Kawasaki: Κατασκευάζει το πρώτο τάνκερ υγροποιημένου υδρογόνου! Το τεράστιο όφελος για το μέλλον της μοτοσυκλέτας

Ο «Δρόμος του Υδρογόνου» από την Kawasaki
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

2/1/2020

Η Kawasaki μας φέρνει πιο κοντά σε μία οικονομία υδρογόνου, από μία οικονομία με βάση το πετρέλαιο όπως είμαστε τώρα. Κι αυτό έχει άμεσο ενδιαφέρον για την ελληνική οικονομία πρώτα, κι έπειτα για όλους τους μελλοντικούς μοτοσυκλετιστές!

Στο editorial του τεύχους 602 Ιανουάριος 2020 που μόλις κυκλοφόρησε, διαβάζετε για «τα ηλεκτρικά που καίνε βενζίνη» και την σημασία που έχει για το μέλλον -όχι το άμεσο- το υδρογόνο. Κάτι που πρώτη φορά γράφαμε πριν από δέκα χρόνια στο ΜΟΤΟ.

Πρωτοπόρος στον τομέα της ναυτιλίας, εξειδικευμένη στην κατασκευή δορυφόρων και εξαρτημάτων αεροσκαφών, με καινοτομίες στις αμαξοστοιχίες, η Kawasaki έχει ένα τεράστιο έργο και είναι γνωστή στο ευρύ κοινό μονάχα από το μικρότερο, το απειροελάχιστο επιχειρηματικό κομμάτι της. Τον τομέα της αναψυχής, όπως η ίδια ονομάζει το τμήμα μοτοσυκλέτας, τα ATV και τα Jet Ski, κι αυτό λέει πολλά για τον τρόπο που αντιμετωπίζει -και κατασκευάζει- τις μοτοσυκλέτες.

Στον ευρύτατο τομέα δραστηριοποίησής της, περιλαμβάνονται η παραγωγή και η διαχείριση της ενέργειας, ξεκινώντας από τους κινητήρες για εργοστάσια παραγωγής μέχρι τις σωληνώσεις μεταφοράς. Σχεδιάζει και κατασκευάζει εργοστάσια για άλλους, ρομποτικές και συμβατικές εργαλειομηχανές και ο κατάλογος αρχίζει να ξεφεύγει από αυτό που μας ενδιαφέρει αυτή την στιγμή: Τον πρώτο τρόπο μαζικής μεταφοράς υδρογόνου!

Με βάση τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς πως η Kawasaki είναι η πλέον κατάλληλη, για να κατασκευάσει το πρώτο τανκερ που μεταφέρει υγροποιημένο υδρογόνο στους -253οC! Αυτή την στιγμή η ανθρωπότητα αναζητά τον αποτελεσματικότερο τρόπο αποθήκευσης του υδρογόνου. Μπορεί να είναι το στοιχείο με την περισσότερη αφθονία στο σύμπαν, αλλά δεν του αρέσει να μένει μόνο του δημιουργώντας ισχυρούς δεσμούς. Δεν το συλλέγεις αλλά το παράγεις και μετά ψάχνεις τρόπους να το αποθηκεύσεις. Μέχρι τώρα η μαζική του μεταφορά ήταν αδύνατη. Η Kawasaki το αλλάζει αυτό.

Στους -253οC το υδρογόνο υγροποιείται και συμπιέζεται κατά 1/800 καθιστώντας την κρυογονική θερμοκρασία συμφέρουσα. Στον τομέα της ναυτιλίας δεν αποτελεί έκπληξη ούτε είναι παντελώς άγνωστες οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) που επίσης μεταφέρεται με τεράστια τάνκερ, απαιτεί -162οC για να φτάσει σε κατάσταση υγρού από αέριο και η διαδικασία συντήρησης αυτής της θερμοκρασίας σε τεράστια τάνκερ, έχει τελειοποιηθεί.

Σχεδόν άλλους εκατό βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν, δεν φτάνεις εύκολα κι ας κατέχεις την τεχνολογία για τους πρώτους εκατό πενήντα. Για αυτό και η Kawasaki αναγκάστηκε να φτιάξει την πρώτη βιομηχανική μονάδα υγροποίησης υδρογόνου της Ιαπωνίας.

Μικρότερες εγκαταστάσεις υπήρχαν και υπάρχουν στην Ιαπωνία και σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως τώρα η Kawasaki φέρνει την πρώτη βιομηχανικής παραγωγής, με δυνατότητα υγροποίησης πέντε τόνων υδρογόνου ημερησίως.

Κάπου εδώ μπαίνει και λίγο από μοτοσυκλέτα στην ιστορία, μιας και οι άνθρωποι που σχεδίασαν τις φτερωτές, είναι οι ίδιοι πίσω από την υπερτροφοδότηση με το πλανητικό κιβώτιο στα H2R και H2!

Πώς αλλιώς θα φορτώσεις το πρώτο τάνκερ στον κόσμο, αν δεν έχεις και το πρώτο εργοστάσιο; Η Kawasaki λοιπόν έφτιαξε ήδη το εργοστάσιο και αυτή την στιγμή ναυπηγείται και το τάνκερ.

Kawasaki: «Είμαστε πολύ κοντά σε μία κοινωνία όπου χρησιμοποιούμε το υδρογόνο στην καθημερινότητα μας»

Βασισμένη στην τεχνογνωσία του υγροποιημένου φυσικού αερίου, η Kawasaki κατασκευάζει το LH2 τάνκερ της με ιδιαίτερη προσοχή ώστε να ανταπεξέλθει στην πρόκληση. Χρειαζόταν άλλους 91οC κάτω από το μηδέν, ενώ μόλις με μικρές διακυμάνσεις στην θερμοκρασία το υδρογόνο εξατμίζεται. Κατάφερε όμως να πάρει έγκριση από τον IMO, τον παγκόσμιο οργανισμό ναυτιλίας για το σχέδιο και τις λύσεις που πρότεινε.

Πάμε στο κομμάτι που αφορά την ελληνική οικονομία. Το υδρογόνο μπορεί να παραχθεί με ένα σωρό τρόπους, όμως ένας αποδοτικός αυτή την στιγμή είναι να χρησιμοποιηθεί ο γνωστός λιγνίτης. Όχι όμως καίγοντάς τον όπως κάνουμε τώρα, αλλά ατμοποιώντας τον παγιδεύοντας τα βλαβερά παράγοντα και κρατώντας το πλούσιο υδρογόνο που απελευθερώνει η διαδικασία.

Στην φωτογραφία: Η πρώτη βιομηχανική μονάδα υγροποίησης υδρογόνου της Ιαπωνίας

Δεν είναι απλή διαδικασία, όμως κι αυτή έχει τελειοποιηθεί από πολλές εταιρίες ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους και η Kawasaki. Ο λιγνίτης είναι δύσκολο να μεταφερθεί, πρώτα γιατί η μικρή του πληρότητα σε άνθρακα απαιτεί την επεξεργασία τεράστιων ποσοτήτων κι άρα η παραγωγή πρέπει να γίνεται επί τόπου, κι έπειτα  γιατί συμπιέζοντάς τον μπορεί να δημιουργηθούν σπινθήρες, το τελευταίο δηλαδή πράγμα που θέλεις να δεις σε ένα πλοίο, τρένο κτλ… Στην Σαχάρα μεταφέρεται σε τεράστια τρένα με ανοικτά βαγόνια, εκεί που η αφθονία χώρου και η έλλειψη του ανθρώπινου στοιχείου απλοποιεί τις διαδικασίες.  

Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ο λιγνίτης αφθονεί και η καύση του πρόκειται να σταματήσει. Η τεχνολογία της Kawasaki είναι ο τρόπος για να συνεχίσει η εκμετάλλευσή του χωρίς τις βλαβερές επιπτώσεις στο περιβάλλον, παράγοντας υδρογόνο.

Ας κάνω εδώ μία σημαντική διευκρίνηση: Το υδρογόνο δεν είναι πηγή ενέργειας, όπως το πετρέλαιο. Είναι όμως ενεργειακό νόμισμα.

Χρειάζεσαι ενέργεια για να αποκτήσεις το υδρογόνο, ενέργεια για να το μεταφέρεις, κι ενέργεια για να το αποθηκεύσεις. Όταν όλα αυτά όμως έχουν μικρότερο άθροισμα σε κατανάλωση και κόστος, τότε αρχίζει να γίνεται συμφέρουσα η χρήση του.

Η Kawasaki έχει έτοιμες τις λύσεις και έχει ήδη κατασκευάσει τις μονάδες αποθήκευσης του υγροποιημένου υδρογόνου, τις δεξαμενές φύλαξης, το σύστημα μεταφοράς και τον τρόπο της χρήσης του.

Στην Αυστραλία αυτή την στιγμή υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα λιγνίτη από το οποίο παράγουν υδρογόνο. Με το νέο τάνκερ θα το μεταφέρουν στην Ιαπωνία και όλο αυτό είναι ήδη προτιμότερο από τις παραδοσιακές μεθόδους, πλην της πυρηνικής ενέργειας, από την οποία όμως απομπλέκονται οι Ιάπωνες.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για εμάς, είναι πως η Kawasaki έχει φτιάξει κάτι ακόμη, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για το μέλλον της μοτοσυκλέτας. Έχει εξελίξει τον τρόπο να χρησιμοποιείται το υδρογόνο στους κινητήρες εσωτερικής καύσης. Το υδρογόνο καίγεται επτά φορές ποιο γρήγορα από την βενζίνη. Η BMW έχει εδώ και δέκα χρόνια αυτοκίνητο με κινητήρα εσωτερικής καύσης που καταναλώνει υδρογόνο. Το ρεζερβουάρ βέβαια της συγκεκριμένης BMW έχει τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη των δορυφόρων στο διάστημα και κοστίζει όσο μερικές εκατοντάδες συμβατικά αυτοκίνητα στην σειρά, άρα είναι μη εφικτό να υπάρξει εμπορική χρήση. Με την τεχνολογία της Kawasaki για καλύτερη χρήση στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, και όλα τα προβλήματα λυμένα για την παραγωγή, μεταφορά, αποθήκευση κτλ, μένει ένα και μόνο πράγμα για να φτάσουμε στο όραμα της Kawasaki και πολλών ακόμη, μαζί και το δικό μας, δηλαδή μία οικονομία που να βασίζεται στο υδρογόνο. Εκεί που θέλουμε εκτός από ηλεκτρικά οχήματα με κυψέλες καυσίμου, να υπάρχουν και μοτοσυκλέτες με κινητήρες εσωτερικής καύσης που θα καταναλώνουν υδρογόνο. Το μόνο που λείπει από την εξίσωση είναι το κατάλληλο ρεζερβουάρ, και δυστυχώς απέχουμε πολλές δεκαετίες μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Τα ηλεκτρικά οχήματα θα είναι το ενδιάμεσο βήμα μέχρι τότε…

Η Kawasaki ασχολείται σοβαρά με το υδρογόνο ως το καύσιμο του μέλλοντος, ονομάζει το πλάνο της «Δρόμο του Υδρογόνου» και οραματίζεται μία κοινωνία που συλλέγει και παράγει ενέργεια με πολλούς τρόπους, αποθηκεύοντάς την με την μορφή υδρογόνου. Το τάνκερ αυτό, είναι ένα ακόμη βήμα προς την υλοποίηση αυτού του οράματος, και στο να δούμε οχήματα όπως τα ξέρουμε τώρα, οχήματα που κάνουν «βρουμ-βρουμ» και «μπράου-μπράου» και βγάζουν σκέτο νερό από τις εξατμίσεις τους…

Ετικέτες

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!