KTM 390 RC 2022: Οδηγούμε σε πίστα & δρόμο το “μικρό” καθαρόαιμο - Πρώτη γνωρίμια

Σχεδιασμένο για πρωταθλητές
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/9/2021

Το νέο KTM 390 RC αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα μιας ομάδας φανατικών μοτοσυκλετιστών, που για το καλό όλων μας πρέπει οπωσδήποτε να πετύχει! Πηγαίνοντας κόντρα στους “νόμους της αγοράς” και αδιαφορώντας πλήρως για τον εύκολο και φτηνό εντυπωσιασμό, φέρνει τη φιλοσοφία σχεδιασμού και κατασκευής των καθαρόαιμων σπορ μοτοσυκλετών σε μια κατηγορία που η πλειοψηφία του αγοραστικού κοινού έχει εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες στο μυαλό της.

Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, το μεγαλύτερο μέρος από τα 390 RC που θα κατασκευαστούν, όπως και των αντίστοιχων μοτοσυκλετών της κατηγορίας του, θα πουληθούν στις αγορές της Ασίας και της Ινδίας και οι ιδιοκτήτες τους θα τα οδηγούν σε δημόσιους δρόμους άθλιας ποιότητας, φορώντας σαγιονάρα-δίχαλο, τρικάβαλοι και με δυο κοφίνια με ζωντανές κότες περασμένα στα χέρια. Δεν το λέμε εμείς, ή μόνο εμείς, το είπε και ο ίδιος ο σχεδιαστής του RC σε εμάς, όταν συζητούσαμε για το ζωντανό -πλέον- σχέδιό του!

Ένας μικρός αριθμός από τη συνολική ετήσια παραγωγή του 390 RC θα πουληθεί στις αναπτυγμένες αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ως “μικρή σπορ μοτοσυκλέτα για αρχάριους”, δηλαδή σε ένα κοινό με μικρή εμπειρία και ως εκ τούτου με περιορισμένες απαιτήσεις σε τομείς που αφορούν την αγωνιστική συμπεριφορά και την οδήγηση μέσα στην πίστα.

Τόσο το κοινό των ασιατικών αγορών, όσο και το κοινό των αναπτυγμένων αγορών ενδιαφέρεται για την τιμή, τις επιδόσεις στην ευθεία και τον εξοπλισμό (ακριβώς με αυτή τη σειρά προτεραιότητας) και δεν πρόκειται να ρωτήσει  - ούτε να εκτιμήσει – αν τα πέντε κλικ της απόσβεσης επαναφοράς στο πίσω αμορτισέρ του 390 RC είναι πιο χρήσιμα και λειτουργικά από τα 20 κλικ που έχει ένα αντίστοιχο και πιθανόν πολύ φτηνότερο μοντέλο του ανταγωνισμού.

Ακόμα κι αν είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος πως είναι καλό πράγμα να έχεις 3,5 κιλά (!!!!!) ελαφρύτερες ζάντες, εν τούτοις εξακολουθεί να είναι δύσκολο να τον πείσεις να πληρώσει παραπάνω για αυτές.

Οι αριθμού που πουλάνε είναι εκείνοι της ιπποδύναμης. Τα στοιχεία του εξοπλισμού που πουλάνε είναι εκείνα που φαίνονται με το μάτι και υψηλή τεχνολογία στις μέρες μας είναι οτιδήποτε έχει πολλά λαμπάκια πάνω του.

Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η σχέση τιμής/κυβικών βάζει αυστηρά όρια.

Το καλύτερο supersport των 400 κυβικών του κόσμου να φτιάξεις, δεν πρόκειται να βρεις πολλούς που θα πάνε να το αγοράσουν αν κοστίζει όσο ένα τετρακύλινδρο 600. Και είναι και λογικό αν με ρωτάτε...

Όλα τα παραπάνω τα γνωρίζει πολύ καλά η ΚΤΜ και το τμήμα μάρκετινγκ, όμως η ομάδα που ανέλαβε τον σχεδιασμό του νέου 390 RC αποφάσισε να πάει κόντρα σε όλα και σε όλους, δίνοντας “μάχες” και κάνοντας “καβγάδες” ακόμα και με τους συναδέρφους τους! Θεωρώ πως αυτή είναι η καλύτερη ιστορία που φέρνω από την παρουσίαση του νέου RC390 στην πίστα της Modena, μία ιστορία που ελάχιστα θα ακουστεί μιας και μουν την εξιστόρησαν μετά από αρκετή κουβέντα για τό πώς και το γιατί φτιάχτηκε το κάθε τι, και αξίζει να ειπωθεί γιατί στο τέλος δείχνει απόλυτα που διαφέρει αυτή η μοτοσυκλέτα!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαφωνία που υπήρχε για την χωρητικότητα του ρεζερβουάρ, όπου το τμήμα μάρκετινγκ και οι σχεδιαστές του Kiska δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι test riders και ο Project Leader επέμεναν πως έπρεπε να μεγαλώσει στα 13,8 λίτρα. “Τόση βενζίνη έχουν τα Adventure μοντέλα μας” έλεγε το τμήμα μάρκετινγκ και οι σχεδιαστές του Kiska. “Η μοτοσυκλέτα πρέπει να έχει μεγάλη αυτονομία” επέμενε η ομάδα του Project Leader και στο τέλος τα κατάφερε.

Σιγά τα αυγά, θα πείτε. Τόση φασαρία για ένα ρεζερβουάρ; Μόνο που η διαφωνία για το μέγεθος του ρεζερβουάρ δεν αφορούσε απλώς την αυτονομία.

 

Η απόφαση να αυξηθεί η χρηστικότητά του και το ρεζερβουάρ να γίνει 13,8 λίτρα, επέβαλε πλήρη επανασχεδιασμό του πλαισίου!

  

Κι εδώ αρχίζει η εμπλοκή του αγωνιστικού τμήματος της KTM, που αδιαφορώντας πλήρως για τους “νόμους της αγοράς” έβαλε ως μοναδικό στόχο το χρονόμετρο στην πίστα και όχι τί νομίζει ή τί πιστεύει η πλειοψηφία του αγοραστικού κοινού για τον σχεδιασμό ενός πλαισίου.

Εννοείται πως η KTM θέλει να πουλήσει πολλά 390 RC και να βγάλει λεφτά. Όμως διάλεξε τον δύσκολο δρόμο και επένδυσε υπερβολικό χρόνο και τεχνογνωσία σε μια κατηγορία που θα μπορούσε να κάνει πολύ λιγότερα πράγματα.

Για να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, το νέο 390 RC θα έχει δύο εκδόσεις πλαισίου!

Η μία έκδοση που θα πωλείται στην Ευρώπη και τις ανεπτυγμένες μοτοσυκλετιστικά αγορές θα έχει το πλαίσιο με την μικρότερη πλευρική ακαμψία και τις 3,5 κιλά ελαφρύτερες ζάντες.

Το πλαίσιο αυτό έχει σχεδιαστεί μετά από τη συσσωρευμένη αγωνιστική εμπειρία πέντε ετών στα εθνικά πρωταθλήματα ταχύτητας, στα RC-Red Bull Cup και στις κατηγορίες 300SS και στόχος των αλλαγών είναι η μείωση του chattering των ελαστικών στο οριακό πλάγιασμα, η προοδευτικότητα των πληροφοριών που φτάνουν στα χέρια και το σώμα του αναβάτη, καθώς και η αύξηση της πρόσφυσης των ελαστικών.

Για τους Ινδούς και τους Ασιάτες με την σαγιονάρα-δίχαλο, θα υπάρχει η έκδοση Heavy Duty, όπου θα έχει ζάντες με πιο χοντρό χείλος στο στεφάνι (800 γραμμάρια πιο βαριά η κάθε ζάντα από την Ευρωπαϊκή έκδοση) και θα έχει βιδωμένη μια ατσάλινη πλάκα (γέφυρα) που θα συνδέει τους δύο κάτω σωλήνες του πλαισίου στο ύψος του λαιμού, ώστε να μπορεί χωρίς πρόβλημα να περνά από τους χωματόδρομους τρικάβαλο.

Ακόμα όμως και αυτή η heavy Duty έκδοση έχει 1 κιλό ελαφρύτερο πλαίσιο και 1,9 κιλά ελαφρύτερες ζάντες από το προηγούμενο μοντέλο.

Φυσικά σε όλες τις εκδόσεις το υποπλαίσιο είναι αφαιρούμενο, όπως αρμόζει σε μια καθαρόαιμη αγωνιστική μοτοσυκλέτα και τα κλιπ-ον στο τιμόνι ρυθμίζονται σε ύψος ΚΑΙ κλίση.

Οι μανέτες φρένου και συμπλέκτη είναι ρυθμιζόμενες, ενώ τα άκρα του λεβιέ ταχυτήτων ΚΑΙ του πίσω φρένου λυγίζουν προς τα μέσα για να μην σπάνε αν έρθουν βίαια σε επαφή με την άσφαλτο!

Εδώ πραγματικά αναρωτιέσαι γιατί να εξοπλίσουν με τέτοιους λεβιέδες και μανέτες τη βασική έκδοση, όταν στα Power Parts έχουν billet μανέτες και λεβιέδες και θα μπορούσαν να βγάλουν κάνα φράγκο παραπάνω πουλώντας τα ως έξτρα σε όσους θέλουν να μπουν στην πίστα.

Κι όμως όχι. Ακόμα και στη βασική μορφή του το νέο 390 RC είναι έτοιμο να μπει στην πίστα. Η φιλοσοφία Ready to Race σε όλο της το μεγαλείο.

Έχει και συνέχεια! Το νέο φαίρινγκ έχει σχεδιαστεί για να μπορείς να βγάζεις φώτα και καθρέπτες μέσα σε λίγα λεπτά.

Τα πάντα στηρίζονται στη νέα χυτή αλουμινένια βάση που βιδώνει στο λαιμό του πλαισίου.

Αυτό βάζει τέλος σε μονοκόμματα καλώδια και τέλος σε δεκάδες βάσεις και βίδες σύνδεσης, απαιτεί όμως ένα πιο προσεκτικό και πιο ακριβό σε εργατοώρες σχεδιασμό.

Ξεβιδώνοντας μόνο τέσσερεις βίδες μπορείς να κάνει πλήρες service στον κινητήρα (λάδια, φίλτρα, μπουζί, ρύθμιση βαλβίδων).

Πέρα από τον σχεδιασμό του νέου φαίρινγκ, βασικό ρόλο σε αυτή την εύκολη και γρήγορη αποσυναρμολόγηση έπαιξε η αντιστροφή της τοποθέτησης του ρεζερβουάρ με το φιλτροκούτι αέρα.

Θυμάστε τον “τσακωμό” για την χωρητικότητα του ρεζερβουάρ που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου;

Ε, για να μεγαλώσει το ρεζερβουάρ σε όγκο (για αύξηση της αυτονομίας) και ταυτόχρονα να μεγαλώσει το φιλτροκούτι σε όγκο (προς όφελος της απόδοσης του κινητήρα), έπρεπε να αλλάξουν θέσεις σε σχέση με τα προηγούμενα μοντέλα.

Επισήμως, η ΚΤΜ δεν έχει ανακοινώσει κάποιο νέο αγωνιστικό πρόγραμμα για τα RC Cup, ούτε έχει παρουσιάσει κάποιο αγωνιστικό ΚΙΤ, αλλά σε αυτή την παρουσίαση που έγινε στην πίστα της Modena, είχαν ένα “Project” με πλήρη αγωνιστικό εξοπλισμό (φαίρινγκ, εξάτμιση, ECU, αναρτήσεις) που οδηγήσαμε για 6 γύρους και μπορούμε με βεβαιότητα να σας πούμε πως δεν θα αργήσουν οι ανακοινώσεις (είτε ως ΚΤΜ, είτε ως Husqvarna).

Επιστρέφοντας την κουβέντα στο “νορμάλ” 390 RC που θα φτάσει στις εκθέσεις των καταστημάτων σε μερικούς μήνες από τώρα, θα πρέπει να πούμε και δύο κουβέντες για τις νέες αναρτήσεις της WP.

Το πιρούνι εμπρός έχει τις ρυθμίσεις αποσβέσεων ξεχωριστές σε κάθε καλάμι (όπως τα αγωνιστικά) και έναν τεραστίων διαστάσεων άξονα τροχού που θα ζήλευαν ακόμα και τα superbike των 200 ίππων. Η τεράστια διάμετρος του άξονα δεν είναι εκεί για να σε εντυπωσιάσει ως εικόνα, αλλά έχει σχέση με την μείωση του βάρους της εμπρός ζάντας…

Το πίσω αμορτισέρ είναι επίσης ολοκαίνουριο και ρυθμίζεται ως προς την προφόρτιση του ελατηρίου και την απόσβεση επαναφοράς. Όπως ήδη είπαμε, έχει “μόνο” πέντε κλικ, διότι στόχος της ΚΤΜ ήταν να υπάρχει αισθητή διαφορά σε κάθε κλικ και ο ιδιώτης αναβάτης να βρίσκει γρήγορα την κατάλληλη ρύθμιση, χωρίς να “χάνει την μπάλα” ανάμεσα σε 10-20 κλικ που τις περισσότερες φορές δεν κάνουν τίποτα…

Με άλλα λόγια, το σκεπτικό και εδώ είναι καλύτερα ποιότητα, παρά ποσότητα.

Όχι πως ο συνολικός εξοπλισμός του νέου 390 RC δεν εντυπωσιάζει με την ποσότητά του του. Έχουμε έγχρωμα TFT όργανα με Bluetooth (ίδιο πάνελ με των 390 Duke / 390 Adventure), έχουμε IMU με ρυθμιζόμενο cornering ABS και Traction Control που επεμβαίνει στην τροφοδοσία με δυνατότητα απενεργοποίησης. Έχουμε full-led φώτα και αντιολισθητικό κάλυμμα σέλας αναβάτη/συνεπιβάτη, η οποία έχει διπλάσιου πάχους αφρώδες υλικό.

Διότι όπως έκαναν με την αυτονομία του ρεζερβουάρ, έτσι και με τον τομέα της άνεσης, η ομάδα εξέλιξης του νέου 390 RC ήθελε να φτιάξει την καλύτερη supersport μοτοσυκλέτα της κατηγορίας της ΚΑΙ για τον δρόμο.

Η τιμή του νέου 390RC δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα, οπότε δεν ξέρουμε πόσο μακριά από την εμπορική πραγματικότητα της κατηγορίας κυβισμού του θα βρεθεί.

Το βέβαιο είναι πως αν το νέο 390RC καταφέρει να επιτύχει εμπορικά, τότε θα δούμε στο μέλλον και άλλα μικρού και μεσαίου κυβισμού μοντέλα της ΚΤΜ που θα έχουν σχεδιαστεί για να είναι όσο καλύτερα γίνεται σε όλους τους τομείς.

Ο χρόνος θα δείξει αν στις μέρες μας το “όσο καλύτερο γίνεται” μπορεί να επιβιώσει ενάντια στο “όσο φτηνότερο γίνεται”.

Κάναμε μαζί της πολλά χιλιόμετρα σε επαρχιακό, γεμάτο στροφές δρόμο και αρκετούς γύρους στην πίστα για να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη για τις ικανότητές της. Στο επόμενο MOTO, επανερχόμαστε αναλυτικά με τις πρώτες μας εντυπώσεις!

Διπλή Δοκιμή Kawasaki ZX-6R 636 2019 Jerez & Castelloli ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ

Γι΄αυτό αγαπάμε τα 600
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/4/2019

Φορτώσαμε πλούσια εμπειρία οδηγώντας το νέο Kawasaki Ninja 636 και εξαιτίας αυτής της η πρώτη προσέγγιση είναι απαραίτητα φιλοσοφική: Από τη στιγμή που μπήκαν τα ηλεκτρονικά στη μοτοσυκλετιστική ζωή μας, άλλαξαν πολλά. Κυρίως άλλαξε το δόγμα πως οι μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες είναι για έμπειρους αναβάτες και οι μικρότερου κυβισμού είναι κατάλληλες για τους πιο άπειρους.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια. Η τεχνολογία που έχουν οι μεγάλες μοτοσυκλέτες τις κάνουν πολύ πιο ασφαλείς και εύκολες σε όλες τις συνθήκες. Αντιθέτως οι μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες, λόγω της ανάγκης για περιορισμό του κόστους κατασκευής και της τιμής πώλησης, έχουν λιγότερα και υποδεέστερης απόδοσης ηλεκτρονικά βοηθήματα ενεργητικής ασφάλειας, χειρότερες αναρτήσεις, χειρότερα φρένα και φτηνότερα υλικά, με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν το ίδιο βάρος με τις μεγάλες. Έτσι το μόνο που αλλάζει είναι οι επιδόσεις -κυρίως- στην ευθεία, όμως και πάλι τα περισσότερα άλογα και η μεγαλύτερη ροπή είναι πλεονέκτημα για έναν άπειρο αναβάτη, γιατί μπορεί να κερδίσει εύκολα και με ασφάλεια χρόνο στην ευθεία, αντί να προσπαθεί να πάει γρήγορα στις στροφές, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φέρει στο όριο της πρόσφυσης τα ελαστικά του.

τέρμα γκάζι στις εξόδους...

Συναντήσαμε το νέο Kawasaki 636 σε δύο διαφορετικές φάσεις με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, όπως και χιλιομετρική, σε ξεχωριστές πίστες με διαφορετικά ελαστικά. Αυτό μετέτρεψε την προσέγγισή μας απέναντί του σε μία μεγάλη βεντάλια, καθώς φορτώσαμε μπόλικη εμπειρία σε περιβάλλον πίστας. Το οδηγήσαμε στην τεχνική, κλειστή για το ευρύ κοινό πίστα του Castelloli στην Βαρκελώνη με τα νέα Dunlop Sportsmart mk3 και έπειτα στην εξόχως μοτοσυκλετιστική πίστα της Jerez με Bridgestone S22.

Η εμπειρία μας από την παρουσίαση των νέων ελαστικών S22 της Bridgestone στην πίστα της Jerez, όπου οδηγήσαμε το ZX-10R και το ZX-6R 636 μαζί, είναι μια καλή απόδειξη για όλα όσα λέγαμε παραπάνω στην αρχή. Εδώ να πούμε πως η πίστα της Jerez έχει μοτοσυκλετάδικη χάραξη, με παρατεταμένες στροφές και μόλις μία μεγάλη ευθεία. Καμία σχέση δηλαδή με τις περισσότερες καινούριες πίστες, που έχουν σχεδιαστεί για αγώνες αυτοκινήτων και έχουν πολλές ευθείες και κλειστές στροφές για να μπορούν τα αυτοκίνητα να κάνουν προσπεράσεις στα φρένα. Ξεκινώντας με την μεγάλη ZX-10R ήταν εύκολο να κάνουμε προσπεράσεις στους πιο αργούς αναβάτες στις μικρές ευθείες της Jerez και με την βοήθεια των ηλεκτρονικών, να κρατήσουμε υπό έλεγχο τα 200 άλογα μέσα στις στροφές. Ειδικά με αυτά τα λάστιχα που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για χρήση στο δρόμο και ζεσταίνονται αμέσως, πρέπει να αποφεύγεις να ανοίγεις τέρμα το γκάζι με τη μοτοσυκλέτα υπερβολικά πλαγιασμένη, ώστε να μην τα υπερθερμάνεις. Τα μεγάλα superbike των 1000 κυβικών είναι τέλεια για να γράφεις γρήγορα γυρολόγια, πλαγιάζοντας όσο λιγότερο γίνεται στις στροφές.

Δεν χρειάζεται να ρισκάρεις με πρόωρα χουφτώματα του γκαζιού μέσα στη στροφή. Όμως ακόμα κι αν το κάνεις, τα εξελιγμένα traction control που παίρνουν εντολές από την IMU θα μεταφέρουν ομαλά τη δύναμη, ρυθμίζοντας την τροφοδοσία του ψεκασμού ride by wire.

Πρόσθεσε τώρα τα quick shifter Up/Down, τα wheelie control, το ρυθμιζόμενο φρένο κινητήρα και το επίσης ρυθμιζόμενο cornering ABS και θα καταλάβεις γιατί τα καινούρια superbike είναι ταχύτερα και ασφαλέστερα για έναν αναβάτη με μικρή εμπειρία από οδήγηση σε πίστα.

Αν ακόμα δεν έχεις πειστεί, τότε κατέβα από τη σέλα του ZX-10R και αμέσως μετά ανέβα στου ZX-6R 636. Το αναβαθμισμένο για το 2019 supersport μοντέλο της Kawasaki έχει στα χαρτιά περίπου τα ίδια ηλεκτρονικά με τη μεγάλη της αδερφή. Έχει ρυθμιζόμενο Traction Control, έχει ABS φυσικά και έχει και Quick Shifter. Η διαφορά είναι στη λέξη “περίπου”. Το quick-shifter είναι μόνο για τα ανεβάσματα, κόβοντας απλώς το ρεύμα χωρίς να επεμβαίνει στον ψεκασμό. Το ABS δεν είναι cornering και οι δαγκάνες είναι Nissin και όχι monoblock M50 της Brembo. Φυσικά η κεντρική μονάδα δεν έχει αισθητήρες G-Force όπως η IMU της ZX-10R, οπότε το traction control επεμβαίνει βάσει του εγκατεστημένου λογισμικού και δεν παίρνει real-time δεδομένα. Ουσιαστικά έχει τα ηλεκτρονικά που είχε η ZX-10R το 2010.

Βγάλε τώρα 50 άλογα από τον κινητήρα και μάλλον θα έχεις καταλάβει γιατί με το ZX-6R θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να πας γρήγορα στην πίστα.

Όταν όμως το κάνεις, τότε θα θυμηθείς γιατί γουστάρεις να οδηγάς τα supersport 600.

Γουστάρεις να τα οδηγάς γιατί… πραγματικά τα οδηγάς ΕΣΥ και δεν είσαι ΕΠΙΒΑΤΗΣ όπως με τα 1000. Τα στύβεις, τους πίνεις το αίμα, ορμάς στις εισόδους των στροφών και ελέγχεις την πορεία σου μέσα στη στροφή με το γκάζι. Στις ευθείες δεν κρατιέσαι απλώς από το τιμόνι προσπαθώντας να μείνεις πάνω στη σέλα όπως κάνεις με τα 1000. Με το ZX-6R σκύβεις, ψάχνεις για την μικρότερη δυνατή αεροδυναμική αντίσταση και κοιτάς το στροφόμετρο για να ανεβάσεις ταχύτητα την σωστή στιγμή.

Φρενάρεις όσο πιο αργά μπορείς και στα κατεβάσματα ρυθμίζεις με το γκάζι τις στροφές του κινητήρα ελέγχοντας το ντριφτ του πίσω τροχού που ελαφρώνει. Αν φρενάρεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει ή κατεβάσεις μία λιγότερη ή μία περισσότερη ταχύτητα θα κολλήσεις μέσα στη στροφή. Ο κινητήρας έχει δύναμη από τις 8.000 στροφές και πάνω. Αυτόν τον αριθμό ακριβώς θα πρέπει να δείχνει η βελόνα του στροφόμετρου όταν μπαίνεις στη στροφή. Με λιγότερες στροφές δεν θα μπορέσεις να βγεις δυνατά στην έξοδο.

Μόλις όμως τα κάνεις σωστά όλα αυτά, το ZX-6R θα σου δώσει τέτοια ικανοποίηση και χαρά, που κανένα μεγάλο Superbike 1000 δεν μπορεί να κάνει. Λυσσάς, ιδρώνεις και γουστάρεις. Διαλέγεις γραμμές, σκέφτεσαι την επόμενη κίνηση, καταστρώνεις σχέδια δράσης για να προσπεράσεις. Νοιώθεις αυτή τη μοναδική ικανοποίηση πως εσύ ελέγχεις πλήρως την κατάσταση. Ο κινητήρας ουρλιάζει στον κόφτη διαρκώς, του πίνεις το αίμα!

Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, να είμαστε σαφείς: Το ZX-6R γυρνούσε διαολεμένα γρήγορα στην πίστα της Jerez. Είναι πραγματικά πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα και μόνο στην πίσω μεγάλη ευθεία τα superbike είχαν πιθανότητες να το προσπεράσουν. Αν δεν σε έφταναν εκεί, τότε τους χαιρετούσες και δεν σε ξαναέβλεπαν μπροστά τους. Κι όσο περνούσαν οι γύροι, τόσο αυξανόταν η διαφορά, καθώς με τα 1000 μόνο οι πολύ γυμνασμένοι μπορούσαν να κρατήσουν σταθερό γυρολόγιο. Όλα αυτά ως εδώ εμπίπτουν στην πλειοψηφία των αναβατών. Το πρόβλημα με εμάς -τους Έλληνες- είναι πως όλοι μας θεωρούμε τον εαυτό μας εκτός πλειοψηφίας. Ένας αγωνιζόμενος θα έκανε ελικοπτεράκι το 600άρι βουτώντας με το 1000άρι παντού και πάντα με ορμή και αίμα στα μάτια. Ακόμη και στους αγωνιζόμενους βέβαια, αυτοί είναι ελάχιστοι, ας μην μείνουμε λοιπόν σε όσα ισχύουν για τους ελάχιστους! Όσα λέμε ισχύουν για γρήγορους αναβάτες στην πίστα, και είναι ήδη μειοψηφικό το πακέτο αυτό. Με το ZX-6R δεν χρειάζεσαι μπράτσα, αλλά εμπειρία, πάθος και μυαλό. Γι΄αυτό και είναι μια μοτοσυκλέτα που θα ευχαριστηθούν περισσότερο οι αναβάτες μεγαλύτερης ηλικίας. Όσοι δηλαδή έχουν χορτάσει από το ωμό γκάζι των superbike και ζητούν την απόλαυση της οδήγησης στην πίστα. Όταν απολαμβάνεις την οδήγηση του ZX-6R, ενώ μόλις πριν λίγα λεπτά έχεις οδηγήσει την αφρόκρεμα των superbike του 2019 σε μια από τις καλύτερες πίστες των MotoGP, νομίζουμε πως αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις για ένα supersport 600 σήμερα.

Στην ολότελα τεχνική, κρυμμένη και σκονισμένη πίστα στο Castelloli της Βαρκελώνης, οι συσχετισμοί ήταν διαφορετικοί, κι αυτό γιατί το 636 ήταν το γρηγορότερο που υπήρχε εκεί! Να δημιουργήσουμε καταρχήν την εικόνα, γιατί έτσι πολλά πράγματα θα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η πίστα αυτή έχει φτιαχτεί εξ αρχής ως πεδίο δοκιμών για τις εταιρίες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και όχι για αγώνες. Μπορεί να γίνονται track days, μπορεί να διοργανώνονται και κάποιοι γύροι τοπικών πρωταθλημάτων –η Ισπανία είναι παράδεισος του μηχανοκίνητου αθλητισμού- αλλά ο σκοπός της δημιουργίας της ήταν να γίνει ένα πεδίο δοκιμών και το έχει καταφέρει απόλυτα, αποτελώντας μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση. Αυτό είναι κι ένα έμμεσο μήνυμα σε όποιον ονειρεύεται πίστες F1 και λοιπά στην Ελλάδα. Η Ισπανία έχει καμιά 60αριά πίστες και «πιστούλες» όχι μία για όλες τις δουλειές. Στην συγκεκριμένη, που έχει χωθεί μέσα στις κορυφές και διαθέτει και γέφυρα περνώντας πάνω από τον εαυτό της, έχουν τοποθετήσει ένα εξελιγμένο σύστημα κεραιών με την τηλεμετρία να μην χάνεται ούτε σε ένα χιλιοστό της πίστας με την εντονότατη μορφολογία εδάφους και ταυτόχρονα ένα απίστευτα ταχύ δίκτυο που υποστηρίζεται και με δορυφορική σύνδεση. Έτσι, όταν η BMW κλείνει μερικές εβδομάδες δοκιμών τον χρόνο στην πίστα πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό σε ετήσια βάση, επωφελείται από το πρόσθετο γεγονός πως τα δεδομένα φτάνουν σε πραγματικό χρόνο απευθείας στην Γερμανία. Μάλιστα, τόσο απλά και φοβερά.

Στην πίστα αυτή η Dunlop παρουσίασε το νέο Sportsmart MK3 σε μία γενναία απόφαση καθώς αυτή την εποχή δεν μαστίζεται από σκόνη και γύρη από το παρακείμενο δάσος. Γύρη σε ποσότητες που την σηκώνεις με το φτυάρι όμως, ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό που είχαν τοποθετήσει πριν τις πινακίδες για τα φρένα, μεγάλα μπλοκ από ντυμένες σε πανί αχυρόμπαλες για να καταφέρουν να κρατήσουν την σκόνη μακριά. Έτσι και πατούσες εκτός γραμμής φλερτάριζες με το γλίστρημα, ενώ και η γραμμή δεν ήταν κάτι σταθερό και απόλυτο στην διάρκεια των γύρων. Να προσθέσουμε τώρα τα έντονα σαμαράκια στην είσοδο, και με το επίθετο «έντονα» εννοούμε πως εξαιτίας τους οδηγούσαν μέχρι και σε αύξηση πίεσης 0,6bar στα ελαστικά, που είναι σημαντικό νούμερο για τέτοια επίδραση, αλλά θα τα εξηγήσουμε αυτά στην δοκιμή των ελαστικών.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ιδανικό για άμεσα συμπεράσματα σε ελαστικά και σπαστικό αν δοκιμάζεις μοτοσυκλέτες, το 636 κατάφερε να είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι που σου επέτρεπε να διασκεδάσεις μαζί του και να αισθανθείς τεράστια εμπιστοσύνη αψηφώντας σκόνες, σαμαράκια κι άλλους δημοσιογράφους που έφευγαν ευθεία, μιας κι αυτό συνέβη μερικές φορές. Μελλοντικά στο τεύχος θα αναλύσουμε πλήρως τι συμβαίνει με αναρτήσεις, κυρίως την πίσω που θέλει περισσότερο ψάξιμο, κι ας μείνουμε τώρα στο πόσο φιλική είναι αυτή η μοτοσυκλέτα μόλις φεύγεις από τον παράδεισο της Jerez και μπαίνεις μαζί της σε καταστάσεις που θυμίζουν περισσότερο την χώρα μας. Σαμαράκια και σκόνες, πάνω στις οποίες το εμπρός φρένο αρχίζει και χάνει στα μάτια σου –και στο χέρι σου- αλλά όχι σε σημείο που να γίνεται πρόβλημα. Η θέση οδήγησης παραμένει καλά μελετημένη και εδώ στις νέες συνθήκες, ενώ βολεύεσαι είτε είσαι Pedrosa, είτε Rossi –για το ύψος πάντα μιλάμε, κάθε άλλος συσχετισμός ανήκει στα πλαίσια νοσηρής φαντασίας.

Η απόκριση του γκαζιού είναι άμεση και η γκαζιέρα δουλεύει σωστά και προοδευτικά, ενώ το σαφές κιβώτιο δεν σου κάνει την χάρη στα κατεβάσματα, ακόμη κι αν προσπαθήσεις να του κάνεις «μπλιπ» όπως λένε χαρακτηριστικά οι Αμερικανοί που χαίρονται καιρό την νέα αυτή έκδοση του 636 που στην χώρα τους πήγε πριν από την Ευρώπη. Με λίγο γκάζι και παίξιμο στην γκαζιέρα και πάλι τα κατεβάσματα –καρφωτά- είναι ένα ζήτημα, ενώ το quick shifter είναι «απλώς ΟΚ» στα ανεβάσματα για χρήση σε track days κτλ, όχι σε κάτι περισσότερο από αυτό.

Το κυνήγι που έριχνες παλιότερα στα 600άρια για να πας γρήγορα, απαιτώντας την διατήρηση της ορμής και της έντονης σωματικής καταπόνησης, όπως εξηγούμε παραπάνω, έχουν έρθει τα ηλεκτρονικά να το αλλάξουν. Τώρα μπορείς να στρίψεις αδιανόητα γρήγορα με τα 1000άρια και αν δεν είσαι εξαιρετικά γυμνασμένος δεν τα εκμεταλλεύεσαι και στο έπακρο. Με το 636 κυριαρχείς στο παιχνίδι, γιατί η οδήγηση στην πίστα πρέπει να είναι στο τέλος της ημέρας ένα παιχνίδι, ούτε να αισθάνεσαι πως έχεις ριψοκινδυνέψει, ούτε να σε έχει κουράσει η υπερβολή.

Θα επανέλθουμε με αναλυτική, επί μέρους, ανάλυση του 636!

 

Ετικέτες