#MENOUMESPITIMEMOTO - 250 for ever Αναγέννηση! - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Δεν χωράει μιζέρια καμιά!
19/3/2020

250 for ever Αναγέννηση!

"Ουκ εν τω πολλώ το ευ" έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και ευχαρίστως θα το επαναλάμβαναν, σχετικά με το προσλαμβανόμενο όφελος από μια μοτοσυκλέτα αναλόγως με τον κυβισμό της. Όσο πιο νωρίς συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά δεν είναι απαραίτητα δύο μεγέθη ανάλογα, τόσο πιο εύκολα θα δώσουμε διέξοδο στις μοτοσυκλετιστικές μας "ορμές". Μοτοσυκλετιστής είσαι και με "λίγα" κυβικά, και για τους δύσπιστους Θωμάδες ακολουθεί η απόδειξη...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Οι προδιαγραφές

Το συγκεκριμένο ταξίδι το κάναμε για έναν συγκεκριμένο σκοπό: να αποδείξουμε ότι με λίγα λεφτά και με οικονομική διαχείριση που έχει και πλάκα, μπορείς να ευχαριστηθείς ένα διήμερο (τετραήμερο συνυπολογισμένης και της διαδρομής με το πλοίο) ταξίδι στο εξωτερικό με τη μοτοσυκλέτα σου. Πιο συγκεκριμένα, είχαμε στη διάθεσή μας 150 ευρώ ο καθένας και τρεις μοτοσυκλέτες με εντελώς άδειο το ρεζερβουάρ πριν ξεκινήσουμε. Με αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να πληρωθούν: τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια (μετ' επιστροφής φυσικά...), η διαμονή, το φαγητό, οι προμήθειες από το super market και φυσικά οι βενζίνες για 650 χιλιόμετρα! Αν γίνεται; Μέχρι και ρέστα φέραμε...

Μια άλλη εξίσου σοφή ρήση, είναι το ότι δεν εκτιμάς κάτι που έχεις αν δεν το χάσεις. Μέχρι και πριν από μια δεκαετία, είχαμε την κατηγορία των 250 κυβικών, η οποία κυριαρχούσε στην εγχώρια αγορά, ευνοημένη κι από το νομικό πλαίσιο που επέτρεπε "τω καιρώ εκείνο" τις εισαγωγές μεταχειρισμένων μοτοσυκλετών από Ιαπωνία. Τα κοντέινερ με μοτοσυκλέτες που ξεφορτώνονταν από τα καράβια στα διάφορα λιμάνια της χώρας, περιείχαν μηχανάκια που ξεχείλιζαν τους ελληνικούς δρόμους της εποχής. Μαζί με τα εξίσου δημοφιλή τετρακοσάρια, τα 250 ήταν οι κυρίαρχοι της αγοράς κι αυτό συνέβαινε για πολλούς και διάφορους λόγους.

Κατ' αρχήν από θέμα κόστους. Πέρα από τη χαμηλή τιμή τους, είχαν και ένα πολύ μικρό κόστος χρήσης, με φθηνά σέρβις και αναλώσιμα, γεγονός που τα έκανε ιδιαίτερα ελκυστικά τόσο για νέους αναβάτες, όσο και για αναβάτες που ήθελαν μια δεύτερη χρηστική μοτοσυκλέτα. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, υπήρχε και το θέμα του τεκμηρίου, στο οποίο τα 250 κυβικά έδιναν μια ουσιαστική διέξοδο χωρίς κάποιος να αναγκαστεί να προσφύγει στη λύση ενός παπιού ή ενός σκούτερ.

Λίγο πριν ξεκινήσουμε από τα γραφεία του περιοδικού ο Λάζαρος προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, όμως εμείς ξέρουμε την αλήθεια. Αγχώνεται πραγματικά με το φαγητό, αν θα έχουμε και πόσο. Από το άγχος του τρώμε το μεσημεριανό στις 12 ακριβώς κάνοντας τους υπόλοιπους στο γραφείο να αναρωτιούνται τι ώρα έχει πάει...

 

Εκτός όμως των οικονομικών παραμέτρων, υπήρχαν και οι παράγοντες ευκολίας, χρηστικότητας και τεχνολογίας. Οι μοτοσυκλέτες των 250 κυβικών, πέρα από τον κυβισμό τους, δεν ήταν υποδεέστερες των μεγαλύτερων αδελφών τους. Όταν αγόραζε δηλαδή κάποιος μια μοτοσυκλέτα της κατηγορίας δεν έπαιρνε λιγότερο μηχανάκι από ένα αντίστοιχο 600. Πάρτε για παράδειγμα τα τετρακύλινδρα supersport των 250 κυβικών που διέθεταν κινητήρες που ανέβαζαν 20.000 στροφές, με αναρτήσεις, πλαίσια και φρένα που δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από τους μεγαλύτερους συγγενείς τους.

Από την άλλη ήταν, λόγω απόδοσης, ιδιαίτερα φιλικά και με χρηστικές προεκτάσεις που ουσιαστικά αποτελούσαν μια αυτονόητη επιλογή ως "πρώτη μοτοσυκλέτα" για τους άρτι ενηλικιωθέντες, για τους οποίους -σημειωτέον- δεν ίσχυαν οι σημερινοί περιορισμοί στην άδεια οδήγησης. Τότε, δηλαδή, ένας δεκαοκτάχρονος μπορούσε να αγοράσει χωρίς κανένα πρόβλημα ένα Hornet 250, την μοτοσυκλέτα που αποτέλεσε προπομπό για την γνωστή οικογένεια, εισάγοντας το πλαίσιο ραχοκοκαλιάς με μονή δοκό, που διατηρείται μέχρι σήμερα.

Στα διόδια της Ελευσίνας βγαίνουμε από την Εθνική. Δεν πληρώνουμε, ο προϋπολογισμός δεν τα περιλαμβάνει!

 

Το "πάρτι" όμως τελείωσε με τον τερματισμό των εισαγωγών μεταχειρισμένων από Ιαπωνία. Το κόστος ήταν αρκετά υψηλό για να εισαχθούν ως καινούργιες στην Ευρώπη –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- και ουσιαστικά αυτό σηματοδότησε την παρακμή της κατηγορίας. Ακόμη και τότε όμως η έλλειψη δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή, καθώς εκείνη η περίοδος ήταν η περίοδος της ευημερίας και της οικονομικής ευμάρειας -έστω και πλασματικής- γεγονός που ουσιαστικά έστρεψε το αγοραστικό κοινό να βρει "υποκατάστατα" σε μεγαλύτερους κυβισμούς. Πλέον, η μεσαία κατηγορία "φλέρταρε" με τα 600 κυβικά και η εύκολη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό σε συνδυασμό με την πλούσια ποικιλία σε επιλογές που διέθετε η κατηγορία, έκανε αυτή την εξαφάνιση του είδους να περάσει ανώδυνα.

Κάθε πενήντα χιλιόμετρα τσιγάρο... Αν τα συμπεριλαμβάναμε στον προϋπολογισμό θα βγαίναμε εκτός από την πρώτη μέρα
 

Σήμερα όμως, ακόμη και αυτά τα δεδομένα άλλαξαν. Η παγκοσμιοποίηση του φαινομένου της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε το "ξόρκι" της νεκρανάστασης. Όχι μόνο άνοιξε ο δρόμος για να ξεπεράσουν τα 250 τα όρια της Ιαπωνικής αγοράς που τα είχαν καθηλώσει τόσα χρόνια, αλλά τα εργοστάσια άρχισαν να παράγουν νέες ιδέες και προτάσεις. Ξαφνικά, όλοι εμείς ανακαλύψαμε ότι η κατηγορία μας έλλειψε και το διαπιστώσαμε όταν πρόσφατα (ξανα)αντιληφθήκαμε όλα αυτά που προσφέρει. "Ως δια μαγείας" άρχισαν να καταρρίπτονται ταμπού σχετικά με τα κυβικά και τις επιδόσεις και συνειδητοποιήσαμε (τουλάχιστον όσοι τα είχαμε ξεχάσει) ότι η διασκέδαση και η απόλαυση είναι μεγέθη σχετικά που δεν εξαρτώνται μόνο από τα απόλυτα νούμερα των ιπποδυνάμεων και της ροπής που διαθέτει η κάθε μοτοσυκλέτα. Με άλλα λόγια, καλό το "γκάζι" αλλά περνάς εξίσου καλά και χωρίς αυτό!

Σημειώθηκαν και προσπεράσεις, μάλλιασε η γλώσσα μου να προσέχουμε την κατανάλωση, αλλά είναι και οι δυο τους πολύ γρήγοροι και δεν κρατιούνται

 

Καλύτερη απόδειξη από τις σελίδες που ακολουθούν δύσκολα θα βρείτε. Ταξιδέψαμε με "ταπεινά" 250άρια μέχρι την Ιταλία και πίσω, ξοδεύοντας μόλις 150 ευρώ (!) έκαστος και περάσαμε σούπερ.

Οδηγήσαμε τα "mini superbikes" της κατηγορίας στην πίστα και τα on-off στο χώμα, ενώ συγκρίναμε το κόστος στις πραγματικές συνθήκες με ρεαλιστικά δεδομένα για συντήρηση και ανταλλακτικά. Να είστε σίγουροι ότι θα εκπλαγείτε με το πόσα πράγματα μπορείτε να κάνετε με μόλις ένα τέταρτο του λίτρου...

Ο Λάζαρος θα ήθελε σπίτι σε αυτό το δρόμο

 

Η παρέα των τρελών

Όταν ξεκινάς με 150 ευρώ εκ των οποίων τα 100 τα έχεις ξοδέψει ουσιαστικά πριν ξεκινήσεις και με τα υπόλοιπα πρέπει να φας, να πιεις και να βάλεις βενζίνη για τις επόμενες τέσσερις μέρες με 650 χιλιόμετρα μπροστά σου, τότε ένα είναι δεδομένο: η σύνθεση της παρέας δεν μπορεί να είναι συμβατική.

Αυτό επιβεβαιώθηκε άλλωστε και από την εκκίνηση, όταν ο Μπάμπης μας αποκάλεσε "κοντούς" ανοίγοντας το γκάζι για να φύγει, συνειδητοποιώντας ότι κάτι δεν πάει καλά από την αρχή. Εντάξει, είπαμε να κάνουμε μια γενικότερη οικονομία, αλλά οικονομία και στη λογική...; Το συμβάν το προσπεράσαμε γρήγορα, αν και επαναλαμβανόταν μετά από κάθε στάση ή ξεκίνημα ημέρας, ρίχνοντας το φταίξιμο στον συνδυασμό στραγαλιών και αναψυκτικού που αποτελούσαν το κύριο μέρος της διατροφής του Μπάμπη για τις επόμενες ημέρες. Βέβαια οι συνέπειες αυτής της διατροφικής συνήθειας ήταν κι άλλες, οι οποίες υπόκεινται στο νόμο περιβαλλοντικής ευαισθησίας και εκπομπών ρύπων, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Αγόραζαν συνέχεια καφέδες και νερά και μετά καυχιόντουσαν ότι πήραν τα λιγότερα από το supermarket

 

Οι ενδείξεις όμως για κάποιον υποθετικό, τρίτο παρατηρητή, ότι κάτι τρέχει μ' αυτούς τους τρεις "μηχανόβιους" ήταν πολλές. Δεν είναι συνηθισμένο, ας πούμε, με μέγιστη τελική τα 90 χιλιόμετρα μια Vespa να κάνει slip streaming πίσω από ένα φορτηγό με επιγραφή "King of the road", ενώ ο αναβάτης ενός KLX είναι "ψαράκι" κολλημένος πίσω του, και κολλητά ακολουθεί ένας άλλος πάνω σε ένα CBR250R, με το κράνος στριμωγμένο πάνω από τα όργανα και το ένα χέρι ψηλά για να τραβάει φωτογραφίες. Αυτά όμως που για όλους τους υπόλοιπους μπορεί να θεωρούνται δείγματα εγκεφαλικής βλάβης, για εμάς τους τρεις ήταν απαραίτητο συστατικό για να περάσουμε καλά.

Τα φορτηγά προσφέρουν οικονομία... αλλά θέλει προσοχή γιατί το άθλημα αυτό είναι επικίνδυνο

 

Για όσους έχουν εμμονή με τις κεντρικές ιδέες και τα νοήματα δηλώνω το εξής: Με καλή παρέα και θετική προσέγγιση, μπορείς να περάσεις καλά, να το ευχαριστηθείς και -το κυριότερο- να μην "ματώσεις" οικονομικά. Ναι, μπορεί να κάναμε σχεδόν τέσσερις ώρες να φτάσουμε στην Πάτρα κάνοντας οικονομία στην κατανάλωση, αλλά απολαύσαμε τη διαδρομή όσο καμιά άλλη. Μπορεί να ταξιδέψαμε με εισιτήρια deck για συνολικά 30 ώρες στο καράβι ("πανέλα" που λένε και στη Θεσσαλονίκη), αλλά το γέλιο και το κλίμα που είχαμε στο "πριβέ ρετιρέ" δεν υπήρχε περίπτωση να το ζήσουμε ακόμη και στην πιο lux καμπίνα. Μπορεί επίσης να μην μας περίσσευαν χρήματα για ποτάκι στο "Bari by night", αλλά με παγωτάκια των 80 cent και τις θεωρίες του Θάνου για την ερωτική ζωή του κορμοράνου, περάσαμε τρεις ώρες στον πιο in πεζόδρομο του Bari και γουστάραμε τρελά!

Αν μπορώ μόνο να δώσω μια συμβουλή ως ο πρεσβύτερος της παρέας των απονενοημένων, είναι η εξής: μην περιμένετε να σας αναγκάζουν οι καταστάσεις για να κάνετε ένα τέτοιο "eco tour". Κάντε το επί τούτου για να περάσετε καλά...

 

 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
27,7
Προμήθειες Super Market
5,59
Φαγητό
11,50
Καφέδες - Νερά
8,50
Σύνολο
149,89 ευρώ
Λάζαρος Μαυράκης

 

 

Δεν χωράει μιζέρια καμιά!

Τους προειδοποίησα ότι θα τα πω όλα, μου είπαν να μην τολμήσω και να κρατήσω τις απειλές μεταξύ μας. Οι υπόλοιποι όταν άκουσαν το σχέδιο να ταξιδέψουμε με τα δυόμιση στην Ιταλία και μόνο με 150 ευρώ στην τσέπη απλώς δεν πίστευαν ότι θα το κάνουμε πράξη. Εεε, λοιπόν και το κάναμε και θα σας τα πω όλα!

Ντοκουμέντο: Το λαθραίο πρωινό του Λάζαρου!

 

"Είστε πολύ κοντοί, χα, χα!" Τσανκ η πρώτη στο κιβώτιο, φραααπ το γκάζι και ο Μέντης απομακρύνεται πάνω στο KLX, μένουμε μετέωροι με τον Μαυράκη να κοιταζόμαστε "Αν ξεκινάμε έτσι φαντάσου τι έχει να γίνει τόσες ώρες στο καράβι" λέω στο Λάζαρο και αυτός κουνάει το κεφάλι του... "πήρε θάρρος ο πιτσιρίκος γιατί ανέβηκε στο on-off, να δεις που από εδώ και εμπρός θα βλέπει superbike και θα φεύγει"! Ο Μπάμπης έπαιρνε το αίμα του πίσω τώρα που ήταν πάνω στο πιο ψηλό μηχανάκι. Για να καταλάβετε υπάρχουν ορισμένα εσωτερικά αστεία για να πειράζουμε ο ένας τον άλλο και μερικά από αυτά έχουν καθαρά ανατομική θεματολογία. Με τον Μέντη κοντραριζόμαστε για το ύψος του και για το γεγονός ότι έχει πλέον αδυνατίσει τόσο που φαίνεται σαν πιτσιρίκι... αν κόψει το μούσι δεν θα τον ανεβάζουν στο τρενάκι του λούνα παρκ να μου το θυμηθείτε. Για εμένα οι άλλοι δύο στοχεύουν σε πέντε τρίχες όλες κι όλες που μου έχουν φύγει από τους κρόταφους και ιδιαίτερα ο γυαλισμένος καθρέφτης, ο μόνιμα κρανοφόρος Μαυράκης χαμογελά χαιρέκακα, λες και αν κάνω εγώ φαλάκρα θα φαίνεται λιγότερο η δικιά του. Ο άλλος, ο Μέντης, επειδή έχει κόψει το φαΐ ο ίδιος, μου την λέει για τα λίγα κιλά που πήρα όσο ήμουν κρεβατωμένος μετά το χειρουργείο, όμως έτσι του βγαίνει το απωθημένο του για το σάκο με πατάτες που κουβαλούσε για χρόνια, οπότε τον αφήνω να λέει ό,τι θέλει. Για τον Μαυράκη από την άλλη η λίστα είναι ατελείωτη, έχουμε πολλά να πούμε μαζί με τον Μέντη για τον κομφορμιστή, ζηλόφθονα, εγωκεντρικό αρχισυντάκτη μας, που δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω και απαντά σε όλα ανεβάζοντας τους τόνους.

Ο Μπάμπης ήταν συνέχεια στην τράκα όμως αυτό δεν ήταν θέμα, το θέμα ήταν ότι ισχυριζόταν πως έχει κάνει τον καλύτερο προϋπολογισμό

 

Η εκδρομή λοιπόν ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, μπορεί βέβαια στο τέλος να καταλήγαμε όλοι στη θάλασσα κολυμπώντας μακριά ο ένας από τον άλλον, όμως ό,τι και αν γινόταν θα είχαμε αδυνατήσει από το γέλιο... από την άλλη αυτό θα ήταν επικίνδυνο για τον Μέντη. Τέλος πάντων, τα 150 ευρώ που είχαμε στην τσέπη καθόλου δεν μετρίασαν τον ενθουσιασμό μας, ήμασταν και οι τρεις αποφασισμένοι να περάσουμε όσο πιο όμορφα γινόταν, χωρίς αυτοκίνητο συνοδείας, χωρίς φωτογράφο, χωρίς απόλυτα καθορισμένο πλάνο. Όπως ακριβώς μπορείτε να το κάνετε και εσείς: τρεις φίλοι που αποφάσισαν τελευταία στιγμή (ελληνικό στοιχείο) να κάνουν μια εκδρομή στο εξωτερικό και φεύγουν απλώς με την καλύτερη διάθεση και το κέφι τους.

  

Στενό πορτοφόλι

Ο Λάζαρος όμως προσπαθεί να μας κάνει να χάσουμε το δικό μας από τα πρώτα χιλιόμετρα πάνω στον Κηφισό. Είναι μπροστά με την βέσπα και ανοίγει το γκάζι κάνοντας σφήνες ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τι και αν είπαμε ότι θα προσέχουμε την κατανάλωση, το είχε κιόλας ξεχάσει. Είχα το CBR που ήταν ήδη στη ρεζέρβα ενώ οι άλλοι δύο είχαν από μισό ρεζερβουάρ, μάλιστα ο Μαυράκης είχε και σάντουιτς και κριτσίνια από το σπίτι του... έκλεβαν ασύστολα, θα το δείτε, ο Μπάμπης το ονόμαζε αυτό φιλικό δανεισμό! Είχαμε συμφωνήσει ότι με τα εκατόν πενήντα ευρώ θα τρώγαμε, θα πίναμε (εμείς και οι μοτοσυκλέτες) θα πληρώναμε ναύλα και διανυκτέρευση και θα περνούσαμε και όμορφα. Είχαμε ήδη βάλει τον Μαυράκη στο στόχαστρο για το σάντουιτς που έφερε από το σπίτι του και τώρα που άνοιγε και το γκάζι ξεπερνούσε τα όρια! Γεμίζουν οι δύο τους με λιγότερο από δέκα ευρώ και εγώ με δεκάξι, ο Μέντης γελάει: "έχω ψωνίσει τα λιγότερα απ’ όλους και έβαλα και την λιγότερη βενζίνη"! Αυτό το σχόλιο κρατήστε το γιατί αποκτά μεγάλο νόημα παρακάτω.

Είμαστε στο "patio" της αποκλειστικής μας σουίτας και ο Μπάμπης αρχίζει: "Αν τα φας όλα αυτά θα είσαι γουρούνι!" Το ίδιο βράδυ αποτέλειωσε ένα σακουλάκι με αμύγδαλα. Ξέρεις φίλε μου Μπάμπη πόσες θερμίδες έχουν τα αμύγδαλα;!!!!
 

Από εκεί λοιπόν που πίστευα ότι είμαι ο προνομιούχος με το CBR, που στις προσυμφωνημένες ταχύτητες ταξιδιού αναμενόταν να έχει την πιο μικρή κατανάλωση, άρχισα να αγχώνομαι. Ξεκινάμε να βγούμε στην παλιά εθνική και ήδη έχω ξοδέψει δέκα ευρώ περισσότερα από τους υπόλοιπους στο σουπερμάρκετ και σε βενζίνη, αλλά δεν καταλαβαίνω την στρατηγική τους. Έχω φορτώσει νερό, στιγμιαίους καφέδες και κάτι να μασουλάμε στο πλοίο, ενώ οι άλλοι δεν έχουν τίποτα σπουδαίο. Ο Λάζαρος παίζει στο όριο των κανόνων του παιχνιδιού και βασίζεται στο σάντουιτς που κουβαλά από το σπίτι, και ο Μπάμπης μάλλον σκοπεύει να την βγάλει με διαλογισμό και γιόγκα. Περνάμε ακριβώς δίπλα από το σταθμό των διοδίων και συνεχίζουμε στο φιδωτό δρόμο κάτω από την εθνική, τα διόδια αυτά κοστίζουν όσο ένα κομμάτι χορταστικής ιταλικής πίτσας, οπότε δεν παίρνουν δεκάρα τσακιστή και εξασφαλίζουμε έτσι το βραδινό στο Bari! Στις κατηφόρες κρατάω το συμπλέκτη ρολάροντας και στις μικρές ευθείες κολλάω στον πίσω τροχό του Μπάμπη κάνοντας slipstreaming, με έχει πιάσει βλέπετε το άγχος ότι έκανα κακή αρχή.

Φτάσαμε στο Bari! Οι ώρες στο πλοίο πέρασαν ευχάριστα, το μόνο που χρειάζεται είναι η καλή παρέα

 

Ο Λάζαρος που δεν έχει τέτοια άγχη επιμένει να ξαναβγούμε στην εθνική μετά το Κιάτο, πριν ξεκινήσουμε είχαμε ένα mini debate σχετικά με τον καλύτερο δρόμο και τώρα άνοιγε πάλι το θέμα. Το σταθερό γκάζι στην εθνική ήταν καλύτερο για την κατανάλωση, ή στα ογδόντα χιλιόμετρα που είχαμε συμφωνήσει να πηγαίνουμε οι στροφές του παλιού δρόμου και οι διασταυρώσεις δεν ήταν πρόβλημα; Ανακαλύπτουμε ότι για το επίπεδο και των δύο δρόμων δεν παίζει ρόλο, ξαναβγαίνουμε στην εθνική και αρχίζει το μαρτύριο της νταλίκας. Αργά - αργά, σκορπώντας μηχανικούς θορύβους και εκτοπίζοντας αέρα οι νταλίκες μας προσπερνάνε και μας ωθούν στιγμές – στιγμές στην ΛΕΑ, σε κάποιες περιπτώσεις είμαστε κοντά δέκα χιλιόμετρα πάνω ή κάτω από το όριο ταχύτητας, κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει για βραδυπορία, αλλά όλοι θέλουν να μας προσπεράσουν και είναι τρομακτικό όταν γίνεται μέσα στις κορύνες.

Αχρείαστα να είναι, τα service της Piaggio υπάρχουν παντού στην Ιταλία, εδώ ένα από τα παλιά στον κεντρικό δρόμο της Casamassima

 

O Λάζαρος υιοθετεί ένα φορτηγό που πετάγεται από μια έξοδο δεξιά και ξεκινά και πάλι το παιχνίδι του slipstreaming όπου τώρα συμμετέχουμε όλοι μέχρι που ακόμα και το φορτηγό επιταχύνει γρηγορότερα. Στάση στα εκατόν δέκα χιλιόμετρα για ξεκούραση και για να ανάψουν τσιγάρο οι άλλοι δύο, που ενώ γνωρίζουν ότι έχουν ένα σοβαρό θέμα να καταπνίξουν τις φυσικές τους ανάγκες έστω και για πέντε λεπτά, επέβαλαν στον εαυτό τους άλλη μία καπνίζοντας. Στο CBR μόλις που έσβησε η πρώτη γραμμούλα στον ψηφιακό δείκτη του ρεζερβουάρ, όταν η Vespa είναι λίγο κάτω από την μέση και το KLX μουγκό αφού δεν έχει δείκτη. Θα βάλουν βενζίνη στην Ιταλία που είναι φθηνότερη και καλύτερη και εγώ θα κουβαλάω ακόμη το ξέπλυμα που βάλαμε στην Αθήνα, ανησυχητικές λεπτομέρειες. Ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε, φρααπ το γκάζι ο Μπάμπης και έρχεται δίπλα μου: "Κοντέ!" Έχει σοβαρό πρόβλημα, να θυμηθώ να το συζητήσω με τον Λάζαρο.

 

Κι όμως γίνεται!

Για να πω την πικρή αλήθεια, ενώ ήμουν από τους υποστηρικτές ότι θα καταφέρουμε να την βγάλουμε με 150 ευρώ, εν τούτοις πίστευα ότι για να τα καταφέρουμε θα έπρεπε να καταφύγουμε σε ακραίες τσιγκουνιές. Διότι, αν αφαιρέσεις τα 70 ευρώ των εισιτηρίων και τα 30 ευρώ για τις βενζίνες, μένεις με μόλις 50 ευρώ στην τσέπη για να φας από το μεσημέρι της Πέμπτης μέχρι και το απόγευμα της Κυριακής, ενώ θα πρέπει να πληρώσεις και για ύπνο. Και όλα αυτά σε μια ακριβή ευρωπαϊκή χώρα και όχι σε κάποια του πρώην ανατολικού μπλοκ, που το κάθε ευρώ στην τσέπη σου μετράει για διπλό και τριπλό. Το να κουβαλάς μαζί σου τρόφιμα είναι μια καλή ιδέα αρχικά, όμως στην πράξη αποδεικνύεται μπούρδα.

 

Από την στιγμή που δεν έχεις ψυγείο, τα πράγματα που μπορείς να πάρεις δεν χαρακτηρίζονται από την ποικιλομορφία τους. Με άλλα λόγια, όπως τα γαϊδούρια μασουλάνε σανό, έτσι κι εμείς έπρεπε να μασουλάμε ξηρούς καρπούς. Κόβουν την πείνα και έχουν υψηλή θρεπτική αξία λόγω του λίπους που περιέχουν, όμως από γεύση δεν συναγωνίζονται μια καλοψημένη μπριζόλα, ούτε καν το νερόβραστο ρύζι. Με λίγη καλή διάθεση πάντως, βολεύεσαι μέσα στο καράβι με αυτούς και γλιτώνεις πολλά λεφτά από τις εξωφρενικές τιμές του μπαρ και της κουζίνας. Γενικώς, οι ατελείωτες ώρες μέσα στο πλοίο θέλουν απαραίτητα καλή παρέα για να μην φτάσεις να εκτονώνεις τον εκνευρισμό σου τρώγοντας και πίνοντας. Αν έχεις δύο άσπονδους φίλους που σε ζηλεύουν για το ύψος σου, όπως είχα εγώ, περνάς θαυμάσια. Αν όμως συνοδεύεσαι από κάποια αιθέρια ύπαρξη, θα περάσεις πολύ δύσκολες ώρες. Οι μυρωδιές από τον παστουρμά και τα πόδια των οικονομικών μεταναστών του...

 

Καζακστάν, σε συνδυασμό με την οσμή του μαζούτ της τσιμινιέρας του πλοίου, συνθέτουν ένα σκηνικό που δύσκολα μπορείς να εξηγήσεις σε μια γυναίκα τον λόγο που πρέπει να βιώσει κάτι τέτοιο. Κατέβηκα από το καράβι και στο πορτοφόλι μου είχα λιγότερα από είκοσι ευρώ για το φαγητό των δύο επόμενων ημερών. Κι όμως δεν πείνασα καθόλου. Με λιγότερα από τρία ευρώ, έφαγα στα McDonalds δύο τσίζμπεργκερ και ένα παγωτό χωνάκι. Το ξέρω ότι είναι ντροπή να τρως σε φαστφουντάδικα, όταν βρίσκεσαι στην Ιταλία με τις υπέροχες τοπικές λιχουδιές, όμως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Το βράδυ βολεύτηκα με μια ολόκληρη πίτσα, πληρώνοντας μόλις δύο ευρώ! Φυσικά έπινα και τα καφεδάκια μου, αφού κόστιζαν 0,7 ευρώ, δηλαδή 70 σεντς...

 

Το φαί δεν μου έλειψε και το δωμάτιο που κοιμηθήκαμε ήταν από τα καλύτερα που έχω μείνει στην Ιταλία - και αυτό λέει πολλά, διότι στην Ιταλία πάω τουλάχιστον δύο-τρεις φορές τον χρόνο για δουλειές και υποτίθεται ότι οι εταιρείες που με καλούν διαλέγουν το καλύτερο ξενοδοχείο κάθε περιοχής. Πάντως, για να καταφέρω να μην ξεπεράσω τα 150 ευρώ, χρειάστηκε στην επιστροφή να εξαντλήσω μέχρι το τελευταίο σταγονίδιο βενζίνης που είχε μείνει στο ρεζερβουάρ... Όμως με το χέρι στην καρδιά, σας λέω ότι με 150 ευρώ το άτομο, περνάει μια χαρά μια μπακουροπαρέα, ενώ αν προσθέσεις άλλα 20, άντε 50 ευρώ, μπορείς να κάνεις το ίδιο ταξίδι με την κοπελιά σου χωρίς να σε πει γύφτο...  

Επειδή μας κορόιδευαν ζυγιστήκαμε κιόλας πριν φύγουμε... επιστρέψαμε στα ίδια κιλά και ο Μπάμπης είχε βάλει κιόλας! Οι ξηροί καρποί... αυτοί που δεν αγόρασε!

 

Να που έφαγα τα λεφτά μου...
 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
27,7
Καφέδες
10,7
Ξηροί καρποί
3,24
Αναψυκτικά
2,5
Τσίζμπουργκερ
2
Πίτσα
5
Παγωτά
2,3
Σύνολο
149,94
Μπάμπης Μέντης

 

Κοίτα μπροστά σου

Βγαίνουμε ξανά στον ακόμα στενότερο από τις κορύνες δρόμο και μερικά ΙΧ μας πλευρίζουν προσπερνώντας στον πόντο για να κερδίσουν ακριβώς δέκα μέτρα πριν το επόμενο φορτηγό, είναι τρελοί δεν εξηγείται διαφορετικά. Ας είναι, εκμεταλλευόμαστε την μικρή ταχύτητά μας για να παρατηρήσουμε σπίτια και χωριά που βρίσκονται χρόνια εκεί, αλλά τα βλέπουμε μόλις τώρα. Ο Μπάμπης έλκεται ιδιαίτερα από την σύγχρονη ελληνική αφαιρετική αρχιτεκτονική τύπου "σηκώνω ένα τετράγωνο και βάζω περιμετρικό μπαλκόνι" και στο πρώτο φανάρι της Πάτρας έχει κολλήσει σ’ ένα σπίτι όταν ο Λάζαρος μπροστά του φρενάρει σιγά - σιγά για το κόκκινο. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτό που του απορρόφησε την προσοχή και δεν κοιτάει στο δρόμο, όλα τα σπίτια στην Ελλάδα είναι ίδια, τι διάολο!

Όλες οι πόλεις της Ιταλίας που έχουν ιστορία έχουν και στενούς δρόμους με παλιά σπίτια και σίγουρα και μια Vespa

 

Να του κορνάρω θα γυρίσει σίγουρα προς τα πίσω και θα πέσει στο Λάζαρο, ν’ ανοίξω το γκάζι να τον φτάσω αποκλείεται, οπότε κόβω ακόμα περισσότερο, όταν η Vespa και το KLX αγκαλιαστούν σέρνοντας τα πλαστικά τους στην άσφαλτο θα αναχαιτίσω την κίνηση με ασφάλεια, σκέφτομαι. Ο Μπάμπης γυρνάει επιτέλους το κεφάλι του εκεί που θα έπρεπε να το έχει ώρα τώρα και πανικοβάλλεται πέφτοντας στα φρένα. Αυτό το παιδί είναι ο καλύτερος οδηγός από τους τρεις μας, αλλά όταν του λες να οδηγήσει σιγά όλο βλακείες κάνει, τώρα γλιστράει μπροστά και αναγκάζεται να αφήσει λίγο το φρένο μπλοκάροντας το πίσω. Ο Λάζαρος είναι στον κόσμο του, δεν έχει καταλάβει τι γίνεται στα τρία εκατοστά πίσω του, μου έρχεται μια μυρωδιά από λάστιχο και αναρωτιέμαι πώς θα εξηγήσουμε δυο μηχανάκια πεσμένα στην μέση δύο λωρίδων, σε έναν άδειο δρόμο. Τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά, αφήνει τα φρένα και φεύγει διαγώνια μπροστά από τον Λάζαρο, δύο - τρία τακουνάκια από το λάστιχο του KLX πρέπει να άγγιξαν τα πλαστικά της Vespa, τόσο κοντά μου φάνηκε. Ο Μπάμπης ανοίγει το κράνος και γυρνάει στο Λάζαρο "λίγο έλλειψε, θα σου την έριχνα!" εκείνος τον κοιτά με απάθεια, είναι σίγουρο ότι ακόμα δεν έχει καταλάβει τι συνέβη: "Γιατί; Τι σ’ έπιασε;" Ααα καλά! Να θυμηθώ να μην μπω ποτέ πρώτος!

Άποψη από το γεμάτο ιστορία κάστρο του Conversano που μετρά από την αρχική του μορφή πάνω από 1500 χρόνια ζωής

 

Φτάνουμε στο νέο λιμάνι μία ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου, μας πήρε τρεισήμισι ώρες Αθήνα – Πάτρα, αλλά άξιζε από πλευράς οικονομίας. Το KLX έχει γυρίσει ρεζέρβα εδώ και δέκα χιλιόμετρα συμπληρώνοντας διακόσια στον μερικό χιλιομετρητή, το ίδιο και η Vespa, ενώ το CBR είναι μια γραμμή πάνω από την μέση. Απίστευτο! Άλλη φορά δεν θα βάλω βενζίνη, θα γυρίσω απλώς την μάνικα και όσο στάξει! Ταξιδεύουμε με το Superfast, το πλοίο είναι σύγχρονο, αλλά μικρότερο από αυτά που πηγαίνουν Ancona και το κατάστρωμα φαίνεται μικρό. Πιάνουμε μια θέση στο bar και βολιδοσκοπούμε την κατάσταση, εννοείται ότι για τα δεδομένα της τσέπης μας δεν έχουμε καμπίνα, οπότε πρέπει να βρούμε το καλύτερο μέρος για να αφήσουμε τα πράγματα. Οι άλλοι δύο βγαίνουν για τσιγάρο χωρίς να καταλαβαίνω που βοηθά αυτό στην παρούσα φάση (μήπως θα έπρεπε κανονικά να τους αφαιρέσω τον καπνό από το budget;) πριν πάρω την απόφαση, όμως βλέπω τον άνθρωπό μου.

Ταμπέλες υπάρχουν παντού. Διάλεξε απλώς προορισμό

 

Φαίνεται ότι είναι η πιο παλιά καραβάνα στο πλοίο, έχει και κάτι γαλόνια στον ώμο, οπότε τον ακολουθώ στο μικρό γραφείο πίσω από την ρεσεψιόν: "Καλησπέρα, που είναι το καλύτερο σημείο για να κοιμηθεί κανείς;" Χαμογελά και πιάνουμε την κουβέντα, είναι εξυπηρετικότατος και επιμένει να πάω στα άδεια καθίσματα αεροπορικού τύπου, αλλά θέλω κάτι καλύτερο. Πέντε λεπτά μετά έχω βρει το καλύτερο μέρος, τέρμα επάνω σε μια έξοδο για το ανώτερο κατάστρωμα που η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο για το πλήρωμα, άρα θα έχουμε ησυχία και άπλα! Πιάνουμε το χώρο και παρατηρώ τον Λάζαρο να ανοίγει το υπόστρωμά του. Είναι για λύπηση! Σαν το ψάρι έξω από το νερό! Αρχίζουν τα μοιρολόγια: "χτες ήμουν σε συνάντηση γονέων ανάμεσα σε γιατρούς και δικηγόρους… που να μ’ έβλεπε κανείς από αυτούς σήμερα!" Έλα Λάζαρε παιδί μου και αύριο θα σε πάμε σε δωμάτιο… εκεί αναθάρρεψε λίγο, επέστρεψε το χρώμα στο πρόσωπό του. Γύρω από το Bari υπάρχουν κάποια κάμπινγκ, όμως ήμασταν σίγουροι ότι εντός των αυστηρών πλαισίων του οικονομικού μας στόχου θα καταφέρναμε κάτι καλύτερο με μεγαλύτερη ασφάλεια για τις μοτοσυκλέτες.

Στο Conversano εκτός από μαφιόζικους γάμους και γραφικά σπίτια υπάρχουν και πολλά βατράχια - τίγρεις όπως πληροφορεί η ταμπέλα της πόλης

 

Το μεγάλο μυστήριο

Μια που τακτοποιηθήκαμε ήρθε η ώρα για ένα ντουζ, όμως μέσα στο παραφουσκωμένο του νεσεσέρ ο Μαυράκης ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πετσέτα. Ολόκληρη κουβέντα είχαμε κάνει για τις αποσκευές, καυχιόντουσαν ότι είχαν πάρει μόνο τα απαραίτητα και ότι εγώ με το tank bag και μια μικρή τσάντα πίσω που είχε μόνο αδιάβροχα το είχα παρακάνει, τώρα ήταν και οι δύο απελπισμένοι. Μοιραζόμαστε με τον Λάζαρο τα του μπάνιου και ο Μπάμπης μένει απαθής, κάτι έχει στο μυαλό του, αλλά είναι απροσδιόριστο. Το πλοίο έχει μόλις ξεκινήσει, εγώ με τον Λάζαρο έχουμε ανανεωθεί από το καυσαέριο του ταξιδιού και περιμένουμε τον τρίτο της παρέας να επιστρέψει από την κοινόχρηστη ντουζιέρα: "θα έρθει και θα κάνει μια μικρή λιμνούλα να κοιμηθεί πιο πέρα!" "θα βγει βρεγμένος από την ντουζιέρα στις τουαλέτες και θα αφήσει πίσω του τόσο νερό που θα σημάνουν συναγερμό ότι βουλιάζουμε" "μπα θα πάει στην πλώρη και θα ανοίξει τα χέρια να στεγνώσει όπως στον Τιτανικό"… "ναι, ναι και θα τον αγκαλιάσει ο μουστακαλής ο μούτσος στο ρόλο του DiCaprio, μουαχαχα!"

Το fast food είναι μια σίγουρη οικονομική λύση, φτάνει να είστε εκεί χωρίς το Λάζαρο που εποφθαλμιά το φαγητό των άλλων και δεν μοιράζεται το δικό του!

 

Περιμένουμε τον Μπάμπη πως και πως, όταν τον ακούμε να ανεβαίνει από τις σκάλες ετοιμαζόμαστε για δούλεμα, ξεπροβάλει με ένα χαμόγελο ΟΛΟΣΤΕΓΝΟΣ! "Πώς το κατάφερες αυτό αρχηγέ;" Καμία απάντηση, οπότε αρχίζουν οι εικασίες, "νομίζω Λάζαρε πως ο στεγνωτήρας των χεριών είναι στο ύψος του, λες να μπήκε από κάτω;" "χαχα εγώ λέω πως έκανε και μπάνιο δίπλα μέσα στον νιπτήρα, μαζί με πλαστικά παπάκια!" "Ναι ρε βλάκες" απαντά ο Μπάμπης, "ευτυχώς που σφράγισα και την τάπα και δεν κολυμπάω τώρα πίσω από το πλοίο" έχουμε πεθάνει από το γέλιο, αλλά το μυστήριο δεν λύνεται… Πώς κατάφερε να στεγνώσει είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό που φεύγουμε για να το λύσουμε σε εξωτερικό χώρο γιατί από τα γέλια ανεβάσαμε θερμοκρασία. Παίρνουμε μαζί τα πράγματα αξίας και πιάνουμε μια ωραία θέση στο εξωτερικό κατάστρωμα. Σε ένα τέτοιου είδους ταξίδι η αναμονή στο πλοίο καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος και στην περίπτωσή μας το μεγαλύτερο από τις τέσσερις μέρες. Είναι η καλύτερη ευκαιρία για κουβέντα και πλάκες, ένας ατελείωτος καφές με την παρέα, έτσι να το δείτε. Ο Λάζαρος έχει αναθαρρέψει και ξεχνά ότι θα κοιμηθεί στο πάτωμα, οπότε αρχίζει τις πλάκες "η αλατισμένη αύρα Μπάμπη κάνει καλό στα μαλλιά;" "ναι Λάζαρε…" πιάνει το νόημα και ο άλλος ο ρουφιάνος: "όποιος κοιμηθεί εδώ φυτρώνει τρίχες" τα λένε όλα αυτά για μένα όπως καταλαβαίνετε, οπότε το βράδυ αρχίζει να μακραίνει.

Το fast food είναι μια σίγουρη οικονομική λύση, φτάνει να είστε εκεί χωρίς το Λάζαρο που εποφθαλμιά το φαγητό των άλλων και δεν μοιράζεται το δικό του!

 

Κουρασμένοι από το ταξίδι και τα γέλια πέφτουμε για ύπνο και ο Λάζαρος ροχαλίζει μέσα σε πέντε λεπτά, "κοίτα τον bon viveur που θα ζοριζόταν" κάνω να γυρίσω στον Μπάμπη και ξεραίνομαι πάλι στα γέλια γιατί τον βλέπω με το δάχτυλο στο στόμα "Άμα με λέτε πιτσιρίκο θα γίνω κιόλας!" μου απαντά. "Εντάξει μικρέ, αλλά παραμυθάκι δεν έχει, θα σε νανουρίσει το πλοίο που κουνάει, καληνύχτα!". Κατεβαίνουμε στο Bari (φραπ το γκάζι, ο κλασσικός πλέον Μπάμπης: "Κοντέ!") στη νέα προσθήκη του λιμανιού και κάνουμε χωρίς υπερβολή δυο χιλιόμετρα να βγούμε από την έξοδο. Σημεία ελέγχου υπάρχουν, αλλά δεν μας σταματά κανένας, ούτε πράσινες κάρτες, ούτε διαβατήρια, τίποτα απολύτως, είμαστε ήδη στον παραλιακό δρόμο και ο Μπάμπης αγχώνεται για πρώτη φορά. Πρέπει να βρούμε επειγόντως βενζινάδικο και επιστρατεύω το GPS, η πρώτη αποκάλυψη είναι ένα μόλις χιλιόμετρο μακριά. Η τρόικα έχει δουλέψει και στην Ιταλία, η βενζίνη είναι ακριβώς στα ίδια με την Ελλάδα όταν λίγο καιρό πριν ήταν σημαντικά φθηνότερη, αφήνω ένα χαιρέκακο χαμόγελο να μου φύγει όταν παρκάρω μακριά από τις αντλίες, ο δείκτης του CBR είναι μόλις στην μέση και σιγουρεύομαι ότι οι άλλοι δύο το κατάλαβαν καλά αυτό.

 

 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
26
Προμήθειες Super Market
7,5
Φαγητό
9,5
Καφέδες - Νερά
4
Σύνολο
143,6 ευρώ
Θάνος Φελούκας

 

       

Άρχοντες με σπίτι!

Ψάχνουμε για ένα φτηνό δωμάτιο στην παλιά πόλη και το GPS μας οδηγεί μέσα από τα τείχη, στην πρώτη αποκάλυψη του ταξιδιού. Περιμέναμε ότι το Bari θα είναι αδιάφορο, βρώμικο και ελαφρώς επικίνδυνο, όμως βρισκόμασταν σε μια γειτονιά βγαλμένη από καρτ ποστάλ με τα κτίρια φρεσκοβαμμένα και περιποιημένα. Η απόσταση του ενός σπιτιού από το άλλο ήταν λίγο μεγαλύτερη από το τιμόνι του KLX, οι πόρτες ορθάνοικτες με μια κουρτίνα μόνο, την έκανες στην άκρη και βρισκόσουν στο σαλόνι! Πιο γραφικό και από την Πλάκα κάτω από την Ακρόπολη που τα περισσότερα σπίτια είναι εγκαταλελειμμένα! Εδώ οι γριές καθόντουσαν με καρέκλες μέσα στο δρόμο, και τα ρούχα τους απλώνονταν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Κάπου εδώ μέσα και κοντά σε μια πλατεία με αστυνομικό τμήμα ήταν το hostel που είχαμε βάλει στο μάτι.

Η απόδειξη ότι ο Μπάμπης είναι ένα μικρό, πολύ μικρό παιδί!

 

Ο Λάζαρος θέλει και πάλι να βάλει τα κλάματα, και αισθάνεται καλύτερα μόνο όταν το βρίσκουμε κλειστό και ο ιδιοκτήτης μας κλείνει το τηλέφωνο. "Μην το κουράζουμε άλλο, έχει εδώ ένα Hilton"  επιμένει για να πάρει την φαρμακερή απάντηση "και πως θα πληρώσουμε το Hilton ρε Παπακωνσταντίνου, τρισμέγιστε Αλογοσκούφη;" "Θα πλένετε πιάτα όσο θα κάνω μπάνιο στην πισίνα" συνεχίζει να μυξοκλαίει. Ήταν μέρος του ανύπαρκτου σχεδίου μας να μην έχουμε κάνει κράτηση, θα παζαρεύαμε επιτόπου την τιμή. Κάπου στο internet είχαμε δει έναν παραδοσιακό ξενώνα έξω από το Bari, τηλέφωνο δεν υπήρχε, ούτε όμως και διεύθυνση, μόνο περιοχή. Τα παίζουμε όλα για όλα και επιστρατεύουμε το GPS, ευτυχώς που το είχα πάρει, όπως και άλλα πράγματα δηλαδή παρόλο που οι άλλοι δύο μου την έλεγαν. Μέσα στο πλοίο ο Μπάμπης μου μετρούσε τις θερμίδες, αλλά κάθε φορά που έβγαζα ένα σακουλάκι με ξηρούς καρπούς βουτούσε τα χέρια του και τους έτρωγε μόνος του. Καταλάβατε τώρα ποιος πήρε πολλά στο supermarket;

Large τύπος, large καρδιά! Περισσεύουν πάντα λεφτά για φιλανθρωπικό σκοπό, ακόμα και όταν ο προϋπολογισμός σου είναι μέχρι cent…

 

Νοτιοδυτική πορεία προς την Casamassima και από το κέντρο της στρίβουμε ανατολικά για Conversano, κάπου εκεί η σύγχρονη τεχνολογία αχρηστεύεται, αφού δεν έχουμε ακριβή διεύθυνση και αρχίζουμε τις ερωτήσεις σε άπταιστα Ιταλοαγγλικά. Αγγλικά σκέτα δεν μιλάει κανείς. Σύντομα βγαίνουμε σ’ ένα στενό δρόμο μέσα στα χωράφια και μετά από κάποια χιλιόμετρα αρχίζει η αμφιβολία. Αφήνω τους άλλους δύο κάτω από μια σκιά για να κάνω την αναζήτηση με το CBR που καίει τη λιγότερη βενζίνη, άλλωστε έπρεπε να κάνουν και το τσιγάρο τους μη χάσουν καθόλου πίσσα μέσα στον καθαρό αέρα της Ιταλικής εξοχής… Βρίσκω ένα γεωργό που νομίζει ότι είμαι από την Κροατία. " Io sono Greco" του κάνω και ανοίγει τα χέρια "Atene!" φωνάζει αρχίζοντας έναν Ιταλικό μονόλογο που κάτι μου έλεγε ότι έχει να κάνει με την οικονομική κρίση, τον Μπερλουσκόνι, δεν καταλάβαινα Χριστό. Όμως τελικά με βοήθησε, βρίσκω το ξενοδοχείο και ειδοποιώ και τους άλλους όσο περιμένω κάποιον να εμφανιστεί για να κάνουμε το παζάρι. Έρημος τόπος. Η ρεσεψιόν έχει ένα κιλό σκόνη και δεν υπάρχει κανείς, δέκα λεπτά αργότερα και αφού είμαστε πάλι όλοι μαζί καταφέρνουμε να βγάλουμε άκρη ανακαλύπτοντας κάτι νεαρούς μέσα στον αμπελώνα και τα πράγματα γίνονται καλύτερα.

Πίσω από το κεντρικό κτίριο του ξενοδοχείου ήταν τα δικά μας δωμάτια, για τα οικονομικά δεδομένα του ταξιδιού ήμασταν άρχοντες!

 

Παρά την επιφανειακή εγκατάλειψη και την πισίνα που είχε γίνει ένας πράσινος βάλτος, τα δωμάτια που βρισκόντουσαν καμιά τριανταριά μέτρα μακριά ήταν καθαρά και περιποιημένα, χώρια που υπήρχε άπλετος χώρος. Κάνουμε το παζάρι μας και αισθανόμαστε τυχεροί, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τουρισμό και να εξερευνήσουμε τα χωριά όταν ο Μπάμπης μας βάζει φρένο. Θέλει να πάμε προς τα πίσω που είδε πάνω στην autostrada ένα mall για να πιει καφέ! Το πρωί είχαν ξοδέψει μια μικρή περιουσία μέσα στο καράβι για να πιουν μια γουλιά καφέ και δυο σταγόνες νερό και τους δούλευα ασύστολα, όμως ο Μπάμπης δεν κρατιόταν, έπρεπε να πιει καφέ τώρα! Με τα πολλά τον πείθουμε με τον Λάζαρο να πάμε στον αρχικό μας προορισμό, το Conversano, όπου σίγουρα θα βρίσκαμε καφετέρια. Δέκα λεπτά αργότερα ανακαλύπταμε ότι το κέντρο της όμορφης κωμόπολης ήταν σχεδόν άδειο, ποιος ακούει τον Μπάμπη που είναι κοινωνικός άνθρωπος και θέλει να βλέπει κόσμο. Πλατεία με δέντρα και άψογη καφετέρια μας υποδέχεται τελικά όμως δεν έχει τραπεζάκια έξω, θα εξερευνούσαμε περισσότερο αλλά βιαζόμασταν να τον ποτίσουμε. Με εβδομήντα λεπτά τον espresso και 1,2 τον cappuccino καθαρίζουμε εύκολα.

Ο κ. Ζοχάδας είναι ανάποδος... ο καφές τον ηρεμεί

 

Παραδόξως ο καφές ηρεμεί τον Μπάμπη και φεύγουμε για να δούμε το κάστρο του Conversano που μετρά σχεδόν χίλια πεντακόσια χρόνια ζωής, με πολλές βέβαια προσθήκες από τότε αλλά με πλούσια ιστορία. Κοίτα να δεις πρόβλημα, απέναντι από το κάστρο έχει σπέσιαλ καφετέρια με καρέκλες έξω, δέντρα και λίγο πιο κάτω και δεύτερη ακόμα πιο όμορφη! Ο ζοχάδας επέστρεψε... άντε να του εξηγήσεις ότι πήγαμε στην πρώτη που βρήκαμε για το δικό του καλό. Όλα αυτά όμως γίνονται παρελθόν όταν πέφτουμε πάνω σε παραδοσιακό Μαφιόζικο γάμο, ένα περίεργο σόι έχει μαζευτεί για φωτογραφίες απέναντι από το κάστρο. Δεν έχουμε σχέση με τους carabinieri, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι δουλεύουν όλοι για το τοπικό μαφιόζικο υποκατάστημα, από τις φάτσες, τα λαμέ κοστούμια με τις πολύχρωμες γραβάτες, τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο στο στόμα που είναι απαραίτητα αξεσουάρ για μια φωτογραφία γάμου. Καταστρώνουμε ένα σχέδιο για να τους βγάλουμε μια φωτογραφία χωρίς να μας τσιμεντάρουν τα πόδια και ολοκληρώνουμε την ξενάγηση στο όμορφο Conversano. Όχι πείτε μου, δεν αξίζουν όλα αυτά εκατόν πενήντα ευρώ;

Γνήσια Ιταλική "pizza slice" για ένα γνήσιο ιταλικό βραδινό

 

Επιστρέφουμε με κατεύθυνση το αγαπημένο mall του κοσμοπολίτη, αλλά αστικοποιημένου Μπάμπη, για να φάμε στα MacDonalds. Μην περιμένετε παραδοσιακό γεύμα με αυτό το budget, και να βρίσκαμε όμως με αντίστοιχο ποσό πάλι το fast food θα ήταν προτιμότερο, με τόση μαγειρική σόδα και συντηρητικά δεν θα παθαίναμε τίποτα, αντίθετα ο ψητός σκύλος και η ξαναζεσταμένη γάτα δεν χωνεύονται σωστά. Ελλείψει χρημάτων που σου δημιουργούν επιλογές ξοδεύουμε το αστρονομικό ποσό των τριών ευρώ ο καθένας, ο Μαυράκης τέσσερα, και σταματάμε την δυνατή συζήτηση όταν ανακαλύπτουμε πως δίπλα μας υπάρχουν και άλλοι Έλληνες, δεν ξεφεύγεις πουθενά, είμαστε σκόρπιοι παντού! Για το απόγευμα θα εξερευνήσουμε το Bari και θα έχουμε και νυκτερινή έξοδο, επιστροφή στο δωμάτιο για γενική καθαριότητα. Ο ακροδεξιός μασώνος ξενοδόχος, υπήρχαν παντού σχετικά αγάλματα, εμβλήματα μέχρι και μια μπαμπούσκα-Μπερλουσκόνι, μας ενημερώνει ότι θα κλειδώσει την γκαραζόπορτα στις 10:30, οπότε θα πρέπει να μπούμε από μια πλαϊνή πόρτα αφήνοντας τα μηχανάκια έξω.

Οι νόμοι της Μαφίας επιβάλλουν όλες οι φωτογραφίες σου να είναι με μαύρα γυαλιά για αποφυγή αναγνώρισης, ακόμα και του γάμου...

 

Την ψάχνουμε καλά, με λίγο κόπο θα τα περάσουμε όλα από τα σκαλιά, ακόμα και τη Vespa, και θα παρκάρουμε μέσα στο ξενοδοχείο μπροστά ακριβώς στο δωμάτιο. Σιγά μην τα αφήναμε έξω στην μέση του πουθενά, το απομονωμένο αυτό ξενοδοχείο πρέπει να είναι ο γαμιστρώνας της περιοχής και η περιοχή έχει μια καλή σχέση με την Μαφία... Το δωμάτιό μας έχει δύο χώρους με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι και δύο κοντά μονά, αφήνουμε το μεγάλο στον Μπάμπη γιατί εμείς είμαστε "πολύ κοντοί" και εκείνος επιμένει να σταματήσουμε τις βλακείες και να τακτοποιηθούμε σωστά, αλλά αρνούμαστε. Ήταν όμως και η τελευταία φορά που έκανε εκείνο το χαζό αστείο σε κάθε ξεκίνημα παρόλο που πάλι δεν κατέβαινε από το KLX. Κανά σαραντάλεπτο αργότερα και ο Λάζαρος δεν έχει βγει ακόμα από το μπάνιο, χαίρεται που έχει πετσέτες, αφρόλουτρα (σαμπουάν δεν χρειάζεται), καθρέφτες. Κοντεύει να μας πάρει ο ύπνος... ο Μπάμπης ξαπλώνει διαγώνια στο διπλό και μέσα στο ημίφως τον μπερδεύεις για μαξιλάρι. Πιάνω το γωνιακό κρεβάτι στον τοίχο γιατί κάτι χαζά αστεία άκουγα σχετικά με τον ιμάντα που είχε ο Μαυράκης στη Vespa και τα πόδια μου σε συνδυασμό με τα μεταλλικά κάγκελα του κρεβατιού, και βάζω και ένα μαχαίρι από το κουζινάκι κάτω από το μαξιλάρι. Ασφάλεια. Μια μικρή σιέστα και φύγαμε.

Μας υποδέχεται η αγορά του Bari, και η γραφική παραλιακή ζώνη με τα παλιά κτίρια και τα μαγαζιά, δυο "gelato" και τρεις espresso μετά ο Μπάμπης είναι και πάλι ζωντανός να συνεχίσει για το βραδινό που αποτελείται από ένα χορταστικό κομμάτι πίτσας. Η πλατεία στα όρια της παλιάς πόλης σφύζει από ζωή και νέο κόσμο, κάνουμε τον γύρο παρατηρώντας και σχολιάζοντας με τον Μαυράκη να προσπαθεί να μας κρατήσει, όπως ο Ιάσωνας τους ναύτες του απέναντι στις Σειρήνες. Μαγικό βράδυ... ας το αφήσουμε έτσι.

Συμμετέχουμε στο Big Brother!

Οι φρυγανιές του πρωινού στο ξενοδοχείο πρέπει να ήταν από το προηγούμενο μασονικό συνέδριο, και έχουμε καταναλώσει πολλή ενέργεια για να ανεβάσουμε τη Vespa και το CBR από τα σκαλοπάτια το προηγούμενο βράδυ, το KLX ανέβηκε μόνο του. Ο Λάζαρος έχει κάνει τα τριάντα μέτρα από το δωμάτιο στο "εστιατόριο" πάνω στη Vespa για να προλάβει μετά να πάει πρώτος στην τουαλέτα. Έχει πάει εννιά και τον περιμένουμε να βγει, βγαίνει, ετοιμάζουμε τα πράγματα και ξαναμπαίνει. Είναι δέκα και περιμένουμε το Λάζαρο να βγει, βγαίνει. Φορτώνουμε τα πράγματα και ξαναμπαίνει. Είναι έντεκα παρά και περιμένουμε το Λάζαρο να βγει, βγαίνει και τον βουτάμε στα γρήγορα κλειδώνοντας την πόρτα για να μην ξαναμπεί! Δεν ήταν κατάσταση αυτή!

Ο "Big Brother" ήταν εκεί. Τους κέρασα καφέ και νερό απλώς παίρνοντας το μαγικό πράσινο χαρτάκι!

 

Στο δρόμο μας είναι η πόλη Adelfia, ήταν κάποτε ελληνική που ενώθηκε με την διπλανή της και σχημάτισαν μια νέα που τους έδωσαν αυτό το όνομα που σηματοδοτεί την πρόθεση της ένωσης. Κάνοντας την εξερεύνηση πέφτουμε πάνω σε μια ταμπέλα "Grande Fratello", εδώ γινόταν ένα από τα επίσημα casting για το Ιταλικό Big Brother που αντίθετα με το δικό μας εκεί έχει πολλή επιτυχία. Αφήστε το ασχολίαστο, όπως και εμείς. Τα άτομα που ήθελαν να πάρουν μέρος ήταν πράγματι απίστευτα, μένουμε να χαζεύουμε όταν ανακαλύπτουμε πως υπάρχει δωρεάν νερό και καφές για τους συμμετέχοντες, τι υπέροχη ευκαιρία! Δηλώνω συμμετοχή, ο Μπάμπης υπόσχεται να με δουλεύει για το υπόλοιπο της ζωής μου και ο Λάζαρος έχει ένα χαμόγελο γελοίας ευτυχίας, αλλά το νεράκι καλοδεχούμενο... αυτό είναι το ευχαριστώ! Με κορόιδευαν για το camel back που κουβαλούσα στο ταξίδι όμως στο καράβι τους έτσουξαν τα ενενήντα λεπτά που είχε το μικρό μπουκάλι και το ένα ευρώ που κόστιζε στην Ιταλία... Βενζίνη και νερό απειλούσαν να μας βγάλουν εκτός προϋπολογισμού. Αλλά δεν θα γινόμασταν σαν τον Ευάγγελο Βενιζέλο, αυτό που είχαμε πει θα το κάναμε!

Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο καθένας είχε περίπου είκοσι ευρώ για βενζίνες μέχρι την Αθήνα έχοντας ξοδέψει από εβδομήντα έκαστος για τα ναύλα και ογδόντα στο σύνολο για το τρίκλινο δωμάτιο, ήμασταν άρχοντες. Στο Bari είχε εκπτώσεις και γι’ αυτό αρκετή κίνηση μέχρι τις μία το μεσημέρι, όταν ξαφνικά άδειασαν όλα, τέτοια ώρα κλείνουν τα μαγαζιά εκεί! Είναι γιατί ο ανταγωνισμός είναι ακόμη υγιής, δεν άνοιξε ο καθένας από ένα ρουχάδικο, κάθε εκατό μέτρα δεν βρίσκεις mini market, οι περισσότεροι δεν είναι έμποροι γιατί βαρέθηκαν το χωράφι. Έχουν καταφέρει να κρατήσουν τις ισορροπίες στην τοπική τους οικονομία και ο τομέας της παραγωγής δεν εξαφανίστηκε, όπως συμβαίνει με εμάς. Όμως παρά την ερημιά οι μοτοσυκλέτες είναι φορτωμένες με τα πράγματα και δεν μπορούμε να τις αφήσουμε μόνες τους, κανένα πρόβλημα, μας λέει ένας φύλακας έξω από τη Βασιλική του Αγίου Νικολάου. Μια μεγαλοπρεπή εκκλησία χιλίων χρόνων σε μια από τις εισόδους της παλιάς πόλης. Περνάμε την πύλη και μπαίνουμε μέσα στους δρόμους - διαδρόμους με τις μοτοσυκλέτες, οι γιαγιάδες μας χαιρετούν μέσα από τα σαλόνια τους και βγαίνουμε στο κάστρο. Τα αξιοθέατα της πόλης είναι κοντά το ένα στο άλλο, μόνο αν κόψεις δρόμο και αυτό γίνεται μόνο με μοτοσυκλέτα... όχι η Goldwing και η K1600GT μπορεί να είναι μοτοσυκλέτες αλλά δεν θα χωρέσουν, ούτε Varadero με σαρανταδύο λίτρα μπαγκαζιέρες σε κάθε πλευρά, τόσο στενά είναι!

Το Bari δεν είναι η πόλη που ήταν παλιότερα, η Μαφία φαίνεται λιγότερο, η αστυνομία περισσότερο, τα σκουπίδια καθόλου και τα αξιοθέατα πάντα εκεί

 

Βρες μου νερό τώρα!

Ψάχνουμε βενζινάδικο για την επιστροφή και να πάρουμε νερό για το καράβι, έχουμε μπροστά μας χρόνο, όμως ο Λάζαρος θέλει να σταματήσει στην πρώτη καφετέρια πληρώνοντάς το χρυσό. Δεν μπορούσε να περιμένει ούτε πέντε λεπτά, είχε αλλάξει εφτά χρώματα, έπρεπε να ξεδιψάσει εκείνη τη στιγμή... ο Μπάμπης γελάει, μάλλον ξεχνάει τα δικά του με τον καφέ... Βενζινάδικα κλειστά, όπως και supermarket, η σιέστα είναι ιερή στον Ιταλικό νότο, και καταλήγουμε στο ίδιο βενζινάδικο που βάλαμε την προηγούμενη μέρα μόνο που η τιμή έχει ανέβει. Τόσες ομοιότητες με την Ελλάδα! Ανεφοδιαζόμαστε πλήρως, μόλις ξεκινάμε ο Λάζαρος ευτυχώς αποφεύγει ταυτόχρονο εναγκαλισμό με Fiat και έναν πεζό (η αρχιτεκτονική εδώ είναι τουλάχιστον άξια παρατήρησης Μπάμπη παιδί μου) και τελικώς παρκάρουμε μέσα στο πλοίο. Τι ευτυχία, το μέρος που είχαμε κοιμηθεί είναι ελεύθερο.

Η Βασιλική του Α. Νικολάου είναι επιβλητική

 

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το κατάστρωμα που έχει καταληφθεί από μια παρέα νεαρών Αμερικάνων και ένα ελληνικό σόι. Οι εικοσάχρονοι Αμερικάνοι σύντομα ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αγοράσουν νόμιμα μπύρες και δεν αργούν να αρχίσουν να τρικλίζουν παρόλο που το καράβι είναι ακόμη δεμένο στο λιμάνι! Ωστόσο είναι πολύ πιο ήσυχοι σε σύγκριση με τους Έλληνες που μιλάνε δυνατά και σκορπάνε τα άπλυτά τους στη φόρα λες και θέλουμε να τ’ ακούσουμε. Μια που λέμε για άπλυτα, ο Μπάμπης εξαφανίζεται για ντουζ και επιστρέφει στεγνός, όχι τόσο όσο την πρώτη φορά αλλά ενισχύει και πάλι το μυστήριο. Οι μπύρες στο πλοίο τελειώνουν οπότε αναγκαστικά οι Αμερικάνοι το γυρνάνε στο ουίσκι, είναι απλώς μια παρέα φίλων που στο τέλος αφήνουν τις γυναίκες μόνες τους οι οποίες κοιτάνε δεξιά και αριστερά. Δεν θέλει πολύ, αρχίζουν να μαζεύονται αρκετοί φορτηγατζήδες που παρακολουθούν, όπως τα όρνια το ετοιμοθάνατο ελάφι... δεν θα είναι έρωτας αυτό που θα συμβεί. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι πιο μουλωχτοί, μάλλον Αφγανοί, που κάθονται δυο τραπέζια μακριά και προσπαθούν να βγάλουν φωτογραφίες στα κρυφά δίνοντας τροφή για ένα εκατομμύριο σχόλια.

Ένας κανονικός δρόμος της παλιάς πόλης, έκανες το λάθος, μπήκες στο σαλόνι...

 

Το σκηνικό είναι σουρεαλιστικό και μπορεί να γεμίσει σελίδες από μόνο του, μην μπλέκετε με στερεότυπα και γενικεύσεις, αυτά που συμβαίνουν είναι σύνηθες φαινόμενο σε ταξίδι με καράβι, κρατήστε μόνο ένα πράγμα: Το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού που υποτίθεται ότι είναι και το πιο βαρετό για άλλη μια φορά γινόταν ενδιαφέρον και ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα. Την ισορροπία φέρνουν απροσδόκητα ο Σάββας με τον Γιαννάκη! Πώς δύο παιδιά στα πρώτα στάδια της εφηβείας καταφέρνουν να αναστατώσουν μισό καράβι είναι άξιο απορίας, παρόλο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Προσπαθούν να φέρουν καρέκλες για όλο το ελληνικό σόι που ξεπερνά τα είκοσι άτομα, οπότε σηκώνουν Αμερικανούς και φορτηγατζήδες, έναν μαύρο κύριο με κελεμπία που κοιτά προβληματισμένος και κάτι ηλικιωμένους που θέλουν μισή ώρα να περπατήσουν ως την άλλη άκρη σε άλλο τραπέζι. Όταν τελειώνει το παιχνίδι με τις καρέκλες παίρνουν τις φωτογραφικές μηχανές όλων και αρχίζουν να τραβάνε διαδοχικά την ίδια φωτογραφία ώστε να είναι σίγουρο ότι υπάρχει παντού... στο τέλος εξαφανίζονται όλοι από το κατάστρωμα απηυδισμένοι και εμείς σκασμένοι από τα γέλια καταλήγουμε στο μπαρ όπου μας περιμένει το...

"Νόημα της ζωής".

Στην τηλεόραση παίζει η νέα μόδα του Antenna με τις ταινίες του Bollywood, όμως όταν τις δεις με παρέα το νόημα αλλάζει. Οι πρωταγωνιστές πετούν βαρύγδουπες ατάκες για την αγάπη και το νόημα της ζωής τραγουδώντας με λεπτή φωνούλα, ενώ και το ίδιο το στόρι έχει αρκετά κενά. Δεν θέλει πολύ, επειδή η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι αντιπροσωπευτική του είδους (έχω δει πραγματικά καλές, αυτή δεν ήταν) διακωμωδείται γρήγορα, ιδιαίτερα όταν ψαρομάλλης φορτηγατζής κρέμεται από τα χείλη των πρωταγωνιστών επιμένοντας ότι είναι καλύτερο από "Μάρθα Βούτση" και "Ξανθόπουλο". Έχοντας μάθει για την αγάπη, ναζιάρικα και τραγουδιστά, πάμε για ύπνο όπου η ζηλοφθονία του Λάζαρου επανέρχεται θέλοντας να μου τρυπήσει το στρώμα με το σουγιά γιατί είναι καλύτερο από το δικό του. "Δεν με πειράζει που δεν έχω εγώ, με ενοχλεί που έχεις εσύ" μου εξομολογείται με θράσος και να ξέρετε ότι το εννοεί! Ευτυχώς το ροχαλητό του ακολουθεί σύντομα το βουητό από τα τεράστια πιστόνια του πλοίου, οπότε βάζω τις ωτασπίδες και κλείνω ήσυχος τα μάτια.

Δεν είναι ταβέρνα τα "Αδέλφια" στα 3 χιλιόμετρα, είναι μια όμορφη πόλη με ελληνικές ρίζες και προσεγμένα κτίρια

 

Ξανά στην Πάτρα ξοδεύουν τα τελευταία τους λεφτά για ένα απλό καφέ, όταν εγώ έχω περίσσευμα ώστε να φτάσω μέχρι και τα τέσσερα λίτρα στα εκατό χιλιόμετρα ταξιδεύοντας με 120-130. Αλλά δεν χαλάω την παρέα... αντιθέτως με τον Λάζαρο που η έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής βαραίνει τον δεξί του καρπό ανοίγοντας το γκάζι. Ο στόχος της οικονομίας συνεχίζεται για εμένα και τον Μπάμπη που φτάνουμε δέκα λεπτά αργότερα, αλλά σημαντικά φθηνότερα... Αν δεν έχετε πάει ποτέ στην Ιταλία ή ακόμα καλύτερα αν δεν έχετε ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό, ορίστε η ευκαιρία, με ένα πολύ μικρό ποσό για τα δεδομένα της εκδρομής, βλέπετε έναν νέο τόπο, έναν διαφορετικό κόσμο. Από τον γεωργό στην μέση του πουθενά, μέχρι τις γιαγιάδες στην παλιά πόλη του Bari, τον μαφιόζικο γάμο, το Big Brother και τις περιποιημένες νεαρές Ιταλίδες της νυκτερινής ζωής, οι εμπειρίες του ταξιδιού αξίζουν περισσότερα από 150 ευρώ!

 

Honda CBR250R

Super(play)bike

Είναι το τρίτο στην ιεραρχία της οικογένειας CBR αλλά χτίζει φήμη ισάξια των υπολοίπων, ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε να μαλώσουμε για το ποιος θα το οδηγεί!

Μου έκανε αρχικά εντύπωση που ο Μπάμπης μου άφηνε το CBR και δεν είχε πρόβλημα να πάρει το KLX, παρόλο που χρειαζόταν πεζοδρόμιο για ν’ ανέβει. Στο τέλος βέβαια όλα εξηγούνται και υπάρχουν αναλυτικά στην ιστορία του ταξιδιωτικού, είχε απωθημένα να μην τα ξαναλέμε, ωστόσο ήμουν έτοιμος να παλέψω για το Honda. Ήταν βλέπετε η προτίμησή μου για το ταξίδι και είχε και μεταλλικό ρεζερβουάρ για να βολέψω το μαγνητικό tank bag. Σε περίπτωση μάλιστα που χρειαζόταν ν’ ανεβάσω κάποιον συνεπιβάτη θα μπορούσε να καθίσει άνετα σε μια φυσιολογική θέση. Αντιθέτως τα πίσω μαρσπιέ του KLX τοποθετούν τα πόδια σε στάση γυναικολόγου και τα αναδιπλούμενα της Vespa δε σε αφήνουν να κατεβάσεις πόδι στα φανάρια όταν ανοίξουν, βέβαια παρέα με τους άλλους δύο αυτά δεν έχουν σημασία γιατί αποκλείεται να κάνεις γνωριμίες, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να σε πλησιάσει κανείς νοήμων και λογικός άνθρωπος.

Προσπάθειες χωρίς σχέδιο από τους μετανάστες στην Πάτρα για να ανέβουν στα φορτηγά. Το βράδυ τα πράγματα αγριεύουν μας είπαν...οι οδηγοί τρώνε ξύλο και στα φανάρια δεν σταματάνε... είμαστε ένα μεγάλο ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ

 

Βολεύτηκα λοιπόν υπέροχα στο μικρό Honda χωρίς τα κλιπόν να μου κουράζουν τα χέρια και χωρίς τα γόνατα να λυγίζουν υπερβολικά, οπότε το ταξίδι των τρεισήμισι ωρών δεν έγινε ποτέ ένας επώδυνος γολγοθάς. Ωστόσο αυτοί δεν ήταν οι μόνοι λόγοι που το επέλεξα. Ο μονοκύλινδρος κινητήρας έχει ελάχιστους κραδασμούς στα 80 – 90 χιλιόμετρα που ταξιδεύαμε, αν και η συχνότητά τους είναι τέτοια που μετά από κάποια ώρα αρχίζει ένα μούδιασμα στον δεξί καρπό. Πέρα από το ευχάριστο ταξίδι και την άνετη θέση οδήγησης, η μεγάλη αυτονομία του CBR και η μικρή κατανάλωση συμπλήρωναν τα πλεονεκτήματα. Έκαιγε λιγότερο από 2,4 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα, που είναι ας πούμε πολύ λιγότερα από αυτά που καίει το CB του Λύκου κάθε 2,4 δευτερόλεπτα με σταθερή ταχύτητα 100 χιλιομέτρων. Οικονομία και άνεση, τι άλλο να ζητήσει κανείς για ένα τέτοιο ταξίδι, κι όμως! Φτάνουμε στην Πάτρα, μπαίνουμε στο νέο λιμάνι και πηγαίνουμε σ’ ένα κτήριο για να θεωρήσουμε τα εισιτήριά μας και αφήνουμε τις μοτοσυκλέτες έξω μαζί με καμιά δεκαριά άλλες που οι ιδιοκτήτες τους έκαναν το ίδιο με εμάς.

Θέλεις τσάμπα καφέ στο πλοίο; Πιάσε κουβέντα με τον καπετάνιο...

 

Ποια απ' όλες κοιτούσαν από κοντά όλοι αυτοί; Σωστά μαντέψατε, το CBR! Άλλο παράδειγμα: είμαστε στο Bari και έχω παρκάρει το CBR πάνω στο πεζοδρόμιο, μη βιαστείτε να μιλήσετε για συμπεριφορές γιατί επιτρέπεται, υπήρχαν άλλα δυο KTM Adventure απ’ έξω και ο Λάζαρος προσπάθησε να ανέβει με την Vespa αλλά έκανε burnout, έβρισκε και το σταντ κάτω οπότε παραιτήθηκε. Πάρκαρε πιο μακριά στο δρόμο δίπλα στο KLX του Μπάμπη που μάλλον φοβήθηκε να το ανεβάσει στο πεζοδρόμιο μήπως τον κόψει κανείς την κρίσιμη στιγμή, επιχειρήσει να βάλει πόδι κάτω και βρεθεί με τα μούτρα στην τζαμαρία της KTM… Τέλος πάντων είμαστε εκεί και το CBR μπροστά στη βιτρίνα, απέναντι φανταστείτε είναι η αντιπροσωπεία της Ducati, ποια μοτοσυκλέτα σταματούσαν και έβλεπαν; Σωστά μαντέψατε, το CBR πάλι! Ένας πιτσιρικάς που έκανε βόλτα με τους γονείς του ήθελε μάλιστα να καθίσει επάνω κιόλας για να δουν αν του ταιριάζει ως πρώτη μοτοσυκλέτα.

Οι μπράβοι στην είσοδο της προσωπικής σουίτας φρόντιζαν να κοιμηθώ ανενόχλητος. Ο αριστερά ξέρει καράτε, εκεί να ποντάρετε

 

Μια κούκλα είναι!

Το Honda CBR είναι λοιπόν και όμορφο, αντικειμενικά όμορφο, τώρα βέβαια αν είχε και ενδιαφέρον ήχο δεν θα μπορούσες να του προσάψεις τίποτα σε ότι αφορά τις αισθήσεις. Τουλάχιστον η απουσία θορύβου δεν μου δημιουργούσε τύψεις μέσα στα στενά, στριμόκωλα, σοκάκια της παλιάς πόλης. Ένα από τα "δικά μας" παπάκια εκεί μέσα θα μπορούσε εύκολα να κοστίσει το μισό προϋπολογισμό της πόλης κρατώντας τους πάντες ξύπνιους, ακυρώνοντας χιλιάδες εργατοώρες. Μέσα στην κίνηση το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού διευκόλυνε την κατάσταση και ο μικρός όγκος της μοτοσυκλέτας την έκανε παιχνιδάκι στους ελιγμούς στο καράβι. Ο Μπάμπης ζοριζόταν με τις μύτες να κάνει όπισθεν με το KLX ενώ κάθε φορά που πήγαινε να ανέβει στη σέλα ποντάραμε σε ατύχημα, παρόλα αυτά το έβρισκε εύκολο. Ο Λάζαρος από την άλλη έκανε κύκλους να βρει ράμπα κάθε φορά που χρειαζόταν να ανέβουμε πεζοδρόμιο, σας λέω το CBR ήταν αποκάλυψη, δεν υστερούσε πουθενά. Στην ευθεία ήταν σταθερό ακόμα και όταν μας προσπερνούσαν οι νταλίκες, ενώ τα φρένα του σημαντικός βοηθός, σταματούσα εγκαίρως κάθε φορά που ο Μπάμπης πήγαινε να πέσει πάνω στον Λάζαρο ή ο Λάζαρος πάνω σε κάποιο Fiat… εντάξει από μία φορά έγιναν αυτά μόνο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν αρκετό για δοκιμή φρεναρίσματος!

 

Μπορεί το πιρούνι να έχει προοδευτική λειτουργία και να συμπεριφέρεται καλούτσικα πέφτοντας μέσα στις λακκούβες αλλά πίσω τα πράγματα είναι διαφορετικά με την επαναφορά να είναι πολύ γρήγορη και να φτάνει σε σημείο να ξεκολλήσει ο τροχός σε κάποια σαμαράκια. Βέβαια από πρακτικής άποψης το χειρότερο πράγμα σε αυτή τη μοτοσυκλέτα είναι οι καθρέφτες, είναι άσχημοι, ασχημαίνουν και τη μούρη του CBR κάνοντάς το να δείχνει σαν ακρίδα και είναι και σε ακατάλληλο ύψος. Μια φορά έκανα να τους μετακινήσω για να περάσω ανάμεσα από κάτι αυτοκίνητα και μετά χρειαζόμουν εργαλεία για να ξανασφίξουν... Τελείως απαράδεκτοι. Όμως με ποιοτική βαφή, έναν κινητήρα με ψεκασμό που είναι τέρας οικονομίας και γραμμικότητας και άνετη θέση οδήγησης, δεν θα ψάξω τις λεπτομέρειες, δηλώνω οπαδός της μικρής CBR. Μοτοσυκλέτες σαν αυτή σε βγάζουν από τη μιζέρια της οικονομικής κρίσης!

Τεχνικά Χαρακτηριστικά  Honda CBR 250R
Τιμή (€): 4.730
Κινητήρας: Τετράχρονος, αερόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 2 εκκεντροφόρους
Χωρητικότητα (cc): 249,6
Ισχύς (hp/rpm): 26/8.500
Ροπή (kgm/rpm): 2,42/7.000
Βάρος (kg): 161
Ρεζερβουάρ (lt): 13
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 2,4

 

Kawasaki KLX 250S

Αφ΄ υψηλού

Πρέπει να έχεις πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση και δύσκολα παιδικά χρόνια, για να δίνεις τόσο μεγάλη σημασία από ποιο ύψος βλέπεις τους άλλους...

Όπως οι πιο κοντές και μικροκαμωμένες γυναίκες προσπαθούν να τα φτιάχνουν με τον πιο ψηλό άντρα της παρέας και οι μικροτσούτσουνοι άντρες αγοράζουν τζιπάρες, έτσι και η επιμελήτρια ύλης, διορθώτρια κειμένων και μητέρα του λόχου Λίτσα, που όποτε βάζουμε ηλεκτρική σκούπα ψάχνουμε την μοκέτα με τον μεγεθυντικό φακό για να μην την ρουφήξει, μαζί με τον Φελούκα, που το κεφάλι του έχει κρυφό φωτισμό από την εκκολαπτόμενη καράφλα, συνεχώς προσπαθούν να με μειώσουν, σχολιάζοντας το απολύτως φυσιολογικό σωματικό μου ύψος. Κάπως έτσι επέλεξα το Kawasaki KLX 250S.

 

Δεδομένων των επιλογών που είχα για αυτό το ταξίδι, κανονικά έπρεπε να είχα πάρει το Honda CBR 250R, αφού την Vespa την είχε καβατζάρει ο Λάζαρος εξαντλώντας κάθε εξουσία που του δίνει η θέση του αρχισυντάκτη. Το CBR250R, εκτός από την χαμηλή σέλα, έχει φαίρινγκ και κλιπ-ον, που είναι η ειδικότητά μου. Το on-off της Kawasaki θα ήταν λογικότερο να το χρεωθεί ο Θάνος, καθώς συμβολίζει τoν δυαδικό (0-1) τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου του, που στα κομπιούτερ είναι παροχή ρεύματος On και διακοπή ρεύματος Off. Τελικά, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να ανέβω εγώ στην ψηλή σέλα του KLX και να τους κοιτάω αφ’ υψηλού, κάνοντάς τους να χάσουν το μοναδικό σημείο υπεροχής που πιστεύουν ότι έχουν, δηλαδή μερικά ασήμαντα εκατοστά ύψους. Αν ήταν ‘’μήκους’’ να το συζητάγαμε...

Βαριέμαι του θανάτου

Το έχω πει πολλές φορές και θα το λέω μέχρι να το καταλάβει και ο τελευταίος λοβοτομημένος πίθηκος. Η αργή οδήγηση είναι πιο επικίνδυνη από την γρήγορη. Η φράση "βαριέμαι του θανάτου" έχει κυριολεκτική και όχι μεταφορική έννοια. Εκτός ότι μειώνει την αντίληψη και σιγά-σιγά σε παίρνει ο ύπνος πάνω στο τιμόνι, αδυνατώντας να αντιδράσεις γρήγορα και σωστά σε κάποιο απρόοπτο, ταυτόχρονα, θέτεις διαρκώς τον εαυτό σου σε κινδύνους και το σώμα σου σε μία ανούσια κόπωση. Τουλάχιστον πέντε φορές με προσπέρασε στον πόντο νταλίκα δέκα μέτρων, δημιουργώντας τέτοιους στροβιλισμούς στο ψηλό εμπρός φτερό της Kawasaki μου, που τα χέρια μου στο τιμόνι έμοιαζαν με ναυαγού που δεν ξέρει κολύμβηση και προσπαθεί πανικόβλητος να επιπλεύσει. Την ίδια ώρα, έχοντας αποκοιμηθεί πάνω στην μοτοσυκλέτα από την μονοτονία της οδήγησης και χαζεύοντας γύρω-γύρω για να ξεγελάσω την ανία μου, παραλίγο να περάσω σουβλάκι την Vespa, τον Λάζαρο και κάτι άλλο που δεν είδα τι ήταν...

Το πιο ενοχλητικό όμως με την αργή οδήγηση είναι η μαζοχιστικού τύπου κούραση. Τέσσερις ώρες πάνω στην σέλα δεν έχουν καμία διαφορά με το αν οδηγάς με 250 και έχεις φτάσει στις Σέρρες ή με 80 και ακόμα δεν έχεις δει το λιμάνι της Πάτρας. Η σέλα ζουλάει με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο χρονικό διάστημα τον πισινό σου, δημιουργώντας φυσικά την ίδια κούραση. Η σέλα του KLX 250R είναι μια χαρά για να οδηγάς μέσα στην πόλη ή σε χωματόδρομους, κάνοντας συχνές στάσεις. Όμως αν πρέπει να κάτσεις πάνω της για ώρες χωρίς να κάνεις απολύτως τίποτα, οι ενοχλήσεις εμφανίζονται, αναγκάζοντάς σε να στραβοκάθεσαι, μεταφέροντας το βάρος μια στο αριστερό και μια στο δεξί μέρος του πισινού σου για να ανακουφιστείς προσωρινά. Το άλλο που με προβλημάτισε, είναι η έλλειψη κάποιου πρακτικού τρόπου μεταφοράς του εκδρομικού εξοπλισμού. Έτσι, αναγκάστηκα να βάλω όλα μου τα πράγματα σε έναν μεγάλο σάκο πλάτης. Αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι δεν χρειαζόταν να λύνω και να δένω τα πράγματα κάθε φορά που σταματάγαμε, όμως το βάρος του σακιδίου στους ώμους επιδείνωνε την σωματική κούραση. Από την άλλη μεριά, είχα και μερικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων δύο συναδέρφων μου. Πρώτα απ΄ όλα, ήμουν ο μόνος που μπόρεσα να βάλω την μοτοσυκλέτα μου μέσα στον ξενώνα, ανεβαίνοντας τα σκαλιά χωρίς να χρειαστώ βοήθεια από κανέναν. Δεύτερον, έβγαλα το άχτι μου στον Φελούκα, αφού στο δρόμο ήμουν ένα κεφάλι πιο ψηλός από εκείνον. Τρίτον, έκαψα σχεδόν την ίδια βενζίνη με το CBR 250R, αλλά οδηγώντας πιο ζωηρά και εισπράττοντας λιγότερες μούτζες από τον Θάνο. Επίσης, είχα πλεονέκτημα στην ευελιξία, όταν μπλέξαμε στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης του Μπάρι και μεγάλη απόσταση από το έδαφος για να ανεβάζω την μοτοσυκλέτα μου στα πεζοδρόμια και να την έχω μέσα στο οπτικό μου πεδίο όσο έπινα τον καφέ μου.

Μια σέλα και ένα φαίρινγκ

Παρ΄ότι η έκδοση supermoto με την εμπορική ονομασία D-Tracker δείχνει πιο μπάνικο και εντυπωσιακό, το on-off KLX 250S είναι σαφώς καλύτερη αγορά, ακόμα κι αν μιλάμε για αποκλειστική χρήση στην άσφαλτο. Οι αναρτήσεις έχουν αναπάντεχα ποιοτική λειτουργία για τέτοιας κατηγορίας τιμής μοτοσυκλέτα και η συμπεριφορά στην άσφαλτο είναι θαυμάσια. Η αίσθηση είναι στιβαρή στις ευθείες και σπορ στις στροφές, αρκεί βέβαια να μην ξεπεράσεις τα 120 χιλιόμετρα την ώρα. Όχι ότι είναι εύκολο να τα ξεπεράσεις. Με λίγη κόντρα στα ανηφορικά κομμάτια της εθνικής, σπάνια θα δεις περισσότερα από 110 χιλιόμετρα στο ψηφιακό κοντέρ. Ο ροπάτος και ψυχωμένος κινητήρας στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, δείχνει να χάνει την ανάσα του όταν ξεπερνάει τις 7.500. Το ίδιο συμβαίνει και με την σταθερότητα μετά τα 120, όπου το μαλακό ψηλό φτερό εμπρός αρχίζει να πάλλεται από τους στροβιλισμούς του αέρα, χαλώντας την αυτοσυγκέντρωση της μοτοσυκλέτας. Στα θετικά, θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε την αίσθηση και την δύναμη των φρένων, όπου μαζί με την ποιοτική λειτουργία του πιρουνιού, όχι μόνο βοηθούν την ασφάλεια, αλλά δίνουν και μια σπορ προσωπικότητα στην μοτοσυκλέτα, που με την σειρά της σε προδιαθέτει να οδηγήσεις γρήγορα στους επαρχιακούς δρόμους.

Όμως, όσο οδηγούσα το KLX 250R στην εθνική, τόσο μου φαινόταν καλή ιδέα για την Kawasaki να φτιάξει και μια έκδοση Tengai, με ένα ρεζερβουάρ 15 λίτρων, μια πιο φαρδιά σέλα για δύο άτομα και ένα σταθερό μικρό φαίρινγκ για προστασία από το κρύο του χειμώνα και τα ζουζούνια το καλοκαίρι. Όχι υπερβολές τύπου Varadero, που θα εκτόξευαν το βάρος, χαλώντας την πρακτικότητα στην καθημερινή χρήση μιας μικρής μοτοσυκλέτας 250 κυβικών. Άλλωστε, η δύναμη του κινητήρα που είναι επαρκέστατη για βόλτες και περιηγήσεις, δεν θα επαρκούσε αν το KLX γίνει σαν παραφουσκωμένη γελάδα. Όμως με τρία-τέσσερα κιλάκια επιπλέον εξοπλισμού και με άλλα τόσα επιπλέον λίτρα βενζίνης στο ρεζερβουάρ, θα γινόταν ένας υπέροχος εξερευνητής των επαρχιακών δρόμων, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Αλήθεια λέω...

Τεχνικά Χαρακτηριστικά  Kawasaki KLX 250S
Τιμή (€): 5.290
Κινητήρας: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 2 εκκεντροφόρους
Χωρητικότητα (cc): 249
Ισχύς (hp/rpm): 21,4/7.500
Ροπή (kgm/rpm): 2/7.000
Βάρος (kg): 138
Ρεζερβουάρ (lt): Δ/Α
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 2,6

Vespa GTS300 Touring

Ξεμυαλίστρα

Το ποια θα ήταν η επιλογή μου για το ταξίδι μέχρι την Ιταλία και πίσω, δεν το πολυσυζήτησα και δεν χωρούσαν ενστάσεις. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έκρυβα το κλειδί στα πιο απίθανα μέρη, καθώς εκτός από τις προμήθειές μου, οι "αγαπητοί" συνάδελφοι εποφθαλμιούσαν το σκούτερ της παρέας. Όταν γυρίσαμε άρχισαν τα υπαρξιακά ερωτήματα του στιλ "μήπως αυτή η Vespa έχει φτιαχτεί για μένα;" Τελικά, αυτή η ταξιδιάρα Σφήκα κατάφερε να με ξεμυαλίσει μέσα σε τέσσερις μέρες...

Ποια είναι τα ζητούμενα όταν κάνεις ένα ταξίδι με μοτοσυκλέτα; Βασικά τα εξής δύο: άνεση και χώροι. Για να προλάβω όμως τους καλοπερασάκηδες που ήδη έχουν αρχίσει να φαντάζονται εξακύλινδρα BMW και Goldwing, θερμαινόμενες σέλες, ανεξάρτητα ηχοσυστήματα εμπρός-πίσω και μίνι μπαρ στις βαλίτσες, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά τα βρίσκεις και σε άλλες "πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια". Αν δεν σε πολυενδιαφέρει να διασχίζεις τις autobahn και τις autostrada με υπερηχητικές ταχύτητες, ενώ με μουαγιέν της τάξης των 110 με 120 χιλιομέτρων την ώρα -όπου σημειωτέον και το ποσοστό της κούρασης είναι μικρότερο- είσαι καλυμμένος, απολαμβάνοντας και το τοπίο της διαδρομής, η λύση ενός scooter δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.

Με αυτό το σκεπτικό άφησα το ψηλόφτερο on-off και το μίνι superbike στους δύο συναδέλφους-συνταξιδιώτες, επιλέγοντας την ευκολία της αυτόματης μετάδοσης, την ευρυχωρία (είμαι και δυο μέτρα παλικάρι... έ, Μπάμπη;) και την πληρέστερη κάλυψη από τον αέρα. Φυσικά τότε δεν γνώριζα ότι αυτά θα γίνονταν αντικείμενα φθόνου από τους άλλους δύο, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία με έβαζαν να κουβαλάω τα μπουφάν τους, τις τσάντες τους κι ό,τι άλλο μπορούσαν να σκεφτούν προκειμένου να με κάνουν να νιώσω άσχημα για τις ευκολίες που απολάμβανα. Πόσο κακεντρεχείς μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι...;

Η αλήθεια είναι πάντως ότι οι χώροι και ο εξοπλισμός της Touring έκδοσης της Vespa GTS300 έφταναν και περίσσευαν για ένα τέτοιο ταξίδι, για το οποίο χρειάστηκε μόνο ένα σακίδιο και ένα υπόστρωμα. Οι δύο επιπλέον σχάρες εμπρός και πίσω αυξάνουν σημαντικά τις δυνατότητες φόρτωσης, ενώ ο χώρος ανάμεσα στα πόδια και την ποδιά, λόγω του επίπεδου πατώματος, φιλοξενεί άνετα ένα σακβουαγιάζ, όπως συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Ουσιαστικά δηλαδή ο χώρος κάτω από τη σέλα -που χωράει ένα τζετ κράνος, ή ένα διπλωμένο μπουφάν, ή ένα ζευγάρι μπότες- και η πίσω σχάρα έμειναν ανεκμετάλλευτοι, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν οι συνάδελφοι, όπως προανέφερα. Σε ό,τι αφορά δηλαδή τις δυνατότητες φορτώματος, η Vespa είχε μακράν το προβάδισμα σε σχέση με τις δύο μοτοσυκλέτες, και όχι μόνο. Διότι αν αρχίσουμε να μιλάμε και για άνεση, τότε τα άλλα δύο της παρέας δεν έχουν καμία τύχη. Ευρύχωρη και άνετη σέλα, η οποία σε τοποθετεί σχετικά χαμηλά και γι' αυτό το λόγο η ζελατίνα που ανήκει στον touring εξοπλισμό, παρά το ότι δεν έχει μεγάλο ύψος, καταφέρνει να προστατέψει αρκετά καλά από τον αέρα. Η μετάδοση κι ο κινητήρας κάνουν ό,τι μπορούν για να περάσουν απαρατήρητοι, χωρίς κραδασμούς, απότομα κομπλαρίσματα και άλλα συναφή. Ειδικά με τις "διαστημικές" ταχύτητες του ταξιδιού μας (πάνω από 95 χιλιόμετρα δεν είδα ούτε μια φορά!) νιώθεις σα να βρίσκεσαι πάνω σε μια αυτοκινούμενη πολυθρόνα. Όταν μετά το Ξυλόκαστρο ο Μπάμπης κι ο Θάνος άλλαζαν κωλομέρια πάνω στη σέλα για να ξεπιαστούν, εγώ απλώς καθόμουν σταυροπόδι. Οι αναρτήσεις, ιδιαίτερα μαλακές, δεν έδειξαν να επηρεάζονται από το επιπλέον βάρος λειτουργώντας με έμφαση στην άνεση και στις αργές αποσβέσεις, ενώ ο όγκος του υποστρώματος που είχα φορτώσει στην μπροστινή σχάρα, μόνο σε κάποιες απότομες ριπές του αέρα επηρέασε λίγο την ευστάθεια της Vespa.

Εκεί όμως που οι συνάδελφοι πήραν το αίμα τους πίσω, ήταν στα βενζινάδικα. Όταν οι δύο μοτοσυκλέτες έβγαζαν κατανάλωση κάτω από 3 λίτρα στα 100 (πλησιάζοντας ή και πέφτοντας κάτω από τα 2,5), η Vespa στην καλύτερη των περιπτώσεων πέτυχε το "εξωπραγματικό 3,3lt/100km. Ναι, ξέρω ότι τέτοιες καταναλώσεις απλά δεν υπάρχουν, όταν όμως έστω και με τέτοια νούμερα είσαι ο πιο... ενεργοβόρος της παρέας, είναι κάπως... Στις κατηφόρες και όπου μπορούσαν να πάρουν τα μοτοσυκλετάκια φόρα και να κλείσουν το γκάζι με νεκρά στο κιβώτιο, η Vespa έπρεπε να κρατάει το γκάζι ανοιχτό διότι ως γνωστόν νεκρά σε σκούτερ δεν υπάρχει. Αν έκλεινα τελείως το γκάζι, η Vespa θα φρενάριζε μέχρι να πέσει στα 15 χιλιόμετρα την ώρα όπου απεμπλέκεται το φυγοκεντρικό. Ακόμη κι έτσι όμως η Vespa κατάφερε να κρατηθεί εντός προϋπολογισμού και το έκανε έτσι όπως δεν μπορούσαν να το κάνουν οι άλλοι δύο: με στιλ...

Τεχνικά Χαρακτηριστικά    Vespa GTS300 Touring
Τιμή (€): 4.770
Κινητήρας: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 1 εκκεντροφόρο
Χωρητικότητα (cc): 278
Ισχύς (hp/rpm): 21,2/7.500
Ροπή (kgm/rpm): 2,3/5.000
Βάρος (kg): 151
Ρεζερβουάρ (lt): 9,5
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 3,3
Ετικέτες

#MENOUMESPITIMEMOTO - Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Οι ιστορίες της συνακτικής ομάδας του ΜΟΤΟ
3/4/2020

Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη

Τι θα κάνατε με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης του πλανήτη; Πώς θα τα καίγατε; Τι όνειρο θα θέλατε να ζήσετε (ή να ξαναζήσετε;). Πού θα βρισκόσασταν όταν θα έκανε το τελευταίο "βήξιμο" και θα έσβηνε για πάντα η μοτοσυκλέτα σας; Εμείς κάτι σκεφτήκαμε...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Honda PC-50 με τετράχρονο κινητήρα 50 κυβικών και πετάλια. Καταναλώνει ένα λίτρο για κάθε ενενήντα χιλιόμετρα με μέση ταχύτητα 25km/h

 

Αθήνα - Everest με 10 λίτρα

Του Χρήστου Πατεράκη

Ευτυχώς ο μόνος περιορισμός μου είναι τα δέκα λίτρα. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, μου είναι υπεραρκετά για να πραγματοποιήσω το ταξίδι των ονείρων μου, έστω και αν αυτό θα γίνει με μοτοποδήλατο

Έτσι κι αλλιώς, τα μισά πράγματα απ’ όσα έπρεπε θα έπαιρνα. Όχι πως δεν έχω χώρο στο μικρό Honda PC50 του 1969, απλά είναι θέμα νοοτροπίας. Άλλωστε τα δέκα λίτρα επιβάλουν fast and light λογική. Ξεχνάω λοιπόν τριβάλιτσα, σαμάρια και tank bag, και τα αγαπημένα μου και πιστά ορειβατικά σακίδια φορτώνονται το ένα στην πελώρια σχάρα, και το άλλο μπροστά ανάμεσα στα πόδια για να παίζει και τον ρόλο του φέρινγκ στις μεγάλες και βαρετές ευθείες της εθνικής. Δεν έχω ιδέα για το πότε θα φτάσω, αλλά σας παρακαλώ πολύ μην με πιέζετε. Αρκετά έχω κουραστεί τόσα χρόνια με κάθε λογής δίτροχο, δίχρονο και τετράχρονο, προσπαθώντας να πάω γρήγορα σε δρόμους και πίστες, σε χωράφια βουνά και εθνικές.

Αφήστε με να αφουγκραστώ με κάθε τελετουργία τον ήχο της εξάτμισης, τον κραδασμό στο τιμόνι και τη μοναδική αίσθηση, όταν περιστρέφοντας με το χέρι το γκριπ του γκαζιού, αυτό που καβαλάω προχωράει, παράγοντας και τον χαρακτηριστικό ήχο. Χωρίς καμία προσπάθεια και χωρίς να βλέπουμε κάτι. Μια αίσθηση μοναδική, που πολύ γρήγορα τη θεωρούμε δεδομένη. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκα σε μηχανάκι (Honda C50), άνοιξα το γκάζι κι αυτό προχώρησε, εκστασιάστηκα. Αυτή λοιπόν την έκσταση θέλω να νιώσω όσο περισσότερο γίνεται, και αυτό είναι το πρώτο που θα μου λείψει αν σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν μοτοσυκλέτες που καίνε βενζίνη. Φέρτε λίγο στο μυαλό σας πόσο ωραία αίσθηση είναι να παίρνει ξανά μπροστά η μοτοσυκλέτα σας αφότου είχε μείνει από βενζίνη, και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Everest έρχομαι...

 

Κιόλας έφτασα στα πρώτα διόδια. Μου πήρε τέσσερις ώρες περίπου κάνοντας πετάλι μέχρι εδώ, αφού μόνο όπου είναι άκρως απαραίτητο βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία. Βάσει υπολογισμών και μέσης κατανάλωσης του PC, τα 10 λίτρα επαρκούν για σχεδόν χίλια χιλιόμετρα. Ούτε καν το ένα τρίτο για την απόσταση που έχω να διανύσω... αλλά δεν με νοιάζει. Έτσι θα εκτιμήσω το κάθε ml καύσιμου τόσο πολύ, που κάθε φορά που θα βάζω σε λειτουργία τον κινητήρα θα είναι σαν να οδηγώ μοτοσυκλέτα για πρώτη φορά. Ξανά και ξανά θα νιώθω και θα εκτιμώ την αίσθηση του “ανοίγω το γκάζι και προχωράω” και αυτό για χιλιάδες χιλιόμετρα, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, και μάλιστα με στόχο να φτάσω στο υψηλότερο μέρος του κόσμου.

Στις κατηφόρες και τις ευθείες ο κινητήρας απλά δεν χρειάζεται

 

Με αυτές τις σκέψεις στην πίσω πλευρά του μυαλού, είμαι κιόλας τρεις μέρες μετά στα Τέμπη. Έχει μποτιλιάρισμα από το μπλόκο που κάνουν οι αγρότες, αλλά βλέποντας από μακριά ένα τύπο με ένα μικροσκοπικό μηχανάκι τίγκα φορτωμένο να κάνει πετάλι, έβγαλαν τα τρακτέρ, σκούπισαν τον δρόμο, ενώ μου φόρτωσαν και ένα δεκάκιλο καρπούζι για κολατσιό στον δρόμο. Άμα πηγαίνεις σιγά έχεις και τα τυχερά σου.

120 χιλιόμετρα σπρώξιμο στη θάλασσα των πάγων

 

Δεν έχουν περάσει ούτε δύο μήνες και είμαι στην πρωτεύουσα της Τουρκίας. Δυστυχώς έχω φάει ένα ολόκληρο λίτρο βενζίνης και έχω αποφασίσει ότι από εδώ και στο εξής θα κάνω οικονομία. Θα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία μόνο όταν η κλίση του δρόμου είναι πολύ μεγάλη, και στον υπόλοιπο δρόμο μόνο πετάλι. Άλλωστε πρέπει να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τη φυσική μου κατάσταση για την ανάβαση στο Everest. Άσε που άμα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία, θα φτάσω γρήγορα στο βουνό και θα είναι περίοδος μουσώνων, και δεν θα μπορώ να ανέβω αμέσως. Δεν πειράζει, αργά βαδίζω ζωή κερδίζω.

Το Base Camp είναι ο τελευταίος σταθμός για το PC. Από εκεί και πάνω με τα πόδια...

 

Εδώ στο Αφγανιστάν που βρίσκομαι τώρα, βρίσκεται ταυτόχρονα και ο χειμώνας. Οι δρόμοι έχουν κλείσει από τον πάγο, αλλά ευτυχώς έχω χειμερινό εξοπλισμό και δεν με νοιάζει και τόσο. Έχω φορέσει στα πόδια τα κραμπόν που είχα για το βουνό (πρόσθετα καρφιά που μπαίνουν στις μπότες για να καρφώνουν στον πάγο) και πλέον σπρώχνω το μηχανάκι με τα πόδια. Όταν το χιόνι και ο πάγος επιτρέπουν να καβαλήσω, τότε να δεις το πόσο εκτιμώ όχι μόνο το γκάζι, αλλά και τη μαγεία της περιστροφής του τροχού. Προχθές σταμάτησα το σπρώξιμο και καβάλησα το μηχανάκι μετά από 120 χιλιόμετρα. Εκεί να δεις χαρά και συγκίνηση, όταν η ταχύτητα μου σε μια κατηφόρα ξεπέρασε τα 45 χιλιόμετρα την ώρα. Είχα σχεδόν ξεχάσει το πόσο ωραία είναι να κάθεσαι πάνω σε δύο ρόδες και αυτές να σε “πηγαίνουν”.

Είναι χωματερό το PC

 

Όταν μάλιστα έφτασα σε μια μεγάλη ανηφόρα, αποφάσισα να το γιορτάσω βάζοντας όχι μόνο μπροστά τον κινητήρα αλλά ανοίγοντας και τέρμα το γκάζι! Είχα πολλούς μήνες να πάω με πάνω από δώδεκα χιλιόμετρα την ώρα σε ανηφόρα, και η αδρεναλίνη έτρεχε σαν καταρράκτης από κάθε αδένα μου. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει και να περιστρέφεται σαν τετρακύλινδρο 250, ενώ έβγαινα τόσο δυνατά από κάθε στροφή, που ενστικτωδώς πίεζα το εξωτερικό πετάλι για να μην “φάω” highsiding...

Μετά το PC ανέλαβαν τα πόδια...

 

Δεν ξέρω πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που ξεκίνησα, αλλά πλέον όλα μου τα μαλλιά είναι άσπρα, πρωταθλητής MotoGP είναι ο Nicola Kanepa, και εγώ συνεχίζω ακατάπαυστα το πετάλι. Έχει πάψει πλέον να με αγχώνει ο χρόνος, άλλωστε δεν με πήραν και τα χρόνια και ακόμα και μεσήλικας θα μπορέσω να ανέβω στο Everest. Είμαι μια ανάσα πριν από την Ινδία και το Kathmandu και πιστεύω ότι μέσα σε αυτή τη χρονιά θα ξεκινήσω την ανάβαση. Το μηχανάκι μου είναι ακόμα σε άριστη κατάσταση και το μόνο που αλλάζω σε κάθε μεγάλη πόλη που διασχίζω, είναι πετάλια και δισκοβραχίονες. Για το μοτέρ ούτε λόγος. Δουλεύει σαν ραπτομηχανή. Είχα να το βάλω μπρος 2,5 μήνες και προχθές πήρε με την πρώτη πεταλιά!

Έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι η λίγη και μονάκριβη βενζίνη που μου έχει απομείνει, μπορεί να αρχίσει να εξατμίζεται και αυτό με αναγκάζει να πάω λίγο πιο γρήγορα. Παραλίγο να με γράψουν για υπερβολική ταχύτητα στα σύνορα της Ινδίας. Έχει για τα καλά ξεπροβάλει πίσω από την πόλη η πελώρια κορυφή και νιώθω ότι όλο και πλησιάζω στον στόχο μου. Καθώς “πεταλάρω” εδώ και μια εβδομάδα σε κάτι ατελείωτες ανηφόρες, κάνω έναν μικρό απολογισμό. Καταναλώθηκαν όπως θα έπρεπε τα χιλιάδες λίτρα βενζίνης που πέρασαν από τα χέρια μου; Στο μυαλό μου τρέχουν δρόμοι και ποτάμια στην Αλβανία, στη Σερβία και στον Βαρνούντα, πίστες υπέροχες στην Πορτογαλία, αγώνες μονοπάτια και ειδικές στη Ρουμανία, αλλά και μάχες στις Σέρρες και τα Μέγαρα με την καρδιά να χτυπά με μανία.

Ευτυχώς οι μεγάλες διαστάσεις των τροχών, επιτρέπουν την άνετη κίνηση και στο χώμα. Η ταχύτητα σε αυτές τις ευθείες ξεπερνούσε τα οχτώ χιλιόμετρα την ώρα

 

Την ώρα που ένα μεγάλο χαμόγελο έχει σχηματιστεί στα χείλια και την καρδιά από τις παραπάνω σκέψεις, θα αρχίσω να νιώθω τις χαρακτηριστικές διακοπές που κάνει ο κινητήρας όταν μένει από βενζίνη. Αυτό ήταν. Τα δέκα ολόκληρα λίτρα μου έχουν λάβει τέλος. Αφήνω στην άκρη του δρόμου το μικρό μου μοτοποδήλατο, βάζω σε μια όμορφη γωνιά στην καρδιά και στο μυαλό το κομμάτι μοτοσυκλέτα, φορτώνομαι τα σακίδια και φεύγω για νέες συγκινήσεις...

Έτσι έγινα μετά την ανάβαση στο Everest

 

Hugh, άνοιξέ μου!

Του Θάνου Αμβροσιάδη Φελούκα

Η πολιτεία της California ήταν η πρώτη που απαγόρευσε τα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Πρωτοπόρος στην εναλλακτική κίνηση, όπως ονομαζόταν αρχικά, και προνομιούχα στον τομέα της ηλιακής ενέργειας, λόγω γεωγραφικής θέσης, σήμανε από νωρίς την έναρξη της αλλαγής

Στο Los Angeles, ένα από τα κέντρα επιρροής της παγκόσμιας κοινής γνώμης, δεν άκουγες τίποτα στις πηγμένες από κίνηση λεωφόρους, παρά μόνο τον ήχο από τους ανεμιστήρες που προσπαθούσαν να κρατήσουν ψυχρές τις μπαταρίες των οχημάτων. Ο Mat μου είχε τηλεφωνήσει τρεις φορές για το παλιό Nissan Maxima που ήταν στο όνομά μου και είχα αφήσει στο γκαράζ του, για να έχω ένα μέσο μετακίνησης όταν πήγαινα, αλλά αυτή τη φορά δεν σήκωνε αντιρρήσεις. “Ούτε μεσάζοντες, ούτε δικηγόροι, γιατί καθυστερούν πολύ και δεν υπάρχει άλλη προθεσμία. Παίρνεις το πρώτο αεροπλάνο, έρχεσαι εδώ και την ίδια μέρα το πας στη μάντρα για καταστροφή... Α, να μην το ξεχάσω, φεύγοντας μην αφήσεις τίποτα άλλο σπίτι μου”. Λίγο ο τρόπος που έκλεισε το τηλέφωνο, λίγο η σκιά της φήμης για τις διασυνδέσεις του σε ένα μικρό νησί της Ιταλίας, που δεν είναι μακριά από την Αθήνα με ένα γρήγορο ταχύπλοο, όπως του άρεσε να με εκφοβίζει όταν του σκάρωνα καμιά πλάκα, και ήμουν πράγματι στο πρώτο αεροπλάνο.

Ο συνδυασμός αυτός είναι που θα μας λείψει: Μοτοσυκλέτα που παραδίδει σεμινάρια και καλή άσφαλτος. Πότε τα ηλεκτρικά θα φτάσουν σε αυτό το επίπεδο;

 

Πάρ’ το να μη το βλέπω!

Εγκάρδιο δεν τον περίμενα όταν έφτασα, αλλά πάλι και αυτός δεν με περίμενε καθόλου, παρά τις απειλές. Είχα όμως τόσους φίλους να δω και καμιά δεκαριά απλήρωτα, τοκιζόμενα, πρόστιμα παράνομης στάθμευσης (μέχρι που έστειλα τον Mat να μαζέψει το Maxima) που αυτό ήταν απλώς η αφορμή. Ανοίγω την πόρτα του χρυσαφί Nissan και αμέσως οι αυτόματες ζώνες ασφαλείας μετακινούνται μπροστά. ”Καλά, πηγαίνεις βόλτες με αυτή τη βλακεία και δεν έχει αδειάσει ακόμα η μπαταρία;” -“Τι βόλτες, είσαι σοβαρός; Και πού να βρω βενζίνη; Έχω και άλλες τέτοιες μπαγκατέλες εκεί πίσω και περιμένω να έρθουν να τις μαζέψουν. Δεν έχω πλέον που να αράξω τις κιλοβατώρες μου”.

Το Hypermotard είχε κερδίσει με το διαχρονικό του στιλ μια θέση στα ακριβά γκαράζ, τώρα όμως όλα αυτά δεν αξίζουν παρά μόνο ως ανάμνηση

 

Ένας σωρός από κουτιά φορτιστών έκρυβε αυτό που κάποτε ήταν μια αστραφτερή Camaro -και πάνω που πάω να του εξηγήσω ότι μπαγκατέλα ήταν η θερμοκοιτίδα που τον κρατούσαν μικρό και γι’ αυτό αναφέρεται έτσι για τη βασίλισσα των muscle cars, χάνω το μισό του ανθρώπινου ηλεκτρικού φορτίου. Black out. Σκονισμένο και με τρεις μικρές γρατσουνιές στο δεξί πλαστικό, από έναν ξεκοιλιασμένο σταθεροποιητή τάσης που ο αχρείος είχε πετάξει πάνω του, ακουμπούσε στον τοίχο ένα ολοκαίνουριο, κόκκινο, Ducati Hypermotard 1100S.

“Αυτό, ρε τριφασικέ, πού το βρήκες;” -“Μη μου το θυμίζεις! Μια φορά με κορόιδεψαν στη ζωή μου! Το πήρα έναντι αμοιβής από έναν Ιταλό εστιάτορα που δεν πλήρωνε (κλείνει πονηρά το μάτι) και αμέσως μετά βγαίνει αυτός ο νόμος! Κάθεται εκεί τόσο καιρό και δεν μπορώ να το διώξω από πάνω μου, ποιος να το κόψει για ανταλλακτικά!” Μου αρέσει αυτή η μοτοσυκλέτα γιατί παντρεύει όσο καμιά άλλη τον χουλιγκανισμό με το “κυριλέ” και τον δυναμισμό με την ομορφιά. Η έκπληξή μου ωστόσο πήγαινε στη σπανιότητα της στα παράλια του Ειρηνικού. Δεν περιμένεις να δεις το λεπτό Hyper, ακόμα και στο γκαράζ ενός Ιταλού μαφιόζου, καθώς αδυνατούν οι ευτραφείς Αμερικάνοι να κατανοήσουν την πλήρη έκταση του όρου μοτοσυκλέτα. Με βλέπει που κοιτάω αποσβολωμένος και γρήγορα η συζήτηση πηγαίνει στα πράγματα που αναπολεί ο καθένας και σε ανεκπλήρωτα όνειρα. “Θα μου λείψουν”, του λέω, “οι βενζινοκινητήρες με τους κραδασμούς, τον θόρυβο των εξατμίσεων, όλη γενικά η συμπεριφορά ενός μηχανικού συνόλου που σε κάθε περιστροφή του γκαζιού, σου δείχνει ότι είναι ζωντανό”. Με κοιτάει με απορία. “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά αν υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις μέχρι να φύγεις, πες το μου”. -“Λοιπόν, τώρα που το λες, το μόνο που δεν έχω κάνει σ’ αυτή την καταραμένη πόλη είναι να πάω σε ένα από τα πάρτι του Hugh Hefner!”

Hugh, είσαι αρχηγός

Είχαν περάσει κάτι περισσότερο από δύο χρόνια από την επίσκεψή μου στο πιο φωτογραφημένο σπίτι του κόσμου, την έπαυλη του Playboy, και μετρούσα ακόμα απωθημένα. Η ακριβή είσοδος για τους τουρίστες επιτρέπει την ξεναγούμενη περιήγηση στη gothic έπαυλη των τριάντα δωματίων, σε χώρους που είναι ουσιαστικά τα γραφεία των ογδόντα περίπου υπαλλήλων που ασχολούνται με τη διεύθυνση του χώρου και με τις εργασίες των πολυάριθμων τμημάτων των εκδόσεων που εδρεύουν εκεί. Στην καλύτερη περίπτωση, ενισχύεις λίγο τη φαντασία σου με όλα όσα έχεις ακούσει για τον απόηχο του ρωμαϊκού κόσμου στη σύγχρονη εποχή, αλλά δεν πρόκειται να δεις τίποτα. Ο glamour μικρόκοσμος των ιδιωτικών πάρτι με τις υπέροχες παρουσίες και τα εξωτικά κοκτέιλ, βρίσκεται μία καγκελόπορτα μακριά -και χρειάζεσαι ειδική πρόσκληση, ακόμα και αν απλώς είσαι εκεί με λευκό T-shirt για να σφουγγαρίσεις το πρωί το πάτωμα.

Δεν ασπάζομαι απαραίτητα αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά έχοντας περάσει πολλές φορές από το κομμάτι της Sunset Boulevard που διασχίζει το Bel Air, δεν μπορούσα παρά να χαράξω στη μνήμη μου την κλειστή δεξιά που στο απέναντι ρεύμα διασταυρωνόταν με έναν μικρό δρόμο, από τον οποίο συχνά ανέβαινε ήχος δυνατής μουσικής. Μαρτυρία ενός συνεχούς πάρτι που τραβά σαν τις Σειρήνες, ακόμα και αυτούς που ως διασκέδαση νοούν μια θεματική βραδιά για τις υψίφωνους και το έργο τους στη σύγχρονη μουσική παιδεία. “Ούτε γι’ αυτό μπορώ να κάνω κάτι”, με προσγειώνει απότομα ο Mat και φεύγει για να καλέσει τον γερανό των 480Volt να πάρει το Nissan.

Μένω μόνος με το παλιό μου αυτοκίνητο και για τελευταία φορά δοκιμάζω να γυρίσω το κλειδί. Με μισό δευτερόλεπτο καθυστέρηση, και νωχελικά, η μπαταρία δίνει ρεύμα ξυπνώντας τον κινητήρα. Περιμένω να σβήσει, όμως ο δείκτης βενζίνης ανεβαίνει μέχρι την πρώτη ένδειξη. Δεν είναι πολύ, αλλά λόγω εποχής σκέφτομαι ακόμα και να τα βγάλω στη μαύρη αγορά. Και τότε μου ‘ρχεται: Ποιος δεν θα ήθελε μια τελευταία αναζωογονητική βόλτα; Μήπως αυτή η μικρή αίσθηση παρανομίας ήταν αρκετή, για να προσφέρει κάτι περισσότερο στην ξένοιαστη ρουτίνα των θαμώνων της έπαυλης του Hugh Hefner; Πέθαινα για μια τελευταία βόλτα με το Hyper, στους δύο από τους ελάχιστους δρόμους που έχουν μια ενδιαφέρουσα χάραξη και προσφέρονται για βόλτα: Τη Mulholland Drive και το κομμάτι της Sunset Boulevard μετά το Beverly Hills, που στενεύει και περνά μέσα από τα ιδιωτικά παλάτια των Κροίσων, σε μια φιδωτή διαδρομή μήκους ελάχιστων χιλιομέτρων μέχρι να ξαναγίνει λεωφόρος.

Χωρίς να σκεφτώ πολύ τις επιπτώσεις, ρουφάω τη βενζίνη από το Maxima με μια τρόμπα θαλάσσης που είχε ο Mat μέσα στο παρατημένο φουσκωτό, και την αδειάζω σε ένα μεγάλο εικοσάλιτρο μπιτόνι. Γεμίζει μέχρι τη μέση και το μεταγγίζω στο Hyper. Πατάω το μπουτόν της μίζας και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Το Ducati κοιμάται. Αρπάζω τον εξοπλισμό που περιμένει πάντα στο πιστό Maxima και φεύγω στην κατηφόρα. Με τρομάζει ένας από τους γείτονες που με ανοιχτό κράνος και σαγιονάρα έρχεται δίπλα μου με ένα όχημα που θυμίζει ακρίδα: “Ωραίο το έχεις κάνει. Ρετρό! Πόσα Volt είναι” -“Δεν είναι ρετρό ρε βλάκα, its the real deal!” του κάνω και αφήνω τον συμπλέκτη. Μπράουου! Το Ducati ξυπνά στέλνοντας την τρομαγμένη ακρίδα να κάνει πιρουέτες στο parking των KFC.

Περνάω πάνω από τον αυτοκινητόδρομο Hollywood Freeway και ανεβαίνω τη Mulholland Drive, προς την κορυφογραμμή των βουνών της Santa Monica. Οι οδηγοί των άλλων οχημάτων καταλαβαίνουν τι συμβαίνει αφού τους περάσω, και φρενάρουν απότομα κοιτώντας τον καθρέφτη τους. Μαγευτική θέα μέχρι τη θάλασσα και υπέροχες στροφές, με το Ducati να γλιστρά στην είσοδό τους πάνω στα απάτητα ξερά λάστιχα. Νιώθω ζωντανός και πάλι! Στρίβω αριστερά ακολουθώντας έναν από τους φιδίσιους δρόμους που κατηφορίζουν μέσα από τα φαράγγια, και σε δέκα χιλιόμετρα είμαι στη Sunset. Ξανά αριστερά στην Charing Cross και είμαι μπροστά στην έπαυλη.

Μαρσάρω αντί να μιλήσω στον ψεύτικο βράχο, που κρύβει μέσα του το θυροτηλέφωνο και σύντομα έχει μαζευτεί αρκετός κόσμος, μαζί με τους άντρες ασφαλείας. Σβήνω και κατεβαίνω. “Προσφέρω τσάμπα δυνατή περιπέτεια, σε όποιον γενναίο θέλει να τον πάω μια τελευταία βόλτα. Είναι η τελευταία μου βενζίνη και η τελευταία σας ευκαιρία”. Με κοιτάνε σαν χαζοί και ετοιμάζονται να μου γυρίσουν την πλάτη, μέχρι που η πιο μικρή της παρέας σπάει τη σιωπή. “Εγώ θέλω μια βόλτα”, φωνάζει ενθουσιασμένη και ξεσηκώνει και τις άλλες. Η ζήτηση είναι τελικά ανέλπιστα μεγάλη και κανονίζουμε μια σύντομη βόλτα στα γύρω στενά, με στάσεις τύπου pit stop για αλλαγή συνεπιβάτη.

Τεντιμπόηδες

Το Ducati βγαίνει ξανά στη Sunset με σούζα και γεμίζει τις ταχύτητες. Η κόρνα δεν είναι απαραίτητη, οι οδηγοί κάνουν στην άκρη τρομαγμένοι και για πρώτη φορά οι κραδασμοί στο άνοιγμα του γκαζιού είναι καλοδεχούμενοι. “Είχα ξεχάσει πως είναι να καβαλάς κάτι που το νιώθεις να δουλεύει” φωνάζει η Allis, καθώς μπαίνουμε με ένα μικρό ντριφτ στο πάρκο Holmby από την είσοδο των ποδηλάτων. Οι πάπιες φεύγουν τρομαγμένες και για πρώτη φορά σκέφτομαι ότι αυτό που γίνεται, είναι η επιτομή του παλιμπαιδισμού και μέγιστη βλακεία, αλλά πριν αρχίσουν οι τύψεις ξηλώνουμε μια ξύλινη πινακίδα με την ένδειξη “For Sale” βγαίνοντας στη Mapleton.

Η βίλα του αποθανόντος Aaron Spelling πωλείται για 150 εκατομμύρια, και πάνω που ο μεσίτης εξηγούσε σε κάτι τύπους με κελεμπίες πόσο ήσυχη περιοχή είναι, το Hypermotard αφήνει μια δυνατή τσιρίδα από το πίσω λάστιχο χρησιμοποιώντας το driveway για να πάρει τη στροφή. Γεμίζουν μαύρα ζεστά στίγματα και νιώθω ότι πήρα μερικές σταγόνες από το αίμα μου πίσω, για τις υψηλές τιμές της βενζίνης που τους εξασφάλισαν από τότε τα χρήματα να αγοράζουν τέτοια σπίτια. Ξεφορτώνω, φορτώνω και πάλι από την αρχή, σε μια διαδρομή που μοιάζει με όνειρο. Η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν, με συνοδεία που δεν σκεφτόμουν να ονειρευτώ, και οι δρόμοι δικοί μου. Φυσικά και δεν τον είχα ακούσει να πλησιάζει -τον κατάλαβα μόλις πάτησε τη σειρήνα αναπηδώντας στη σέλα από την τρομάρα μου, με τη Jessica να μου μπήγει τα νύχια στα πλευρά απ’ το φόβο της. Τι “pull over” και ζακέτες, δεν άκουγα τίποτα. Σιγά μην το άφηνα να τελειώσει εδώ. Ανοίγω τέρμα το γκάζι, αλλά δεν ξεκολλάω από δίπλα του. Έχουν φοβερή επιτάχυνση τα ηλεκτρικά, αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Mπαίνουμε μαζί στην επόμενη στροφή. Το Ducati πλαγιάζει οριακά και περνά ξυστά από τον εμπρός τροχό της ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας του μπάτσου, που φεύγει ευθεία στη στροφή. Με 150 κιλά σε μπαταρίες, έχει σίγουρα αυτονομία αλλά από συμπεριφορά τίποτα. Χώνεται στους θάμνους και το μόνο που ακούγεται είναι το “φριιιτ” των φύλλων και ο ήχος των αναρτήσεων που τερματίζουν. Γελοίο πραγματικά.

Τα μακριά γυμνά πόδια της Lori που ανεβαίνει πίσω μ’ ένα σάλτο, μου δίνουν όσες προφάσεις χρειαζόμουν για να συνεχίσω, γράφοντας γύρους ανάμεσα σε κινούμενα ηλεκτρικά εμπόδια. Τη φόρα μου κόβει ένας κουστουμαρισμένος κύριος που πετάγεται μπροστά, κουνώντας έντονα τα χέρια. “Άσε με να το μυρίσω λίγο ρε φίλε! Τι έγινε, βρέθηκε κοίτασμα κάπου; Άσε να πάρω τη δόση μου!” Τελικά δεν ήμουν ο μόνος χαζός, είχε και άλλους -ωστόσο, ήθελα να βάλω τα κλάματα. Το λαμπάκι της ρεζέρβας είχε ανάψει εδώ και ώρα και περίλυπος σταμάτησα τις βόλτες, αποχαιρετώντας τα κορίτσια. Θα το παρατούσα λίγο πιο κάτω γυρνώντας με τα πόδια, όταν βλέποντάς με σε αυτή την κατάσταση, με προσκάλεσαν μέσα για ένα ποτό.

The party is here!

Σε μια από τις ελάχιστες βίλες με άδεια ζωολογικού κήπου, πίνουμε το ένα κοκτέιλ μετά το άλλο, δίπλα στην πισίνα με τους καταρράχτες και το τεχνητό νησί, ακούγοντας τα τιτιβίσματα των πουλιών. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει κανείς για τελευταία βόλτα; Σε ένα απόγευμα είχα κάνει βλακείες και γνωριμίες για πολλά χρόνια, με το πάρτι μόλις να ξεκινάει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τα περιλουσμένο με βότκα Hypermotard πυρπολείται στο μέσον του γηπέδου τένις, σηματοδοτώντας το αποκορύφωμα ενός πάρτι που εξελίχτηκε σε γιορτή των zero emissions vehicles”. Ό,τι δεν μπορείς να κρατήσεις κοντά σου, πρέπει να το αποχωρίζεσαι για πάντα με ένα μεγάλο πάρτι. Να το χαίρεσαι αντί να λυπάσαι, να παίρνεις έτσι τη γλυκιά απόφαση να μην ασχοληθείς ποτέ ξανά μαζί του, με μια μεγάλη γιορτή αποχωρισμού. Σαν τους Μεξικάνους, που στην κηδεία οργανώνουν γιορτή για όλα όσα έζησε ο αποθανών και όχι μοιρολόι. Είχα για πάντα ξεμπερδέψει με τους βενζινοκινητήρες, όμως από τον Mat ακόμα κρύβομαι. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι τον βοήθησα να ξεφορτωθεί κάτι που είχε για πέταμα, και μου απάντησε φωνάζοντας στο ακουστικό ότι έχει και μια μπετονιέρα που δεν χρειάζεται και θα ήθελε να τον βοηθήσω να τη στείλει στον πάτο της θάλασσας... Αχάριστοι μερικοί άνθρωποι...

Χάσκυ μου το μαντήλι σου

Του Βασίλη Καραχάλιου

Πρέπει να βρω ένα κουτί διχρονόλαδο KVAS συνθετικό, εκείνο με το εκπληκτικό μπλε ελεκτρίκ χρώμα. Εδώ που τα λέμε, τι να το κάνω ολόκληρο, δέκα λίτρα βενζίνη έχω, εκατό κυβικά εκατοστά μου φτάνουν, το Husqvarna μου δούλευε μια χαρά με 1%. Εκατό κυβικά εκατοστά λάδι που θα ρίξω σιγά-σιγά στο ρεζερβουάρ, για να διαλυθεί, και θα το κοιτάω από πάνω να πέφτει σαν μπλε κλωστή και να στριφογυρίζει και να διαλύεται και να βάφει τη βενζίνη (και το ρεζερβουάρ: Άσπρο ήταν, προς το γαλάζιο είχε γίνει.) Τριακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες το είχα πληρώσει το 1985. Χουσκβάρνα ντάμπλιγιου αρ τετρακόσα. Να το λες και να γεμίζει ο στόμας σου. Σαν γύφτικο σκεπάρνι το καμάρωνα. Και προέκταση εμπρός φτερού κίτρινη, και προστατευτικά καλαμιών, και χούφτες σαν αφτιά ελέφαντα, και γκριπάκια μπλε, κινητή διαφήμιση της Σουηδίας ήταν.

Mην ξεγελαστεί κανένας, τώρα που η μοτοσυκλέτα είναι κοινός τόπος. Τότε, ένα εντούρο, και μάλιστα ένα τετρακοσίων δίχρονων κυβικών, δεν πέρναγε απαρατήρητο. Το αντίθετο. Δέος είναι η σωστή λέξη, και για αυτούς που το έβλεπαν, και για αυτούς που το οδηγούσαν. Απ’ το εργοστάσιο ερχόταν ρυθμισμένο πολύ πλούσια, με πολύ μακρύ γρανάζωμα και σχετικά κλειστό τσιμπουκόφωνο. Ήθελε το Mikuni του slide που λες τριάρι, το σιλανσιέ το μοτοκρός, γρανάζ’ δεκαπεντάρι. Και μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, τον Σουηδό λεβέντη.

Ειδικά όταν έβγαινε παρέα με κάτι αλάνια φίλους του, κάτι Μοντέζα τρία εξήντα ήτα εφτά, τότε αντιλαλούσαν τα βουνά και κοβόταν η περίοδος απ’ τα πουλάκια, τα γαλάρια μέναν στέρφα κι οι μανάδες μάζευαν τις κόρες τους στο σπίτι. Αν κοιτάξετε στο Google Earth, κάπου στα Άγραφα, μετά τα Βραγγιανά, υπάρχει ακόμα ένα αγροτικό σταματημένο στη μέση του χωματόδρομου, εικοστρία - εικοστέσσερα χρόνια τώρα, με τον μπάρμπα μαρμαρωμένο στο τιμόνι. Το μούσι του έχει φτάσει πια στα πόδια του, κι αυτός εκεί, με τα μάτια γουρλωμένα σαν πιατάκια του καφέ, να ψελλίζει κάτι ακατάληπτο για το κακό που τον βρήκε. Τρίχες. Το μόνο που είχε περάσει από δίπλα του ήταν ένα ντάμπλιγιου αρ από αριστερά κι ένα ήτα εφτά από δεξιά, σε πλήρη επιτάχυνση μετά από στροφή με τρίτη. Ποιος να έκοβε και γιατί; Σιγά μην κλείναμε το γκάζι. Αυτός τι ήθελε κι ερχόταν ανάποδα;

Θα τα πάρω τα δέκα λίτρα μου, και θα τα μοιράσω σε δύο μπιτόνια. Με το πρώτο, θα πάω εκεί στον κάμπο, κατά τον Αλήφακα, και θα περιμένω. Να ρίξει μια μπόρα ανοιξιάτικη, και να μυρίζει το χώμα όπως μόνο το χώμα του κάμπου μπορεί να μυρίσει. Μια - δυο μανιβελιές, νταν-νταν-νταν η στακάτη πιστονιά της διχρονίλας, και θ’ αμοληθώ στους χωματόδρομους πάνω από τ’ ασμάκια. Γιατί αυτό το μηχανάκι κάνει πολύ καλά κάτι που τα σημερινά δεν κάνουν: Μπορεί να πηγαίνει τελικιασμένο στους χωματόδρομους, και να ζεις για να πεις την ιστορία. Στην άσφαλτο, με τα τρακτερωτά του, πήγαινε πιο γρήγορα από κάτι Opel Corsa της εποχής που έδειχναν εκατόν εβδομήντα κάτι στα κοντέρ τους, Λάρισα - Βόλο και το Χάσκυ να φτάνει πρώτο. Με το δικό του το κοντέρ, δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος, εκατόν σαράντα - διακόσα έδειχνε, λέμε πως τα 180 τα πήγαινε.

Και δεν κόλλαγε, σημαντικό αυτό. Το φρικαλέο ήταν όταν τα πήγαινε και στο χώμα, με το πλαστικό φτερό να πηγαίνει πέρα - δώθε, με το τιμόνι που κι αν το κούναγες ο τροχός δεν άκουγε, τόσο λαστιχάριζε σ’ αυτά τα χιλιόμετρα το πιρούνι, αλλά δεν σε πέταγε κάτω, τελείωνε και την έκτη του, κι αν δεν είχε τελειώσει το κουράγιο σου και κράταγες το γκάζι τέρμα, πέρναγες σε μια άλλη διάσταση της οδήγησης μοτοσυκλέτας. Πώς δείχνουν στις ταινίες τ’ αστέρια απ’ το παρμπρίζ του διαστημόπλοιου, να περνάνε όλο και πιο γρήγορα, να γίνονται συνεχόμενες γραμμές και μετά κάτι σαν σωλήνας που οδηγεί στην άλλη άκρη του χωροχρόνου; Ε, κάτι τέτοιο. Μόνο τη γενική κατεύθυνση του χωματόδρομου προλάβαινες να αντιληφθείς, στο περίπου. Εκεί, δεν καταλάβαινες τα συνήθη, κάθε πότε πάταγε κάτω, αν πάταγε κάτω, αν ήταν λακκούβα αυτό που έκανε ένα ”γκαπ” ή κανένας τσοπάνος που πετάχτηκε ξαφνικά. Αυτό που σίγουρα καταλάβαινες όταν με το καλό σταμάταγες, ήταν πως ήσουν πολύ πιο ζωντανός απ’ ό,τι πριν, πως τα πόδια σου, παρά τις μπότες, πάταγαν πιο ελαφριά στα μαυρόια του κάμπου. Κι οι άλλοι που σε κοίταγαν σαν να έβλεπαν ένα περίεργο φως στα μάτια σου, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουροι, αν έκανε παιχνίδια ο ήλιος ή ήταν πραγματικά κάτι σαν φως που πέρασε και χάθηκε. Αυτό το φως ελπίζω να βρω με τα πέντε μου λίτρα βενζίνης.

Αν είναι καθαρή η μέρα, τα βουνά φαίνονται να κυκλώνουν τον κάμπο, Κίσσαβος, Γκούρα κι Άγραφα, Κόζιακας, Χάσια κι Όλυμπος. Να κάψω πέντε λίτρα στους δασικούς του Κισσάβου, στα λασπωμένα Χάσια, ψηλά στον Όλυμπο, πού; Στη Θεσσαλία θα είναι, δεν το συζητώ, και τώρα που το σκέφτομαι η λίμνη του Μέγδοβα είναι ιδανικός τόπος, ειδικά όταν η στάθμη του νερού κατεβαίνει. Τότε, αποκαλύπτεται ένα μέρος από το οροπέδιο της Νεβρόπολης, που έκανε και χρέη αεροδρομίου στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ένας παιδότοπος για εντουράδες κάθε ηλικίας. Εκεί, παίζαμε το παιχνιδάκι “πιάσε με αν μπορείς”, στις φλαταδούρες όπου η αντηλιά σε ξεγελάει και πιστεύεις πως δεν έχουν κανένα εμπόδιο.

Έτσι την έπαθα κι εγώ. Γέμιζα, γέμιζα ταχύτητες, κάτι σαν Bonneville salt flats με έλατα τριγύρω, με άλλους δίτροχους λυσσαγμένους κι έναν τετρακίνητο να με ακολουθούν. Όλα τέλεια, το Δισκοσβάρνα να τραγουδάει, εγώ να κοιτάω τον ορίζοντα, πάμε για ρεκόρ ταχύτητας επί προσχώσεων, το μυαλό μου και στον παππού που το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο δάκρυζε, “...του είπα, καπετάνιο, άσε με να έρθω μαζί σου, δεν με πήρε, λίγες μέρες μετά τα μάθαμε, πάει ο Άρης...”, τι να έριχναν εδώ τα βράδια τα συμμαχικά αεροπλάνα, κασόνια με αριστερές μπότες;... Ίσα που το είδα. Κάτι σαν σημάδι, σαν σκιά, που όλο μεγάλωνε, “ρε λες να ’ναι χαντάκι, μου φτάνουν τα φρένα, δεν μου φτάνουν;” Πού φρένα, άντε γεια, πώς μου ’κοψε, κατέβασα μία, χοροπήδηξα άλλη μία να συμπιεστεί η ανάρτηση, τέρμα το γκάζι κι ό,τι γίνει, κι αυτό που έγινε ήταν πως πέρασα πάνω απ’ το χαντάκι, ίσα που κοπάνησε ο πίσω τροχός στην απέναντι όχθη.

Μόλις προσγειώθηκα έκανα κάτι παλαβά μπας και καταλάβουν όσοι έρχονταν από πίσω και φρενάρουν. Τα μηχανάκια το κατάφεραν, το αυτοκίνητο φρέναρε δέκα πόντους πριν την καταστροφή, κατέβηκε μέσα και βγήκε από την άλλη, τόσο πλατύ το χαντάκι, ένα μήκος αυτοκινήτου συν τις όχθες, εφτά - οχτώ μέτρα ήταν η πτήση μου. Θα πάω να το ξαναβρώ αυτό το χαντάκι. Θα περιμένω να πέσουν τα νερά, να στεγνώσουν οι λάσπες και θα το βρω. Το άλμα, αυτή τη φορά, θα το κάνω μόνος μου, χωρίς θεατές, χωρίς παρέα. Κι όταν το βρω και το περάσω γι’ άλλη μια φορά, δεν θα σταματήσω, θα συνεχίσω στις όχθες της λίμνης προς το Νεοχώρι, ένα απίστευτο παιχνίδι σε τραγανό αμμόχωμα, απύθμενες λάσπες και καφέ νερά. Ακόμα και με Barum πεντάρι, 5,00x18 παρακαλώ, ζοριζόταν το τετρακόσια στη λάσπη, άφηνε πίσω του χαντάκι βαθύ και παιζόταν αν θα βγεις απέναντι ή θα μείνεις εκεί για πάντα. Έχω στόχο όμως, και τα τελευταία μου πέντε λίτρα θα πρέπει να μου φτάσουν να κάνω μια ανάβαση στο Βουτσικάκι, ψηλά στην κορφή, και μετά να τσουλήσω κάτω για το δάσος με γυρισμένη ρεζέρβα.

Ξέρω που θα το κρύψω το μηχανάκι, είναι κάτι βράχια που θα το φυλάνε απ’ το πολύ χιόνι, κοντά στο κρυφό το δεντρόσπιτο πάνω στα έλατα.

Χρόνια μετά, κλιμάκια περιβαλλοντικών οργανώσεων θα χτενίζουν την περιοχή, με αφορμή κάτι ακατανόητες ιστορίες που λέγανε οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, πως εκεί κατά την άνοιξη που λιώνουν τα χιόνια, ακούγεται ένα νταν-νταν-νταν βαθιά μέσα στο δάσος, αλλά κανείς δεν θα ξέρει πια τι ζώο είναι, κάτι σπάνιο σίγουρα, ίσως και το τελευταίο του είδους του. Χτενίζουν δεν χτενίζουν, το Χάσκυ αποκλείεται να το βρουν. Μου το σφύριξαν τα εγγονάκια και το έκρυψα αλλού, σε μια μικρή σπηλιά κοντά στις Πόρτες των Αγράφων. Κι έχει μείνει λίγη βενζίνη ακόμα στο φλοτέρ του καρμπιρατέρ, να δεις που θα πάρει μπρος και φέτος.

Το σωστό βάψιμο από τη μοτοσυκλέτα του Bazza θα είναι (παρατσούκλι του Sheene)
 

Γάμα

Για τρία γυράκια θα φτάσουν…

Πώς θα αξιοποιούσα τα τελευταία μου δέκα λίτρα βενζίνη; Οδηγώντας ένα Zoomer με ταχύτητα βαδίσματος για να κάνει πολλά χιλιόμετρα; Δεν θα έχει καθόλου πλάκα. Κάνοντας δυο σαραντάλεπτα με ένα δίχρονο motocross 250; Δεν έχω τα κατάλληλα χέρια. Μήπως να τα εξαφάνιζα σε δυο τρία περάσματα με ένα Top Fuel Dragster; Μπα, με βενζίνη δεν θα κατέβαινε χαμηλά ο χρόνος, θέλουν πιο σπιρτόζικα καύσιμα. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσω τι θα τα κάνω, πού θα τα κάψω… Οδηγώ μοτοσυκλέτες καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, και μερικά ακόμη. Έχω χαρεί με διάφορες, πολλές φορές. Έχω διασκεδάσει αντίστοιχα πολύ, ακόμη και φτιάχνοντας, ψάχνοντας. Έχω ακούσει ήχους από κινητήρες που έχουν εντυπωθεί ούτε κι εγώ ξέρω πόσο βαθιά στο υποσυνείδητο μου. Ο παλιότερος από αυτός στη μνήμη γράφτηκε κάπου στα εφτά μου χρόνια, ακριβώς πρωτοχρονιά.

Ήσυχο τότε το προάστιο της Αθήνας που έμενα, μόλις είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και ήμουν έξω από το σπίτι, ακολουθώντας οδηγίες των γονιών μου για να κάνω το “ποδαρικό” της νέας χρονιάς. Τότε, στη σιγαλιά της νύχτας, που θα έλεγε κανένας νεορομαντικός, ο ήχος από κάποιο υπερκυβισμένο τετράχρονο με εξάτμιση 4 σε καμία άρχισε να ηχογραφείται στον ζωντανό σκληρό μου. Ήταν μακριά, ήταν δυο ή τρία χρόνια μετά το 1970 -δεν το είδα, αλλά υποστηρίζω με σιγουριά ότι ήταν Kawasaki Z900 με Kerker. Ο αναβάτης του γιόρταζε την έναρξη της νέας χρονιάς γεμίζοντας ταχύτητες στην ανηφόρα δίπλα στο άλσος του Συγγρού. Μ’ άρεσε αυτό που άκουσα, μου άρεσε και σαν πράξη. Μοναχική και ιδιαίτερη, ψιλο-προκλητική, για άλλους ενοχλητική, για μένα άξια προς μίμηση.

Ιδού μέρος από την αλήθεια. 17/06/2006, μόλις το παρέλαβα από τη μεταφορική και το βλέπω από κοντά για πρώτη φορά. Η ιστορία της προετοιμασίας για την εποχή χωρίς εμπόριο βενζινης άρχισε... 
 

Μήπως θα έπρεπε να φαντασιωθώ ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα αποκτούσα ένα γκαράζ με αγωνιστικά πολυκύλινδρα τετράχρονα από το ’60 (όπως το Honda 3RC164 -με τα ανοικτά μεγάφωνα), και μερικά δίχρονα από τη δεκαετία του ’70, τότε που δεν είχαν τσιμπουκόφωνα στις εξατμίσεις, όπως το Yamaha TZ700 του Agostini, και να έβαζα λιτράκι το λιτράκι σε ιδιαίτερες ημέρες ή νύχτες και να ξεσήκωνα ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο στο πόδι; Μπα, δεν λέει να μην οδηγήσεις με τα τελευταία δέκα λίτρα, άσε που αυτή η φαντασίωσή μου θα ενοχλεί άλλους, και είμαι συντηρητικός άνθρωπος εγώ, δεν θέλω τέτοια.

Δεν πιστεύω πόσο δύσκολο μου είναι να αποφασίσω τι θα ήθελα να τα κάνω αυτά τα δέκα. Να πήγαινα στη Νέα Ζηλανδία, να μου έδιναν να οδηγήσω ΤΗΝ υπέρτατη Britten; Ωραίο ακούγεται αλλά είναι σκέτη φαντασία -κι εγώ όπως είπαμε είμαι συντηρητικός και προσγειωμένος. Πρέπει να τα βάλω σε τάξη στο μυαλό μου, να αρχίσω να θυμάμαι τι μου έχει αρέσει πολύ, για να καταλήξω κάπου. Μου αρέσουν ήχοι από κινητήρες, είναι θεραπευτικό για την ψυχοσύνθεσή μου -όπως εκείνος που είπαμε ότι άκουσα μικρός, από το αερόψυκτο. Αερόψυκτο δεν θα με κάλυπτε, δεν θα έτρεχε αρκετά, δεν θα είχε αξιόλογη απόδοση, μια ειδική ισχύ της προκοπής δηλαδή.

Να τα έκαιγα με μια κορυφαία τεχνολογικά μοτοσυκλέτα; Την Ducati GP9 που έχει ελάχιστο πλαίσιο; Μπα, θα είναι πολύ ντελικάτη και απαιτητική και αν αυτά τα δέκα λίτρα είναι από τελευταία κατακάθια και μείνουμε με τη μπουκιά στο χέρι... Μπα, δεν μου κάνει για φαντασίωση, μένει μόνο σαν όνειρο, δεν έχει βάση να γίνει πραγματικότητα. Θέλει ψάξιμο για να βρω τι θα μου άρεσε. Θυμήθηκα μια κουβέντα με τον Διονύση Χοϊδά στην Ακαμάτρα, στο πανηγύρι της, μεταξύ τυριού και αχλαδιού. Τρίχες, μεταξύ ψητού και πόλκας ήταν και λέγαμε τι θα κάναμε, όταν η βενζίνη θα σπάνιζε ή θα ακρίβαινε τόσο που θα μεταφερόταν όπως με τις σημερινές χρηματαποστολές. “Θα κρατήσουμε μερικές δίχρονες που καίνε τα πάντα και θα φτιάχνουμε τίποτα ζουμιά από πατάτες και σάπια φύλλα” ήταν η κατάληξη της ενδοσκόπησης. Αυτό μάλιστα, είναι χρήσιμη ανάμνηση, βάζει τα πράγματα σε μια τάξη και μ’ αρέσει. Σε δίχρονη θα τα αξιοποιήσω.

Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος
 
Ψάχνοντας μετά το Α

Πάμε καλά πάντως, βρέθηκε το Άλφα, δηλαδή η υγρόψυξη, βρέθηκε και το Βήτα, ο δίχρονος δηλαδή, σειρά έχει να βρεθεί και το ποια θα είναι, ψάχνουμε το Γάμα. Έεεπ, έγραψα Γάμα; Αυτό είναι, βρέθηκε επιτέλους η κατάλληλη μοτοσυκλέτα. Suzuki RG 500 Γ! Τo λες και γεμίζει το στόμα σου. Να πω και γιατί το διάλεξα όμως. Πίσω στο 1985, το RG 500 Γ είχε εμφανιστεί στους ελληνικούς δρόμους. Τότε οδηγούσα την πρώτη μου αγαπημένη και δική μου μοτοσυκλέτα, ένα γαλάζιο Ducati Pantah 500, μεταχειρισμένο. Με άλλα λόγια κάτι με 45 ίππους και 190 κιλά.

Μου δόθηκε η ευκαιρία να οδηγήσω ένα άσπρο μπλε RG 500 Γ, και δεν την άφησα να φύγει. Ένα δίχρονο με 90 ίππους και λιγότερα από 150 κιλά. Ανέβαινα μια ανηφόρα και άνοιξα το γκάζι με δευτέρα. Ένιωσα την “κλωτσιά” κάπου μετά τις 6.000 και ενθουσιάστηκα. Δεν ήξερα όμως ότι είχε κι άλλο. Κάπου στις 9.000 ολοκληρώθηκαν οι συντονισμοί και το παλιόπραμα έστησε μια αθέλητη σούζα. Τα είδα όλα. Τρόμαξα, δεν μπορούσα να το πάω αυτό. Γύρισα σαν βρεγμένη γάτα τη μοτοσυκλέτα στον ήρεμο ιδιοκτήτη της, τον ευχαρίστησα κάνοντας τον ήρεμο, ενώ η καρδιά μου έκανε σαν συντονισμένη από “υπερστροφία” reed. Αυτό ήταν, με είχε χτυπήσει κατακέφαλα.

Πέρασαν τα χρόνια -πώς περνάνε τα ρημάδια έτσι- και βρέθηκα από το 2005 να έχω ένα τέτοιο μηχανάκι που φτιάχνεται σιγά - σιγά, με τον ρυθμό που επιτρέπουν τα οικονομικά ενός συντάκτη μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα. Αλλά είπαμε, αυτή η μοτοσυκλέτα δεν είναι σημαντική και κατάλληλη να μετατρέψει τη χημική ενέργεια της βενζίνης σε ευχαρίστηση, μόνο και μόνο επειδή την έχω στην κατοχή μου. Είναι πολύ περισσότερα -και η προετοιμασία της για την εποχή χωρίς βενζίνη έχει ήδη αρχίσει.

Το ότι με τρόμαξε όταν την οδήγησα είναι προσωπικό μεν, αλλά κακά τα ψέματα, ήταν ο λόγος που με γοήτευσε. Είναι η μόνη μοτοσυκλέτα του κόσμου που έχει ένα όμορφο ελληνικό Γ στο χυτό της πλαίσιο. Και έχει έναν κινητήρα απίστευτο σε σύλληψη και κατασκευή. Οι δυο στρόφαλοι και οι τέσσερις περιστροφικές βαλβίδες, παράγουν τον μοναδικό της ήχο όταν περιστρέφονται, και δεν έχει κραδασμούς όσες στροφές και εάν ανεβάσει. Αυτός ο square four ενσωματώνει όλη την τεχνογνωσία -αρχικά κλεμμένη, μετά ανεπτυγμένη από τους ίδιους τους μηχανικούς της Suzuki. Μέσα εκεί υπάρχουν ψήγματα από τον ιδιοφυή Walter Kaaden, τον άνθρωπο που ξεπέρασε τους 200 ίππους στο λίτρο σε ατμοσφαιρικό κινητήρα.

Η Suzuki RG 500 Γ ήταν μια πραγματική replica αγνωστικής GP (όπως και η βαρύτερη και λιγότερο δυνατή Yamaha RD 500 LC, που κυκλοφόρησε μαζί της) και είχε δυο παγκόσμια πρωταθλήματα με έναν αναβάτη θρύλο στη σέλα της. Τον πρώτο σταρ των GP, τον Barry Sheen με το ωραίο χαμόγελο και το 7 στο κράνος του. Ο Barry με τη συνολική του παρουσία έφερε θεατές στα GP, τα έβγαλε από το κλειστό τους κύκλωμα και έκανε τους αγώνες ανοιχτό θέαμα και κοσμικό γεγονός. Κάπως σαν τον σύγχρονο Rossi. Είχε και την ωμότητα της εποχής, με τη μοναδική χειρονομία όταν προσπέρασε τον King Kenny Roberts: Γύρισε πίσω και του έδειξε το τεντωμένο μεσαίο δάκτυλό του, στον αγώνα του Silverstone το 1979. Έχει την ιστορία της αυτή η μοτοσυκλέτα, φτάνει πίσω μέχρι τη δεκαετία του '50.

Τα τσιμπουκόφωνα θα αφαιρεθούν και τα τέσσερα (να θυμηθώ να έχω ένα αλενάκι μαζί μου) 

 

Και πού θα πάμε;

Πριν το κάψιμο των τελευταίων λίτρων βενζίνης, χρειάζεται το ακίνητο μηχανάκι λίγες δουλειές. Να μπούνε τέσσερα πιστόνια για να φθάσει τα 570 κυβικά -έχει τόσο μαντέμι στους κυλίνδρους του που μόνο ρεκτιφιέ χρειάζεται. Να μπούνε 17’’ ζάντες μαγνησίου (τις έχω ήδη) και μια τετράδα εξατμίσεις από τον JL Lomas. Μετά χρειάζεται να μεγαλώσουν οι βαλβίδες ροής στα καρμπιρατέρ για να προλαβαίνει η βενζίνη να τα γεμίζει. Λογικά, μετά από αυτές τις επεμβάσεις θα πάει γύρω στους 115 ίππους στον τροχό και θα κάνει γύρω στα 150 χιλιόμετρα με τη βενζίνη που χωρά στο ρεζερβουάρ του. Αυτά δεν φθάνουν για την ολοκλήρωση. Θέλει βάψιμο, Barry Sheen replica κοκκινοκίτρινη. Με τα αυτοκόλλητα DAF. Ψιλοδουλειές όπως ένα άλλο μπροστινό με χαμηλότερα και πιο ανοιχτά κλιπόν, ας γίνουν δια… μαγείας.

Μετά από αυτά, η μοτοσυκλέτα θα είναι έτοιμη να προσφέρει την εμπειρία. Όταν άρχισε η σχέση μου μαζί της, με τρόμαξε. Όντας συντηρητικός και προσγειωμένος, η σχέση μου μαζί της πρέπει να τελειώσει με όμοιο τρόπο. Να είναι αξημέρωτα ακόμη, μισή ώρα πριν χαράξει, αλλά η βροχή να έχει σταματήσει πολύ νωρίτερα. Πρώτα θα βγάλω τα τέσσερα τσιμπουκόφωνα, και μετά το φίλτρο για να ακούγεται σωστά. Θα ρίξω τα πιο πολύτιμα από ποτέ δέκα λίτρα, στο ντεπόζιτο. Θα περιμένω να γεμίσουν τα τέσσερα λεκανάκια, θα ανέβω πάνω και θα το σπρώξω με το ένα πόδι. Θα αφήσω τον συμπλέκτη έχοντας πρώτη και το υψίσυχνο, στακάτο ρεσιτάλ θα αρχίσει. Το TTS θα γεμίσει τα ρουθούνια και το ζέσταμα θα γίνει όπως πάντα, στη διαδρομή.

Τρεις γύρους στο βρεγμένο Nürburgring θα τους βγάλει σίγουρα και κάτι θα περισσέψει, στην κλασική διαδρομή των 22.810 μέτρων. Μια και θα είμαι μόνος μου στο Ring θα οδηγήσω και ανάποδα τη διαδρομή, περνώντας πάνω - κάτω τη Karrussell για να μαζέψω και τρόμο για χρόνια.

Η στιγμή της αλλαγής, την ώρα που το όνειρο αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα

 

Το μισό μου... GP

Του Λάζαρου Μαυράκη

Η Αδριατική είναι ελαφρώς ταραγμένη, κι οι περισσότεροι νταλικέρηδες συνεπιβάτες στο πλοίο Πάτρα - Ανκόνα κοιμούνται στη θαλπωρή της καμπίνας τους. Τρεις η ώρα τα ξημερώματα κι εγώ κάθομαι στο κατάστρωμα, αγκαλιά με ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτω αυτή τη στιγμή: Τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης που μπορώ να καταναλώσω. Η υπερένταση του εγχειρήματος που με οδήγησε μέχρι εδώ, σε συνδυασμό με το σπρέι από τα απόνερα του καραβιού, δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ -και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι ξανά και ξανά πώς ξεκίνησε η περιπέτεια...

Ήμουν ακόμη βραχνιασμένος από τα ουρλιαχτά που έβγαζα την ώρα που ο Rossi έκανε το μαγικό προσπέρασμα στον Lorenzo στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου στην Catalunya, ενώ το υπογλώσσιο λίγο ήθελε ακόμη να λιώσει για να επαναφέρω τους σφυγμούς μου στο κανονικό, όταν έσκασε η βόμβα: Ο σχεδόν δακρυσμένος Καραχάλιος ανακοίνωνε τα δυσάρεστα νέα: "Κύριοι, η ενεργειακή κρίση μας κέρδισε. Βενζίνη γιοκ! Κατάφερα να εξασφαλίσω από τα τελευταία αποθέματά μας δέκα λίτρα για τον καθένα σας. Είναι η τελευταία φορά που θα αξιοποιηθούν σε κινητήρα εσωτερικής καύσης κάτω από τα πόδια σας. Αξιοποιήστε τα όπως καταλαβαίνετε", είπε και με τον ζόρι τον κρατήσαμε να μην αυτοπυρποληθεί με τα τελευταία δικά του δέκα λίτρα. Το σοκ της στιγμής ήταν ήδη παρελθόν για μένα. Ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω με αυτά τα δέκα λίτρα και θα το έκανα ο κόσμος να χαλάσει.

Με έφαγαν οι δρόμοι με το ποδήλατο μέχρι να πάω στο πρακτορείο, να κλείσω εισιτήρια, να πάω στην αντιπροσωπεία της Yamaha καμιά δεκαριά φορές (στον Ασπρόπυργο, οι αθεόφοβοι...) μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες επαφές, και στο τέλος μέχρι την Πάτρα για να πάρω το καράβι για Ιταλία. Από εκεί και πέρα, η απόσταση μέχρι το Misano θα καλυπτόταν με ωτοστόπ. Είχα χάσει δέκα ολόκληρα κιλά μέχρι το πέρας των διαπραγματεύσεων, αλλά χαλάλι. Ούτως ή άλλως, η μείωση του βάρους βοηθά ιδιαίτερα το φιλόδοξο project μου. Δέκα ολόκληρα λίτρα μεταφράζονται σε διάρκεια μισού αγώνα MotoGP, σε κάτι περισσότερο από είκοσι λεπτά απόλυτης οδηγικής ηδονής.

Η πιο γρήγορη κατανάλωση ενός λίτρου βενζίνης. Μετά την πτώση και το τρύπημα του ρεζερβουάρ, το ηθικό μου ήταν κατεστραμμένο

 

Ευτυχώς τα παρακάλια και το αλά Ξανθόπουλος παραμύθι -ξέρετε, "όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου..." - έπεισαν τον David Brivio να μου εξασφαλίσει μια θέση στην εργοστασιακή ομάδα της Fiat Yamaha. Είχαν αποφασίσει ότι ο Lorenzo ούτως ή άλλως φέτος έκανε καλά τη δουλειά του στο να συμπληρώνει το βάθρο δίπλα στον Rossi για να βγαίνουν οι φωτογραφίες για τους χορηγούς όπως πρέπει, και δεν θα τον πείραζε να ανταλλάξουμε θέσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα. Σε αυτό βοηθούν και οι καινούριοι κανονισμοί που επιτρέπουν την αλλαγή μοτοσυκλέτας, οπότε φορώντας τη φόρμα του Jorge, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Η μόνη υποχρέωση ήταν η βενζίνη να μπει από εμάς. Κανένα πρόβλημα! Από την άλλη και η συμμετοχή μου στο Aprilia Challenge το 2000, τους έπεισε ότι θα είχα και αποτέλεσμα. Πόση διαφορά άλλωστε έχει ένα δίχρονο 125 με 30 άλογα στον τροχό σε σχέση με ένα MotoGP;

 
Λίτρο, λίτρο ο καημός μου

Παρότι είχα ένα άγχος σχετικά με το αν θα μπορούσα να φτάσω μέχρι το Misano χωρίς να συλληφθώ, καθώς προκαλεί, όπως και να το κάνουμε, μια ανασφάλεια το να περιφέρεται ένας μελαχρινός αξύριστος, με ξυρισμένο κεφάλι, κρατώντας αγκαλιά ένα δεκάλιτρο μπιτόνι βενζίνης, έφτασα αισίως στην πίστα λίγο μετά τη λήξη των χρονομετρημένων δοκιμαστικών. Το αγωνιστικό alter ego μου, ο άνθρωπος που θα του έπαιρνα τη θέση, κατάφερε να πετύχει τον δεύτερο καλύτερο χρόνο, πίσω από τον Rossi και μπροστά από τον Stoner. Τουλάχιστον θα μπορούσε να χτίσει μια διαφορά μέχρι τη στιγμή της αλλαγής, ώστε να μην χαθούν πολλές θέσεις με την είσοδό μου στην πίστα. Το ίδιο απόγευμα είχε κανονιστεί μια μυστική δοκιμή με το Μ1 για να μην πάω ξεβράκωτος στα... λάχανα. Ένα πολύτιμο λιτράκι θα έπρεπε να δαπανηθεί για να κάνω κάτι λιγότερο από ενάμισι γύρο, ώστε να μάθω τη μοτοσυκλέτα του Jorge.

Από τη στιγμή που βρέθηκα πάνω στη σέλα του Μ1, μία λέξη είχα μόνο στο μυαλό μου: ΒΑΝΖΑΙ!

 

Το τεράστιο χαμόγελό μου άρχισε να σβήνει σιγά - σιγά όταν διαπίστωσα ότι η μοτοσυκλέτα δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα. Μετά μου εξήγησαν ότι έπρεπε να ανέβω πάνω σα να ήμουν παραπληγικός. Η μοτοσυκλέτα έχει αισθητήρες παντού κι αναγνωρίζει τον αναβάτη της μέσω αυτών, οπότε έχει συνηθίσει τον Lorenzo με γύψους, πατερίτσες, νάρθηκες και αγκυλώσεις και συνήθως να τον ανεβάζουν αγκαλιά στη μοτοσυκλέτα. Έπρεπε να κοροϊδέψουμε μ' αυτόν τον τρόπο την "έξυπνη" ηλεκτρονική, για να πάρει μπροστά. Μιμήθηκα τότε τον Gibernau, όπως έκανε όταν τον έβγαλε ο Γιατρός από την πίστα στο Jerez το 2005, κι ως δια μαγείας η μοτοσυκλέτα πήρε μπροστά.

Τα πρώτα ml από το απόθεμά μου άρχισαν ήδη να καταναλώνονται κι έτσι ξεκίνησα αμέσως. Δυστυχώς το λίτρο καταναλώθηκε πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμενα, καθώς στην έξοδο από τη δεξιά Rio έφαγα ένα χορταστικό highsiding, με αποτέλεσμα να τρυπήσει το ρεζερβουάρ και να χυθεί όλη η βενζίνη. Τουλάχιστον είχα πέσει με πολλά κι αυτό ήταν ενθαρρυντικό σημάδι...,

Η στιγμή της ολοκλήρωσης. Κρίμα που δεν είχα καθρέπτες να βλέπω πίσω μου το number plate με το νούμερο "46". Σε ποιον να το πεις και να σε πιστέψει...

 

Του ονείρου η ώρα

Την επόμενη μέρα ο αγώνας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Ήλιος, με χαμηλή όμως θερμοκρασία, θεατές αφιονισμένοι και τα εννιά πλέον λιτράκια μου κατατεθειμένα στα αποθέματα της Yamaha Racing Team. Ο Jorge ήταν ήδη μιλημένος από πριν, ώστε να συμπεριφέρεται ανθρώπινα στο γκάζι και να μην εκτοξεύσει την κατανάλωση στον θεό. Ο Ramon Forcada, ο αρχιμηχανικός του Lorenzo, είχε ούτως ή άλλως ρυθμίσει την ηλεκτρονική και τη χαρτογράφηση, έτσι ώστε για τους τελευταίους έντεκα γύρους να μείνουν ακριβώς τα εννέα λίτρα που μου αντιστοιχούσαν. Από εκεί και πέρα, το θέμα ήταν στον δεξιό καρπό μου...

Δώδεκα γύρους πριν το τέλος, όπως είχε σχεδιαστεί, βγήκε η ταμπέλα από τα πιτς για τον Lorenzo και στον επόμενο γύρο άκουγα πόσο βασανιστικά αργά έφτανε η μοτοσυκλέτα στο box, λόγω του ορίου ταχύτητας. Με την επιδεξιότητα του Copperfield, ο Jorge με το που κατέβηκε από το μηχανάκι εξαφανίστηκε, και πλέον στη σέλα του Μ1 καθόταν ο... Jorge Mavrakis. Μπροστά ήταν οι Hayden, Toseland, Melandri, Edwards, Dovizioso, De Angelis, Pedrosa, Stoner κι αυτός με το "46". Στην αρχή, στο πρώτο πέρασμά μου από τη Rio, στάλες κρύου ιδρώτα μούσκευαν τη φόρμα μου, αλλά μέχρι να φτάσω στην θρυλική Tramonoto, το είχα κιόλας ξεπεράσει.

Στο κλείσιμο του πρώτου γύρου, οι Hayden και Melandri έγιναν παρελθόν, καθώς ο πρώτος έκανε στην άκρη μόλις βγήκαν οι ταμπέλες για να μην εμποδίζει, ο δε Ιταλός έμεινε από ανατιναγμένο τρίτο κύλινδρο. Είχαμε ήδη περάσει τη μισή διάρκεια του αγώνα, οπότε οι ηλεκτρονικές είχαν ρυθμιστεί έτσι ώστε να κόβουν δύναμη, τόσο για τη φθορά των ελαστικών όσο και για την κατανάλωση. Όλοι είχαν το ίδιο θέμα εκτός από έναν: Eμένα! Ο Edwards προφανώς ακολουθούσε team orders και μόλις με είδε πίσω του έκοψε ρυθμό, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Dovizioso και De Angelis, τους οποίους αναγκάστηκα να τους βγάλω εκτός πίστας ζητώντας υποκριτικά συγνώμη που έχασα τα φρένα κι άνοιξα την τροχιά μου στην είσοδο της Carro.

Λίγο πρίν ο Rossi μου δώσει την... τελική ώθηση για τον τερματισμό

 

Είχα ακόμη μπροστά μου πέντε γύρους και τέσσερα λίτρα στο ρεζερβουάρ. Με λογική χρήση θα έφτανα στον τερματισμό. Η λογική όμως με είχε εγκαταλείψει προ πολλού. Όρμησα χωρίς να το σκεφτώ στον Pedrosa και προσπάθησα να τον ρίξω στη Misano, όπως είχε ρίξει κι αυτός τον Hayden το 2007 στο Estoril. Βγήκε στην αμμοπαγίδα κι εκεί που έλεγες ότι θα τη γλιτώσει, πάει να πατήσει κάτω, το πόδι του δεν φτάνει στο έδαφος και πέφτει σαν σακί, με το RC211V να τον έχει πλακώσει αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το πάνω μέρος του χεριού του, που πρότεινε επιδεικτικά το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο. Δύο γύρους κι ένα λίτρο πριν το τέλος ήμουν στη ρόδα του Stoner. Ευτυχώς ένα bug στα windows του Desmosedici, του έκοψε τον ρυθμό και μπόρεσα να περάσω μπροστά.

Μισό γύρο πριν τον τερματισμό, φτάνουμε μαζί με τον Rossi στην Carro, όπου κλείνει επιτυχώς την πόρτα κι η προσπέραση στα φρένα μοιάζει αδύνατη. Δεν γίνεται όμως το ίδιο στην τελευταία στροφή Misano, όπου με κλειστά μάτια ουρλιάζοντας μέσα από το κράνος "Look Mama, no brakes!" κάνω το απονενοημένο και περνάω. Με τη μισή ευθεία μπροστά μου και τον Rossi πίσω μου, ο κινητήρας του Μ1 αρχίζει να "βήχει", καθώς δουλεύει με αναθυμιάσεις. Δύο μέτρα πριν τον τερματισμό ο κινητήρας “μένει”, αλλά ο Rossi με τη φόρα του πέφτει πάνω μου και μέσα στο κουβάρι ανθρώπων και μετάλλων που περνά τη γραμμή του τερματισμού, το photo-finish καταγράφει νικητή εμένα! Ένιωθα στο πρόσωπό μου τη σαμπάνια να ρέει, όταν συνειδητοποίησα ότι έτρωγα μπουγέλο για να ξυπνήσω από τον βαθύ ύπνο που απολάμβανα. Πλέον όμως ήξερα: Η ενεργειακή κρίση θα με έβρισκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου...

Η τελευταία σκηνή που θυμάμαι πριν το μπουγέλο. Η σαμπάνια έπεφτε..."ράιτ θρου"

 

Θα τους δείξω εγώ!

Χιόνι, πάγος, κολασμένα λούκια και μηδενική πρόσφυση. Είναι αρχές Μαρτίου και βρίσκομαι στη χιονισμένη Σουηδία για να ζήσω το όνειρό μου, ξοδεύοντας τα τελευταία δέκα λίτρα καυσίμου. Ή μάλλον δέκα λίτρα βενζίνης και διακόσια χιλιογραμμόμετρα καλό συνθετικό λάδι μείξης

Αν και οδηγώ για αρκετά λεπτά, τα άκρα των χεριών μου δεν λένε να ζεσταθούν ούτε μέσα στα neoprene χοντρά γάντια μου. Οι τεράστιες και κακάσχημες έξτρα χούφτες δεν μπορούν να κόψουν κάτι από το πολικό ψύχος των -6 βαθμών του σουηδικού Μάρτη, που τρυπά τα δάχτυλά μου. Τα όποια χαζά χαμόγελα ευτυχίας άρχισαν να εξαφανίζονται, αμέσως μόλις πέρασα κάτω από τη φουσκωτή αψίδα με τα σήματα του WEC, παίρνοντας εκκίνηση στο GP του Ostersund. Όσο, όμως, και να παλεύω να σταθώ όρθιος στο παγωμένο τερέν, τίποτα δεν θα καταφέρει να σβήσει τα συναισθήματα εκπλήρωσης ενός μεγάλου ονείρου, του να τρέξω δίπλα στους κορυφαίους αναβάτες του παγκοσμίου πρωταθλήματος enduro, και μάλιστα σε ένα τερέν τόσο ξένο και μακρινό από τα δικά μας δεδομένα.

Περίμενε και θα δεις

Δεν θα ορκιζόμουν πως ο φίλος μου ο Johnny Aubert έδειξε να αγχώνεται ιδιαίτερα, βλέποντάς με να κάνω τις τελευταίες ρυθμίσεις στο δίχρονο 125 μου πριν τον αγώνα. Είχε έρθει να με βρει κάτω από τη μικρή μου τέντα, μέσα στο στεγασμένο υπόστεγο του κλειστού γυμναστηρίου του Ostersund και λίγα μέτρα πιο κάτω από το parc ferme. Μόλις είχα φορέσει στο τριανταεξάρι Keihin ένα καινούριο ζιγκλεράκι 172 και σήκωνα τη βελόνα με τον κωδικό NOZD στην τέταρτη θέση, όπως ακριβώς διάβασα στο βιβλίο του κατασκευαστή. Ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα τέτοιες ρυθμίσεις, αλλά επίσης και η πρώτη φορά που οδηγούσα σε τέτοιες συνθήκες.

Πιο πολύ από περιέργεια, ίσως και λίγη συμπάθεια, ο Johnny έμεινε να με παρατηρεί και να μου κάνει παρέα, καθώς έκανα τις τελευταίες ετοιμασίες στο διχρονάκι μου. Μικρές προεκτάσεις στα φτερά μπροστά και πίσω για τη λάσπη, πίσω δισκόφρενο χωρίς τρύπες, αλλαγή του αντιψυκτικού υγρού στο ψυγείο με αντίστοιχο πολύ καλής ποιότητας και με χαμηλό σημείο τήξης.

Μετά από επτά ώρες πατινάζ, άντε άλλαξε τα λάστιχα με τα καρφιά! Ευτυχώς δηλαδή που είχα μόνο δέκα λίτρα, και δεν έφτασα στον τερματισμό της πρώτης μέρας για να ζήσω αυτή την "όμορφη" εμπειρία

 

Βέβαια, μπορεί ο Johnny να διαθέτει όσους μηχανικούς θέλει, να κάνουν στη δική του μοτοσυκλέτα τις αντίστοιχες δουλειές -αλλά ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Η προετοιμασία της προσωπικής σου μοτοσυκλέτας για κάθε αγώνα, πόσο μάλιστα αυτόν, είναι μια διαδικασία σχεδόν τελετουργική, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχοσύνθεση ενός γνήσιου εντουρά. Όχι πως σε παίρνει να σκέφτεσαι και τίποτα διαφορετικό, όταν λόγω συνθηκών είσαι εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του low-budget! Αλλά εδώ δεν είμαι για να παραπονιέμαι. Άλλωστε αυτό που για τον κάθε επαγγελματία αναβάτη που τρέχει χρόνια στο WEC, μπορεί να φαίνεται ως ακόμη μια κουραστική μέρα στη “δουλειά”, για μένα είναι η εκπλήρωση ενός μακρινού ονείρου, κι αυτή είναι η τεράστια διαφορά μεταξύ μας, που ασχέτως αποτελέσματος θα με κάνει ευτυχή.

Με μια άψογη μείξη αγγλο-γαλλικών, προσπαθώ να εξηγήσω στον Johnny για ποιους λόγους πιστεύω ότι θα πάω πολύ καλά στη λασπωμένη cross-country ειδική των έντεκα παγωμένων χιλιομέτρων μέσα στα πανύψηλα έλατα, αλλά αυτός δεν έχει πάψει να χαμογελά. Αφού του εξηγώ! Μετά το πρώτο περπάτημα, εντόπισα μερικά καλά πατήματα και πιστεύω ότι αν πιέσω το διχρονάκι μου στο όριο, ίσως καταφέρω ένα καλό πλασάρισμα στην τελική κατάταξη. Απορώ γιατί δεν μπορεί να δει το προφανές! Με ένα δίχρονο 125 θα είναι πολύ πιο εύκολο να πετάς πάνω από τις χοντρές ρίζες των δέντρων, που είναι καλά κρυμμένες μέσα στο ένα και μοναδικό λούκι που έχει δημιουργηθεί στη λάσπη. Γιατί δεν το καταλαβαίνει;

Στον δρόμο για τη νίκη

Ευτυχώς που είχα βάλει μπόλικη μονωτική ταινία ανάμεσα στις μπότες και το εντουράδικο παντελόνι, γιατί έτσι έχω καταφέρει να διατηρήσω τουλάχιστον τα πόδια μου ζεστά. Το δίχρονο μοτεράκι "ξυρίζει" σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού στο τέρμα, αν και στις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σπάνιο. Οδηγώντας τον περισσότερο χρόνο με τα πόδια να κάνουν "κουπί" στον πάγο, αισθάνομαι περισσότερο σαν αθλητής του καλλιτεχνικού πατινάζ, παρά εντουράς.

Στο σκληρό και απάτητο χιόνι, νιώθω τα μεταλλικά καρφιά από τα λάστιχα να τρυπούν το έδαφος. Το πιο δύσκολο όμως είναι τα βαθιά και σκαμμένα λούκια, όπου το μαλακό χιόνι μπλέκεται με την κόκκινη άμμο του εδάφους και μετατρέπεται σε ένα γλιστερό μείγμα. Ευτυχώς στα λούκια η φαρδιά αλουμινένια ποδιά του κινητήρα λειτουργεί και σαν έλκηθρο κι έτσι καταφέρνω να ξεγλιστρώ μερικά μέτρα πιο κάτω. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις του συστήματος εξαερισμού από το χοντρό jacket μου, το σώμα μου αδυνατεί να βρει μια ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας. Από μέσα ιδρώνω κι απ’ έξω παγώνω, αλλά συνεχίζω.

Είστε σίγουροι ότι αυτά τα πασσαλάκια που φαίνονται στο βάθος, σηματοδοτούν την ειδική διαδρομή; Εμένα πάντως μου θυμίζουν μια φορά που είχα πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού

 

Σε λίγα μέτρα πλησιάζω στο τρίτο ΣΕΧ. Έχω σχεδόν κάνει εξήντα εξαντλητικά χιλιόμετρα, με το μικρό 125 να προσπαθεί να βγάλει τα σχεδόν τριάντα του κρυωμένα άλογα στο γλιστερό τερέν. Πλησιάζω τον πρώτο ανεφοδιασμό. Εκεί έχω αφήσει το ένα και μοναδικό μου μπιτονάκι με μισό λίτρο καυσίμου, καθώς με τα υπόλοιπα εννιάμιση γέμισα το ρεζερβουάρ μου πριν την εκκίνηση. Τουλάχιστον δεν χάνω πολύ χρόνο στον ανεφοδιασμό και αρχίζω να κατηφορίζω για την ειδική στο χιονοδρομικό κέντρο, ανάμεσα στα πασσαλάκια των σκιέρ. Η κορδέλα της ειδικής σχεδόν χάνεται στο κατάλευκο τοπίο, αλλά ούτως ή άλλως υπάρχει μία και μόνο δυνατή πορεία -αυτή που ορίζουν τα λούκια.

Λίγο πριν τον τερματισμό της ειδικής, αρχίζουν οι πρώτες διακοπές από τον κινητήρα. Ευτυχώς τερματίζω και όπως κάθε “παγκόσμιος”, δείχνω ανήσυχος για τον χρόνο που έκανα. Πλησιάζω το display με ανυπομονησία, κι αφού ξεγλιστρώ ανάμεσα στους manager των εργοστασιακών ομάδων, καταφέρνω να δω την προσωρινή μου κατάταξη. Είμαι πρώτος, από το τέλος, στην Ε1! Επιστρέφω στο διχρονάκι μου, βρίσκω ένα καλό δέντρο να το παρκάρω και στέκομαι λιγάκι να απολαύσω το κατόρθωμά μου. Είμαι εδώ, συμμετείχα, προσπάθησα, πραγματοποίησα το όνειρό μου. Και για μένα είμαι ο ένας και μοναδικός νικητής. Ας είχα και λίγη βενζίνη παραπάνω και θα σας έδειχνα!

 

Race for ever

Για μένα πάντα το θέμα της μοτοσυκλέτας άρχιζε και τελείωνε στους αγώνες. Δεν είμαι μοτοσυκλετιστής με την ευρύτερη έννοια, είμαι εθισμένος με τον ανταγωνισμό και την ατμόσφαιρα των αγώνων, όποιο είδος κι αν είναι αυτό, άσχετα αν το πάθος μου ήταν πάντα οι μοτοσυκλέτες και οι αγώνες motocross. Δεν υπήρχε περίπτωση λοιπόν να χρησιμοποιήσω τα τελευταία μου δέκα λίτρα σε κάτι άλλο, πέρα από έναν αγώνα!

Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, όπου κολασμένα ήθελα να συμμετάσχω σε αγώνες, υπήρχε ένα και μόνο πάθος -και το έλεγαν Kawasaki KX250 του '85. Σαν αυτό με το οποίο είχε κερδίσει ο παγκόσμιος πρωταθλητής George Jobe το πρώτο supercross που έγινε στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 1985 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Είχα την τύχη να είμαι παρών σε αυτόν τον αγώνα, παρέα με τον ξάδελφό μου Μανώλη. Παρότι ήμουν μικρός, την ώρα που βρισκόμουν στην κερκίδα έκανα όνειρα για το πώς θα είναι τα πράγματα όταν θα αγωνίζομαι κι εγώ.

Η υπέροχη δίχρονη μελωδία που βγαίνει από την εξάτμιση, καθώς και το σαγηνευτικό άρωμα από το λάδι της μείξης, πλανώνονται για τελευταία φορά στην ατμόσφαιρα

 

Αυτή την ΚΧ250 που σήμερα έχει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου δεν την απέκτησα ποτέ, αλλά και δεν οδήγησα μια αντίστοιχη για να έχω μια εμπειρία. Αν μπορούσα λοιπόν να το κάνω, η τελευταία επαφή με μοτοσυκλέτα με κινητήρα εσωτερικής καύσης θα ήταν με αυτήν την πράσινη θεά. Όσο φοβερή μου φαινόταν η ΚΧ, άλλο τόσο φοβερές διαστάσεις είχε πάρει στο μυαλό μου η πίστα όπου γίνονταν εκείνη την εποχή οι αγώνες ΜΧ στο Σχηματάρι, η οποία όταν άρχισα να αγωνίζομαι είχε κλείσει. Οπότε ούτε την ΚΧ250 οδήγησα ποτέ, ούτε και στο Σχηματάρι κατάφερα να διανύσω κανένα μέτρο.

Το σκηνικό που πρέπει να στηθεί για την κατανάλωση των τελευταίων δέκα λίτρων βενζίνης που μου αντιστοιχούν, έχει ως εξής: Σάββατο πρωί στο Σχηματάρι, ετοιμάζομαι για τα δοκιμαστικά του αγώνα. Λίγο πιο κει με περιμένει η ΚΧ με number plate 247, ενώ από την άλλη μεριά βρίσκεται σταθμευμένο το αυτοκίνητο του Καρέτσου και το CR125 με το νούμερο 6. Ο Λευτέρης μόλις έχει φτάσει αγχωμένος στην πίστα, γιατί είναι φαντάρος και ο διοικητής του υπέγραψε την άδεια τελευταία στιγμή.

Ανοίγω το μπιτόνι με τα τελευταία δέκα λίτρα και ρίχνω με θρησκευτική ευλάβεια το λάδι για τη μίξη που δεν είναι άλλο από το Castrol A747, κλείνω καλά το καπάκι, όσο πιο σφιχτά γίνεται ώστε να μην χαθεί ούτε ένα γραμμάριο και αρχίζω να το κουνάω για να διαλυθεί το λάδι και έπειτα να το ρίξω στο ρεζερβουάρ.

Το σχέδιο για να έχουμε επάρκεια βενζίνης ώστε να περάσω όλες τις διαδικασίες και να φτάσω στον κυρίως αγώνα, έχει καταστρωθεί με μαθηματική ακρίβεια που θυμίζει F1. Τα πάντα γίνονται στο όριο ώστε τα καύσιμα να φτάσουν ίσα - ίσα για να περάσω τη γραμμή του τερματισμού. Άσκοπο ζέσταμα του κινητήρα και περιττές γκαζιές απαγορεύονται δια ροπάλου. Η ΚΧ μπαίνει σε λειτουργία μόνο όταν είναι να μπει στην πίστα, οπότε όταν ήρθε η ώρα για τα πρώτα ελεύθερα δοκιμαστικά, δύο λίτρα μπήκαν στο ρεζερβουάρ, ίσα - ίσα για τους πέντε γύρους γνωριμίας με την πίστα και τη δική μου προθέρμανση.

Επιστροφή στην πίστα για τα χρονομετρημένα δοκιμαστικά και ακόμα ένα λίτρο πέφτει μέσα στο ρεζερβουάρ, για να καλύψω τους τρεις γύρους που υποχρεωτικά χρειάζονται να κάνει κάποιος για να προκριθεί στον κυρίως αγώνα. Βέβαια, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των χρονομετρημένων ήμουν τόσο αργός, που οι φίλοι μου άρχισαν το δούλεμα. Είχα έτοιμη όμως τη δικαιολογία -ότι είμαι γρήγορος αλλά δεν άνοιγα τελείως το γκάζι γιατί δεν ήθελα να κάψω πολλή βενζίνη!

Η νύχτα πέρασε με πολλές σκέψεις. Δύο όνειρα είχαν εκπληρωθεί. Η οδήγηση της ΚΧ250 του '85 και ο αγώνας στο Σχηματάρι. "Δεν είναι άσχημα", σκέφτηκα, "αφού το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή δικαιώνεται όταν και τα όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα".

Το αντικείμενο του ανεκπλήρωτου πάθους, η ΚΧ250, ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή για να καταναλωθούν τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης

 

Οι ώρες περνούν γρήγορα και βρίσκομαι ήδη στην πίστα, όπου ακούω την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι η πίστα είναι ανοιχτή για το πρωινό ζέσταμα. Ακόμη ένα λίτρο βενζίνης πέφτει στο ρεζερβουάρ... Οι αγώνες ΜΧ έχουν δύο σκέλη, όμως η βενζίνη που μου έχει μείνει φτάνει με το ζόρι για ένα, οπότε χρειάζονται χειρουργικές κινήσεις στο άνοιγμα του γκαζιού, ώστε να ανταπεξέλθω και να ολοκληρώσω το τελευταίο σκέλος.

Βρίσκομαι πίσω από την μπάρα και ο αγώνας ξεκινά. Όλοι ξεχύνονται δαιμονισμένα, λυσσασμένα μέχρι την πρώτη στροφή, ενώ εγώ πάω ήρεμα και προσπαθώ να εξοικονομήσω όσο πιο πολλή βενζίνη μπορώ. Επειδή δεν έφτανε για να γεμίσω το ρεζερβουάρ, ήταν αναμφίβολο αν θα έφτανα στον τερματισμό. Πήγαινα τόσο αργά, που φτάνοντας στον τελευταίο γύρο έβλεπα αριστερά και δεξιά σταματημένους τους αντιπάλους που είχαν "μείνει" από βενζίνη, ενώ εγώ με το γνωμικό "αργά βαδίζω, ζωή κερδίζω" έφτασα τελικά πρώτος, περνώντας στην ιστορία ως ο τελευταίος νικητής σε αγώνα όπου το καύσιμο κίνησης ήταν η βενζίνη.

Τελευταίο τανγκό στο Σχηματάρι. Η οδήγηση έγινε με χαμηλό ρυθμό επιτρέποντας χορευτικές φιγούρες στον αέρα

 

Σε ένα μπιτόνι ή σε είκοσι μπουκάλια;

Του Μπάμπη Μέντη

 

Οι ερωτήσεις αυτού του τύπου, αρχικά, είναι διασκεδαστικές μέσα στις παρέες. Τι θα έκανες με το τελευταίο μπουκάλι βότκα; Πώς θα κάπνιζες το τελευταίο σου τσιγάρο; Τι θα έκανες δέκα λεπτά πριν τη συντέλεια του κόσμου; Σε κάθε περίπτωση, το τέλος είναι βέβαιο και εσύ πρέπει να αρπάξεις την τελευταία ευκαιρία που έχεις

Πάντα ξεκινάς με τα προφανή και τα εύκολα, και γι’ αυτό πιστεύεις ότι ήδη γνωρίζεις με σιγουριά ποια είναι η καλύτερη απάντηση για να τους εντυπωσιάσεις όλους. Όμως αν κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να το σκεφτείς λίγο καλύτερα πριν απαντήσεις, ανακαλύπτεις τις δυσκολίες. Θα γίνω πιο σαφής. Λατρεύω το Nurburgring και η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να κάψω τα τελευταία δέκα λιτράκια που μου αναλογούν, κάνοντας περίπου δύο ή δυόμισι γύρους εκεί μέσα, καβάλα πάνω σε μια Britten V2 1000. Μετά έκανα την παπαριά, να το σκεφτώ λίγο καλύτερα... Όπου με τρόμο ανακάλυψα ότι στο ring έχω ήδη πάει και η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι μεν αρκούντως “εξωτική”, σπάνια και οδηγικά ποθητή, όμως το ίδιο είναι και μια μοτοσυκλέτα των MotoGP ή μια Brough Superior.

Αξίζει να θυσιάσω τα δέκα ανεκτίμητα λιτράκια μυρωδάτης βενζινούλας μέσα σε μια γνωστή διαδρομή και με μια μοτοσυκλέτα που δεν είναι βέβαιο ότι είναι η καλύτερη όλων; Όχι βέβαια! Ο αρχικός ενθουσιασμός έφυγε από το πρόσωπό μου και το άγχος άρχισε να με κυριεύει. Πρέπει να σκεφτώ κάτι καλύτερο, πρέπει να βρω την καλύτερη μοτοσυκλέτα και την καλύτερη διαδρομή. Λίγο πριν φτάσω στο σημείο να έχω μέσα στο ανοιχτό στόμα μου την παγωμένη κάνη ενός περίστροφου, που θα με λύτρωνε από την απελπισία μου, δούλεψε το μπλοκαρισμένο μυαλό.

Ελπίζω η ιδέας μιας V2 με οβάλ έμβολα να εξιτάρει τη σχεδιαστική φαντασία του Massimo Tamburini

 

Η καλύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου είναι... αυτή που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμα! Άρα, τα τελευταία λίτρα βενζίνης θα τα κάψω με τη μοτοσυκλέτα που θα φτιαχτεί ειδικά για μένα. Βέβαια, το μόνο που ξέρω από μοτοσυκλέτες είναι να τις οδηγώ και μετά να γράφω αν μου άρεσαν ή όχι. Να σχεδιάζω και να κατασκευάζω μοτοσυκλέτες, δυστυχώς δεν ξέρω. Ευτυχώς όμως, ξέρω ποιοι μπορούν να με βοηθήσουν. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δεκάδες ταλαντούχοι σχεδιαστές και μηχανικοί που θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά, όμως η μοτοσυκλέτα που έχω στο μυαλό μου κάνει τα πράγματα πολύ συγκεκριμένα. Επιστρατεύστε την υπομονή σας για να με παρακολουθήσετε και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Η μοτοσυκλέτα μου θα πρέπει να είναι superbike, να πιάνει τα 300 χιλιόμετρα την ώρα και να έχει αναλογία κιλών ανά ίππο κάτω από 0,5:1. Άρα πρέπει να βγάζει τουλάχιστον 150-160 πραγματικούς ίππους και να ζυγίζει 70-80 κιλά. Επειδή όμως εδώ μιλάμε για την καλύτερη του κόσμου, ο στόχος ανεβαίνει στους 200 πραγματικούς ίππους... τουλάχιστον! Αυτό μας βοηθάει και λίγο με το βάρος που μπορεί πλέον να ανέβει στα 100 κιλά, κάνοντας πιο ρεαλιστικό το project μας. Για να βγουν αυτά τα άλογα, χρειαζόμαστε απαραιτήτως πάνω από 900 κυβικά εκατοστά και απαραιτήτως πολλούς κυλίνδρους. Θα μου πείτε ότι με έναν δίχρονο ή τη βοήθεια ενός turbo θα τα καταφέρουμε με τα μισά κυβικά, όμως δεν γουστάρω ούτε την κάπνα, ούτε το turbo-lag, οπότε πάμε αποκλειστικά για ατμοσφαιρικό τετράχρονο κινητήρα.

Η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι εξωτική, όμως η δικιά μου θα είναι το κάτι άλλο

 

Ένας V2 θα ήταν καλή ιδέα, αλλά για να βγάλει τόσα άλογα θέλει πάνω από 1.100 κυβικά. Με τόσα κυβικά και μόλις δύο κυλίνδρους, συνεπάγεται ότι ο κόφτης θα είναι το πολύ στις 12.000 στροφές. Άρα, απορρίπτεται... Ώπα! Το κάθε οβάλ έμβολο της NR είναι ουσιαστικά δύο συμβατικά έμβολα ενωμένα. Αυτό είναι! Ένας V2 από 900 έως 990 κυβικά, με οβάλ έμβολα που δημιουργούν ουσιαστικά τέσσερις θαλάμους καύσης, οπότε θα έχει την θερμοδυναμική απόδοση ενός τετρακύλινδρου -ακούγεται υπέροχη ιδέα. Φανταστείτε μόνον τον ήχο που θα κάνουν οι ελεύθερες εξατμίσεις του στις 15.000 στροφές...

Το κακό εδώ είναι ότι ο κινητήρας μας θα έχει περίπου τον όγκο και το βάρος ενός V4, αφού κάθε οβάλ έμβολο έχει δύο μπιέλες. Βέβαια, θα είναι αρκετά πιο κοντός σε μήκος από ένα V2 και εξίσου πιο στενός και ελαφρύς από έναν κλασικό V4, οπότε πάλι κερδισμένοι ήμαστε. Σε ποιον θα έπρεπε να απευθυνθώ για να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα; Μην βιαστείτε να απαντήσετε “στη Honda” διότι θα χάσετε.

Ο Domenicali είναι ο άνθρωπος που έχει τις γνωριμίες για να φτιάξει έναν αερόψυκτο κινητήρα χωρίς σύστημα λίπανσης

 

Εντάξει, από τη Honda θα πρέπει να πάρω την άδεια και τον μυστικό τρόπο κατασκευής για τα ελατήρια των οβάλ εμβόλων, όμως για τα υπόλοιπα κομμάτια του κινητήρα χρειάζομαι και κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, η κίνηση των βαλβίδων θα γίνεται μέσω δεσμοδρομικού συστήματος. Η λύση αυτή θα μας δώσει 5% λιγότερες μηχανικές απώλειες, άρα ο κινητήρας μας θα ανεβoκατεβάζει πιο ξεκούραστα τα τεράστια έμβολά του. Οι πνευματικές βαλβίδες θα ήταν μια εξίσου καλή λύση, όμως μου αρέσει το θρόισμα που κάνουν τα κοκοράκια του desmo, οπότε τις απορρίπτω χωρίς να σας ρωτήσω. Επίσης, θέλω ο κινητήρας μου να έχει άξονα με κωνικά γρανάζια για να παίρνουν κίνηση οι εκκεντροφόροι από τον στρόφαλο και οι πνευματικές βαλβίδες θα μου στερούσαν αυτή τη χαρά.

Σε αυτό το σημείο, σας υπενθυμίζω ότι το συνολικό βάρος της μοτοσυκλέτας μας δεν πρέπει να ξεπερνά το 50% της ιπποδύναμής της. Με τους δύο άξονες για την κίνηση των εκκεντροφόρων και τα διπλά κοκοράκια για κάθε βαλβίδα που χρειάζεται το σύστημα desmo, οι κυλινδροκεφαλές μας θα ζυγίζουν όσο ένας ελέφαντας -έστω και με κομμένα τα νύχια των ποδιών του. Χμ... Πρόβλημα…

Διαφωνεί κάποιος ότι οι άξονες με τα κωνικά γρανάζια για την κίνηση των εκκεντροφόρων είναι...πανέμορφοι; 

 

Το βρήκα! Θα αφαιρέσω την υγρόψυξη και τα λάδια από τον κινητήρα. Δύο-τρία κιλά ζυγίζει ένα ψυγείο με τα ψυκτικά υγρά και άλλα τόσα τα λάδια μαζί με το φίλτρο και το ψυγείο λαδιού, ξέχωρα οι αντλίες και οι μηχανικές απώλειες. Προσέξτε με λίγο, δεν είναι τόσο ηλίθια ιδέα όσο ακούγεται αρχικά. Σκεφτείτε ότι έχουμε μόνο δέκα λίτρα βενζίνης, και με την κατανάλωση ενός κινητήρα απόδοσης 200 ίππων να είναι από 17 έως 25 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα, η μοτοσυκλέτα μας θα κάνει στην καλύτερη περίπτωση 58 χιλιόμετρα πριν σβήσει, στη χειρότερη 40.

Άρα η περίπτωση να υπερθερμανθεί και να πέσει η απόδοση του κινητήρα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι εκτός πραγματικότητας. Θα μου πείτε ότι οι αερόψυκτοι κινητήρες έχουν αναγκαστικά μεγαλύτερες ανοχές, ώστε να αντιμετωπίζουν τις διαστολές των μετάλλων, αφού δεν υπάρχει σύστημα ψύξης που να περιορίζει το εύρος της θερμοκρασίας του κινητήρα. Μην στεναχωριέστε όμως, διότι ο κύριος Domenicali, στον οποίο αποφάσισα να αναθέσω την ευθύνη για τον σχεδιασμό του κινητήρα, πιστεύω ότι έχει τις κατάλληλες γνωριμίες για να μας λύσει αυτό το πρόβλημα και μαζί το πρόβλημα απουσίας λαδιού.

Ένα ζευγάρι από αυτά τα οβάλ έμβολα, θα είναι η καρδιά του κινητήρα που ονειρεύομαι

 

Πρόσφατα διάβαζα από καθαρή διαστροφή, μερικά άρθρα για τη νέα τεχνολογία Diamond Like που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία. Βασικά, η τεχνολογία αυτή υπάρχει από τις αρχές του 1950, ξεκίνησε από την προσπάθεια κατασκευής τεχνητών διαμαντιών (εξ ου και η ονομασία της) και στη βιομηχανική εφαρμογή της, χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος σκλήρυνσης των κοπτικών για τους τόρνους και τα τρυπάνια -ναι, τα γνωστά μας “διαμαντοτρύπανα”. Από τότε βέβαια έχουν προοδεύσει αρκετά τα πράγματα, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να κατασκευάσουμε μέταλλα τόσο ανθεκτικά, που να μη χρειάζεται λιπαντικό για να τα προστατεύει από τις τριβές. Αυτή τη στιγμή, μόνο μία ιταλική εταιρεία ιατρικού εξοπλισμού που κατασκευάζει τεχνητές καρδιές έχει πρόσβαση στη μυστική “συνταγή”. Όλως τυχαίως, είναι θυγατρική της Fiat. Άρα, τη μυστική “συνταγή” για έναν κινητήρα που θα δουλεύει χωρίς λάδια την κρατάει η… Fiat, η οποία έχει τη Ferrari, η οποία Ferrari συνεργάζεται στενά με τη Ducati, στην οποία Ducati αφεντικό είναι ο Domenicali.

Παθιασμένος με τις μοτοσυκλέτες, αναμφίβολα εραστής του ωραίου και σίγουρα ο κατάλληλος άνθρωπος για να χρηματοδοτήσει το project. Ένας Castiglioni θα με σώσει

 

Έχοντας λύσει το θέμα του κινητήρα, επικεντρώθηκα στα άλλα δύο προβλήματα, δηλαδή στον εξωτερικό σχεδιασμό και, το κυριότερο, στα χρήματα για να γίνουν όλα αυτά. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να φύγω από τη βόρεια Ιταλία. Μερικά χιλιόμετρα παραδίπλα από την Bologna, βρίσκεται το Varese, όπου ζει και κυρίως βασιλεύει, η οικογένεια Castiglioni. Στο βιογραφικό του, ο βιομήχανος Castiglioni έχει τη Ducati 916 και την MV Agusta F4. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωσή μας όμως, είναι το γεγονός ότι έκλεψε χωρίς να ρωτήσει το μονόμπρατσο της Honda και “έπιασε χαζούς” ολόκληρη την κυβέρνηση της Μαλαισίας, καταπίνοντας μερικά δις δολάρια από την κρατική Proton. Οπότε ο Castiglioni, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να πάρει από τη Honda την πατέντα για τα οβάλ έμβολα, να βρει λεφτά για να χρηματοδοτήσει το project, αλλά και να πείσει τον φίλο του Massimo Tamburini να σχεδιάσει μια πανέμορφη εξωτερικά μοτοσυκλέτα.

Θα μπορούσα να κάψω τα τελευταία μου λίτρα βενζίνης με μια Brough Superior SS 100, όμως αυτό θα το σκεφτούν άλλοι...

 

Τώρα φέρτε στο μυαλό σας ολόκληρη την εικόνα. Μια superbike των 200 ίππων, σχεδιασμένη από τον καλλιτέχνη Tamburini, με κινητήρα V2, oval piston, desmo, υπό την επίβλεψη του Domenicali. Μου τρέχουν ήδη τα σάλια. Πού θα το γκάζωνα το θεριό; Μάλλον κάπου στη νότια Ελβετία. Έχει φανταστικούς δρόμους η Ελβετία...

Σε περίπτωση πάντως που όλα τα παραπάνω είναι αδύνατον να γίνουν και μείνω με ένα μπιτόνι των δέκα λίτρων γεμάτο βενζίνη, έχω ήδη έτοιμη την εναλλακτική λύση: Είκοσι άδεια μπουκάλια μπίρας και μια μικρή σακούλα στουπί, μας αρκούν για έναν ικανό αριθμό μολότοφ. Σε όποιο υπουργείο κι αν τις πετάξω, χαμένες δεν θα πάνε...

 

 

Ένα λίτρο*

*(για τον Κίμωνα)

Δεν το είχε αγοράσει το BSA. Το είχε κλέψει. Μέρα μεσημέρι, το είχε κλέψει.

Φάτσα κάρτα απέναντι από το μουτζούρικο, σ’ ένα στενό νοικιάρικο σπιτάκι έμενε ο Στράτος ο Ρήγας. Το Στράτος ήτανε το όνομα του παππού και το Ρήγας κόλλησε μια και ο Στράτος τη ζωή την έβλεπε ανάλογα τη μέρα καρό, σπαθάτη ή γύφτικη. Τη μια σκόρπαγε λεφτά δεξιά-αριστερά και την άλλη με τα μάτια πρησμένα ζήταγε δανεικά. Ατέλειωτες ιστορίες που δεν κόλλησε η ντάμα στο βαλέ, δεν κόλλησε ο βαλές στην τσόχα, λεφτά ποτέ δεν κόλλαγαν στην τσέπη του.

Ξύπναγε κοντά τα μεσάνυχτα, τίναζε χέρια-πόδια σαν ακρίδα έτσι ψιλόλιγνος που ήτανε, κι έτρεχε στη λέσχη. Καβάλαγε τα σκαμπό, καβάλαγε τις γυναίκες των άλλων που κερδίζανε, μόνο τη ρημάδα τη ντάμα κούπα δεν καβάλαγε. Άχτι το ’χε. “Όλα να μου κάθονται ρε φίλε, αυτή η μαντάμ με το μάτι το τσαχπίνικο δε με γουστάρει. Δε μου κάθεται, πώς το λένε”.

Και μια μέρα του ’κατσε. Τους πήρε και τα σώβρακα. Τίναζε χέρια σαν τον Δον Κιχώτη με τη Δουλτσινέα Νταμακούπα από δίπλα, πέταγε τα χαρτιά σαν τα καρφιά, μοίραζε, μάζευε τη μπάνκα, δεν φοβόταν ούτε θεό ούτε διάολο. Το πρωί έφυγε τελευταίος. Τίγκα οι τσέπες. Μασουράκια τα λεφτά κι ένας συρφετός ρολόγια, βέρες, σταυρουλάκια, καδένες, λίγο ακόμα και θα τους είχε πάρει και κάνα δοντάκι χρυσό. Α ναι, και τη BSA. Σε μια γύρα πήγε η BSA, ούτε δεύτερη δεν μπάζωσε. Σκάρταρε το εξάρι και το οχτάρι και μόλις πήρε τα φύλλα τα χτύπησε κάτω με λύσσα “φουλ του άσσου με δυο κούκλες, τα βλέπω κύριοι”.

Την παράτησε στην αυλή ξέπνοη μέρες, βδομάδες.

”Τι κοιτάς ρε πιτσιρίκο;”. Τον γούσταρε τον Γιάννη γιατί του ‘φερνε γούρι. Τη βραδιά που του ‘κατσε η κούπα τον είχε μελετήσει. Η γειτονιά ήταν μοιρασμένη σε τρία στρατόπεδα. Από δω οι γουρλήδες, περάστε παρακαλώ, από δω οι γκαντέμηδες, μακριά κι αλάργα. Τρίτο στρατόπεδο που αν μεγάλωνε κι άλλο θα πέρναγε το Άουσβιτς, όσοι χρωστούσε. ”Τη μοτόρα κοιτάς ρε; Γουστάρεις;”

Το “γουστάρεις” το λες μέχρι και για παγωτό. “Γουστάρεις ένα παγωτό Ελενάκι;” Αυτό που ένιωθε ο Γιάννης με τη BSA δεν ήταν “γουστάρω”, ήταν στα επίπεδα μιας “θα πηδήξω επιτέλους και θα φύγουν και τα σπυράκια” ονείρωξης. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό; Και πώς να το εξηγήσεις και στον πατέρα που είχε βάλει τον Στράτο να του ορκιστεί ότι ούτε θα του την πούλαγε τη “μοτόρα” ούτε θα του τη χάριζε ούτε τίποτα: “Άσ’ τονε, τρελό κεφάλι έχει, ας μην το χει και σπασμένο”.

 

“Θα στην έδινα ρε φίλε, αλλά ο κυρ Ανέστης… αφού ξέρεις”. “Ξέρω”, έλεγε μαλακά ο Γιάννης και κοίταγε μακριά απ’ τη “μοτόρα” λες και θα την πρόδιδε να το πει κατάφατσα. Μεγαλωμένος μες στη μπλόφα ο Στράτος, τον κοιτάει μ’ ένα σατανικό χαμόγελο: “Να στην πουλήσω δεν θέλω και δεν μπορώ, άσε που δεν έχεις όχι φράγκο, ούτε φόδρα. Να στη χαρίσω θέλω αλλά δεν μπορώ, το υποσχέθηκα. Αλλά ξέρεις μια κι εμένα δεν μου κάνουν κέφι τα μοτόρια και να την κλέψει κανείς… δεν θα χάσω ύπνο, κατάλαβες;”

Ο Γιάννης τον κοίταγε σα χαζός. Δεν μπορεί… ”Εγώ τώρα την κάνω και θ’ αργήσω να γυρίσω. Ξεκλείδωτη είναι, τα κλειδάκια στη σέλα από κάτω, ποιος να τα βρει κει πέρα; Ε, και στο φινάλε αν την κλέψουν, την κλέψανε! Άντε γεια!” Άνοιξε τις ακριδοποδάρες και χάθηκε πίσω απ’ τη γωνία. Ούτε δέκα βήματα δεν είχε κάνει κι άκουσε το μεταλλικό σκούξιμο της μανιβέλας. “Α γεια σου”, είπε γελώντας. Άνοιξε το βήμα και χάθηκε στα όνειρα μιας κούπας. Μακριά πίσω του οι δρόμοι ξεχείλιζαν απ’ το ξερό κροτάλισμα της “μοτόρας”.

Τρόμος. Στο σινεμά ήταν εύκολο, ακόμα το θυμάται. Ήταν ένας τύπος με λαδωμένο τσουλούφι, όρθιο γιακά κι άφιλτρο, έκλεισε το μάτι σ’ ένα πουά κοριτσάκι που τιτίβιζε ντυμένο στα καναρινί, ανέβηκε στη σέλα, άρπαξε το γκάζι κι εξαφανίστηκε στο ηλιοβασίλεμα. Κάτω στη γαλαρία του σινεμά βουναλάκια τα σποράκια απ’ την αγωνία. Η καναρινί έμεινε με τα χέρια σφιγμένα σα τριανταφυλλάκια κι ο γιακάς τράβηξε δυο γκαζιές ακόμα αφήνοντας έναν σκοτεινό απόηχο.

Εδώ δεν ήταν σινεμά, χωρίς το σκηνοθέτη ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Είχε ξαναοδηγήσει μια φορά, το μικρό, του Βασίλη. Αυτή εδώ όμως ήταν άλλο κόλπο. Τον κοίταγε με τα κοντέρ της αριστερά-δεξιά σαν αγριοματάρες, έτρεμε, τιναζόταν, χτύπαγε με δύναμη στα σαμάρια, μούγκριζε σαν σκυλί. Έσφιξε γερά το τιμόνι, κάρφωσε τα μάτια του στην ευθεία, αριστερά και δεξιά του να περνάνε όλα όλο και πιο γρήγορα και όλο και-

Όρκο θα ‘παιρνε ότι τα μέταλλά της μύριζαν ιδρώτα.

Κοίταξε τη γριά. Πόσος καιρός ήταν που την είχε πλύνει; Οι μήνες άρχισαν να κυλάνε ξεφτισμένοι κι ασπρόμαυροι σε μια γωνιά του μυαλού του, μέχρι που ούτε ήξερε πόσο πίσω τον πήγαν. Πολύ καιρό. Έτριψε λίγο με τον αντίχειρα το μέταλλο μέχρι να γυαλίσει. Κάτω απ’ τη σκόνη ακόμα αρχόντισσα ήταν. Όσο έτριβε κι όσο τη χάιδευε με το μεγάλο σφουγγάρι με τις σαπουνάδες, τόσο λες και ένιωθε τη δύναμη στα χέρια του. Το κόκκινο αστέρι, τα ασημί φιλέτα στο ντεπόζιτο, το καπάκι της που πάντα του φαινόταν σαν μεγάλη καρδιά άστραψαν στο απομεσήμερο.

Η γρατσουνιά στο δεξί της καπάκι είχε γίνει από το τακουνάκι της δεκαεξάχρονης γάμπας της. “Πού πατάω;”. Είχε δαγκωθεί αλλά ούτε μίλησε ούτε το καπάκι του BSA άλλαξε. Και κάθε φορά που άγγιζε με τα δάχτυλά του τη χαρακιά, άκουγε τη φωνή της σαν από αυλακιά βινύλιου. Το γδάρσιμο στο αριστερό της πιρούνι ήταν από τότε που στην προσπάθεια του να την εντυπωσιάσει, κατέληξε το BSA στο μάστορα κι αυτός στην αγκαλιά ενός μουστακαλή μπακάλη που τον βοηθούσε να σηκωθεί.

Ο μπακάλης είχε κοιτάξει τη BSA κουνώντας το κεφάλι, μετά κοίταξε λοξά μ’ ένα πονηρό χαμόγελο προς το μέρος της και του σφύριξε συνωμοτικά “χαλάλι τα σίδερα”. Κι όταν τα γεροντάκια κάθονταν καμιά φορά στο λιγοστό φως στο καμαράκι, αυτή κοντά στο παράθυρο να πλέκει σιωπηλή σα μαθητούδι που κάνει την αντιγραφή, σήκωνε καμιά φορά τα μάτια της και τον κοίταγε, δυο καρβουνάκια ακόμα πυρωμένα στο μισοσκόταδο κι αυτός σκεφτόταν “χαλάλι τα σίδερα” και χαμογελούσε.

Το δέρμα στη σέλα είχε βουλιάξει στο σχήμα της, μ’ ένα βαθύ, βαρύ λακκουδάκι εκεί που ακούμπαγε τον καρπό της δυνατά και στηριζόταν πίσω του, με το κορμί γερμένο μπροστά και το πηγούνι ακουμπισμένο απαλά στον ώμο του. Άφησε το βλέμμα του να κυλήσει πάνω στο μέταλλο κι όλα ζωντάνευαν τις κινήσεις και τις ανάσες της, λες και είχε χαραχτεί μια ολάκερη ζωή στο μέταλλο, σαν γλυπτική ψυχής, σαν αποτύπωμα ερωτικό και σαν ανάσταση μνήμης.

Έβγαλε τα εργαλεία του προσεκτικά, έσφιξε τις “μπόσικες” της -που πιστές στο καθήκον τους είχαν πάρει μια βόλτα παραπέρα στο παξιμάδι κι ας ήταν σταματημένη η πριγκηπέσσα- κι έπιασε κόντρα με το χέρι κάτω απ’ σέλα σηκώνοντάς την ελαφρά, να δει αν έχει πάρει τζόγους. Το μικρό διπλωμένο χαρτάκι, προφυλαγμένο, ατόφιο, γαντζωμένο χρόνια στο σκοτάδι, έπεσε απαλά στον καρπό του. Το άνοιξε αργά, προσπαθώντας να μη λιώσει στα χέρια του. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Και τόσα άδεια χρόνια μετά το “σ’ αγαπώ” με το μεγάλο καλλιγραφικό 8 δίπλα του, σε μια μικρή αυλή, εκεί στις τέσσερις και δέκα το μεσημέρι, ο χρόνος σταμάτησε να μετράει.

Πού να την αφήσει ο πατέρας της να τη δει; Σιγά μην δώσει ο κυρ Μάρκος την πριγκηπέσα του στον γιο του Ανέστη του μουτζούρη. Στη ζούλα όλα. Μόνο η μάνα της που το τσακίρικο μάτι δεν άφηνε καρφίτσα να πέσει κάτω τα ήξερε όλα, αλλά έκανε το κορόιδο. Και πάλι όμως δεν ήταν εύκολη “η συνάντησις”. Ολόκληρη επιχείρηση στήνανε.

Έφευγε αυτή για ψώνια, κι όπως περνούσε του πάσαρε το ραβασάκι, πάντα βιαστικά γραμμένο με κομμένες ανάσες “στις 7.30 εδώ”. Αν τύχαινε και εκείνη την ώρα δούλευε εκείνος στο “μουτζούρικο”, του το άφηνε πάνω στη μηχανή. Σφηνωμένο στο τιμόνι, στη σέλα, στο τελείωμα του ντεπόζιτου. Με τη δικαιολογία μιας ανύπαρκτης φιλενάδας Στέλλας και με τις ανομολόγητα συνένοχες πλάτες της μαμάς, φτερούγιζε το σούρουπο κάτω στο δρομάκι και τον έβρισκε να την περιμένει παίζοντας πάντα με χαμόγελο το ραβασάκι στα χέρια του, καθώς άναβε τσιγάρο. Δεν του το είχε πει, αλλά στην κάφτρα του τσιγάρου στο κακοφωτισμένο στενό, της φαινόταν σαν ένας κουρασμένος άγγελος που ήρθε κι έλαμψε γι’ αυτήν.

Την αγκάλιαζε σφιχτά, παρά τις διαμαρτυρίες της για τα όρνια της γειτονιάς πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα, έβαζε μπρος τη BSA και φεύγανε. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Ναι, ήξερε πότε. Του είχε πει την άλλη μέρα με δάκρυα ότι έμεινε μόνη στο κρύο μισή ώρα (Πού ήσουν; Σε περίμενα, πού ήσουν; Γιατί-) είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται λίγο πριν εμφανιστεί η κουτσομπόλα της γειτονιάς κι αυτή του σφυρίξει φεύγοντας “απόψε, ίδια ώρα”. Κι εκείνο το βράδυ όταν ανέβηκε στη BSA κι ένιωσε τα χέρια της να τον τυλίγουν σαν κρινάκια, ξέχασε τα πάντα, όπως γινόταν κάθε φορά.

“Και τόσα μοναχικά χρόνια μετά που έφυγες”, ψιθύρισε, “μετά από τόσες καλημέρες στη φωτογραφία σου, έρχεσαι απόψε στις 8 να μου πεις το σ’ αγαπώ που δεν άκουσα”. Σαν τσίμπημα ήταν στην πλάτη. Κι η ζέστη αφόρητη. Ένιωσε το αίμα να χτυπάει δυνατά στα μηνίγγια του, το χαρτάκι γλίστρησε απ’ το χέρι του. Το αστεράκι της BSA σκοτείνιασε.

”Κι εγώ”.
Έκλεισε αργά τα μάτια, κι ούτε το εκκωφαντικό χτύπημα του φορείου στις άχρωμες πόρτες τον ξύπνησε.

Από τότε που βγήκε απ’ το νοσοκομείο είχε να τη δει τη BSA. Tα είχε απαγορεύσει ο γιατρός όλα. Aπό τηγανητά μέχρι γκάζια. Έθαψε την Εγγλέζα εκεί μέσα και δεν ξανάγγιξε κλειδί. Θα ‘χαν περάσει ίσαμε διακόσια χρόνια. Τόσα τα ‘νιωθε. Ποιος διάολος τον είχε κάνει τώρα να μπει στο υπόστεγο; Σκοτεινές γωνίες της ψυχής και αναθήματα, φτερουγίσματα νεανικά και μυρωδιές βενζίνας, χάδια μεταλλικά και νυχτερινά ουρλιαχτά, τι ήθελε κει πέρα; Ας όψεται η περιέργεια του Νάσου, του πιτσιρικά του γείτονα. Και το σκουριασμένο λουκέτο. Το κράταγε ακόμα στο ένα χέρι, στο άλλο τον φακό. Τον έστρεψε πάνω της και τα μέταλλα γυάλισαν.

“Πώς δηλαδή το περνούσατε το όριο;” ρώτησε ο Νάσος. Ο γέρος χαμογέλασε και τον κοίταξε. 16 χρονών παλικαράκι, έπιανε τη ζωή και την έφερνε τούμπα, την έλυνε στον πάγκο και την έδενε όπως ταίριαζε στον νου του.

-Απλά το περνούσαμε. Ανοίγαμε το γκάζι, ανέβαιναν τα χιλιόμετρα και το περνούσαμε.
-Και τα ηλεκτρονικά; Τα τσιπάκια; Δεν σας κόβανε; Δεν δίνανε σήμα που είστε;
-Μόνο ταμπέλες είχε δεξιά στον δρόμο που σου λέγανε την ταχύτητα. Ταμπέλες βαμμένες με το νούμερο πάνω, πόσο επιτρέπεται να πηγαίνεις. 60. 80. Εσύ αν ήθελες όμως πήγαινες 100, 120, 140. Όσα ήθελες.
-Κι εσύ το έσπαγες;
-Καμιά φορά.
-Μ’ αυτήν;
Ο Γιάννης χάιδεψε τη σέλα.
-Ναι. Μ’ αυτήν.
-Και τι είναι όλο αυτό το μεταλλικό εδώ;
-Μοτέρ.
-Τι “μοτέρ”; Δηλαδή;
-Κινητήρας, από κει παίρνει δύναμη, πώς να στο πω;
-Και φορτίζει πώς;
-Δεν φορτίζει, δεν είναι ηλεκτρικό. Με βενζίνη δουλεύει.
-Βενζίνη; Δεν απαγορεύεται αυτό;
-Ναι. Είναι παλιό, στο είπα.
-Σαν τα βενύλια που έχεις πάνω;
-Βινύλια. Ναι, κάτι τέτοιο. Κάτι τέτοιο. Σαν τα βινύλια.
Ο πιτσιρικάς τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
-Να το κάνω μια βόλτα;
-Δεν έχω βενζίνη αγόρι μου, αλλά και να είχα, είναι επικίνδυνο.
-Γιατί;
-Γιατί μπορεί να πέσεις.
-Πώς να πέσω δηλαδή; Στον δρόμο;
-Ναι, στον δρόμο. Και να χτυπήσεις.
-Καλά, κι εσείς πως τα οδηγούσατε; Δεν πέφτατε;
-Εμείς είχαμε μάθει.
-Και δεν πέφτατε ποτέ;
-Πέφταμε, πώς δεν πέφταμε.
-Και δεν χτυπούσατε;
-Ναι, αρκετές φορές. Καμιά φορά άσχημα. Καμιά φορά δεν ξανασηκωνόσουν. Ή σηκωνόσουν μισός. Ειδικά αν έτρεχες πολύ, αν έσπαγες το όριο που έλεγες πριν.
-Τότε γιατί το κάνατε;
Ο Γιάννης πέρασε αργά το χέρι του πάνω στο ντεπόζιτο.
-Γιατί μπορούσαμε.
Ο Νάσος έμεινε λίγη ώρα να τον κοιτάει.
-Μπορούμε να το βάλουμε μπροστά;
Η φωνή του γέρου του έγδαρε τον λαιμό όπως έβγαινε.
-‘Όχι. Όχι, δεν νομίζω να πάρει, όχι. Είναι παλιά, στο είπα.
-Πού έμπαινε η βενζίνη που λες;
-Εδώ μέσα.
-Και δεν μπορούμε να βρούμε;
-Δεν έχει μπαταρία. Άσ’ το, δεν θα πάρει. Είναι πολύ παλιό τώρα για να δουλέψει, όλα εδώ μέσα είναι παλιά, σκουριά είναι μόνο, άσ’ τα.
Έπιασε το στήθος του, ένιωθε ένα ξαφνικό πλάκωμα, δυνατό, σαν να έκλεινε όλη η αποθηκούλα γύρω του, όλα έρχονταν κοντά του, πάνω του, να τον πνίξουν, οι τοίχοι, τα εργαλεία, ο πάγκος, όλα πάνω του σαν τη μέγγενη, η ανάσα του κόπηκε.
-Αυτή είναι η μπαταρία; Αυτό είναι εύκολο, δίνουμε ρεύμα από δω. Τις ξέρω αυτές τις μπαταρίες, είναι παλιές.
-Δεν θα δουλέψει.
Σαν σφύριγμα βγήκε η φωνή του. Τέτοια ώρα έπρεπε να είναι καθισμένος μέσα, στην τριμμένη πολυθρόνα, στην παλιά τηλεόραση με το κανάλι 3 να δείχνει χιονάκι και το σπασμένο κουμπί του καναλιού 7 στο κοντρόλ. Mε τον αντιπαθητικό τύπο των ειδήσεων των 9, τις δήθεν χαριτωμένες ηλίθιες των διαφημίσεων και τη χιλιοειδωμένη ταινία μετά τα μεσάνυχτα. Στις παντόφλες που έχασκαν, στο λερωμένο φλιτζανάκι με τον ελληνικό. Όχι μέσα στο σκοτάδι με όλες αυτές τις θύμησες.
-Από πού παίρνει μπροστά;
Ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του σαν κάποιου τρίτου. Τη φωνή του όπως ήταν τότε, που βούτηξε μέρα μεσημέρι την Εγγλέζα και-
-Άσ’ το σε μένα.
Έψαξε καλά πίσω από τα κουρέλια. Εκεί ήταν ακόμα στο στεγανό δοχείο.
-Τι είναι; Βενζίνη; Έχεις ακόμα βενζίνη;!
 

Χωρίς να μιλήσει, μετάγγισε κρατώντας την ανάσα του περίπου ένα λίτρο στο ντεπόζιτο, κλείνοντάς το αμέσως σφιχτά. Χωρίς να κυλήσει ούτε σταγόνα. Αφήνοντας την ανάσα του να βγει δυνατά πάτησε τη μανιβέλα. Πρώτα ένας ενοχλητικός ήχος σαν τρίξιμο άρχισε να σκαρφαλώνει τους τοίχους και να τους τρυπάει τ’ αυτιά, δυνάμωσε σε ένα γρούξιμο άγριο, σαν σκυλί που το ξυπνάνε, κύλησε εφτά οκτάβες κάτω σαν να έβγαινε από πηγάδι, θυμωμένος και παλιός σαν τα βινύλια που άρχισαν να παίζουν στο μυαλό του, μέχρι που καταλάγιασε σ’ ένα δυνατό δωδεκάμετρο στακάτο μπάσο.

Χούφτωσε το γκάζι με λαχτάρα, σαν τον πιτσιρίκο που θα τον σταματούσανε απ’ το να βουτήξει τα χέρια στο γλυκό, κι η Εγγλέζα ρούφηξε λαίμαργα τη βενζίνα. Ο Νάσος έγειρε πίσω το κεφάλι και φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε, κι άρχισαν κι οι δυο να γελάνε δυνατά χωρίς κανέναν μα κανέναν λόγο. Και τότε το ‘ξερε ότι σε πείσμα του παρουσιαστή των 9, σε πείσμα της τριμμένης πολυθρόνας, σε πείσμα του πόνου στα κόκαλά του και σε πείσμα της κάθε συνταγής γιατρού τρεις-φορές-τη-μέρα, ήθελε να κάνει ακόμα μια βόλτα. Να παίξει για άλλη μια φορά μουσική στην εθνική. Κοίταξε τον πιτσιρικά. “Κράτα γερά και μη φοβάσαι. Πάμε.”

Χάιδεψε γλυκά την Εγγλέζα κι άνοιξε γκάζι αργά, απολαυστικά, μέχρι τέρμα, μέχρι να τρέμει ολόκληρη. Τελικά μερικά πράγματα δεν τα ξεχνάς ποτέ. Όπως τα τραγουδάκια του δημοτικού.
Hey hey ma’, said the way you move, gonna make you sweat, gonna make you groove”…
Έτσι.
Σαν παλιό βινύλιο.
Λύκος