Ταξίδι στην Κεντρική Ασία: Δ' ανταπόκριση

Στο ψηλότερο πέρασμα της Κ. Ασίας
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

22/7/2019

Ήταν αδύνατον να βρεθώ στην Κεντρική Ασία και να μην επιχειρήσω την διάσχιση του φημισμένου “Pamir Road”, του ορεσίβιου οδικού άξονα που διασχίζει την απόκρημνη οροσειρά των Pamir. Από τα ίδια αυτά βουνά είχε περάσει και ο Μάρκο Πόλο, όταν ταξίδευε με προορισμό την μυθική Κίνα.

Περίπου 1.200 χιλιόμετρα είναι το μήκος του “Pamir Road”, με αφετηρία την πρωτεύουσα Dushanbe του Τατζικιστάν και τερματισμό την κωμόπολη Sary Tash του Κιργιστάν. Σύμφωνα με το “επιχειρησιακό σχέδιο” που κατέστρωσα επιμελώς, το οδικό πρόγραμμα του “Pamir Road” χωρίστηκε σε 4 μέρες – διαδρομές: α) Dushanbe – Qalai Khum (350 km), β) Qalai Khum – Khorog (250 km), γ) Khorog – Murgab (320 km), δ) Murgab – Sary Tash (230 km).
Τις δυο πρώτες μέρες, πρωταγωνιστικό ρόλο στο τοπίο καθοδόν είχε ο ποταμός Pyandzh, που εκτελούσε παράλληλα και χρέη συνοριακής γραμμής. Ο δρόμος πήγαινε παράλληλα με την κοίτη του ποταμού, ενώ ακριβώς απέναντί μου απλωνόταν το Αφγανιστάν.
Η πιο δύσκολη διαδρομή ήταν αναμφίβολα η διαδρομή Qalai Khum – Khorog. Λόγω της άσχημης κατάστασης του οδικού άξονα, τόσο το κορμί μου, όσο και οι αναρτήσεις της λευκής Honda CB500X, ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα. Για 10 ολόκληρες ώρες, αναβάτης και μοτοσυκλέτα χοροπηδούσαμε μαζί στον ρυθμό της πέτρας. Τελικά, αντέξαμε και οι δυο.


Στην διαδρομή Khorog – Murgab (320 km) τα πράγματα ήταν σαφώς καλύτερα, αφού η άσφαλτος (αν και με πάμπολλες λακκούβες) διευκόλυνε την οδήγηση και με βοήθησε να απολαύσω το επιβλητικό τοπίο των γρανιτένιων βουνοκορφών. Όμως, μυϊκή ατονία, πονοκέφαλος και δυσκολία στην αναπνοή ήταν τα συμπτώματα που άρχισαν να με ταλαιπωρούν, αφού το υψόμετρο σταδιακά ανέβαινε πάνω από τα 3.800 μ. Στόχος μου άλλωστε ήταν να σκαρφαλώσω στα 4.655 μ., στο ορεινό πέρασμα Ak Baital Pass, το ψηλότερο πέρασμα της Κεντρικής Ασίας, που απείχε μόλις 80 χιλιόμετρα βόρεια της Murgab.


Και τελικά τα κατάφερα. Το έπαθλό μου για την διάσχιση του “Pamir Road” με καρτερούσε στο ορεινό πέρασμα Ak Baital και το πανηγύρισα δεόντως! Στην υπόλοιπη διαδρομή ως την πόλη Os (Κιργιστάν), τα δυνατότερα σημεία ήταν τα δυο ορεινά περάσματα (Kasil Art 4.282 m., PassTarduk Pass 3.615 m.), η γαλάζια λίμνη Karakul και οι σκηνές καθημερινότητας των κατοίκων στην μεταξένια πόλη Os.


Έχοντας πραγματοποιήσει την υπέρβαση του “Pamir Road”, και με καταγεγραμμένα 10.200 χιλιόμετρα από την αρχή του ταξιδιού, ξεκίνησε η επιστροφή μου στα πάτρια εδάφη. Το οδοιπορικό μου στα χνάρια του εξερευνητή Παναγιώτη Ποταγού είχε πια ολοκληρωθεί, προσφέροντάς μου αλησμόνητες κεντροασιατικές εμπειρίες και συγκινήσεις. Τι έχω να σας προτείνω; Βάλτε οπωσδήποτε την Κεντρική Ασία στα ταξιδιωτικά σας πλάνα…

Το άρθρο συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό

Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση

Ταξιδεύοντας στο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου
Σικελία ταξιδιωτικό
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

27/11/2023

Ομολογώ πως παγιδεύτηκα -όπως χιλιάδες άλλοι επισκέπτες- στη γοητεία της σικελικής ντίβας που ακούει στο όνομα Συρακούσες, ενώ η γαστρονομική προσέγγιση που επιχείρησα εκείνο το βράδυ στα άδυτα της τοπικής κουζίνας, σίγουρα έδωσε μια άλλη «γεύση» στις αναμνήσεις μου από την γενέτειρα του Αρχιμήδη. Θαμώνας σε μια παραδοσιακή τρατορία, τοπικά εδέσματα με βασικό συστατικό το ψάρι (Pesce Spada alla Ghiotta / Ξιφίας με πατάτες, ντομάτα και ελιές) και τα ζυμαρικά (Pasta con le Sarde / Κοφτό μακαρονάκι με σαρδέλες και μάραθο) απλώθηκαν προκλητικά πάνω στο τραπέζι μου, ενώ ένα μπουκάλι αρωματικού κρασιού Regaleali συνόδευσε το εύγευστο γαστρονομικό μου ταξίδι. BUON APPETITO!

Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση

Την επομένη, η γαλάζια SUZUKI GSX-S 1000 GT κυλούσε βελούδινα τους τροχούς της πάνω σ’ έναν στενό, στριφτερό επαρχιακό δρόμο με προορισμό τις νοτιοδυτικές ακτές του νησιού. Σ’ αυτό το γεωγραφικό σημείο της Σικελίας, που απέχει ελάχιστα από τις βόρειες ακτές της Αφρικής, οι αρχαίοι πρόγονοί μας ίδρυσαν τον Ακράγαντα (581 π.Χ.) και τον Σελινούντα (650 π.Χ. αιώνα), δυο ελληνικές αποικίες που αναδείχθηκαν σταδιακά σε δύο σημαντικά αστικά κέντρα της Μεγάλης Ελλάδας. Στους αρχαιολογικούς χώρους του Ακράγαντα και του Σελινούντα, τα εξαίσια μνημεία αρχαιοελληνικού πολιτισμού που συγκλονισμένος αντίκριζα (καλοδιατηρημένοι δωρικοί ναοί τεραστίων διαστάσεων, κατοικίες, αγάλματα, γεροδεμένα τείχη, δημόσια κτίσματα, κλπ.), συνιστούσαν τον συνδετικό κρίκο με το μακρινό παρελθόν της Μεγάλης Ελλάδας. Ύψιστο σημείο αναφοράς αποτελούσε η περίφημη «Κοιλάδα των Ναών» στον Ακράγαντα, ο χώρος όπου ορθώνονταν υποβλητικοί ναοί αφιερωμένοι στον Ολύμπιο Δία, στην Ομόνοια, στην Ήρα και στον Ηρακλή. Πρόκειται για έναν προορισμό που ασκεί ιδιαίτερη έλξη στους λάτρεις της Ιστορίας και της αρχαιολογίας, και ειδικότερα σε μας τους Έλληνες.

Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση

Προκειμένου να σχηματίσω μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για τη φυσιογνωμία του μεσογειακού νησιού, στράφηκα κατόπιν βόρεια με προορισμό το Παλέρμο. Καθοδόν για την πρωτεύουσα της Σικελίας, προσπαθούσα να αρχειοθετήσω στο μυαλό μου σκέψεις, συμπεράσματα και απόψεις για την κρυφή προσωπικότητα της νησιωτικής “οικοδέσποινάς” μου. Τι εστί τελικά Σικελία; Σικελία είναι ο ιταλικός νότος που αντιμετωπίζει χρόνια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και χαρακτηρίζεται για τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις και παραδόσεις του, οι οποίες, σε αρκετές περιπτώσεις συνδέονται άμεσα με τη θρησκεία. Σικελία, όμως, είναι και η Μαφία, η πασίγνωστη εγκληματική οργάνωση που εμφανίστηκε στο νησί στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και η οποία εκμεταλλευόμενη τη φτώχεια των κατοίκων, την κοινωνική οπισθοδρόμηση, αλλά κυρίως την εγκατάλειψη της Σικελίας από την κεντρική εξουσία, κατάφερε σταδιακά να επεκταθεί και να γίνει κράτος εν κράτει, ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό–οικονομικό κατεστημένο σε μια από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας.

Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση

Και παρά τον ολομέτωπο αγώνα που έχει ξεκινήσει τις τελευταίες δεκαετίες η επίσημη ιταλική κυβέρνηση ενάντια στη σικελική Μαφία, η τελευταία συνεχίζει –αν και αισθητά αποδυναμωμένη– να διατηρεί πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα τάξη πραγμάτων του ιταλικού νότου, καθότι εξακολουθεί να έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνική συγκρότηση της Σικελίας. Στο κέντρο του Παλέρμο περπάτησα τις βραδινές ώρες, όταν ένα αστείρευτο ανθρώπινο ποτάμι που ξεχυνόταν από παντού κατέληγε εκεί, δίνοντας το καθημερινό, πολύβουο παρών στο καθιερωμένο ραντεβού του περιπάτου και της διασκέδασης. Το περίφημο Teatro Massino, οι πλατείες Piazza Olivella, Quattro Canti και San Domenico, ο καθεδρικός ναός Santa Ignazio και το αναγεννησιακό σιντριβάνι της πλατείας Piazza Pretoria αποτέλεσαν τις ψηφίδες του ταξιδιωτικού μωσαϊκού της σικελικής πρωτεύουσας. Διαπλέοντας ξανά τον πορθμό της Messina, αποχαιρέτησα οριστικά τη Σικελία και επέστρεψα στην ιταλική χερσόνησο. Με τελικό προορισμό το λιμάνι του Brindesi (664 χλμ. βορειοανατολικά του Παλέρμο), η Suzuki GSX-S 1000GT ξεδίπλωσε στους ιταλικούς αυτοκινητοδρόμους τις αρετές του sport touring χαρακτήρα της. Χάρη στον τετρακύλινδρο κινητήρα των 1000 κ. εκ. και την άφθονη ροπή του, τα 150 “αφηνιασμένα” άλογα, τη χαμηλή κατανάλωση (περίπου 6,5 λίτρα ανά 100 χλμ), την αιχμηρή και δυναμική σχεδίαση, τη σωστή εργονομία και την εκπληκτική ευελιξία της, η γαλάζια μοτοσυκλέτα πρόσφερε στον αναβάτη της υποδειγματική ταξιδιωτική άνεση και χρηστικότητα.

Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση

Η τελευταία στάση μου επί ιταλικού εδάφους πραγματοποιήθηκε στα ελληνόφωνα χωριά της Απουλίας. Με τις πινακίδες των εννιά ελληνόφωνων χωριών (Calimera, Castrignano dei Greci, Corigliano d’ Otranto, Martano, Martignano, Soleto, Sternatia, Zollino, Melpignano) να με καλωσορίζουν “Kalos irtate” στην ευλογημένη γη τους, περιηγήθηκα σ’ εννιά νησίδες πολιτισμού που έχουν ως κοινό παρονομαστή την γραικάνικη διάλεκτο και μου πρόσφεραν ένα αλησμόνητο μάθημα Ιστορίας. Και μετά Brindesi, εκεί που το ταξίδι στη Σικελία έριξε τίτλους τέλους. Σίγουρα, οι εμπειρίες και οι παραστάσεις που αποκόμισα από τη δίτροχη περιπλάνησή μου σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους και πληθωρικούς προορισμούς της μεσογειακής λεκάνης ήταν συγκριτικά λίγες σε σχέση μ’ αυτές που ήθελα να είχα κερδίσει. Η υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου; Στο εγγύς μέλλον θα ξαναγύριζα στη Σικελία, αλλά αυτή την φορά για να παραμείνω πολύ περισσότερο στη ζεστή αγκαλιά της…

Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση

Ταξιδεύοντας σε sport touring ρυθμούς…

Ταξιδεύοντας στους ιταλικούς αυτοκινητοδρόμους, η SUZUKI GSX-S 1000GT ξεδίπλωσε τις αρετές του sport touring χαρακτήρα της, αναδεικνύοντας το ταξίδι μου σε μια αρκετά ξεκούραστη οδηγική εμπειρία. Κάτι το αναμενόμενο άλλωστε, αφού ανάμεσα στα πόδια μου είχα ένα αξιόλογο “πακέτο”: τετρακύλινδρος κινητήρας 1.000 κ. εκ. με 150 διαχειρίσιμα άλογα, άφθονη ροπή (10,8 kg) που έκανε εύκολη την χαλαρή μετακίνηση, αιχμηρή και δυναμική σχεδίαση, σωστά σχεδιασμένο πλαίσιο, ίσιο τιμόνι και εκπληκτική ευελιξία. Επιπλέον, ο εύχρηστος ηλεκτρονικός εξοπλισμός της περιλάμβανε traction control, cruise control, easy start system, low rpm assist και τρία drive modes, ενώ οι ακτινικές δαγκάνες της Brembo ανταποκρίνονταν άψογα στην ακινητοποίηση της μοτοσυκλέτας. Στη διάρκεια των 2.300 χλμ. που συμβιώσαμε μαζί, η γαλάζια μοτοσυκλέτα, χάρη στην εργονομικά λειτουργική θέση οδήγησης και στο χαμηλό βάρος της -226 κιλά γεμάτη-, πρόσφερε στον αναβάτη της υποδειγματική ταξιδιωτική άνεση και απόλαυση. Τα γόνατα και η μέση μου ήταν στις σωστές γωνίες, ενώ το κορμί και τα πόδια μου προστατεύονται αρκετά από τη ροή του αέρα. Η αεροδυναμική προστασία ήταν ικανοποιητική, αλλά μια ψηλότερη ζελατίνα θα την ήθελα -ίσως μια ρυθμιζόμενη ζελατίνα να ήταν ιδανική λύση! Με 19 λίτρα καυσίμου στο ρεζερβουάρ και κατανάλωση περίπου 6,5 λίτρα ανά 100 χλμ, η αυτονομία της SUZUKI GSX-S 1000GT άγγιζε άνετα τα 250-260 χιλιόμετρα, νούμερο ικανοποιητικό για sport touring μοτοσυκλέτα.

Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση