβαίνεις στην διάρκεια ενός φαναριού να κάνεις ό,τι αλλαγές θέλεις. Κι αυτό αρχίζει και γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να το πετύχεις στις μέρες μας!

Προσπάθησα να έχω την ευκαιρία μίας σύντομη δοκιμής και του πακέτου εξοπλισμού για «το Σαββατοκύριακο» όπως το αποκαλεί η Yamaha με μεγαλύτερο χαρακτηριστικό την μικρή ολότελα διαφανή ζελατίνα. Ναι, δεν καλύπτει το κράνος αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος ούτε και θα το ήθελε κανείς σε μία γυμνή μοτοσυκλέτα να τοποθετήσει ψηλότερη ζελατίνα. Το κλειδί είναι στην ανακατεύθυνση του αέρα που σε συνδυασμό με ένα σωστό αεροδυναμικό κράνος μπορούν να κάνουν πιο εύκολα τα μακρινά ταξίδια με το νέο MT-09!

Πριν πούμε ακόμη περισσότερα σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, η πρώτη αυτή επαφή με το νέο MT-09 αποκαλύπτει μία καλοσχεδιασμένη μοτοσυκλέτα, ασχέτως αν αρέσει οπτικά σε κάποιον ή όχι, εξαιρετικά διασκεδαστική στην οδήγηση που σου δίνει την δυνατότητα για ασφαλές παιχνίδι μεγαλώνοντας τα περιθώρια που έχεις!

Ετικέτες

Διπλή Δοκιμή Kawasaki ZX-6R 636 2019 Jerez & Castelloli ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ

Γι΄αυτό αγαπάμε τα 600
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/4/2019

Φορτώσαμε πλούσια εμπειρία οδηγώντας το νέο Kawasaki Ninja 636 και εξαιτίας αυτής της η πρώτη προσέγγιση είναι απαραίτητα φιλοσοφική: Από τη στιγμή που μπήκαν τα ηλεκτρονικά στη μοτοσυκλετιστική ζωή μας, άλλαξαν πολλά. Κυρίως άλλαξε το δόγμα πως οι μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες είναι για έμπειρους αναβάτες και οι μικρότερου κυβισμού είναι κατάλληλες για τους πιο άπειρους.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια. Η τεχνολογία που έχουν οι μεγάλες μοτοσυκλέτες τις κάνουν πολύ πιο ασφαλείς και εύκολες σε όλες τις συνθήκες. Αντιθέτως οι μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες, λόγω της ανάγκης για περιορισμό του κόστους κατασκευής και της τιμής πώλησης, έχουν λιγότερα και υποδεέστερης απόδοσης ηλεκτρονικά βοηθήματα ενεργητικής ασφάλειας, χειρότερες αναρτήσεις, χειρότερα φρένα και φτηνότερα υλικά, με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν το ίδιο βάρος με τις μεγάλες. Έτσι το μόνο που αλλάζει είναι οι επιδόσεις -κυρίως- στην ευθεία, όμως και πάλι τα περισσότερα άλογα και η μεγαλύτερη ροπή είναι πλεονέκτημα για έναν άπειρο αναβάτη, γιατί μπορεί να κερδίσει εύκολα και με ασφάλεια χρόνο στην ευθεία, αντί να προσπαθεί να πάει γρήγορα στις στροφές, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φέρει στο όριο της πρόσφυσης τα ελαστικά του.

τέρμα γκάζι στις εξόδους...

Συναντήσαμε το νέο Kawasaki 636 σε δύο διαφορετικές φάσεις με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, όπως και χιλιομετρική, σε ξεχωριστές πίστες με διαφορετικά ελαστικά. Αυτό μετέτρεψε την προσέγγισή μας απέναντί του σε μία μεγάλη βεντάλια, καθώς φορτώσαμε μπόλικη εμπειρία σε περιβάλλον πίστας. Το οδηγήσαμε στην τεχνική, κλειστή για το ευρύ κοινό πίστα του Castelloli στην Βαρκελώνη με τα νέα Dunlop Sportsmart mk3 και έπειτα στην εξόχως μοτοσυκλετιστική πίστα της Jerez με Bridgestone S22.

Η εμπειρία μας από την παρουσίαση των νέων ελαστικών S22 της Bridgestone στην πίστα της Jerez, όπου οδηγήσαμε το ZX-10R και το ZX-6R 636 μαζί, είναι μια καλή απόδειξη για όλα όσα λέγαμε παραπάνω στην αρχή. Εδώ να πούμε πως η πίστα της Jerez έχει μοτοσυκλετάδικη χάραξη, με παρατεταμένες στροφές και μόλις μία μεγάλη ευθεία. Καμία σχέση δηλαδή με τις περισσότερες καινούριες πίστες, που έχουν σχεδιαστεί για αγώνες αυτοκινήτων και έχουν πολλές ευθείες και κλειστές στροφές για να μπορούν τα αυτοκίνητα να κάνουν προσπεράσεις στα φρένα. Ξεκινώντας με την μεγάλη ZX-10R ήταν εύκολο να κάνουμε προσπεράσεις στους πιο αργούς αναβάτες στις μικρές ευθείες της Jerez και με την βοήθεια των ηλεκτρονικών, να κρατήσουμε υπό έλεγχο τα 200 άλογα μέσα στις στροφές. Ειδικά με αυτά τα λάστιχα που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για χρήση στο δρόμο και ζεσταίνονται αμέσως, πρέπει να αποφεύγεις να ανοίγεις τέρμα το γκάζι με τη μοτοσυκλέτα υπερβολικά πλαγιασμένη, ώστε να μην τα υπερθερμάνεις. Τα μεγάλα superbike των 1000 κυβικών είναι τέλεια για να γράφεις γρήγορα γυρολόγια, πλαγιάζοντας όσο λιγότερο γίνεται στις στροφές.

Δεν χρειάζεται να ρισκάρεις με πρόωρα χουφτώματα του γκαζιού μέσα στη στροφή. Όμως ακόμα κι αν το κάνεις, τα εξελιγμένα traction control που παίρνουν εντολές από την IMU θα μεταφέρουν ομαλά τη δύναμη, ρυθμίζοντας την τροφοδοσία του ψεκασμού ride by wire.

Πρόσθεσε τώρα τα quick shifter Up/Down, τα wheelie control, το ρυθμιζόμενο φρένο κινητήρα και το επίσης ρυθμιζόμενο cornering ABS και θα καταλάβεις γιατί τα καινούρια superbike είναι ταχύτερα και ασφαλέστερα για έναν αναβάτη με μικρή εμπειρία από οδήγηση σε πίστα.

Αν ακόμα δεν έχεις πειστεί, τότε κατέβα από τη σέλα του ZX-10R και αμέσως μετά ανέβα στου ZX-6R 636. Το αναβαθμισμένο για το 2019 supersport μοντέλο της Kawasaki έχει στα χαρτιά περίπου τα ίδια ηλεκτρονικά με τη μεγάλη της αδερφή. Έχει ρυθμιζόμενο Traction Control, έχει ABS φυσικά και έχει και Quick Shifter. Η διαφορά είναι στη λέξη “περίπου”. Το quick-shifter είναι μόνο για τα ανεβάσματα, κόβοντας απλώς το ρεύμα χωρίς να επεμβαίνει στον ψεκασμό. Το ABS δεν είναι cornering και οι δαγκάνες είναι Nissin και όχι monoblock M50 της Brembo. Φυσικά η κεντρική μονάδα δεν έχει αισθητήρες G-Force όπως η IMU της ZX-10R, οπότε το traction control επεμβαίνει βάσει του εγκατεστημένου λογισμικού και δεν παίρνει real-time δεδομένα. Ουσιαστικά έχει τα ηλεκτρονικά που είχε η ZX-10R το 2010.

Βγάλε τώρα 50 άλογα από τον κινητήρα και μάλλον θα έχεις καταλάβει γιατί με το ZX-6R θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να πας γρήγορα στην πίστα.

Όταν όμως το κάνεις, τότε θα θυμηθείς γιατί γουστάρεις να οδηγάς τα supersport 600.

Γουστάρεις να τα οδηγάς γιατί… πραγματικά τα οδηγάς ΕΣΥ και δεν είσαι ΕΠΙΒΑΤΗΣ όπως με τα 1000. Τα στύβεις, τους πίνεις το αίμα, ορμάς στις εισόδους των στροφών και ελέγχεις την πορεία σου μέσα στη στροφή με το γκάζι. Στις ευθείες δεν κρατιέσαι απλώς από το τιμόνι προσπαθώντας να μείνεις πάνω στη σέλα όπως κάνεις με τα 1000. Με το ZX-6R σκύβεις, ψάχνεις για την μικρότερη δυνατή αεροδυναμική αντίσταση και κοιτάς το στροφόμετρο για να ανεβάσεις ταχύτητα την σωστή στιγμή.

Φρενάρεις όσο πιο αργά μπορείς και στα κατεβάσματα ρυθμίζεις με το γκάζι τις στροφές του κινητήρα ελέγχοντας το ντριφτ του πίσω τροχού που ελαφρώνει. Αν φρενάρεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει ή κατεβάσεις μία λιγότερη ή μία περισσότερη ταχύτητα θα κολλήσεις μέσα στη στροφή. Ο κινητήρας έχει δύναμη από τις 8.000 στροφές και πάνω. Αυτόν τον αριθμό ακριβώς θα πρέπει να δείχνει η βελόνα του στροφόμετρου όταν μπαίνεις στη στροφή. Με λιγότερες στροφές δεν θα μπορέσεις να βγεις δυνατά στην έξοδο.

Μόλις όμως τα κάνεις σωστά όλα αυτά, το ZX-6R θα σου δώσει τέτοια ικανοποίηση και χαρά, που κανένα μεγάλο Superbike 1000 δεν μπορεί να κάνει. Λυσσάς, ιδρώνεις και γουστάρεις. Διαλέγεις γραμμές, σκέφτεσαι την επόμενη κίνηση, καταστρώνεις σχέδια δράσης για να προσπεράσεις. Νοιώθεις αυτή τη μοναδική ικανοποίηση πως εσύ ελέγχεις πλήρως την κατάσταση. Ο κινητήρας ουρλιάζει στον κόφτη διαρκώς, του πίνεις το αίμα!

Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, να είμαστε σαφείς: Το ZX-6R γυρνούσε διαολεμένα γρήγορα στην πίστα της Jerez. Είναι πραγματικά πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα και μόνο στην πίσω μεγάλη ευθεία τα superbike είχαν πιθανότητες να το προσπεράσουν. Αν δεν σε έφταναν εκεί, τότε τους χαιρετούσες και δεν σε ξαναέβλεπαν μπροστά τους. Κι όσο περνούσαν οι γύροι, τόσο αυξανόταν η διαφορά, καθώς με τα 1000 μόνο οι πολύ γυμνασμένοι μπορούσαν να κρατήσουν σταθερό γυρολόγιο. Όλα αυτά ως εδώ εμπίπτουν στην πλειοψηφία των αναβατών. Το πρόβλημα με εμάς -τους Έλληνες- είναι πως όλοι μας θεωρούμε τον εαυτό μας εκτός πλειοψηφίας. Ένας αγωνιζόμενος θα έκανε ελικοπτεράκι το 600άρι βουτώντας με το 1000άρι παντού και πάντα με ορμή και αίμα στα μάτια. Ακόμη και στους αγωνιζόμενους βέβαια, αυτοί είναι ελάχιστοι, ας μην μείνουμε λοιπόν σε όσα ισχύουν για τους ελάχιστους! Όσα λέμε ισχύουν για γρήγορους αναβάτες στην πίστα, και είναι ήδη μειοψηφικό το πακέτο αυτό. Με το ZX-6R δεν χρειάζεσαι μπράτσα, αλλά εμπειρία, πάθος και μυαλό. Γι΄αυτό και είναι μια μοτοσυκλέτα που θα ευχαριστηθούν περισσότερο οι αναβάτες μεγαλύτερης ηλικίας. Όσοι δηλαδή έχουν χορτάσει από το ωμό γκάζι των superbike και ζητούν την απόλαυση της οδήγησης στην πίστα. Όταν απολαμβάνεις την οδήγηση του ZX-6R, ενώ μόλις πριν λίγα λεπτά έχεις οδηγήσει την αφρόκρεμα των superbike του 2019 σε μια από τις καλύτερες πίστες των MotoGP, νομίζουμε πως αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις για ένα supersport 600 σήμερα.

Στην ολότελα τεχνική, κρυμμένη και σκονισμένη πίστα στο Castelloli της Βαρκελώνης, οι συσχετισμοί ήταν διαφορετικοί, κι αυτό γιατί το 636 ήταν το γρηγορότερο που υπήρχε εκεί! Να δημιουργήσουμε καταρχήν την εικόνα, γιατί έτσι πολλά πράγματα θα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η πίστα αυτή έχει φτιαχτεί εξ αρχής ως πεδίο δοκιμών για τις εταιρίες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και όχι για αγώνες. Μπορεί να γίνονται track days, μπορεί να διοργανώνονται και κάποιοι γύροι τοπικών πρωταθλημάτων –η Ισπανία είναι παράδεισος του μηχανοκίνητου αθλητισμού- αλλά ο σκοπός της δημιουργίας της ήταν να γίνει ένα πεδίο δοκιμών και το έχει καταφέρει απόλυτα, αποτελώντας μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση. Αυτό είναι κι ένα έμμεσο μήνυμα σε όποιον ονειρεύεται πίστες F1 και λοιπά στην Ελλάδα. Η Ισπανία έχει καμιά 60αριά πίστες και «πιστούλες» όχι μία για όλες τις δουλειές. Στην συγκεκριμένη, που έχει χωθεί μέσα στις κορυφές και διαθέτει και γέφυρα περνώντας πάνω από τον εαυτό της, έχουν τοποθετήσει ένα εξελιγμένο σύστημα κεραιών με την τηλεμετρία να μην χάνεται ούτε σε ένα χιλιοστό της πίστας με την εντονότατη μορφολογία εδάφους και ταυτόχρονα ένα απίστευτα ταχύ δίκτυο που υποστηρίζεται και με δορυφορική σύνδεση. Έτσι, όταν η BMW κλείνει μερικές εβδομάδες δοκιμών τον χρόνο στην πίστα πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό σε ετήσια βάση, επωφελείται από το πρόσθετο γεγονός πως τα δεδομένα φτάνουν σε πραγματικό χρόνο απευθείας στην Γερμανία. Μάλιστα, τόσο απλά και φοβερά.

Στην πίστα αυτή η Dunlop παρουσίασε το νέο Sportsmart MK3 σε μία γενναία απόφαση καθώς αυτή την εποχή δεν μαστίζεται από σκόνη και γύρη από το παρακείμενο δάσος. Γύρη σε ποσότητες που την σηκώνεις με το φτυάρι όμως, ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό που είχαν τοποθετήσει πριν τις πινακίδες για τα φρένα, μεγάλα μπλοκ από ντυμένες σε πανί αχυρόμπαλες για να καταφέρουν να κρατήσουν την σκόνη μακριά. Έτσι και πατούσες εκτός γραμμής φλερτάριζες με το γλίστρημα, ενώ και η γραμμή δεν ήταν κάτι σταθερό και απόλυτο στην διάρκεια των γύρων. Να προσθέσουμε τώρα τα έντονα σαμαράκια στην είσοδο, και με το επίθετο «έντονα» εννοούμε πως εξαιτίας τους οδηγούσαν μέχρι και σε αύξηση πίεσης 0,6bar στα ελαστικά, που είναι σημαντικό νούμερο για τέτοια επίδραση, αλλά θα τα εξηγήσουμε αυτά στην δοκιμή των ελαστικών.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ιδανικό για άμεσα συμπεράσματα σε ελαστικά και σπαστικό αν δοκιμάζεις μοτοσυκλέτες, το 636 κατάφερε να είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι που σου επέτρεπε να διασκεδάσεις μαζί του και να αισθανθείς τεράστια εμπιστοσύνη αψηφώντας σκόνες, σαμαράκια κι άλλους δημοσιογράφους που έφευγαν ευθεία, μιας κι αυτό συνέβη μερικές φορές. Μελλοντικά στο τεύχος θα αναλύσουμε πλήρως τι συμβαίνει με αναρτήσεις, κυρίως την πίσω που θέλει περισσότερο ψάξιμο, κι ας μείνουμε τώρα στο πόσο φιλική είναι αυτή η μοτοσυκλέτα μόλις φεύγεις από τον παράδεισο της Jerez και μπαίνεις μαζί της σε καταστάσεις που θυμίζουν περισσότερο την χώρα μας. Σαμαράκια και σκόνες, πάνω στις οποίες το εμπρός φρένο αρχίζει και χάνει στα μάτια σου –και στο χέρι σου- αλλά όχι σε σημείο που να γίνεται πρόβλημα. Η θέση οδήγησης παραμένει καλά μελετημένη και εδώ στις νέες συνθήκες, ενώ βολεύεσαι είτε είσαι Pedrosa, είτε Rossi –για το ύψος πάντα μιλάμε, κάθε άλλος συσχετισμός ανήκει στα πλαίσια νοσηρής φαντασίας.

Η απόκριση του γκαζιού είναι άμεση και η γκαζιέρα δουλεύει σωστά και προοδευτικά, ενώ το σαφές κιβώτιο δεν σου κάνει την χάρη στα κατεβάσματα, ακόμη κι αν προσπαθήσεις να του κάνεις «μπλιπ» όπως λένε χαρακτηριστικά οι Αμερικανοί που χαίρονται καιρό την νέα αυτή έκδοση του 636 που στην χώρα τους πήγε πριν από την Ευρώπη. Με λίγο γκάζι και παίξιμο στην γκαζιέρα και πάλι τα κατεβάσματα –καρφωτά- είναι ένα ζήτημα, ενώ το quick shifter είναι «απλώς ΟΚ» στα ανεβάσματα για χρήση σε track days κτλ, όχι σε κάτι περισσότερο από αυτό.

Το κυνήγι που έριχνες παλιότερα στα 600άρια για να πας γρήγορα, απαιτώντας την διατήρηση της ορμής και της έντονης σωματικής καταπόνησης, όπως εξηγούμε παραπάνω, έχουν έρθει τα ηλεκτρονικά να το αλλάξουν. Τώρα μπορείς να στρίψεις αδιανόητα γρήγορα με τα 1000άρια και αν δεν είσαι εξαιρετικά γυμνασμένος δεν τα εκμεταλλεύεσαι και στο έπακρο. Με το 636 κυριαρχείς στο παιχνίδι, γιατί η οδήγηση στην πίστα πρέπει να είναι στο τέλος της ημέρας ένα παιχνίδι, ούτε να αισθάνεσαι πως έχεις ριψοκινδυνέψει, ούτε να σε έχει κουράσει η υπερβολή.

Θα επανέλθουμε με αναλυτική, επί μέρους, ανάλυση του 636!

 

Ετικέτες