Ducati Apollo V4

Ο Δεινόσαυρος της Ducati
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

14/8/2017

Μυστήριο και παλαιολιθικό, το αποτυχημένο Ducati Apollo V4 ανέκαθεν συνοδευόταν από ένα μεγάλο αναπάντητο ερώτημα: πώς είναι πραγματικά να το οδηγείς; Οδηγούμε το μοναδικό σωζόμενο κομμάτι στον κόσμο, σε μια προσπάθεια να απαντήσουμε στην προαιώνια απορία

Λόγω διαφόρων προβλημάτων ασφαλείας με τα λάστιχα πριν από 40 χρόνια, δεν επετράπη ποτέ και σε κανέναν δημοσιογράφο να καβαλήσει το Apollo. Αυτά μέχρι τη γενναιόδωρη απόφαση του Hiroaki Iwashita να αγοράσει το μοναδικό κομμάτι και να το επαναφέρει σε κοινή θέα, δανείζοντάς το για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μουσείο του εργοστασίου της Ducati. Τώρα, χάρη στη σκληρή δουλειά του Giuliano Pedretti, πρώην μηχανικού της Ducati Corse, και των συναδέλφων του, που αποκατέστησαν προσεκτικά τη μία και μοναδική μοτοσυκλέτα που υπάρχει σε αυθεντική κατάσταση σε όλο τον κόσμο, μπορούμε να μάθουμε επιτέλους και πώς είναι η οδήγησή της.

Ένα λάστιχο τυλιγμένο στον λαιμό μου

Δύο Apollo κατασκευάστηκαν από τη Ducati. Η τύχη του πρώτου πρωτοτύπου, βαμμένου σε μεταλλικό χρυσό χρώμα, αγνοείται – αν υπάρχει ακόμη… Ο Iwashita-san εντόπισε το δεύτερο στην κατοχή της εταιρείας DomiRacer Inc., με έδρα στο Cincinnati των Η.Π.Α. Ο ιδιοκτήτης του, Bob Schanz, το είχε αγοράσει μαζί με όλα τα περιεχόμενα μιας αποθήκης στο New Jersey. Ανάμεσα σε διάφορα Ducati, μηχανάκια και εξαρτήματα, βρισκόταν και το δεύτερο πρωτότυπο V4.

“Ήταν εμφανώς παραμελημένο και φθαρμένο από τον χρόνο που πέρασε ως έκθεμα, αλλά το μόνο που του έλειπε ήταν το αυθεντικό ρεζερβουάρ”, μου έγραφε το 1984 ο Schanz. “Θα προσπαθήσω κάποια στιγμή να το κάνω να δουλέψει, αλλά μήπως θέλεις να το πάρεις όπως είναι;”.

Τί χαμένη ευκαιρία, άφησα να φύγει από τα χέρια μου μια μοναδική μοτοσυκλέτα της ιστορίας της Ducati, αυτό που σήμερα είναι αναμφίβολα μια μοτοσυκλέτα του ενός εκατομμυρίου!

Κάπως έτσι, το Apollo αγοράστηκε από τον Iwashita δύο χρόνια μετά –έναντι 17.000 δολαρίων, που ήταν ένα αρκετά σημαντικό ποσό το 1986–, ο οποίος το “έκρυψε” στην προσωπική του συλλογή μέχρι το 1995 που το εμφάνισε σε μια έκθεση κλασικών μοτοσυκλετών στο Τόκυο. Τα νέα για την ύπαρξη της μοτοσυκλέτας έφτασαν γρήγορα στη Ducati, και όταν εγκαινιάστηκε το νέο μουσείο στα πλαίσια της εξαγοράς από την TPG το ’96, έγιναν άμεσα οι απαραίτητες κινήσεις ώστε το Apollo να γίνει το κεντρικό έκθεμα. Προηγουμένως η ομάδα του Pedretti φρόντισε να αποκαταστήσει πλήρως το τετρακύλινδρο V, που τώρα είναι έτοιμο να οδηγηθεί και να μας αποκαλύψει τα μυστικά του – αρκεί να έχουν βρει σύγχρονα λάστιχα, γιατί δεν θα ήθελα να μιμηθώ τον Fuzzi Librenti 40 χρόνια πριν και να βρεθώ με τη γόμμα του πίσω λάστιχου τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό μου…

Σερφ σε γιγάντια κύματα

Στην πραγματικότητα, τα ασπρόμαυρα 16 ιντσών Goodyear που φοράει σήμερα το Apollo είναι του ίδιου τύπου με τα λάστιχα που είχε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Daytona, 40 χρόνια πριν. Τουλάχιστον, είναι φρεσκοφορεμένα, από καινούργιο στοκ, αρκετά για μια ευγενική βόλτα κατά την οποία το κοντέρ της Jaeger δεν ξεπέρασε ποτέ την ένδειξη των 70 μιλίων ανά ώρα – σωστά διαβάσατε, μίλια, αμείλικτη απόδειξη για την εθνικότητα της αγοράς που στόχευε το Apollo.

Σε ύψος μόλις 760mm, η φαρδιά και άνετη σέλα –η αυθεντικότητα της οποίας τονίζεται από τη στάμπα μιας κούπας καφέ της δεκαετίας του ’60 στο κρεμ χρώματος, βινύλ κάλυμμά της!– είναι εύκολα προσβάσιμη, και μόλις καθίσεις επάνω της εντυπωσιάζεσαι από το πόσο χαμηλό και λεπτό δείχνει το μηχανάκι, ελάχιστα πιο ογκώδες από οποιοδήποτε desmo V2. Το ψηλό τιμόνι είναι σήμα κατατεθέν της δεκαετίας του ’60 και ακόμη περισσότερο αμερικάνικου στυλ, αν και όχι τόσο υπερβολικό όπως σε πολλά Harley, συνδυασμένο με μαρσπιέ που δεν είναι καθόλου μπροστά τοποθετημένα, όπως στην πλειοψηφία των σύγχρονων cruisers. Το καλό με αυτή τη θέση οδήγησης είναι ότι, όντας πραγματικά πολύ άνετη στις χαλαρές βόλτες, δεν σου προκαλεί κανένα πρόβλημα και σε υψηλότερες ταχύτητες – και παρά το ψηλό τιμόνι, δεν νιώθεις την ανάγκη να κρατηθείς γερά από αυτό, με αποτέλεσμα σταθερότητα στη γρήγορη οδήγηση.

Βάζω το κλειδί στον διακόπτη πάνω στο φανάρι και αγνοώ επιδεικτικά τη μανιβέλα, η μίζα της Fiat τα καταφέρνει μια χαρά να θέσει σε λειτουργία τον κινητήρα. Τα τέσσερα αγωνιστικά Dell’Orto που φοράει η μοτοσυκλέτα αποδεικνύουν ότι ήταν ρυθμισμένη για επιδόσεις. Ο ήχος της εξάτμισης του Apollo είναι οπωσδήποτε μοναδικός: δεν μοιάζει καθόλου με αυτόν των V4 της Honda, έχει μάλλον μια χαρακτηριστική χροιά ενός σύγχρονου desmo V2, μόνο που ακούγεται πιο γεμάτος και πιο υψίσυχνος, ακόμη και στις χαμηλές στροφές. Πραγματικά πολύ ιδιαίτερος.

Ψάχνω τον λεβιέ ταχυτήτων, βρίσκεται δεξιά και οι ταχύτητες είναι ανάποδα, η πρώτη πάνω και οι άλλες τέσσερις κάτω. Η διαδικασία των αλλαγών με τον πολύ μακρύ λεβιέ είναι αργή, ανάλογη της εποχής του Apollo – αν βιαστείς, θα βρεις σίγουρα νεκρά. Το μοναδικό αυτό Ducati έχει ψυχή στις επιταχύνσεις και οι σχέσεις του δείχνουν πολύ μακριές, ειδικά από τη δεύτερη έως και την τέταρτη ταχύτητα, αλλά η αίσθηση που σου δίνει μοιάζει περισσότερο με μοτοσυκλέτας του ’80 παρά του ’60. Φτιαγμένο για τις Η.Π.Α., το Apollo ειδικεύεται στο cruising, και γρήγορα ανακαλύπτεις ότι ο καλύτερος τρόπος για να το οδηγήσεις είναι να φτάνεις γρήγορα στην πέμπτη ταχύτητα. Δεν πειράζει αν οι στροφές πέσουν χαμηλά, ο τετρακύλινδρος κινητήρας των 1.256cc έχει άφθονη ροπή που βγαίνει στον δρόμο σαν να σερφάρεις πάνω σε τεράστια κύματα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη από τις αρχικές ανακοινώσεις της Ducati για την τιμή της ροπής αυτής της μοτοσυκλέτας, και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί είμαι βέβαιος ότι αν το ανεβάσουν σήμερα στο δυναμόμετρο, το νούμερο που θα προκύψει θα κάνει πολλές σύγχρονες κατασκευές να κοκκινίσουν από ντροπή.

Ραπτομηχανή εναντίον μίξερ

Παρ’ όλα αυτά, ο αναμφίβολα εντυπωσιακός κινητήρας του Apollo δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικός των πρώιμων ’60s. Δίπλα σε ένα βρετανικό δικύλινδρο της ίδιας εποχής ή ένα Harley οποιασδήποτε εποχής, μοιάζει σαν να συγκρίνεις μια ραπτομηχανή με ένα μίξερ όσον αφορά τους κραδασμούς και την άνεση στην οδήγηση – μόνο ένα BMW boxer μπορούσε να αποδίδει τόσο μεταξένια τη δύναμή του εκείνη την εποχή. Σεβόμενος τη σπανιότητα του Apollo (και την απόλυτη έλλειψη ανταλλακτικών!), δεν δοκίμασα να φτάσω τις στροφές στα κόκκινα, αλλά ακόμη κι αν πλησιάσεις σχετικά ψηλά απολαμβάνεις την ίδια τεμπέλικη και χαλαρή λειτουργία από τον κινητήρα. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν καθόλου τετρακύλινδρες μοτοσυκλέτες, ούτε καν το 600cc MV Agusta που μπήκε στην παραγωγή το 1966, το Apollo θα είχε θέσει τα στάνταρ από πλευράς απόδοσης και άνεσης και θα είχε προσφέρει έναν στόχο για τους Ιάπωνες. Ήταν πραγματικά μια μοτοσυκλέτα μπροστά από την εποχή της, γεμάτη πρωτοποριακή τεχνολογία.

Το μοναδικό αυτό Ducati έχει ψυχή στις επιταχύνσεις

Αυτά όσον αφορά τον κινητήρα, διότι από πλευράς κρατήματος το Apollo ήταν ικανοποιητικό αλλά όχι κάτι το ξεχωριστό. Υπεύθυνη ήταν η αμερικανική αστυνομία με τον κανονισμό της για ζάντες 16 ιντσών σε μια μοτοσυκλέτα που φώναζε ότι έχει ανάγκη τα 18άρια σπορ λάστιχα που τότε είχαν κυκλοφορήσει. Ακόμη και χωρίς τα προβλήματα ασφαλείας που οδήγησαν στην εξαφάνιση του Apollo, τα αυτοκινητάδικα Goodyear με τους σαφείς δυναμικούς περιορισμούς χαντακώνουν οριστικά τις δυνατότητές του. Δείχνουν και αισθάνονται τελείως ακατάλληλα για οτιδήποτε μεγαλύτερο από 15 μοίρες κλίσης, και παρότι είναι εύκολο να ξύσεις κάτω τα μαρσπιέ χωρίς αίσθημα ανασφάλειας, αντιλαμβάνεσαι γρήγορα τις παραμορφώσεις του ελαστικού μόλις αρχίσεις να ζητάς το κάτι παραπάνω στις στροφές. Το μακρύ μεταξόνιο σε κάνει να αισθάνεσαι σα να οδηγείς φορτηγό στις σφιχτές στροφές, με αντιστάθμισμα όμως το καλό κράτημα στις γρήγορες ανοιχτές καμπές, όπου οι ανέλπιστα αποδοτικές αναρτήσεις της Ceriani δείχνουν το καλό πρόσωπο που θα περίμενε κανείς πριν 40 χρόνια – παρόλο που είναι αρκετά ενδοτικές ώστε να μην ταλαιπωρείσαι στις λακκούβες με μια μοτοσυκλέτα 271 κιλών στεγνού βάρους.

Ειλικρινά, το μόνο πράγμα που θα προκαλέσει ανησυχία, εκτός της βαριάς αίσθησης και των γελοίων ελαστικών, είναι τα φρένα. Τα δύο ταμπούρα 220mm είναι αρκετά μόνο για μικρές ταχύτητες, ενώ μετά από μερικά γερά φρεναρίσματα η απόδοσή τους άρχιζε να φθίνει σημαντικά, κάνοντας τη μανέτα του μπροστινού να φτάνει μέχρι το γκριπ χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σύμφωνοι, με τα στάνταρ της εποχής αυτά τα φρένα βρίσκονταν κάπου στον μέσο όρο – αλλά η απόδοση αυτού του εκπληκτικού κινητήρα ήταν πολύ μπροστά και, ως αποτέλεσμα, τα ελαστικά δεν ήταν το μόνο θέμα που χρειαζόταν άμεσης προσοχής, άσχετα αν αποδείχθηκαν ο λόγος που το Apollo εξαφανίστηκε τελείως.

Χαμένες ευκαιρίες

Ήταν μια τραγωδία σε δυο ρόδες, χάρη στην ανικανότητα των εταιρειών ελαστικών να φτιάξουν το κατάλληλο προϊόν για τις επιδόσεις μια τόσο βαριάς και δυνατής μοτοσυκλέτας. Οι μοτοσυκλετιστές της δεκαετίας του ’60 στερήθηκαν την ευκαιρία να καβαλήσουν την πρώτη μιας σειράς τετρακύλινδρων μοτοσυκλετών που θα ακολουθούσαν. Ο Jοe Berliner είχε τη σωστή ιδέα, ζητώντας από τη Ducati το 1961 να φτιάξει το Apollo, αλλά για λάθος λόγους. Αν δεν είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στην αμερικάνικη αγορά και την επιμονή της στους τροχούς 16 ιντσών, αν είχαν συλλάβει το Apollo ως την πρώτη τετρακύλινδρη σπορ μοτοσυκλέτα του κόσμου με τα ανάλογα λάστιχα, φρένα και κρατήματα –ακόμη και σε τιμή υψηλότερη από αυτήν του Triumph Bonneville, που ήταν η απόλυτη σπορ μοτοσυκλέτα της εποχής του ’60–, τότε η αμερικάνικη αγορά δεν θα υποχρεωνόταν να περιμένει άλλα δέκα χρόνια για να παρουσιάσει η Kawasaki το Z1 και η Honda το CB 750. Αφότου το οδήγησα, είμαι πεπεισμένος ότι το Ducati Apollo ήταν μια από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες του παγκόσμιου μοτοσυκλετισμού.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Τα τελευταία 40 χρόνια η Ducati φλέρταρε με τους V4 κινητήρες, χωρίς ποτέ (μέχρι τώρα και τα MotoGP) να τους υιοθετήσει κανονικά. Ο θρυλικός Fabio Taglioni παρήγαγε περισσότερα από 1000 σχέδια στα 30 χρόνια της κυριαρχίας του, και μοιραία το πλούσιο βιογραφικό του θα περιελάμβανε και τετρακύλινδρα. Για την ακρίβεια, έφτιαξε τρία διαφορετικά. Το πιο πρόσφατο ήταν το σχέδιο Bipantah, με την ένωση δύο V2 κινητήρων Pantah, σχέδιο που τερματίστηκε λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του το 1984, ενώ πρώτο ήταν το τετρακύλινδρο εν σειρά 125 GP του 1964, που δεν έτρεξε ποτέ. Την ίδια εποχή ο Taglioni συνέλαβε το Apollo 1260, το διασημότερο εκ των τριών

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Ducati ήταν μια από τις πολλές μικρές εταιρείες της Ιταλίας που πάσχιζαν να επιβιώσουν, μετά την ανηλεή επίθεση της Fiat με το 500 (το “πεντακοσαράκι”) που, πωλούμενο σε εκατοντάδες χιλιάδες, έβαλε τέλος στη μοτοσυκλετιστική ανάπτυξη της περασμένης δεκαετίας. Με την παραγωγή της να έχει πέσει στις 6.000 μοτοσυκλέτες ετησίως, η Ducati επιβίωνε χάρη στις κρατικές χορηγίες και βασιζόταν επίσης πολύ στην αμερικάνικη αντιπροσωπεία, Berliner Motor Corporation, όπου πουλιόταν σχεδόν το 85% της ετήσιας παραγωγής της. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τότε οι αδελφοί Joe και Mike Berliner ουσιαστικά κινούσαν τα νήματα της Ducati.

Με το βλέμμα στη Harley

Ο μεγάλος αδελφός, Joe, ήταν πεπεισμένος για τη δυναμική της αγοράς των Η.Π.Α. –ειδικά μετά την τάση απόρριψης των μονοπωλίων, που έκανε τις αστυνομικές διευθύνσεις να ψάχνουν και εκτός Harley-Davidson–, και, με την Indian να σβήνει, αυτό σήμαινε ότι οι εισαγόμενες μοτοσυκλέτες είχαν ελπίδες. Αρχικά κοίταξαν προς τη μεριά της Zundapp, αλλά το ΚS601 σταμάτησε ξαφνικά να παράγεται το 1958, αν και είχε αρέσει πολύ στις Η.Π.Α. Έτσι, οι αδελφοί Berliner ζήτησαν από τη Ducati να σχεδιάσει μια μοτοσυκλέτα κατάλληλη για τη χρήση αυτή. Οι προδιαγραφές της αμερικανικής αστυνομίας είχαν μερικούς απαράβατους περιορισμούς: ο κυβισμός έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1.200cc, το μεταξόνιο το λιγότερο 1.515mm και οι τροχοί 5.00 x 16’’ – τίποτε άλλο δεν θα γινόταν δεκτό.

Ο Taglioni έπιασε δουλειά και κατέληξε σε έναν αερόψυκτο V4 κινητήρα 90 μοιρών για τη βέλτιστη απόσβεση κραδασμών χωρίς αντικραδασμικό άξονα, στρόφαλο 180 μοιρών (δηλαδή τα πιστόνια ανεβοκατέβαιναν σε ζεύγη, σαν δύο συζευγμένοι V2) και κυβισμό 1.256cc, ελάχιστα παραπάνω από το σημείο αναφοράς, το μεγαλύτερο τότε Harley, το Duo Glide στα 1.215cc. Οι Berliner πρότειναν ακόμη υγρόψυξη, που ο Taglioni απέρριψε ως πολύπλοκη και άχρηστη, και άξονα, κάτι που ο Ιταλός σχεδιαστής δεν εμπιστευόταν. Άφησε ωστόσο χώρο στο σχέδιό του για αυτόματη μετάδοση που σκόπευε αργότερα να χρησιμοποιήσει.

Με διαστάσεις 84,5 x 56, αυτός ο κινητήρας ήταν ό,τι πιο υπερτετράγωνο είχε σχεδιάσει ποτέ ο Taglioni. Εγκατεστημένος ως ενεργό μέρος σε ένα στιβαρό ανοιχτό, διπλό πλαίσιο, οπωσδήποτε θα χάριζε στο Apollo καλύτερα κρατήματα από οποιοδήποτε μηχανάκι της Harley – η οποία, με τη σειρά της, μόλις είχε ανακαλύψει την πίσω ανάρτηση…

Το Apollo είχε ανάγκη τις επιδόσεις του, αλλά, μέχρι η τεχνολογία των ελαστικών να το προφτάσει, ήταν θανατηφόρο

Έτοιμο για ροντέο

Σχετικά συμπαγές σε διαστάσεις, με τον αλουμινένιο κινητήρα του να βοηθά στο να κρατιέται το βάρος στα 271 κιλά (έναντι 291 των Harley), το πρωτότυπο οδηγήθηκε πρώτα από τον Franco Farne, που διαμαρτυρήθηκε μετά την πρώτη του βόλτα ότι “στρίβει σαν νταλίκα!” Παρ’ όλα αυτά, πιστό στον “Αμερικάνικο Τρόπο”, το Ducati Berliner 1260 Apollo –όπως έγινε επισήμως γνωστό– προσέφερε τις απαραίτητες επιδόσεις στην ευθεία, με 100 ίππους στις 7.000 στροφές, πολύ πάνω από τους 55 ίππους του Harley, και τελική ταχύτητα άνω των 200 χιλιομέτρων. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά νούμερα, που αφορούσαν τη δυνατότερη μοτοσυκλέτα που είχε κατασκευαστεί μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Επίσης, καταδικαστικά νούμερα, όπως ανακάλυψε ο δοκιμαστής της Ducati, Giancarlo “Fuzzi” Librenti. Πηγαίνοντας στην Autostrada για αρκετή ώρα με πάνω από 160, το πίσω λάστιχο άρχισε να διαλύεται. “Κατά κάποιον τρόπο που δεν μπορώ να περιγράψω, κατάφερα να το σταματήσω με τον πίσω τροχό μπλοκαρισμένο, είναι ένα θαύμα που ζω!”, δήλωσε ο Fuzzi. “Τώρα είμαι έτοιμος για ροντέο”, αστειευόταν αργότερα.

Σύντομα οι Ιταλοί ανακάλυψαν ότι το συμβάν με τον Librenti δεν ήταν μεμονωμένο. Ο κινητήρας ήταν πολύ δυνατός για τα 16άρια λάστιχα, ενώ δεν γλύτωσε ούτε η πιο ήπια έκδοση με τα μικρότερα Dell’Orto, που σταματούσε στους 80 ίππους. Η Ducati προχώρησε και σε μια ακόμη πιο κλειστή έκδοση με 65 ίππους, πάλι πάνω από τους 55 των Harley, η οποία δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα με τα λάστιχα – όμως πλέον δεν μπορούσαν να πουλήσουν το Apollo ως ένα λουσάτο sport-touring, αφού πλέον οι επιδόσεις του υπολείπονταν συγκρινόμενες με των BMW και των βρετανικών δικύλινδρων. Το Apollo είχε ανάγκη τις επιδόσεις του, αλλά, μέχρι η τεχνολογία των ελαστικών να το προφτάσει, ήταν θανατηφόρο.

Η κληρονομιά

Αυτή ήταν η ιδανική ευκαιρία για τη νέα Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση της Ιταλίας να ακυρώσει το πρόγραμμα που ξεκίνησε στην πόλη-προπύργιο των κομουνιστών, τη Bologna. Η δικαιολογία τους ήταν ότι με μόνες πωλήσεις αυτές της αστυνομίας, το πρόγραμμα ήταν πολύ ακριβό για να δικαιολογήσει τις επενδύσεις στο εργοστάσιο της Ducati για μια νέα γραμμή παραγωγής. Την ώρα που ο Berliner έπειθε τον ένα μετά τον άλλο τους διοικητές αστυνομικών διευθύνσεων των Η.Π.Α. να αγοράσουν το Apollo, στην Ιταλία αποφασίστηκε διστακτικά η διακοπή του προγράμματος. Τα δύο πρωτότυπα που είχαν σταλεί στις Η.Π.Α. κλείστηκαν στις αποθήκες των αδελφών Berliner στο New Jersey και έμειναν ξεχασμένα σε μια γωνία για δύο δεκαετίες. Ήταν η υπενθύμιση μιας μοτοσυκλέτας που σκοτώθηκε από τις αψιμαχίες δύο πολιτικών κομμάτων στην Ιταλία και από τη δική της προχωρημένη τεχνολογία.

Παρ’ όλα αυτά, η μνήμη του Apollo συνέχισε να υπάρχει. Όπως τόνιζε ένα προφητικό άρθρο του περιοδικού Motociclismo το 1963, ο μισός V4 θα ήταν ιδανική βάση για μια οικογένεια V2 90 μοιρών. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Taglioni σχεδίασε τον πρώτο V2 750cc που είχε τις ρίζες του στον V4 του Apollo. Τριάντα χρόνια και δέκα παγκόσμιους τίτλους SBK αργότερα, η Ducati έχει την τιμή να αντιγράφεται από τη Honda και τη Suzuki, και τώρα είναι η σειρά του Desmosedici να αποδείξει την αξία του V4 – γεννώντας μια νέα οικογένεια μοντέλων δρόμου που πλέον ξέρουμε ότι θα πραγματοποιηθεί. Άραγε, θα λέγεται κανένα από αυτά Apollo;

TEXNIKA ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Κατασκευαστής / Μοντέλο                                                    Ducati Apollo 1260

Κινητήρας:                                                                              Τετράχρονος, αερόψυκτος, τετρακύλινδρος V 90o, 2 B/K και ένας εκκεντροφόρος με ωστήρια

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):                                                84,5 x 56

Χωρητικότητα (cc):                                                                1.256

Σχέση συμπίεσης:                                                                   10:1

Τροφοδοσία:                                                                            4 καρμπιρατέρ 29mm Dell’Orto

Τύπος συμπλέκτη:                                                                  Υγρός πολύδισκος

Τελική μετάδοση:                                                                   Κιβώτιο πέντε σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο:                                                                                   Ατσάλινο διπλό ανοιχτό

Μεταξόνιο (mm):                                                                     1.555

Ύψος σέλας (mm):                                                                  760

Βάρος (kg):                                                                              271 στεγνό

Ανάρτηση εμπρός:                                                                  Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani 38mm

Ανάρτηση πίσω:                                                                     Δύο αμορτισέρ Ceriani

Φρένο εμπρός / πίσω:                                                             Ταμπούρο 220mm με ένα έκκεντρο

Ελαστικό εμπρός / πίσω:                                                       5,00 x 16

Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm):                                                 100 / 7.000

Τελική ταχύτητα (km/h):                                                        200

Ετικέτες

Dakar 2023 – Kove: Η πιο σοβαρή έως τώρα εργοστασιακή κινέζικη ομάδα στο Rally Dakar

Κινέζοι αναβάτες με κινέζικη μοτοσυκλέτα - Έχει ξανά γίνει, τώρα πιο σοβαρά
Η Kove στο DAKAR 2023
Κινέζοι αναβάτες με κινέζικη μοτοσυκλέτα - Έχει ξανά γίνει, τώρα πιο σοβαρά
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

2/1/2023

Στο φετινό Dakar αγωνίζεται η Kove με μία κανονική εργοστασιακή ομάδα και με Κινέζους αναβάτες. Κινέζοι αναβάτες έχουν υπάρξει πολλοί εδώ και χρόνια στο Dakar, επίσης έχει ξανά υπάρξει κινέζικη εργοστασιακή ομάδα, ήταν το 2017 με την Zongshen και θα δούμε στο τέλος του άρθρου τι έγινε τότε, καθώς υπάρχει μία μικρή σύνδεση και με την Kove στο σήμερα.

Η Kove είναι η μία σχετικά καινούρια κινέζικη εταιρεία που ξεκίνησε συναρμολογώντας εξαρτήματα από διαφορετικούς προμηθευτές, κατασκευάζοντας έτσι μία σειρά πετυχημένων μοντέλων, ανάμεσά τους και η πεντακοσίων κυβικών Adventure μοτοσυκλέτα που την ξέρουμε ως Maverick και που έχουμε δοκιμάσει και αναλύσει στο MOTO.

Είναι επίσης η εταιρεία που σας παρουσιάσαμε ζωντανά από την EICMA όπου ξεχώρισε με το μοντέλο motocross όπως και με το Rally της, γιατί υποσχόταν να φέρει κάτι οικονομικά προσιτό σε κατηγορίες που το «απλό» είναι πλέον απλησίαστο. Βέβαια τα off-road μοντέλα δεν έχουν φτάσει εκεί μόνα τους, ούτε επειδή ποντάρουν πως για το χόμπι του ξοδεύει κανείς περισσότερα από ό,τι για την καθημερινή του μοτοσυκλέτα. Οι Motocross και οι Rally επιλογές που έχεις, είναι απόλυτα εξιδεικευμένες και έτοιμες ή σχεδόν έτοιμες για να αγωνιστείς στα εθνικά και όχι μόνο πρωταθλήματα γιατί η αγορά πήγαινε συνέχεια σε εκείνο που αποδεικνυόταν καλύτερο. Η εξέλιξή τους αντικατοπτρίζεται σε κάθε γραμμάριο βάρους που εξοικονομείται, και έπειτα από αυτό στις επιδόσεις τους και στον τρόπου σου επιτρέπουν να οδηγήσεις. Στην απόλυτη αυτή εξειδίκευση φτάσαμε επειδή και το κοινό έχει αλλάξει και επενδύει περισσότερο χρόνο στο χόμπι του, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στα superbike. Κανείς λοιπόν δεν λέει πως κακώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, η εξελικτική πορεία δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική αλλά δυστυχώς αντίστοιχα δεν εξελίχθηκε και το πορτοφόλι της πλειοψηφίας ώστε να μην ενοχλεί που μία Rally μοτοσυκλέτα έτοιμη για αγωνιστική χρήση, κοστίζει όσο δύο Adventure. Η Kove, ευτυχώς, δεν λέει πως με κόστος μισής Adventure θα μπορείς να κάνει ό,τι και με την άλλη που κοστίζει επί τέσσερα. Κι ευτυχώς γιατί αυτό θα ήταν ένα τεράστιο ψέμα που θα σηματοδοτούσε πως δεν πρέπει να ασχοληθεί κανείς περισσότερο μαζί τους. Αντιθέτως απευθύνονται στον κόσμο που θα ήθελε να ασχοληθεί με το άθλημα αλλά δεν θα το έκανε ποτέ γιατί δεν μπορεί να ξοδέψει το κόστος μίας μικρής γκαρσονιέρας για μία μοτοσυκλέτα που θα πετά στο χώμα, δεξιά και αριστερά. Λύσεις οικονομικές υπήρχαν και πριν από την Kove, αυτή απλά είναι μία διαφορετική προσέγγιση ενός έτσι κι αλλιώς χρόνιου προβλήματος.

Και είναι πρόβλημα γιατί συρρικνώνεται η αγορά αυτή που συνήθως τροφοδοτείται από πολέμαρχους των motocross enduro ή από τους λίγους που ανεβαίνουν σκαλί μετά τις Adventure. Οι προσιτές κινέζικες Rally δύσκολα θα αποτρέψουν κάποιον που μπορεί να διαθέσει ένα σεβαστό ποσό για το καλύτερο. Αντιθέτως όμως μπορούν να επιτρέψουν την πίτα αυτής της αγοράς να μεγαλώσει, προσελκύοντας ένα κοινό που έως τώρα οι παραδοσιακοί παίκτες έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να απευθυνθούν. Και μαζί να μεγαλώσει και το κοινό των αξεσουάρ, του εξοπλισμού αναβάτη, των ελαστικών της κατηγορίας κτλ. Αν θεωρεί λοιπόν κανείς πως υπάρχει άμεσος ανταγωνισμός ας το ξανά σκεφτεί. Ανταγωνισμός σε βάθος (μεγάλο) χρόνου θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά μόνο αν μείνει η άλλη πλευρά στάσιμη.

Η Kove στο Dakar 2023

Ανεξαρτήτως αποτελέσματος ή αν αύριο σπάσουν οι κινητήρες όλων των Kove, συμβαίνει με τους καλύτερους βλέπε Honda Yamaha όταν λίγα χρόνια πριν ξανά μπήκαν στο Dakar για να ανακόψουν το τρελό σερί της KTM, με την Honda τελικά να το καταφέρνει. Τον πρώτο καιρό βέβαια γράφαμε τίτλους όπως «Έσπασε ο κινητήρας της Honda του Brabec κτλ…», αντίστοιχα και της Yamaha διότι πολύ απλά αυτή ήταν η πραγματικότητα. Που επίσης ουδεμία σχέση έχει με την αξιοπιστία γενικά των εταιρειών. Αντικατοπτρίζει μονάχα με τη γνώση του πώς να κρατήσεις την σκόνη μακριά ή πώς να φτιάξεις έναν κινητήρα με ανοχή στην σκόνη. Δηλαδή θέμα εμπειρίας και μόνο. Ακόμη και αν σήμερα κιόλας ή τις επόμενες μέρες είναι η σειρά της Kove για έναν τέτοιο τίτλο, το γεγονός δεν αλλάζει πως αυτή είναι η πρώτη φορά που ένας Κινέζος κατασκευαστής αντιμετωπίζει το θέμα «παγκόσμιοι αγώνες» και το Dakar, πιο σοβαρά από πριν.

Η Kove έχει μία εργοστασιακή ομάδα με δυνατό χαρτί τον DENG LIANSONG, τον τριαντάχρονο αναβάτη που έχει αγωνιστεί και στο παγκόσμιο Motocross και έχει τεράστια εμπειρία στο χώμα, όχι τόσο και στα Rally όμως. Έπειτα είναι ο νεότερος από τους τρεις, ο SUNIER SUNIER, ο οποίος όμως είναι μέχρι στιγμής και ο ταχύτερος της ομάδας ενώ έχει επίσης μεγάλη εμπειρία στην οδήγηση. Τρίτος ο FANG MINGJI ένας πρώην αστυνομικός που είναι όμως πολυπρωταθλητής στην Κίνα καθώς αγωνίζεται σε όλους τους χωμάτινους αγώνες περίπου δεκατέσσερα χρόνια στην σειρά, ενώ είναι νικητής και στο Taklimakan Rally.

Η Kove στο Dakar 2023
Από την μέση και προς τα κάτω στην γενική κατάταξη στο 1ο σκέλος, οι αναβάτες της Kove

Για να καταφέρει να ανταπεξέλθει στην πρόκληση, η Kove έδωσε τις μοτοσυκλέτες στους τρεις αναβάτες για προπόνηση εντός των συνόρων της, που λόγο συγκυρίας με την πανδημία δεν ήταν εύκολη υπόθεση και έπειτα τους έστειλε στο Dubai για να προπονηθούν με τους πατέρα και γιο, Dabrowski, τα καμάρια της Πολωνίας που έχουν μεγάλη εμπειρία στο Dakar και τώρα θα αγωνίζονται για 16η φορά.

Οι Dabrowski αποκάλυψαν διάφορα μυστικά της αγωνιστικής οδήγησης στο χώμα και στους αμμόλοφους στους τρεις Κινέζους αναβάτες και τους προετοίμασαν για τις διαφορές του εδάφους στην Σαουδική Αραβία. Ουσιαστικά η Kove, όπως και η Ινδική Hero που έχει δεκάδες φορές μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων από εκείνη, έκανε το ελάχιστο που θα έπρεπε να κάνει κάποιος νέος κατασκευαστής. Μην το θεωρήσετε ως κάποια υπερ-προσπάθεια. Διαφέρει όμως έτη φωτός από εκείνο που είχε κάνει η Zongshen, η οποία «σύρθηκε» στο Dakar. Υπεύθυνοι για αυτό ο Willy Jobard και ο Thierry Béthys, δύο Γάλλοι ημίθεοι στη χώρα τους, για το Enduro και το Dakar, που το 2016  είχαν ήδη μία δεκαετία συμμετοχών στο δυσκολότερο Rally και έψαχναν τρόπο να συνεχίσουν να το κάνουν άλλη μία φορά χωρίς να βάζουν το χέρι -πιο βαθιά- στην δική τους τσέπη. Μέσα από την μεγάλη Γαλλική αγορά που οι Κινέζοι πάντα ακούν πρώτη (ακολουθεί η Ιταλική, η Γερμανική και η Ισπανική) βρήκαν τον σύνδεσμο που έπρεπε και κατέληξαν στην Zongshen που είχε την ρευστότητα να κάνει ένα Dakar μόνη της, πληρώνοντας η ίδια τα πάντα αν το ήθελε. Αδυνατούσαν όμως να δουν την πρακτική πλευρά μίας τέτοιας επένδυσης και το αντιμετώπισαν μονάχα ως μάρκετινγκ. Για αυτό και απαίτησαν από τους δύο Γάλλους να πάρουν μαζί τους και τρεις Κινέζους φτιάχνοντας μία ομάδα πέντε ατόμων. Από πλευράς αριθμού θα νόμιζε κανείς πως η Zongshen το είχε πάρει πιο σοβαρά και από την Hero, αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Για παράδειγμα ένας από αυτούς ήταν ο Ταϊβανέζος Richie Jen τραγουδιστής και ηθοποιός, σηματοδοτώντας και την πιο αγνή εποχή του 2017 μιας και οι σχέσεις Κίνας - Ταϊβάν  δεν είχαν φτάσει στο σημερινό επίπεδο. Οι άλλοι δύο, ο Zhao Hongyi και ο Zhangmin ήταν πολύ πιο έμπειροι και ικανοί αναβάτες. Το μοτέρ του Hongyi έσπασε βέβαια από το πρώτο σκέλος ενώ γενικά η όλη εμφάνιση της Zongshen ήταν να απλά για να γραφτεί ως η πρώτη εργοστασιακή κινέζικη παρουσία, ένα πυροτέχνημα που έσβησε γρήγορα. Η προσπάθεια της Kove λοιπόν με στόχο να πάρουν μία γεύση φέτος και να επιστρέφουν κάθε χρόνο με καλύτερες βλέψεις, χρησιμοποιώντας το Dakar ως στάδιο εξέλιξης και βελτίωσης, δεν έχει καμία σχέση με εκείνη της Zongshen.

Σε αυτή την φωτογραφία οι δύο αυτές προσπάθειες ενώνονται καθώς οι αναβάτες της Kove φωτογραφίζονται με τους υπόλοιπους Κινέζους της Wu Pu Da Hai Dao Rally Team (αγωνίζονται με KTM). Οι δύο από δεξιά είναι οι αναβάτες της Zongshen

Η Kove στο Dakar 2023
Το σύνολο των Κινέζων αναβατών στο φετινό Dakar, με μπλε οι αναβάτες της Wu Pu Da Hai Dao Rally Team και από δεξιά ο Zhao Hongyi και ο Zhangmin που είχαν τρέξει με Zongshen

Η άλλη βασική διαφορά που έχει η Kove με ακόμη πιο σοβαρές προσπάθειες των outsiders, όπως είναι η Hero, είναι πως ξυπνά τα ένστικτα ανταγωνισμού της αγοράς μοτοσυκλέτας. Γιατί έχει ξεκάθαρα δηλώσει πως έρχεται στην Ευρώπη, όπως άλλωστε έχουμε γράψει εδώ, πως την περιμένουμε και στην Ελλάδα. Η Hero μπορεί να είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κατασκευαστής μετά την Bajaj, που σημαίνει πως έχει την ρευστότητα να υποστηρίξει μία ευρωπαϊκή επέκταση αλλά προς το παρόν δεν έχει τέτοιο στόχο, άρα δεν «ενοχλεί» και κανένα. Περισσότερος κόσμος που γίνονται μοτοσυκλετιστές και περισσότεροι στην αγωνιστική μοτοσυκλέτα πρέπει να είναι το ζητούμενο, για να μην καταλήγουμε κάθε χρόνο λιγότεροι.

 

Ετικέτες