Πίστα προδιαγραφών F1/MotoGP Χαλανδρίτσα: Πήρε παράταση το φιλόδοξο σχέδιο

Θα συνεχίσει να ακροβατεί ανάμεσα στην φθορά και την αφθαρσία
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/8/2020

Την διαδρομή της στην κόψη του ξυραφιού, παραπατώντας σταθερά προς την πλευρά της ακύρωσης μια για πάντα, θα συνεχίσει να κάνει το φιλόδοξο σχέδιο για πίστα στην Χαλανδρίτσα. Πήρε παράταση για να συνεχίσει να ψυχοραγεί, όπως κάνει εδώ και δύο δεκαετίες.

Εχθές, Τετάρτη 26/8, βραδινές ώρες κατά την γενική συνέλευση των μελών του μετοχικού σχήματος ο πρόεδρος του Δ.Σ. Ευάγγελος Φλωράτος, ενημέρωσε τα μέλη πως προβλέπεται η παράταση των προθεσμιών ολοκλήρωσης των επενδυτικών σχεδίων, χωρίς να χάνονται οι πόροι που έχουν εξασφαλιστεί.

Πριν προχωρήσετε στην ανάγνωση για το τι συμβαίνει αυτή την στιγμή με την μακέτα της πίστας στην Χαλανδρίτσα, καλό θα ήταν να διευκρινίσουμε τι πιστεύουμε εμείς εδώ στο ΜΟΤΟ πως πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, για αυτό το πονεμένο θέμα. Με βάση την εμπειρία μας, έχοντας επισκεφτεί τις περισσότερες πίστες της Ευρώπης, ακόμη και εκείνες που δεν προορίζονται για αγώνες αλλά μόνο για δοκιμές. Έχοντας ακόμη οδηγήσει σε πολλές ασιατικές, και αμερικανικές πίστες, αλλά και στο Phillip Island στην Αυστραλία, θεωρούμε πως ξέρουμε τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, όταν γράφουμε άρθρα όπως τα παρακάτω:

Θέμα: Πίστα παγκοσμίου στην Ελλάδα - Μπούρδες προδιαγραφών Formula 1

MotoGP: Νέα πίστα στην Φινλανδία - Εντάσσεται στο ημερολόγιο!

Ιταλοί κατασκευάζουν πίστα στην Τενερίφη - δείχνουν το δρόμο μιας τέτοιας επένδυσης

Με αυτά τα παραπάνω άρθρα ως παραδείγματα, θα ξέρετε κι εσείς με μία γρήγορη ανάγνωση τι θα ήταν το καλύτερο να γίνει.

Πάμε τώρα στο τι συμβαίνει με την «Χαλανδρίτσα» αυτή την στιγμή: Πήρε παράταση το επενδυτικό σχέδιο για έως και 22 μήνες, που θα μετρήσουν από το 2022 και μετά, χωρίς να χάνονται οι ήδη εξασφαλισμένοι πόροι από τον Αναπτυξιακό Νόμο που έχει μπει η επένδυση αυτή. Με βάση το άρθρο 76 του ν.4712 η παράταση θα δοθεί ανεξαρτήτως αν έχει υλοποιηθεί το 50% του του εγκεκριμένου κόστους, όπως ισχύει σε άλλα επενδυτικά σχέδια. Με βάση αυτές τις εξελίξεις, το Δ.Σ. θεωρεί πως θα υπάρξει ο χρόνος για να βρεθεί στρατηγικός επενδυτής που θα τρέξει την επένδυση!

Αυτό όμως, είναι κάτι που το περιμένουν να γίνει από λεπτό σε λεπτό τα τελευταία δέκα χρόνια!

Για αυτό τον λόγο και στις αρχές του καλοκαιριού, εν μέσω της πανδημίας και της ολοκληρωτικής διακοπής κάθε αγωνιστικής δράσης παγκοσμίως, υπήρξαν 30 μέτοχοι που με επιστολή – παρέμβαση, ζήτησαν η εταιρεία να ξεκινήσει να μελετά άλλους τρόπους για να διαχειριστεί τα 1.100 στρέμματα, καθώς πίστα F1/MotoGP δεν βλέπουν να γίνεται ποτέ!

Σε αυτό το σημείο οι περισσότεροι αναγνώστες που διαβάζουν για μετόχους, εταιρείες με Δ.Σ. κτλ, θα αναρωτιούνται για το πόσο μεγάλες ρίζες έχει αυτή η πολυπόθητη ιστορία. Μην εκπλαγείτε, μετρά από το 1995!

 

Επιγραμματικά το χρονικό για να έχετε εικόνα:


Το 1995 επτά φορείς του Ν. Αχαΐας, (ΤΕΔΚ, Νομαρχία Αχαΐας, Δήμος Πατρέων, Δήμος Φαρρών, Επιμελητήριο Αχαΐας, ΔΕΥΑΠ, Ι.Ν.Κοιμήσεων Θεοτόκου Χαλανδρίτσας) και 420 φυσικά πρόσωπα, όλοι τους από την Αχαΐα, ίδρυσαν την Αυτοκινητοδρόμιο Πάτρας Α.Ε.

Τρία χρόνια μετά, το 1998, αγόρασαν και συνένωσαν σε μία ενιαία έκταση, περίπου 1.200 στρέμματα στην περιοχή Ρέντες του Δημοτικού Διαμερίσματος Χαλανδρίτσας, του Δήμου Φαρρών.

Το 2002 παίρνει άδεια οικοδομής από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αφού πρώτα έχουν εγκριθεί χωροθετήσεις και περιβαλλοντικές μελέτες.

Μπαίνουμε στην εποχή πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες και μετά ακολουθεί η δύσκολη μεταβατική περίοδος της συνειδητοποίησης όλων αυτών των εξόδων που έχουν συμβεί, με τις επενδύσεις σε αθλητικές δραστηριότητες να είναι πρακτικά αδύνατες. Τρία χρόνια μετά ξεκινά η παγκόσμια οικονομική ύφεση από τις ΗΠΑ, πριν εξαπλωθεί στην Ευρώπη και κυρίως στην Ελλάδα.

Το 2011 στο ΤΕΙ Άρτας γίνεται πτυχιακή εργασία με την τίτλο «Μελέτη Πρασίνου για την δημιουργία πίστας προδιαγραφών Formula 1 στην Χαλανδρίτσα Αχαΐας».

Στις 12/4/2013 η πίστα στην Χαλανδρίτσα εντάσσεται στον Αναπτυξιακό νόμο και η απόφαση δημοσιεύεται σε ΦΕΚ. Εξασφαλίζονται περίπου 30 εκατομμύρια Ευρώ από τα σχεδόν 100 εκατομμύρια που απαιτεί το αρχικό σχέδιο.

Ας επαναλάβουμε εδώ, αυτό που θα διαβάσατε στα άρθρα που παραθέτουμε: Κανείς δεν χρειάζεται μία τέτοια πίστα, χλιδάτη σαν του Άμπου Ντάμπι. Ο μηχανοκίνητος αθλητισμός στην χώρα μας δεν μπορεί να την στηρίξει, όπως και είναι δύσκολο να εγγυηθεί αγώνες με 100.000 θεατές (το σχέδιο προβλέπει 50.000 κερκίδες) για να μπορεί να δικαιολογήσει το μέγεθος της επένδυσης. Οι Τούρκοι ακόμη παλεύουν να αξιοποιήσουν σωστά το δικό τους μεγαθήριο… Μία πίστα με γνώμονα να προσελκύσει την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία για δοκιμές, γεμίζοντας το καλεντάρι της ώστε να είναι μία συμφέρουσα επένδυση και ταυτόχρονα θρέφοντας και αναπτύσσοντας τον προβληματικό και κακό εγχώριο μηχανοκίνητο αθλητισμό, δεν χρειάζεται να έχει τόσο μεγάλο κόστος. Απεναντίας όμως, μία τέτοια πίστα θα ήταν αυτό που χρειαζόμαστε.

Φτάνουμε λοιπόν στο 2014 όπου μειώνοντας τα αρχικά σχέδια και διαχωρίζοντας την επένδυση σε δύο στάδια, το κεφάλαιο που λείπει πέφτει στα 35 εκατομμύρια. Μπήκε σε δεύτερο στάδιο η κατασκευή ενός ανοικτού θεάτρου, μίας πίστας ασφαλούς οδήγησης και κάποια άλλα που είχαν προστεθεί ώστε να προσελκυσθούν οι Δήμοι, συνεισφέροντας τα στρέμματα.

Η απορρόφηση των πόρων έπρεπε να γίνει μέχρι τον Απρίλιο του 2018. Προφανώς δεν έχει γίνει το παραμικρό στην περιοχή.

Οι μακέτες, η έγκριση της μελέτης από τον άνθρωπο που σχεδίασε την Monza και όλα αυτά τα όμορφα και θαυμαστά που έχουν ήδη καταφέρει στην χώρα της αναλγησίας αυτοί οι 429 μέτοχοι, έχουν ήδη μπαγιατέψει.

Η Αυτοκινητοδρόμιο Πάτρας Α.Ε. δεν έχει γυρίσει στο μηδέν ακυρώνοντας όλα τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα, όμως όλες αυτές οι περιβαλλοντικές μελέτες και τα σχέδια θέλουν επικαιροποίηση. Από εκεί και πέρα το καλεντάρι έχει κλειδώσει για πολλά χρόνια μπροστά, μαζί με τα συμβόλαια που έχουν οι υπόλοιπες πίστες, κι έτσι η αναμονή για έναν «στρατηγικό επενδυτή» είναι μάταιη.

Οι τριάντα που λιγοψύχησαν πριν δύο μήνες, ζητώντας από το Δ.Σ. να προχωρήσει στην εξεύρεση λύσης για αλλαγή του καθεστώτος και εναλλακτική χρήση της μεγάλης αυτής έκτασης, όπως αιολικό ή φωτοβολταϊκό πάρκο, ή κάποιας πρότυπης καλλιέργειας, αυτό βλέπουν.

Από την στιγμή που το δημόσιο έχει καταφέρει να κόψει πολλά από τα αγκίστρια της γραφειοκρατίας, ίσως θα πρέπει κάτι να γίνει με το σχέδιο της πίστας αναβαθμίζοντας τις δυνατότητες χρήσης, πρωτίστως για την αυτοκινητοβιομηχανία ώστε να καταστεί δελεαστικότερη η πρόταση σε μελλοντικό επενδυτή…

Μέχρι τότε εμείς θα συνεχίσουμε να βλέπουμε μακέτες να ξεφυτρώνουν σε όλη την Ελλάδα, όπως για παράδειγμα όταν πρόσφατα βγήκε σε τοπικό κανάλι ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας να ανακοινώσει πως διερευνά την πιθανότητα μίας πίστας δίπλα στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου… Θυμηθείτε το, μπαίνουμε σε μία περίοδο που θα ακούμε για πολλές πιθανές πίστες F1 στην Ελλάδα, με τον ίδιο τον Ecclestone να μην έχει κανένα σχέδιο να γίνει τέτοια προσθήκη στο πρόγραμμα και την Dorna να έχει κλειδώσει τις θέσεις μέχρι και για τις βοηθητικές πίστες! Η προσέγγιση που γίνεται σε αυτό το θέμα στην Ελλάδα είναι λανθασμένη:

Στο Καστελιόλι έξω από την Βαρκελώνη, ο ιδιοκτήτης της πίστας ανέλυε στο ΜΟΤΟ πώς την έκανε κερδοφόρα και έχει τους ντόπιους να χαίρονται μία εξωφρενικά καλή πίστα για track days που διαφορετικά είτε το εισιτήριό της θα ήταν τεράστιο, είτε δεν θα μπορούσε να είναι κερδοφόρα. Τα κατάφερε κάνοντας υποδομές για δοκιμές των εταιριών, έχοντας εγκαταστήσει ένα υπερσύγχρονο σύστημα τηλεμετρίας που στέλνει απευθείας δεδομένα στην Audi και την BMW, μεταξύ άλλων. Τα στέλνει σε πραγματικό χρόνο (!) στα κέντρα R&D στην Γερμανία. Αυτό εξασφαλίζει στους κατασκευαστές μειωμένο κόστος, καθώς αντί για ολόκληρη ομάδα, στέλνουν μονάχα ένα αυτοκίνητο με οδηγό, στον οποίο συνομιλούν ζωντανά και δίχως να χάνουν χιλιοστό του δευτερολέπτου βλέπουν τι γίνεται σε κάθε στροφή! Κι έτσι η συγκεκριμένη πίστα έχει συνέχεια δουλειά και κλεισμένες ημερομηνίες. Αντίστοιχα το Μοντεμπλάνκο στην Σεβίλλη λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Όλο το DTM ξεχειμωνιάζει εκεί… Κοινό χαρακτηριστικό τους; Πώς δεν είναι πίστες για F1 ή για MotoGP, είναι όμως αυτό που θέλει η τοπική κοινωνία και που ταυτόχρονα χρειάζονται πολλές εταιρίες. Με τον καιρό της Ελλάδας και με την αγορά γης να είναι σε ύφεση κάτι τέτοιο είναι το παράδειγμα που θα έπρεπε όλοι να κοιτούν, αλλά όχι. Εμείς θέλουμε σαράι, το παλατάκι είναι μικρό για την αφεντιά μας…

Ας ξεκινήσουμε από εκεί λέμε εμείς, κι όταν βελτιωθεί το είδος μας και φύγουμε από την νοοτροπία της καφετέριας, τότε και οι αγώνες του παγκοσμίου μόνοι τους θα έρθουν...

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.