Η αποστειρωμένη Brazilia σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε βραζιλιάνικο αστικό κέντρο! Τριγυρνώντας με την μαύρη Honda XRE 300 RALLY στους δρόμους της διοικητικής πρωτεύουσας της Βραζιλίας αντίκρισα με σκεπτικισμό μια πόλη τετραγωνισμένη, βγαλμένη κυριολεκτικά από αρχιτεκτονική μακέτα.
Ήταν μια αναμενόμενη άλλωστε εικόνα, αφού η Brazilia σχεδιάστηκε και ανεγέρθηκε από τους αρχιτέκτονες Lucio Costa και Oscar Niemeyer μέσα σε μόλις 41 μήνες (1956–1960). Έκτοτε, η κυβερνητική “καρδιά” της χώρας κτυπά δυνατά στην Brazilia, η οποία μού συστήθηκε μέσα από τα κυριότερα αξιοθέατα–μνημεία της: την προεδρική κατοικία Planalto Palace, τον Καθεδρικό ναό, το Εθνικό Κοινοβούλιο, το Υπουργείο Εξωτερικών και το ναό Dom Bosco Sanctuary.
Η Brazilia ήταν το τελευταίο μεγάλο αστικό κέντρο της διαδρομής. Στα επόμενα 2.450 χλμ. που χώριζαν την βραζιλιάνικη πρωτεύουσα από την παραποτάμια Santarem (πόλη κτισμένη στις όχθες του Αμαζονίου ποταμού), θα συναντούσα μόνο μικρές πολιτείες και αναρίθμητους γραφικούς οικισμούς. Χρειάστηκα πέντε ημέρες πολύωρης οδήγησης μέχρι να φτάσω στην Santarem και να ανταμώσω τον υδάτινο γίγαντα της Νότιας Αμερικής, ενώ το ταλαίπωρο κορμί μου ανέλαβαν να “κοιμίσουν” οι πόλεις Gurupi, Araguaina, Maraba, Altamira και Ruropolis.
Περίπου 1.000 χλμ. βόρεια της Brazilia, η τροπική βλάστηση ξεκίνησε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο τοπικό οικοσύστημα, η ζέστη και η υγρασία σκαρφάλωναν όλο και πιο ψηλά, η κατάσταση του οδικού άξονα άρχισε να προβληματίζει σοβαρά τις αναρτήσεις της Honda XRE 300 RALLY και οι χωματόδρομοι εμφανίζονται όλο και συχνότερα κάτω από τις ρόδες της μοτοσυκλέτας. Βρισκόμουν πλέον στα γεωγραφικά όρια της Αμαζονίας.
Δυο πράγματα με προβλημάτισαν καθοδόν για την Santarem. Το πρώτο σχετιζόταν με την εκτεταμένη αποψίλωση των τροπικών δασών που αντίκριζα σε όλο το μήκος της διαδρομής. Ήταν ένα θλιβερό θέαμα που αποτελούσε την αδιάψευστη απόδειξη της τεράστιας οικολογικής καταστροφής που επιχειρείται –χρόνια τώρα– στην ευρύτερη περιοχή της Αμαζονίας.
Το δεύτερο είχε να κάνει με τους δυσκολοδιάβατους χωματόδρομους και τα πυκνά σύννεφα σκόνης που κλήθηκα να αντιμετωπίσω, οδηγώντας πάνω στον οδικό άξονα BR 230 /Transamazonica. Ειδικά στην χωμάτινη διαδρομή Altamira – Ruropolis, ήταν σαν να ταξίδευα σ’ ένα απέραντο βασίλειο κόκκινης σκόνης. Κάθε βράδυ, κάτω από τη ντουζιέρα του ξενοδοχείου, ξέπλενα από πάνω μου όλη την σκόνη της Αμαζονίας!
Ήταν το 1661 όταν οι αποικιοκράτες Πορτογάλοι έβαλαν το θεμέλιο λίθο της Santarem. Τριάμισι αιώνες μετά, η παραποτάμια πολιτεία της Αμαζονίας στεγάζει περίπου 300.000 κατοίκους κι έχει εξελιχθεί σ’ ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του Αμαζονίου ποταμού.
Στην ατμοσφαιρική Santarem, αφού ξαπόστασα για λίγο δίπλα στις καταπράσινες όχθες του Αμαζονίου, συνέχισα κατόπιν το δίτροχο ταξίδι μου μέσω της πλωτής οδού. Με οδικό άξονα τον Αμαζόνιο ποταμό και μέσον μεταφοράς ένα ταχύπλοο σκάφος, έβαλα πλώρη για την παραποτάμια Manaus, την πρωτεύουσα της Αμαζονίας.
Δείτε το gallery με πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το ταξίδι!
Στη Σικελία με Suzuki GSX-S 1000GT - Ταξιδιωτικό του Κωνσταντίνου Μητσάκη, Β' ανταπόκριση
Ταξιδεύοντας στο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου
Από τον
Κωνσταντίνο Μητσάκη
27/11/2023
Ομολογώ πως παγιδεύτηκα -όπως χιλιάδες άλλοι επισκέπτες- στη γοητεία της σικελικής ντίβας που ακούει στο όνομα Συρακούσες, ενώ η γαστρονομική προσέγγιση που επιχείρησα εκείνο το βράδυ στα άδυτα της τοπικής κουζίνας, σίγουρα έδωσε μια άλλη «γεύση» στις αναμνήσεις μου από την γενέτειρα του Αρχιμήδη. Θαμώνας σε μια παραδοσιακή τρατορία, τοπικά εδέσματα με βασικό συστατικό το ψάρι (Pesce Spada alla Ghiotta / Ξιφίας με πατάτες, ντομάτα και ελιές) και τα ζυμαρικά (Pasta con le Sarde / Κοφτό μακαρονάκι με σαρδέλες και μάραθο) απλώθηκαν προκλητικά πάνω στο τραπέζι μου, ενώ ένα μπουκάλι αρωματικού κρασιού Regaleali συνόδευσε το εύγευστο γαστρονομικό μου ταξίδι. BUON APPETITO!
Την επομένη, η γαλάζια SUZUKI GSX-S 1000 GT κυλούσε βελούδινα τους τροχούς της πάνω σ’ έναν στενό, στριφτερό επαρχιακό δρόμο με προορισμό τις νοτιοδυτικές ακτές του νησιού. Σ’ αυτό το γεωγραφικό σημείο της Σικελίας, που απέχει ελάχιστα από τις βόρειες ακτές της Αφρικής, οι αρχαίοι πρόγονοί μας ίδρυσαν τον Ακράγαντα (581 π.Χ.) και τον Σελινούντα (650 π.Χ. αιώνα), δυο ελληνικές αποικίες που αναδείχθηκαν σταδιακά σε δύο σημαντικά αστικά κέντρα της Μεγάλης Ελλάδας. Στους αρχαιολογικούς χώρους του Ακράγαντα και του Σελινούντα, τα εξαίσια μνημεία αρχαιοελληνικού πολιτισμού που συγκλονισμένος αντίκριζα (καλοδιατηρημένοι δωρικοί ναοί τεραστίων διαστάσεων, κατοικίες, αγάλματα, γεροδεμένα τείχη, δημόσια κτίσματα, κλπ.), συνιστούσαν τον συνδετικό κρίκο με το μακρινό παρελθόν της Μεγάλης Ελλάδας. Ύψιστο σημείο αναφοράς αποτελούσε η περίφημη «Κοιλάδα των Ναών» στον Ακράγαντα, ο χώρος όπου ορθώνονταν υποβλητικοί ναοί αφιερωμένοι στον Ολύμπιο Δία, στην Ομόνοια, στην Ήρα και στον Ηρακλή. Πρόκειται για έναν προορισμό που ασκεί ιδιαίτερη έλξη στους λάτρεις της Ιστορίας και της αρχαιολογίας, και ειδικότερα σε μας τους Έλληνες.
Προκειμένου να σχηματίσω μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για τη φυσιογνωμία του μεσογειακού νησιού, στράφηκα κατόπιν βόρεια με προορισμό το Παλέρμο. Καθοδόν για την πρωτεύουσα της Σικελίας, προσπαθούσα να αρχειοθετήσω στο μυαλό μου σκέψεις, συμπεράσματα και απόψεις για την κρυφή προσωπικότητα της νησιωτικής “οικοδέσποινάς” μου. Τι εστί τελικά Σικελία; Σικελία είναι ο ιταλικός νότος που αντιμετωπίζει χρόνια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και χαρακτηρίζεται για τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις και παραδόσεις του, οι οποίες, σε αρκετές περιπτώσεις συνδέονται άμεσα με τη θρησκεία. Σικελία, όμως, είναι και η Μαφία, η πασίγνωστη εγκληματική οργάνωση που εμφανίστηκε στο νησί στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και η οποία εκμεταλλευόμενη τη φτώχεια των κατοίκων, την κοινωνική οπισθοδρόμηση, αλλά κυρίως την εγκατάλειψη της Σικελίας από την κεντρική εξουσία, κατάφερε σταδιακά να επεκταθεί και να γίνει κράτος εν κράτει, ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό–οικονομικό κατεστημένο σε μια από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας.
Και παρά τον ολομέτωπο αγώνα που έχει ξεκινήσει τις τελευταίες δεκαετίες η επίσημη ιταλική κυβέρνηση ενάντια στη σικελική Μαφία, η τελευταία συνεχίζει –αν και αισθητά αποδυναμωμένη– να διατηρεί πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα τάξη πραγμάτων του ιταλικού νότου, καθότι εξακολουθεί να έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνική συγκρότηση της Σικελίας. Στο κέντρο του Παλέρμο περπάτησα τις βραδινές ώρες, όταν ένα αστείρευτο ανθρώπινο ποτάμι που ξεχυνόταν από παντού κατέληγε εκεί, δίνοντας το καθημερινό, πολύβουο παρών στο καθιερωμένο ραντεβού του περιπάτου και της διασκέδασης. Το περίφημο Teatro Massino, οι πλατείες Piazza Olivella, Quattro Canti και San Domenico, ο καθεδρικός ναός Santa Ignazio και το αναγεννησιακό σιντριβάνι της πλατείας Piazza Pretoria αποτέλεσαν τις ψηφίδες του ταξιδιωτικού μωσαϊκού της σικελικής πρωτεύουσας. Διαπλέοντας ξανά τον πορθμό της Messina, αποχαιρέτησα οριστικά τη Σικελία και επέστρεψα στην ιταλική χερσόνησο. Με τελικό προορισμό το λιμάνι του Brindesi (664 χλμ. βορειοανατολικά του Παλέρμο), η Suzuki GSX-S 1000GTξεδίπλωσε στους ιταλικούς αυτοκινητοδρόμους τις αρετές του sport touring χαρακτήρα της. Χάρη στον τετρακύλινδρο κινητήρα των 1000 κ. εκ. και την άφθονη ροπή του, τα 150 “αφηνιασμένα” άλογα, τη χαμηλή κατανάλωση (περίπου 6,5 λίτρα ανά 100 χλμ), την αιχμηρή και δυναμική σχεδίαση, τη σωστή εργονομία και την εκπληκτική ευελιξία της, η γαλάζια μοτοσυκλέτα πρόσφερε στον αναβάτη της υποδειγματική ταξιδιωτική άνεση και χρηστικότητα.
Η τελευταία στάση μου επί ιταλικού εδάφους πραγματοποιήθηκε στα ελληνόφωνα χωριά της Απουλίας. Με τις πινακίδες των εννιά ελληνόφωνων χωριών (Calimera, Castrignano dei Greci, Corigliano d’ Otranto, Martano, Martignano, Soleto, Sternatia, Zollino, Melpignano) να με καλωσορίζουν “Kalos irtate” στην ευλογημένη γη τους, περιηγήθηκα σ’ εννιά νησίδες πολιτισμού που έχουν ως κοινό παρονομαστή την γραικάνικη διάλεκτο και μου πρόσφεραν ένα αλησμόνητο μάθημα Ιστορίας. Και μετά Brindesi, εκεί που το ταξίδι στη Σικελία έριξε τίτλους τέλους. Σίγουρα, οι εμπειρίες και οι παραστάσεις που αποκόμισα από τη δίτροχη περιπλάνησή μου σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους και πληθωρικούς προορισμούς της μεσογειακής λεκάνης ήταν συγκριτικά λίγες σε σχέση μ’ αυτές που ήθελα να είχα κερδίσει. Η υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου; Στο εγγύς μέλλον θα ξαναγύριζα στη Σικελία, αλλά αυτή την φορά για να παραμείνω πολύ περισσότερο στη ζεστή αγκαλιά της…
Ταξιδεύοντας σε sport touring ρυθμούς…
Ταξιδεύοντας στους ιταλικούς αυτοκινητοδρόμους, η SUZUKI GSX-S 1000GT ξεδίπλωσε τις αρετές του sport touring χαρακτήρα της, αναδεικνύοντας το ταξίδι μου σε μια αρκετά ξεκούραστη οδηγική εμπειρία. Κάτι το αναμενόμενο άλλωστε, αφού ανάμεσα στα πόδια μου είχα ένα αξιόλογο “πακέτο”: τετρακύλινδρος κινητήρας 1.000 κ. εκ. με 150 διαχειρίσιμα άλογα, άφθονη ροπή (10,8 kg) που έκανε εύκολη την χαλαρή μετακίνηση, αιχμηρή και δυναμική σχεδίαση, σωστά σχεδιασμένο πλαίσιο, ίσιο τιμόνι και εκπληκτική ευελιξία. Επιπλέον, ο εύχρηστος ηλεκτρονικός εξοπλισμός της περιλάμβανε traction control, cruise control, easy start system, low rpm assist και τρία drive modes, ενώ οι ακτινικές δαγκάνες της Brembo ανταποκρίνονταν άψογα στην ακινητοποίηση της μοτοσυκλέτας. Στη διάρκεια των 2.300 χλμ. που συμβιώσαμε μαζί, η γαλάζια μοτοσυκλέτα, χάρη στην εργονομικά λειτουργική θέση οδήγησης και στο χαμηλό βάρος της -226 κιλά γεμάτη-, πρόσφερε στον αναβάτη της υποδειγματική ταξιδιωτική άνεση και απόλαυση. Τα γόνατα και η μέση μου ήταν στις σωστές γωνίες, ενώ το κορμί και τα πόδια μου προστατεύονται αρκετά από τη ροή του αέρα. Η αεροδυναμική προστασία ήταν ικανοποιητική, αλλά μια ψηλότερη ζελατίνα θα την ήθελα -ίσως μια ρυθμιζόμενη ζελατίνα να ήταν ιδανική λύση! Με 19 λίτρα καυσίμου στο ρεζερβουάρ και κατανάλωση περίπου 6,5 λίτρα ανά 100 χλμ, η αυτονομία της SUZUKI GSX-S 1000GT άγγιζε άνετα τα 250-260 χιλιόμετρα, νούμερο ικανοποιητικό για sport touring μοτοσυκλέτα.