Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix

 

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Ένα Honda CRF300 Rally σκαρφαλώνει στην κατάταξη του Greece Rally!
Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

30/9/2024

Χωρίς εμπειρία από παρόμοια διοργάνωση και οποιοδήποτε άλλο Rally, ο αναγνώστης μας Χάρης Παπαγεωργίου μας στέλνει τις εντυπώσεις του από την συμμετοχή του στο μεγάλο αυτό Rally όπου συμμετείχαν μόλις 4 Έλληνες μέσα σε πάνω από 70 ξένους αναβάτες.

Καθημερινά είχαμε ανταπόκριση από αυτόν τον σημαντικό για την Ελλάδα πολυήμερο αγώνα, έναν από αυτούς που τοποθετούν την χώρα μας στον χάρτη αντίστοιχων εκδηλώσεων. Τώρα όμως έχει έρθει η ώρα να δούμε πώς ήταν από μέσα η όλη διαδικασία της συμμετοχής, οι δυσκολίες για έναν αναβάτη που θα ήθελε να πάρει μέρος και εκείνος στο μέλλον, καθώς και το μοίρασμα των διαδρομών και της απαιτητικότητας τους. Χωρίς να αλλάξουμε το παραμικρό από τα λεγόμενα του αναγνώστη μας, κείμενο του οποίου έχουμε φιλοξενήσει και στην έντυπη έκδοση, απολαύστε πώς είναι να παίρνεις μέρος στο Greece Rally:

 

Του Χάρη Παπαγεωργίου

Οι εντυπώσεις ενός καθημερινού μοτοσυκλετιστή από το GREECE RALLY 2024

Θα μου πείτε «καλά ρε φίλε, ποιος καθημερινός μοτοσυκλετιστής συμμετέχει σε rally;». Έλα τώρα, πες μου ότι ποτέ δεν έχεις φανταστεί τον εαυτό σου να τρέχει σε πίστα και να παίρνει την εσωτερική στον Μάρκο; ή να προσπερνάει σούζα τον Τόμπι κάπου στους αμμόλοφους; Έτσι κι εγώ, μόνο που μια μέρα πήρα την απόφαση να το δοκιμάσω. Ήταν μερικά χρόνια πριν που είπα να κάνω την καινούρια μου Africa Twin λίγο πιο rally και ζήτησα από τον Doc να τρέξω μια διαδρομή στο Greece Rally και πήρα την αποστομωτική απάντηση «πας καλά;» εννοώντας ότι ρε φίλε δεν είσαι ο Pol Tarres. Ένα χρόνο αργότερα πήρα το καινούριο μου CRF300Rally, που μόνο Rally δεν είναι έτσι όπως έρχεται από την Ταϊλάνδη, και μου έδωσε το πράσινο φως να δοκιμάσω τον πρόλογο του Greece Rally 2022 στην Βέροια. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλύτερο από τις προσδοκίες μου, δεδομένου ότι κατάφερα να τελειώσω κάπου στην μέση της κατάταξης με ένα μοτοσυκλετάκι μαμά, μπροστά από καθαρόαιμα. Ήταν λοιπόν να μην γίνει η αρχή, το CRF ξεκίνησε εντατική δίαιτα, του φορέθηκαν σωστές αναρτήσεις και ελαστικά και ήταν έτοιμο να πάρει εκκίνηση στο περσινό Greece Rally, περισσότερο σαν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι ακόμη και με αυτό θα μπορούσα να περάσω καλά και να τελειώσω έναν πολυήμερο εξαντλητικό αγώνα. Να μην τα πολυλογώ, ένας Σέρβος είχε διαφορετική άποψη και κάνοντας αναστροφή πάνω σε διπλή γραμμή με έκανε Νίντζα μετά από στενή επαφή τρίτου τύπου με την πόρτα του Βολκσβάγκεν του, οπότε η συμμετοχή μου πήρε ένα χρόνο παράταση. Και ήρθε το σωτήριον έτος 2024 με τα Ιωάννινα να είναι ουσιαστικά το πρώτο μέρος που θα γινόταν το όνειρο μου πραγματικότητα και θα συμμετείχα σε όλο το Greece Rally 2024 στην κατηγορία Rally Challenge, που απευθύνεται σε αναβάτες χωρίς αγωνιστική άδεια. 

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Αν το Μιτσικέλι, η Πίνδος, τα Τζουμέρκα σας λένε κάτι, τότε πιστέψτε με, το Greece Rally 2024 ήταν άλλη μια εξαίρεση στον κανόνα ότι η τρέλα δεν πάει στα βουνά. Πάει και πάρα πάει, γιατί εκτός από μένα στην γραμμή της εκκίνησης βρέθηκαν πολλοί ακόμη με μοτοσυκλέτες που όταν τις σχεδίαζαν, ποτέ δεν υπολόγιζαν ότι μια μέρα κάποιος θα τις τρέξει σε rally, π.χ. BMW R1250GS, KTM 1290Super Adventure, Yamaha Tenere 700, αλλά επίσης και ένα F900GS με το οποίο έτρεξε ο δικός μας Βασίλης Μπούδρος και ένα Royal Enfield Himalayan 450 με τον Χρήστο Πελούση, όπως έχετε ήδη ενημερωθεί από τις σελίδες του περιοδικού. Να κι εγώ δίπλα τους με την ταπεινή Ταϊλανδεζα μου και φανερά στρεσαρισμένος όταν έβλεπα όλες τις προετοιμασίες των υπόλοιπων αγωνιζομένων και των μηχανικών τους, ενώ εγώ είχα μια τσάντα με τον εξοπλισμό μου κι ένα κασελάκι με κάτι εργαλεία, φίλτρα, λάδια, κλπ., έτσι για να υπάρχουν. Εδώ επίσης να τονίσω ότι ήμουν ο μοναδικός με Honda στην εκκίνηση κι ένιωθα ένα άγχος ότι πρέπει να κρατήσουμε ψηλά το ανάστημά μας απέναντι σε όλα αυτά τα KTM, Husqvarna, Gasgas και καναδυό ευρωπαϊκά ακόμη.

Royal Enfield Himalayan 450 - Το πρώτο που θα τρέξει σε αγώνα FIM είναι "ελληνικό"!

Πρώτη μέρα και ο πρόλογος είναι μια μικρή διαδρομή 35χλμ πίσω από το Μιτσικέλι. Στο χάρτη φαίνεται παιχνιδάκι κι έτσι μου φαίνεται στην αρχή, σαν μια χαλαρή βόλτα σε χωματόδρομο. Τουλάχιστον μέχρι ο δρόμος να κατέβει στο ποτάμι και να αρχίσει το πανηγύρι. Ξέρω, οι περισσότεροι εντουράδες θα γελάνε αλλά εγώ σαν απλός καθημερινός μοτοσικλετιστής έχω ένα θέμα με τα περάσματα μέσα από θολά λασπωμένα νερά και πελώριες γλιστερές κροκάλες και βράχους.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Φυσικά και κόλλησα στο ίδιο σημείο που ένας ολλανδός πριν από μένα είχε κολλήσει με το Super Adventure και όσο και να έλεγα μέσα μου «μην πας από κει, μην πας από κει» τελικά εκεί πήγα. Κι αν δεν ήταν ο Ντέιβ, άλλος ένας πάνω από 2 μέτρα μπόι ολλανδός για να αρπάξει με το ένα χέρι το CRF από το πιρούνι και να το βγάλει από την γούρνα, ακόμη εκεί θα ήμουν. Φυσικά και κατέληξα δεύτερος …από το τέλος στην κατηγορία μου και το ηθικό μου να έχει πάει περίπατο.

Greece Rally 2024, 7η μέρα, επίλογος - 4ος στην τελική κατάταξη, και 1ος στα δικύλινδρα ο Βασίλης Μπούδρος με το F 900 GS!

Τη δεύτερη μέρα τέλειωσαν τα παιχνίδια. Η ειδική διαδρομή των 240 χλμ. μέσα από τα βουνά της Πίνδου, περνούσε από μέρη που έχετε διαβάσει σε MEGA TEST στο MOTO, όπως το Ανήλιο, η Μηλιά, το Μικρολίβαδο, η Βοβούσα και είχε στο μενού λάσπη, πολλή λάσπη. Κι εκεί που κάπως εξοικειώθηκα με τα ατελείωτα γλιστρήματα, είδα ένα κράνος στην άκρη του δρόμου, βασικά στην άκρη της λάσπης, και λίγο παρακάτω άλλος ολλανδός με το 1250GS ξάπλα να έχει κρεμάσει τον μπροστινό τροχό από το γκρέμνι και να αντιστέκεται στη βαρύτητα μόνο και μόνο επειδή ο δεξιός κύλινδρος είχε ρίξει θεμέλια μισό μέτρο μέσα στη λάσπη. Συνέχισα να πάω να φωνάξω τον Ντέιβ κι άλλους δυο-τρεις, αν κι εγώ περίμενα ότι θα χρειαστεί γερανό για να βγει από εκεί. Με τα πολλά, τελείωσα 6ος, αλλά πιστεύω ότι περισσότερο ήταν από τύχη. Α, και φυσικά έφαγα και την πρώτη μου σαβούρδα, όχι στη λάσπη αλλά περνώντας από ένα ρυάκι με κροκάλες, που νόμιζα ότι έχω 3η και πήγα να κατεβάσω, αλλά ήταν 2α, μπήκε η νεκρά, κι έμεινα ξεκρέμαστος και σταματημένος να ψάχνω πάτημα, που φυσικά δεν βρήκα και ξαπλώσαμε λίγο να ξαποστάσουμε με το CRF. Ο δεξής μου ώμος βέβαια θα προτιμούσε να ξάπλωνα πιο χαλαρά.

https://www.motomag.gr/news/ypoloipa-protathlimata/greece-rally-2024-7i-mera-epilogos-4os-stin-teliki-katataxi-kai-1os-sta

Η τρίτη μέρα θα ήταν υποτίθεται πιο χαλαρή γιατί οι δυο ειδικές διαδρομές ήταν μόνο από 133 και 42 χλμ., αλλά μαζί με τις συνδετικές έφταναν τα 294. Θα ήταν και η πρώτη μέρα του marathon stage, που σημαίνει ότι θα περνούσαμε από Βοβούσα, Περιβόλι, Αβδέλλα, Βασιλίτσα, Πρόσβορο για να καταλήξουμε κοντά στο Δοτσικό, από εκεί συνδετική μέσω του χωριού μου, της Χρυσαυγής Βοίου, στάση στην πλατεία για να ξαποστάσω κάτω από τον πλάτανο και να χαιρετήσω τους λιγοστούς συγχωριανούς, πέντε είδα όλους κι όλους. Μετά συνεχίσαμε προς Γρεβενά για να μπούμε στον Βενετικό ποταμό, να ξαναβγούμε, να ξαναμπούμε, και κάποια στιγμή να τελειώσει ο εφιάλτης με τις κροκάλες, τα νερά, την άμμο και τις πέτρες κάτω από τα Μετέωρα. Διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο της Καλαμπάκας που είχε αρκετά αστέρια και μας κοιτούσαν όλους παράξενα με τη λασπούρα και τη σκόνη από την κορφή ως τα νύχια. Τελείωσα την ημέρα στην 7η θέση, και διατήρησα την 6η θέση γενικής, που θα ήταν 4η αν δεν έτρωγα 1 ώρα και 28 λεπτά ποινή για …τρέξιμο. Ναι, λοιπόν, αυτό είναι κάτι που δεν ήξερα, μπορείς να φας ποινή αν έχεις τα όρια ταχύτητας γραμμένα στις λασπωμένες μπότες σου, ακόμα και σε rally! Α, και να μην ξεχάσω, ο οδοντογιατρός μου στέλνει ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Doc για το τελευταίο ανηφορικό (βλ. σχεδόν κάθετο) κομμάτι με τα baby heads κάτω από τα Μετέωρα, δεν έμεινε ούτε ένα σφράγισμα στη θέση του.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Η δεύτερη μέρα του marathon stage και τέταρτη συνολικά, θα ήτανε μια χαλαρή διαδρομή είπε ο Doc, αλλά μάλλον κάνεις δεν τον πίστευε πλέον. Με 165 χλμ. ειδικής που θα περνούσε από τον Κόζιακα, μέσω Κρανιάς, Μηλιάς, Κατάφυτου, κάπου εκεί κουράστηκε η Ταϊλανδέζα και μου είπε εγώ θα την πέσω εδώ στις λάσπες να κοιμηθώ, θες να ξαπλώσεις μαζί μου; Αμ δε! Κατάφερα να μείνω στα πόδια μου αλλά για να την σηκώσω μέσα στη λάσπη με υφή μερέντας δεινοπάθησα! Μετά θα ανεβαίναμε πάνω στον Μπάρο, που δεν περίμενα να κάνω ποτέ το πάσο με αυτή τη μοτοσυκλέτα και με τα όρια ταχύτητας στο νου μου, και θα καταλήγαμε στο Συρράκο. Εκεί έκανα το λάθος να φάω μια μπριζόλα κι ένα σαγανάκι αντί για τις μπάρες δημητριακών και πρωτεϊνών, και μετά στροφιλίκι, χαλίκι, άσφαλτος, κι άλλο στροφιλίκι, για να γυρίσουμε στη βάση μας στα Γιάννενα. Έπεσα στην 9η θέση, με αντίστοιχη πτώση μια θέση στην 7η γενικής, γιατί η κούραση είχε αρχίσει να κάνει έντονη την παρουσία της, αλλά τουλάχιστον δεν έφαγα ποινή για υπερβολική ταχύτητα.

Την πέμπτη μέρα μας περίμεναν δυο ειδικές διαδρομές, η πρώτη 93 χλμ. μέσω Ζαλόγγου και χωρίς να χρειαστεί να χορέψουμε τον διάσημο χορό μας έφερε στην Ηγουμενίτσα. Εκεί θα είχαμε μιάμιση ώρα για να φτάσουμε στην αρχή της δεύτερης ειδικής διαδρομής 17 χλμ. παραλιακά στα Πλατάρια. Είχα πάρει μαζί μου και μαγιό, γιατί έβγαλε και λίγο ζέστη, και σκεφτόμουν να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα, αλλά όταν σκέφτηκα το βάλε - βγάλε όλου του εξοπλισμού, άλλαξα γνώμη. Μας περίμενε και η επιστροφή μέσω ειδικής 102 χλμ. και είπα καλυτέρα να γυρίσω και να κάνω βουτιά στην πισίνα του ξενοδοχείου στα Γιάννενα. Και καθώς είχα εξοικειωθεί με τα όρια ταχύτητας και οι διαδρομές ήταν σχετικά ανοιχτές, κατάφερα όχι μόνο να μην φάω ποινή αλλά και να κερδίσω δυο θέσεις τελειώνοντας 7ος και να ανεβώ στη 6η θέση γενικής στην Rally Challenge.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Επίσης, κατάφερα να φάω άλλη μια σαβούρδα, ίδια κατάσταση με την προηγουμένη να μείνω ξεκρέμαστος με νεκρά σε ανηφορική φουρκέτα με κάτι κοτρόνες να, και φυσικά να πέσω πάλι πάνω στον δεξί μου ώμο.

Η έκτη και προτελευταία ημέρα του rally θα μας πήγαινε μια βόλτα προς Δωδώνη. Τα 132 χλμ. της ειδικής θα ξεκινούσαν από την Ολυμπιάδα και θα μας περνούσαν από Βαγενίτη, Λυκόστανη, Άγιο Χριστόφορο, Χινκά, Κουμαριά, μετά θα ανεβαίναμε ψηλά πάνω από τη Δωδώνη και με καταπληκτική θεά στο αρχαίο θέατρο θα κατηφορίζαμε προς το Μαντείο, για να επιστρέψουμε μέσω Καστανιανής και Λύγγου στην Πεδινή για το τέλος της ειδικής κι από εκεί στα Ιωάννινα. Το πρωί είχα μια αδιαθεσία από το στομάχι και ένα μήνυμα από το σπίτι ακριβώς την ώρα της εκκίνησης, ότι η Μάρα η σκυλίτσα μου είναι κι αυτή αδιάθετη, δεν βοήθησε την κατάσταση. Αποτέλεσμα να μην μπορώ να συγκεντρωθώ, να μην μπορώ να βρω τον ρυθμό μου, να φάω άλλα 11 λεπτά ποινή για ταχύτητα εκεί που δεν πρέπει και να καταλήξω την ημέρα στην 9η θέση. Ευτυχώς η διαφορά πλέον από τον επόμενο είχε φτάσει σχεδόν 2 ώρες οπότε παρέμεινα  6ος overall.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Έφτασε λοιπόν η έβδομη και τελευταία ημέρα του αγώνα, με 110 χλμ. ειδικής στο Ζαγόρι. Η κούραση και ο πόνος πλέον ήταν στο μενού από το πρωί, αυτή τη φορά είχαμε και ποτάμι, το ίδιο με την πρώτη μέρα αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήξερα ότι αυτό θα με καθυστερούσε, οπότε το πήρα χαλαρά και είπα να απολαύσω τη διαδρομή, έτσι κι αλλιώς, ο στόχος μου ήταν πλέον να τερματίσω, κι όχι να κυνηγήσω κάποια καλύτερη θέση στην κατάταξη. Ήδη στο ποτάμι κατάφερα να φτάσω πολλούς που είτε κόλλησαν είτε έπνιξαν τις μοτοσυκλέτες τους, και μετά σκαρφαλώνοντας προς το Σκαμνέλι μέσω Γυφτόκαμπου, με έναν ψιλοτουριστικό ρυθμό απολάμβανα την επιβλητική θεά από τα σχεδόν 2000 μέτρα υψόμετρο και με τις κορυφές να υψώνονται άλλο μισό χιλιόμετρο πάνω από το κεφάλι μας. Κάπου εκεί πήραμε την κατηφόρα προς το πανέμορφο και γραφικό Τσεπέλοβο, όπου και τέλειωσε η χρονομετρημένη ειδική διαδρομή.

Αυτή την φορά δεν έκανα το ίδιο λάθος και άφησα τους άλλους να απολαμβάνουν τα ψητά τους κι εγώ συνέχισα γιατί ήμουν σίγουρος πως ο Doc θα μας είχε ακόμη μερικές εκπλήξεις στη διαδρομή της επιστροφής. Και όντως, πρώτα έπρεπε να κατέβουμε κάτι κακοτράχαλους «δρόμους» κομμένους από ρυάκια και χαντάκια, μετά να ξανανέβουμε στα σχεδόν 1500 μέτρα πάνω από τα Γιάννενα, σε ένα μέρος που πάνε και πετάνε paragliding, για να κατέβουμε ένα φαρδύ μονοπάτι σχεδόν ευθεία κάτω, στρωμένο με κάνα μέτρο σαθρή κοτρόνα, που ήθελε πολύ προσοχή, γιατί ο γκρεμός καραδοκούσε, και paragliding με μοτοσυκλέτα και χωρίς φτερό δεν λέει. Περιττό να σας πω ότι πετούσα από την χαρά μου όταν πάτησα άσφαλτο λίγο παραδίπλα από την λίμνη. Όταν έφτασα πλέον στο bivouac, απλά πέταξα από πάνω μου κράνος κι εξοπλισμό, άρπαξα μια κρύα βαρελίσια μπύρα και βούτηξα στην πιο κρύα πισίνα. Ότι έφτασα 8ος εκείνη τη στιγμή ουδόλως με ενδιέφερε.

Δεν μπορώ να περιγράψω την χαρά μου ότι κατάφερα να φτάσω ως τον τερματισμό! Το μικρό Honda, μπορεί να κούρασε με το έξτρα βάρος σε σύγκριση με τα καθαρόαιμα και τις rally μοτοσυκλέτες, μπορεί τις αναρτήσεις να μην κατάφερα ακόμη να τις ρυθμίσω για να μου ταιριάζουν γάντι, μπορεί να μην έχει τη δύναμη ούτε από τα μεγάλα adventure bikes αλλά ούτε καν από τα ποιο μικρά εντουράκια, παρόλα αυτά με έβγαλε ασπροπρόσωπο και με έφερε στο τέλος του Greece Rally μπροστά από κάτι KTM EXC 350, Husqvarna TE 350 και FE 501, Gas Gas EC 500, και φυσικά BMW R1250GS και KTM 1290 Adventure R, στην ανέλπιστη 5η θέση της κατηγορίας Rally Challenge!

​  Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Με ρωτάτε αν θα το ξανάκανα; Εννοείται, τι ερώτηση είναι τώρα αυτή. Αφήστε με μια βδομάδα να κοιμηθώ και ξαναπάω! Απλά αφού κέρδισα το στοίχημα με τον εαυτό μου και με όλους αυτούς που κοιτούσαν με μισό μάτι το CRF 300 Rally, θέλω την επόμενη φορά να αγωνιστώ με μια κανονική off-road μοτοσυκλέτα, όχι τόσο για το κυνήγι μιας καλύτερης θέσης, αλλά πιστεύω ότι θα είναι ακόμη μεγαλύτερη απόλαυση σε συνδυασμό με πολύ λιγότερη κούραση.

Με ρωτάτε αν θα μπορούσατε να το κάνετε κι εσείς; Φυσικά, κι εγώ είμαι το παράδειγμα προς μίμηση. Θα χαιρόμουν πολύ αν στο επόμενο Greece Rally 2025 ήμασταν πολλοί περισσότεροι Έλληνες αναβάτες από τους μόλις 4 στο σύνολο των 70 συμμετοχών που ήμασταν φέτος. Ναι, θέλει προπόνηση και ναι, θέλει λεφτά, πολλά λεφτά, γιατί ο μηχανοκίνητος αθλητισμός είναι ακριβός, παιδιά! Αλλά όρεξη να έχουμε και όλα τα αλλά βρίσκονται.

Κλείνοντας, τα θερμά μου συγχαρητήρια στο νικητή του αγώνα Roberto Barbieri με Husqvarna FE 501, και φυσικά στους δικούς μας Βασίλη Μπούρδο που έφερε το BMW F900GS στην 4η θέση γενικής και 1η στην κατηγορία του, στον Χρήστο Πελούση με το Royal Enfield Himalayan 450 για την 22η θέση, και στον Νίκο Βενετικίδη με το KTM EXC 300 που πήρε την 3η θεση στην Rally Challenge, αλλά και σε όλους που συμμετείχαν στον αγώνα, όπως επίσης και σε όλη την Ομάδα Εκτός Δρόμου για την εξαιρετική διοργάνωση του Greece Rally 2024. Ραντεβού του χρόνου στις Σέρρες!