Honda CB500X & F 2019: Οδηγούμε στην Ισπανία [video]

Πρώτες εντυπώσεις & πληροφορίες
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

19/2/2019

Τα νέα, πολυαναμενόμενα μοντέλα της σειράς CB500 X και F, είχαμε την ευκαιρία να οδηγήσουμε στην Ισπανία στους στενούς και εξαιρετικούς δρόμους της Τενερίφης, του μεγαλύτερου από τα επτά βασικά νησιά στο σύμπλεγμα των Κανάριων Νήσων. Το MOTO επισκέπτεται κάθε χρόνο αυτά τα νησιά, προσκεκλημένο σε διαφορετικές δημοσιογραφικές παρουσιάσεις, ωστόσο η Honda κατάφερε να βρει εκείνη την μόνη διαδρομή που ήταν ανεξερεύνητη, κι αυτό μιας και οι λιγότεροι δημοφιλής στενοί δρόμοι ταίριαζαν απόλυτα με τον χαρακτήρα των νέων CB. Επιπρόσθετα ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που μπορέσαμε να οδηγήσουμε και στο χώμα, κάτι που δεν έχει συμβεί με εταιρίες όπως η KTM και η Ducati, εξαιτίας της πολυπλοκότητας στις διαδικασίες που έχουν επιβάλει οι τοπικές αρχές προσπαθώντας να διαφυλάξουν το πρώτο και τελευταίο δάσος των ηφαιστιογενών νησιών. Τα δέντρα μπορεί να μην είναι σε αφθονία, εκείνο όμως που περισσεύει είναι τα υλικά από τα έγκατα της Γης, με τα οποία στρώνουν τους δρόμους μετατρέποντας την έξοδο από το πάρκινγκ των σπιτιών τους σε έξοδο από την pit lane… Και με ένα Ευρώ το λίτρο στην ήπια φορολογημένη βενζίνη, τα νησιά αυτά μπορείς να τα αποκαλέσεις μοτοσυκλετιστικό παράδεισο, δίχως καμία απολύτως υπερβολή! Με πλοηγό τον Steve Plater να δίνει τον ρυθμό, Βρεττανό πρωταθλητή το 2009, νικητή του Isle of Man κι ένα κατεβατό από ακόμη μεγαλύτερες περγαμηνές, η δοκιμή των νέων CB δεν προβλεπόταν εξ αρχής να ακολουθήσει με απόλυτη πιστότητα την περιγραφή του χαρακτήρα με τον οποίο τα προίκισε η μητέρα Honda, κι έτσι ακριβώς συνέβη τελικά!

Στο παρακάτω trailer μπορείτε να πάρετε μία πλούσια γεύση από την εμπειρία της οδήγησής τους, πριν συνεχίσετε με τις πρώτες οδηγικές εντυπώσεις και λεπτομέρειες, μέχρι να επιστρέψουμε από τον παράδεισο αυτό της μοτοσυκλέτας και να ακολουθήσει η ακόμη πιο αναλυτική παρουσίασή τους:

 

Η σειρά CB500 ανανεώθηκε στην αυγή των νέων κανονισμών Euro5, κάνοντας ακριβώς εκείνες τις αλλαγές που χρειαζόταν για να πληρούνται οι νέες προδιαγραφές ρύπων, με την διαφορά πως δεδομένης της ευκαιρίας προχώρησαν σε ολικό επανασχεδιασμό τμημάτων του κινητήρα. Πάντα με γνώμονα τον βέλτιστο συνδυασμό κατανάλωσης και απόδοσης. Όταν η Honda μιλά βέβαια για απόδοση, δεν εννοεί την μέγιστη δυνατή ιπποδύναμη, αλλά εκείνη που καλύτερα αντιπροσωπεύει τον χαρακτήρα της μοτοσυκλέτας. Κι αυτό στην περίπτωση του CB500X σημαίνει μία καθημερινή σύντροφος για όλες τις διαδρομές ρουτίνας και παράλληλα ικανότητα ταξιδιού αλλά και σύντομο πέρασμα από χωματόδρομους προς εξερεύνηση της ακτογραμμής τα καλοκαίρια… Οι παρουσιάσεις νέων μοντέλων που πραγματοποιούν οι εταιρίες, προσπαθούν να συμπυκνώσουν σε μία ημέρα την γνωριμία με τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας και την απαραίτητη φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση του κάθε ένα ξεχωριστά, γράφοντας το δυνατόν περισσότερα χιλιόμετρα στον χρόνο που απομένει. Αυτή είναι μονάχα μία από διαφορές με τις δοκιμές που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και κρατούν κατά ελάχιστο μία εβδομάδα, περνώντας στο μεταξύ από όλες τις δοκιμασίες και τις εξειδικευμένες μετρήσεις που εμείς πραγματοποιούμε. Μέσα σε λίγο χρόνο και σε άγνωστους δρόμους παίρνεις μονάχα μία ιδέα από το μοντέλο, και είναι ορισμένες φορές πιο σημαντικό να γνωρίσεις τους ανθρώπους που το σχεδίασαν και να μιλήσεις μαζί τους, καθώς δεν θα υπάρξει άλλη τέτοια ευκαιρία. Εδώ βρίσκεται και η πραγματική σημασία τέτοιων παρουσιάσεων!

Στο τεύχος θα αναλύσουμε τον τρόπο που εργάστηκε η ομάδα πίσω από την ανανέωση των CB500, πού εστίασαν και πόσο χρόνο χρειάστηκαν για το κάθε τι. Το βασικό είναι βέβαια πως στόχευσαν στην κατασκευή μίας εύκολης και πολύ καλά ζυγισμένης μοτοσυκλέτας. Έτσι από την στιγμή που θα έβαζαν χέρι στον κινητήρα για να είναι έτοιμος με τις νέες προδιαγραφές, είχε έρθει η ευκαιρία για μία συνολική μείωση βάρους από στρατηγικά επιλεγμένα σημεία ώστε αυτή να ευνοήσει τον αναβάτη πολλαπλάσια με ακόμη καλύτερη κατανομή βάρους. Όπως είπαμε και με τους Ιάπωνες μηχανολόγους που έδωσαν το παρόν, η Honda δεν έχει να επιδείξει σοβαρά λάθη σε αυτό τον τομέα, στην κατανομή συγκεκριμένα δηλαδή, που είναι άλλο πράγμα από την μέτρηση βάρους… Πέρα από το Crosstourer που μονάχα με μεγάλη ταχύτητα δεν αντιλαμβάνεσαι το βάρος και θα πρέπει είτε να το μανουβράρεις σπρώχνοντας, είτε –χειρότερα- να σου πέσει στο πόδι για να νιώσεις τα σχεδόν τριακόσια κιλά του, η Honda φημίζεται για την κατανομή βάρους την ίδια στιγμή που δεν κάνει εκτεταμένες προσπάθειες για να το μειώσει. Για τα νέα μοντέλα της σειράς CB500, έκανε βέβαια έναν μικρό κόπο και προς την κατεύθυνση της δίαιτας, δεν τα παράτησε τελείως. Το F για παράδειγμα είναι δύο κιλά ελαφρύτερο από τους προκάτοχό, του μία αλλαγή που έχει προκύψει απλά από την ανανέωση των περιφερειακών και των ηλεκτρονικών όπως της μονάδας ABS καθώς είναι νεότερη σε ηλικία και τυχαίνει έτσι κι ελαφρύτερη. Από την άλλη τα γρανάζια του κιβωτίου έχουν κι αυτά ελαφρύνει, με την Honda να ξοδεύει χρόνο στο σχεδιασμό τους. Πρώτα όμως για να είναι καλύτερη η λειτουργία του κιβωτίου, κι έπειτα για να μειωθεί κι από εκεί το συνολικό βάρος.

Άλλωστε ο νέος τρόπος σχεδιασμού των μοτοσυκλετών, με το «νέος» να αντιπροσωπεύει την απαρχή αυτής της δεκαετίας που ήδη τελειώνει, απαιτεί υπολογισμούς με αναγωγή στο γραμμάριο κι έτσι όταν μιλάμε για μειώσεις βάρους συχνά ακουγόμαστε σαν τους χρυσοχόους καθότι κι εκείνοι υπολογίζουν τέτοιες υποδιαιρέσεις του κιλού με την ίδια προσοχή! Πόσο μάλιστα όταν τα λίγα αυτά γραμμάρια φεύγουν από κινούμενα μέρη, κάτι που πολλαπλασιάζει την αξία τους. Το κιβώτιο έχει συνολικά επανασχεδιαστεί, όλα τα γρανάζια είναι καινούρια με αμεσότερη εμπλοκή τους ενώ ταυτόχρονα τα νέα CB είναι τα μικρότερα Honda με υποβοηθούμενο μονόδρομο συμπλέκτη, κάτι που μειώνει την δύναμη που απαιτείται στην μανέτα κατά 45%! Μισή δύναμη σε μία μανέτα που πατούσες ήδη με την αντίσταση μαχαιριού σε βούτυρο, σημαίνει πως τώρα τα CB νομίζεις πως έχουν κομμένη ντίζα, τόσο εύκολα που χειρίζεσαι την μανέτα με ένα δάχτυλο. Από πλευράς μηχανολογικού σχεδίου το κιβώτιο, όπως και όλο το μπλοκ του κινητήρα εξωτερικά, μπορούν να θυμίσουν στο εκπαιδευμένο μάτι το CB600RR, κι αυτό δεν συμβαίνει τυχαία. Το ίδιο ισχύει και για το προηγούμενο μοντέλο με τις ομοιότητες να φτάνουν έως την διάμετρο των εμβόλων, νομίζοντας πως έχεις να κάνεις με την κομμένη στην μέση ενός τετρακύλινδρου.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που συνέβη αυτό, ο εξής ένας: Βόλευε τους σχεδιαστές τόσο στην απλοποίηση του σχεδίου πατώντας σε γνώριμα μονοπάτια, όσο και πρακτικά στην βελτίωση της βιομηχανοποιημένης παραγωγής του δικύλινδρου στο σύγχρονο εργοστάσιο της Ταϊλάνδης. Ο μεγαλύτερος κινητήρας που έχει βγει από αυτό το εργοστάσιο είναι ο τετρακύλινδρος των CB650, που επίσης έχει αρκετές ομοιότητες με τα supersport και τα superbike που παράγονται στην Ιαπωνία. Από εκεί και πέρα για την συνολική εξωτερική εμφάνιση και συγκεκριμένα στην περίπτωση του CB500X, οι Ιάπωνες θέλησαν να προσδώσουν ομοιότητες με την Africa Twin, δημιουργώντας ένα καλύτερο ευδιάκριτο πλατύσκαλο στην σκάλα της γκάμας αλλά και μία ενδιάμεση λύση για εκείνους που θέλουν κάτι οικονομικότερο με άμεση όμως αναφορά στο μεγαλύτερο δικύλινδρο, που η μεταξύ τους απόσταση ίσως γίνει ακόμη πιο μεγάλη σε λίγο καιρό.

Άλλωστε για αυτό αποκτά και 19 ιντσών τροχό εμπρός την ίδια στιγμή που μεγαλώνει κατά 10mm και η διαδρομή του πιρουνιού και η γεωμετρία θέσης οδήγησης τοποθετεί το σώμα σε πιο όρθια θέση. Με νέα επίπεδη σέλα και μικρή αλλαγή στα μαρσπιέ, το νέο CB500X συνδυάζει σε υπερθετικό βαθμό την αίσθηση μεγάλης On-Off μοτοσυκλέτας με την ευκολία κίνησης της που πρέπει να έχει ένα μοντέλο πεντακοσίων κυβικών.

Αντίστοιχα το CB500F καταφέρνει να διαφοροποιηθεί αρκετά, πρώτα με την θέση οδήγησης φυσικά. Η Honda δεν αρκέστηκε στην αλλαγή που αναπόφευκτα δημιουργεί η μικρότερη διαδρομή των αναρτήσεων αλλά προχώρησε με βάση τα νέα στοιχεία σε επανασχεδιασμό, κάνοντας μικρές επεμβάσεις σε τιμόνι και μαρσπιέ, φέρνοντας το σώμα πιο μπροστά σε μία περισσότερο σκυφτή θέση συγκριτικά με τον προκάτοχο. Δίνοντας περισσότερο όγκο στα πλαστικά γύρω από το ρεζερβουάρ, και με την μικρή αυτή ενίσχυση που έχει ο κινητήρας στις μεσαίες στροφές, το CB500F είναι όσο σπορ δείχνει και στα κατάλληλα χέρια ακόμη περισσότερο, μειώνοντας την απόσταση που θέτουν τα όρια του κυβισμού του από μεγαλύτερες μοτοσυκλέτες!

Οδηγώντας πίσω από τον Steve Plater σε μία γεμάτη στροφές διαδρομή και κάνοντας συχνή χρήση του κιβωτίου χωρίς όμως το ενδιάμεσο στάδιο της μανέτας, το CB500F σου χάριζε ένα παιχνίδι που δεν ήθελες να σταματήσει. Απόλυτα σταθερό με αμεσότητα στις αλλαγές κατεύθυνσης κι ένα κιβώτιο που υπάκουε σε κάθε κλωτσιά που του έδινες, ανεβάζοντας αλλά και κατεβάζοντας ακαριαία δίχως σκέψη, το CB500F κατάφερνε να γεφυρώνει στον στενό επαρχιακό, την διαφορά κυβισμού με την μοτοσυκλέτα του Άγγλου πρωταθλητή. Είναι νόμος: Στις Θερμοπύλες και σε ανηφορικό στενό, στριφτερό κομμάτι, από αυτά που είναι γεμάτη η Ελλάδα, ο κυβισμός δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο…

Δικάναλο ABS με ικανοποιητική λειτουργία και φρένα που δεν θα βράσουν ποτέ, κατανάλωση που αν την επιβεβαιώσουμε σε μελλοντική δοκιμή στην Ελλάδα τότε θα σηκώνει να γεμίζεις το ρεζερβούαρ με σαμπάνιες, κι όλα αυτά με ταυτόχρονα σωστή κατανομή βάρους, τα νέα CB φέρουν όλα τα εφόδια για να είναι ασφαλείς και οικονομικές μοτοσυκλέτες. Με την ευκαιρία της οδήγησης κυνηγώντας τον Plater, όπως θα δείτε στο επόμενο video που θα ακολουθήσει, το πέρασμα από το χώμα και την καταπόνηση που επιβάλλαμε σε φρένα και αναρτήσεις, θα δούμε στην αναλυτική παρουσίαση όλες τις ικανότητες που έχουν τα CB και το βάθος του πολύπλευρου χαρακτήρα τους…

 

Ετικέτες

Η ιστορία του ΜΟΤΟ κυνηγώντας έξι παγκόσμια ρεκόρ της FIM με τις Suzuki Hayabusa και Kawasaki GTR 1400 στο Nardo

Σπάζοντας 6 παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας της FIM στο Nardo
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

23/10/2023

Ήταν Μάρτιος του 2009 όταν το ΜΟΤΟ ταξίδεψε στην “στρογγυλή” πίστα του Nardo της νότιας Ιταλίας, συμμετέχοντας στην προσπάθεια της Pirelli να σπάσει μέσα σε 24 ώρες, όλα  τα ρεκόρ μέσης ωριαίας ταχύτητας της FIM, με μια Suzuki Hayabusa Gen II και μια Kawasaki GTR 1400. Συνολικά 21 αναβάτες, εκ των οποίων πέντε δοκιμαστές της Pirelli και δεκαπέντε δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο, ξεκινήσαμε στις 12:30 το μεσημέρι μια σκυταλοδρομία με μοναδικό στόχο να μην πέσει η βελόνα του κοντέρ κάτω από τα 240km/h! Με την έλευση της επετειακής έκδοσης Suzuki Hayabusa για τα 25 χρόνια του μοντέλου, ας θυμηθούμε μία επική ιστορία:

2

Μοτοσυκλέτες σαν το Suzuki Hayabusa και το Kawasaki GTR 1400 έχουν γεννηθεί για να κάνουν καλά μία δουλειά. Να ταξιδεύουν για ώρες με 200άρες! Οι μεγάλοι τετρακύλινδροι κινητήρες τους γουργουρίζουν σε αυτά τα χιλιόμετρα χωρίς να ιδρώνει το αυτί τους και καταπίνουν μεγάλες αποστάσεις στις εθνικές οδούς μέσα σε λίγες ώρες. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα “αναθεματισμένα” όρια ταχύτητας για να κινούνται με ασφάλεια (και λογική κατανάλωση καυσίμου…) όλοι οι άλλοι οδηγοί και αναβάτες στις σύγχρονες εθνικές οδούς, τότε αυτά τα κτήνη θα έφταναν από τη μια πόλη της Ευρώπης στην άλλη πιο γρήγορα από οποιοδήποτε αεροπλάνο. Ένας καλός τρόπος για να μάθουμε πόσα χιλιόμετρα θα μπορούσαν να καλύψουν μέσα σε 24 ώρες αν δεν υπήρχαν όρια ταχύτητας, είναι να πας σε μια πίστα σαν του Nardo που σου επιτρέπει να τερματίζεις τη βελόνα του κοντέρ σε κάθε γύρο που κάνεις. Οι γερμανικές Autobahn δεν έχουν όρια ταχύτητας σε κάποια τμήματα, όμως η κίνηση είναι πυκνή και σπανίως μπορείς να διατηρήσεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα ταχύτητες άνω των 150km/h.

3

Θα μπορούσες να κάνεις μερικά χιλιόμετρα τέρμα γκάζι στην εθνική και μετά να υπολογίσεις με μαθηματικά πόσα χιλιόμετρα θα μπορούσες να καλύψεις μέσα σε 24 ώρες με μια Hayabusa, όμως αυτό δεν θα είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Διότι όποιον υπολογισμό κι αν κάνεις, η πραγματική ζωή είναι πάντα πιο σκληρή από την θεωρία.

Κι αυτό αποδείχτηκε εκείνη την ημερά στο Nardo, όπου χρειάστηκε να κρατήσουμε την βελόνα του κοντέρ πάνω από τα 230km/h πραγματικά επί 12 ώρες για να επιτύχουμε μέση ωριαία 208,87km/h και να σπάσουμε το παγκόσμιο ρεκόρ στην κατηγορία Α12 της FIM.

Σε αντίθεση με τις κουβέντες της καφετέριας, τα παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας της FIM έχουν πολύ αυστηρούς κανόνες. Τόσο αυστηρούς που αν η ταχύτητα του αέρα ξεπεράσει τα 14km/h τότε ακυρώνονται, ακόμα κι αν χρειάζεσαι μόλις μερικούς γύρους για να ολοκληρώσεις την προσπάθεια.

4

Συγκεκριμένα στο Nardo, η FIM απαιτεί να οδηγείς συνεχώς μέσα σε μια συγκεκριμένη λωρίδα πλάτους μερικών εκατοστών, ώστε η απόσταση που θα κάνεις σε κάθε γύρο να είναι ακριβώς 12,5 χιλιόμετρα. Ούτε εκατοστό λιγότερα! Με λίγα λόγια δεν μπορείς να μπεις πιο μέσα για να κάνεις την περίμετρο της πίστας μικρότερη, ούτε φυσικά σε συμφέρει να πάρεις την “ανοιχτή γραμμή” διανύοντας μεγαλύτερη απόσταση σε κάθε γύρο, διότι η FIM υπολογίζει την απόσταση με τον αριθμό των γύρων και όχι με ηλεκτρονικά συστήματα GPS. Μάλιστα οι άνθρωποί της έχουν διαρκώς τα μάτια τους πάνω σου, ώστε αν φύγεις από το μονοπάτι να διακόψουν τη διαδικασία και να ακυρώσουν όποιο ρεκόρ θα έκανες από εκεί και πέρα.

Κι αυτά δεν είναι οι μόνοι μπελάδες που έχεις στην πραγματική ζωή. Θα χρειαστεί να κάνεις ανεφοδιασμούς, χάνοντας πολύ χρόνο μπαίνοντας και βγαίνοντας από τα πιτς, πέρα από τον χρόνο που χρειάζεται για να γεμίζεις τα μεγάλα ρεζερβουάρ των 25 λίτρων.

Το οποίο δεν είναι απλώς χρονοβόρο, αλλά και πολύ επικίνδυνο! Η μία και μοναδική σύσταση που μας έκαναν τρεις φορές οι άνθρωποι της Pirelli για να βεβαιωθούν πως το καταλάβαμε σχετικά με την διαδικασία, αφορούσε την απώλεια της αίσθησης της ταχύτητας όταν πας για μεγάλα χρονικά διαστήματα με υψηλές ταχύτητες. Όταν κινείσαι για πολύ ώρα με πάνω από 200km/h, αρχίζεις σιγά-σιγά να συνηθίζεις την κίνηση του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα όταν φρενάρεις στα 100km/h να νομίζεις πως έχεις 50km/h και όταν φρενάρεις στα 50km/h να νομίζεις πως έχεις σταματήσει. Οπότε αν ακούσετε ιστορίες που αφορούν “χαζές” πτώσεις μέσα σε βενζινάδικα της εθνικής μετά από κάποιο πολύωρο κυνηγητό με υψηλές ταχύτητες μεταξύ φίλων, μην βιαστείτε να γελάσετε…

5

Στην δική μας περίπτωση, θα έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί επιβραδύνοντας για να μπούμε στα πιτς, όμως την ίδια στιγμή δεν είχαμε την πολυτέλεια να κόψουμε υπερβολικά νωρίς ταχύτητας, διότι ο χαμένος χρόνος θα είχε τεράστιο κόστος.

Το πλάνο προέβλεπε 11 αναβάτες για την Kawasaki GTR 1400 και 10 αναβάτες για την Suzuki Hayabusa, οι οποίοι θα αλλάζαμε σέλες κάθε 25 λεπτά. Σε αυτά τα 25 λεπτά θα έπρεπε να έχεις διαρκώς την βελόνα του ταχύμετρου του στα 240km/h, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Pirelli αντιστοιχούσαν σε περίπου 230Km/h πραγματικά. Μάλιστα για να μας διευκολύνουν είχαν τραβήξει και δυο γραμμές με μαρκαδόρο, όπου έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσά τους η βελόνα του κοντέρ. Η εκκίνηση δόθηκε στις 12:30 το μεσημέρι, παρουσία της επιτροπής της FIM και η σειρά του ΜΟΤΟ για να καβαλήσουμε πρώτη φορά ήταν στις 14:30, ξεκινώντας με την Hayabusa.

Σε αυτό το πρώτο 25λεπτο με το κοντέρ στα 240km/h ακατέβατα, διαπιστώσαμε τρία πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Το πρώτο ήταν πως με 240km/h, το Hayabusa Gen 2 ήπιε 20 λίτρα ιταλικής βενζίνης και διένυσε απόσταση 98 χιλιομέτρων με μέση ωριαία 229km/h.

Επίσης στο κοντέρ της Kawasaki GTR βάλει με το μαρκαδόρο τη γραμμή στα 250km/h και η πραγματική της ταχύτητα ήταν λίγο μεγαλύτερη από του Hayabusa Gen II.

Το τρίτο αφορούσε τη δυσκολία να ακολουθήσεις στη γραμμή που είχε καθορίσει η FIM, χωρίς να σε “ρουφήξει” μέσα η κεκλεισμένη πίστα. Στους πρώτους τρεις γύρους των 12,5 χιλιομέτρων ήταν εύκολο, αλλά όσο περνούσαν τα λεπτά, η μονοτονία της διαδρομής και η υψηλή ταχύτητα που “έσβηνε” τον περιβάλλοντα χώρο, άρχιζαν να σε αποκοιμίζουν.

6

Όμως εκεί που πραγματικά η κατάσταση έγινε ζόρικη, ήταν βαθιά τα μεσάνυχτα, όταν ήρθε η σειρά μας να καβαλήσουμε για πρώτη φορά την GTR 1400.

Η πίστα του Nardo είναι σε μια απομακρυσμένη από τον πολιτισμό περιοχή για να μην ενοχλεί ο θόρυβος τους κατοίκους. Υπάρχουν κάποια χωριουδάκια τριγύρω, αλλά το βράδυ σβήνουν μέχρι και το τελευταίο κερί, επικρατώντας απόλυτο σκοτάδι. 

Έτσι, σε αντίθεση με την οδήγηση το βράδι σε εθνική οδό όπου έχεις ένα σημείο αναφοράς του γενικού χώρου, μέσα στην πίστα του Nardo είναι σαν να κάνεις γύρους πάνω στους δακτύλιους του Κρόνου στο μαύρο σκοτάδι του διαστήματος.

Στην κυριολεξία παθαίνεις vertigo μετά από δέκα λεπτά οδήγησης, καθώς είναι τρομερά δύσκολο να καταλάβεις την πραγματική απόσταση που έχει το κάθε φως που βλέπεις στο βάθος. Κάτι σαν την ταινία TRON, ένα πράγμα…

Σημασία βέβαια έχει τί έγραψαν στα βιβλία τους οι άνθρωποι της FIM και το αποτέλεσμα ήταν έξι νέα Παγκόσμια Ρεκόρ στην κατηγορία Α 12 (μοτοσυκλέτες 1350-2000 κυβικών) όπου ανήκει η GTR 1400.

Στην κατηγορία Α 11 (μοτοσυκλέτες έως 1350 κυβικά) όπου ανήκει η Hayabusa Gen II, η ομάδα των δοκιμαστών της Pirelli είχε κάνει ήδη το παγκόσμιο ρεκόρ με μια ειδικά τροποποιημένη Hayabusa Gen I και ειδικά ελαστικά, σημειώνοντας μέση ωριαία 253,630km/h στο πρώτο 12ωρο! 

 

9

Το δικό μας πρώτο ρεκόρ με την GTR 1400 αφορούσε τα 10 χιλιόμετρα, όπου τα καλύψαμε σε 2 λεπτά και 29 δευτερόλεπτα με μ.ω.τ. 240,02km/h

 

Το δεύτερο ήταν για τα 100 χιλιόμετρα, όπου χρειαστήκαμε 26 λεπτά και 8 δευτερόλεπτα με μ.ω.τ. 229,55km/h

 

Το τρίτο ρεκόρ ήταν για τα 1000 χιλιόμετρα, που τα καλύψαμε σε 4 ώρες και 30 λεπτά με μ.ω.τ. 221,12km/h

 

Τα υπόλοιπα τρία ρεκόρ αφορούσαν τον χρόνο, δηλαδή την πρώτη ώρα, τις έξι ώρες και τις δώδεκα ώρες.

Συγκεκριμένα την πρώτη ώρα κάναμε 222,7 χιλιόμετρα

Το πρώτο εξάωρο κάναμε 1.430 χιλιόμετρα και στις δώδεκα ώρες οδήγησης είχαμε κάνει 2.502,8 χιλιόμετρα!

8

Η FIM έχει κατηγορίες ρεκόρ μέχρι και τις πρώτες δώδεκα ώρες, οπότε τα δικά μας 24ωρα ρεκόρ δεν καταγράφηκαν επίσημα. Σε κάθε περίπτωση ο στόχος της Pirelli επιτευχθεί, με την Hayabusa και την GTR να κάνουν πάνω από 5.000 χιλιόμετρα σε 24 ώρες, με το κοντέρ τους να δείχνει συνεχώς 240km/h.