Στιλ οδήγησης & σκελετός ελαστικών

Πως επηρεάζει τη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας μας
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

31/1/2018

Αφορμή για αυτό το άρθρο ήταν το τεστ του νέου Harley Davidson Fat Bob. Την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα την είχαμε πάρει πριν περίπου έναν μήνα για τις ανάγκες δοκιμής του περιοδικού, ωστόσο εξαιτίας δημοσιογραφικών ταξιδιών η φωτογράφησή της αναβλήθηκε μέχρι πριν λίγες μέρες, που ήρθε ξανά στα χέρια μας. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η μοτοσυκλέτα είχε κάνει περίπου 700 χιλιόμετρα μέσα στην Αθήνα, ως μοτοσυκλέτα test ride για τους πελάτες του καταστήματος της H-D Athena. Παρά το γεγονός ότι τα ελαστικά δεν είχαν καμία απολύτως οπτική ένδειξη φθοράς της γόμμας τους, εν τούτοις ήταν ολοφάνερο ότι κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας στις εισόδους των στροφών.

Υπήρχε μια μικρή άρνηση να πλαγιάσει στην αρχή και αμέσως μετά πλάγιαζε κάπως γρήγορα, δίνοντάς σου ταυτόχρονα την αίσθηση ότι σηκώνεται το πίσω μέρος της μοτοσυκλέτας. Η αίσθηση αυτή ήταν μικρής κλίμακας και αν δεν είχαμε οδηγήσει τη μοτοσυκλέτα πριν ένα μήνα με σχεδόν καινούρια λάστιχα, πιθανόν να μην γινόταν αντιληπτή ή να την θεωρούσαμε ως μέρος της συνολικής συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας.

Για αυτό όμως πασχίζουμε οι δοκιμές να έχουν μεγάλη διάρκεια και για αυτό κάνουμε χιλιόμετρα πριν γράψουμε (οι μόνοι που ακόμα προσπαθούμε να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει): Δύο ημέρες αργότερα η μοτοσυκλέτα σταμάτησε να εμφανίζει αυτό το σκαλοπάτι όταν την πλάγιαζες στις στροφές!

Σε τι λοιπόν οφείλεται αυτή η αλλαγή της συμπεριφοράς των ελαστικών, από τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχει φθορά στη γόμμα τους;

Η απάντηση βρίσκεται φυσικά στον σκελετό. Το Fat Bob έχει βάρος 308 κιλά και όταν την οδηγείς όρθια και με μικρές ταχύτητες, ο σκελετός του πίσω ελαστικού (κυρίως) χάνει την ομαλή καμπυλότητά του στο κέντρο. Με άλλα λόγια γίνεται επίπεδος, δημιουργώντας αυτό το σκαλοπάτι. Όταν οδηγήσαμε την μοτοσυκλέτα για αρκετά χιλιόμετρα σε στροφές επαρχιακών δρόμων για την φωτογράφιση, αλλά και με υψηλές ταχύτητες κατά την διάρκεια των μετρήσεων, ο σκελετός επανήλθε σιγά-σιγά στο αρχικό του σχήμα.

Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει συχνά σε μοτοσυκλέτες που κινούνται όρθιες με μικρές ταχύτητες. Κι όσο πιο βαρύ είναι το scooter ή η μοτοσυκλέτα, τόσο πιο γρήγορα χάνει την αρχική καμπυλότητά του ο σκελετός. Στις υψηλές ταχύτητες δεν συμβαίνει αυτό, καθώς η φυγόκεντρος δύναμη διαστέλλει προς τα έξω τον σκελετό. Όμως αν οδηγείς συχνά σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας με την μοτοσυκλέτα όρθια (π.χ. Ατιική Οδό), τότε η φθορά της γόμμας στο κέντρο μπορεί να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο σκαλοπάτι και φυσικά να προκαλέσει την ίδια συμπεριφορά. Μόνο που εδώ μπορείς να δεις με το μάτι την φθορά, η οποία έρχεται προοδευτικά αναλόγως των χιλιομέτρων που έχεις κάνει.

Όμως την αλλοίωση του σχήματος του σκελετού του ελαστικού δεν είναι εύκολο να την διακρίνεις με το μάτι. Κι όπως είδαμε, αν η μοτοσυκλέτα είναι βαριά και έχει φαρδύ πίσω ελαστικό, αρκούν λιγότερα από 1000 χιλιόμετρα αργής οδήγησης μέσα στην πόλη για να αλλάξουν την καμπυλότητα του σκελετού και μαζί τη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Η λύση είναι η ομορφότερη που θα μπορούσε: Συχνά - πυκνά, μία βόλτα σε στριφτερούς επαρχιακούς διορθώνει το πρόβλημα!

ΕΛΑΣΤΙΚΑ Track-day & Αγωνιστικά

Πώς επιλέγουμε γόμμα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

30/10/2017

Τα τελευταία χρόνια οι αναβάτες των MotoGP έχουν μεγαλύτερη ελευθερία να μιλάνε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες και η ίδια η Dorna τους παρέχει ακόμα περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο με τις δημοσιογραφικές συνεντεύξεις που διοργανώνει πριν τον αγώνα, μετά τα χρονομετρημένα δοκιμαστικά και μετά τον αγώνα. Σε αυτές πάντα κυριαρχεί το θέμα επιλογής γόμμας των ελαστικών. Παρ’ όλα αυτά, ο περισσότερος κόσμος δυσκολεύεται ακόμα να κατανοήσει τί ακριβώς καθορίζει την επιλογή σκληρότητας της γόμμας σε έναν αγώνα και γιατί βλέπει αναβάτες με μαλακιά γόμμα να κινούνται ταχύτερα στο τέλος ενός αγώνα, από αναβάτες με σκληρότερη γόμμα. Λογικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, σωστά; Όχι! Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να κατανοήσουμε έναν-έναν τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή. Πριν από αυτό όμως θα πρέπει να κατανοήσουμε, ότι όλοι οι αναβάτες είναι υποχρεωμένοι να βάλουν ελαστικά της ίδια εταιρείας.

 

Η πίστα: Παλαιότητα ασφαλτοτάπιτα

Οι πίστες δεν έχουν όλες το ίδιο ποσοστό πρόσφυσης. Πέρα από την κατασκευή και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ασφαλτοτάπητα, η ηλικία της πίστας παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόσφυση που προσφέρει. Μια νεαρής ηλικίας πίστα αποκτά το μέγιστο κράτημά της μετά από ένα ή δύο χρόνια λειτουργίας! Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ολοκαίνουρια πίστα έχει ακόμα “λιπαρή” επιφάνεια λόγω της φρέσκιας πίσσας. Το κράτημα που προσφέρει είναι “μαλακό”, δηλαδή προκαλεί πρόωρο ντριφτάρισμα των τροχών.

Ένα πολύ μαλακής γόμμας ελαστικό, συνήθως δεν έχει μεγάλο πλεονέκτημα έναντι ενός σκληρότερου, όμως ακριβώς λόγω του “μαλακού” γκριπ της ασφάλτου, η διάρκεια ζωής του αυξάνεται. Οι πίστες με ολοκαίνουρια άσφαλτο έχουν πολύ έντονες διακυμάνσεις στο επίπεδο κρατήματος που προσφέρουν, αναλόγως της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Η ζέστη “λιώνει” την πίσσα και η επιφάνεια γίνεται πολύ λιπαρή, ενώ όταν δεν επικρατούν πολύ υψλές θερμοκρασίες, αυξάνονται κατακόρυφα τα επίπεδα πρόσφυσης, άρα σου επιτρέπει την χρήση σκληρότερης γόμμας. Όμως την ίδια στιγμή, γνωρίζουμε ότι τα μαλακά ελαστικά δεν έχουν αντοχή σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας περιβάλλοντος.  Οπότε η λογική ότι με τα μαλακά ελαστικά θα κάνεις χρόνο και με τα σκληρότερα θα έχεις διάρκεια δεν ισχύει σε μια καινούρια πίστα.

Ούτε όμως σε μια πίστα με γερασμένο ασφαλτοτάπητα. Ακριβώς την ίδια συμπεριφορά με τις καινούριες πίστες, έχουν και οι πιο παλιές. Μόνο που εδώ τα πράγματα γίνονται αρκετά πιο περίπλοκα. Οι παλιές πίστες δεν επηρεάζονται μόνο από την θερμοκρασία, αλλά και από την χρήση που έχει γίνει πριν μερικά λεπτά. Οι παλιές πίστες μπορούν να αλλάζουν το επίπεδο πρόσφυσης μέσα σε διάστημα μικρότερο της μισής ώρας!

Το μέγιστο κράτημά τους το προσφέρουν όταν επικρατεί δροσιά και όταν έχουν μπει αρκετά οχήματα μέσα, καθαρίζοντας την επιφάνειά της. Όμως αυτό μπορεί να αλλάξει μέσα σε μερικά λεπτά, διότι το επίπεδο κρατήματος εξαρτάται από την γόμμα που έχουν αφήσει τα οχήματα πάνω της. Με άλλα λόγια, η επιφάνειά της αποκτά τις ίδιες ιδιότητες που έχουν τα λάστιχα, άρα αποκτά και τις ίδιες ευαισθησίες. Στις παλιές πίστες αρέσουν τα μαλακά ελαστικά περισσότερο και είναι πολύ φιλικές μαζί τους στη διάρκεια ενός αγώνα, όμως η υπερβολική ζέστη μπορεί να μειώσει δραματικά τα πλεονεκτήματά τους

 

Ο κινητήρας καθορίζει την γόμμα

Ένας άλλος παράγοντας που καταρρίπτει τη θεωρία ότι τα σκληρά ελαστικά αντέχουν περισσότερο είναι η δύναμη του κινητήρα. Αν η δύναμη του κινητήρα είναι πολύ μεγάλη και πολύ απότομη, τότε ένα σκληρό πίσω ελαστικό θα ντριφτάρει συνεχώς και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό με την σειρά του θα προκαλέσει πρόωρη υπερθέρμανση, με αποτέλεσμα πτώση της απόδοσης.

Αντιθέτως ένα μαλακότερο ελαστικό που μπορεί να κατεβάσει την δύναμη του κινητήρα στην άσφαλτο χωρίς να ντριφτάρει συνεχώς, έχει μικρότερη φθορά και μπορεί να κρατήσεις τους χρόνους χαμηλά μέχρι το τέλος του αγώνα!

Όπως βλέπουμε δηλαδή, οι παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή γόμμας είναι πιο σύνθετοι από την απλοποιημένη αντίληψη ότι τα σκληρά αντέχουν και τα μαλακά κρατάνε. Κυρίως όμως, αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι οι βασικότεροι παράγοντες μεταβάλλονται διαρκώς κατά την διάρκεια της ημέρας και ότι αρκεί ένα μικρό σύνεφο να μπει μπροστά από τον ήλιο για μερικά λεπτά και η τέλεια επιλογή ελαστικού που είχες κάνει όλη την ημέρα να πάρει στράφι, ειδικά από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι τα ελαστικά που χρησιμοποιούν φέτος στα MotoGP είναι πάρα πολύ ευαίσθητα ακόμη και στην παραμικρή μεταβολή των συνθηκών, κάτι που παραδέχτηκαν και οι άνθρωποι της Michelin.